Η ΛΙ ΜΙΛΕΡ υπήρξε άκρως εντυπωσιακή, και από τις δύο πλευρές της φωτογραφικής κάμερας, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης. Η μοίρα της χάρισε όλα τα καλά — ομορφιά, εξυπνάδα, γενναιότητα και οξυδερκή ματιά – κι εκείνη τα χρησιμοποίησε στο έπακρο σε μια καριέρα που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 19 ετών ως μοντέλο της Vogue, στη συνέχεια την οδήγησε στο Παρίσι ως σουρεαλιστική καλλιτέχνιδα, στο Κάιρο ως σύζυγος επιχειρηματία (αυτό δεν πέτυχε), στο Λονδίνο ως φωτορεπόρτερ κατά τη διάρκεια του ανηλεών γερμανικών βομβαρδισμών και στην Ευρώπη των ερειπίων, από τη Βρετάνη έως το Μπούχενβαλντ και τη Βουδαπέστη, ως μία από τις ελάχιστες πολεμικές ανταποκρίτριες.
«Δεν έχασα ούτε ένα λεπτό, σε όλη μου τη ζωή», έγραφε την προηγούμενη νύχτα, «αλλά ξέρω ότι αν μπορούσα να ξαναζήσω... πάνω απ' όλα θα προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να σπάσω τη σιωπή που μου επιβάλλεται σε συναισθηματικά ζητήματα».
Αυτές τις μέρες, και μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου, διεξάγεται στην Tate Britain η μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση που έχει γίνει ποτέ στο έργο της. Η διεισδυτική αυτή έκθεση γιορτάζει τον πολύπλευρο πλούτο της δουλειάς της, το ισχυρό όραμα που ενώνει τις διαφορετικές πτυχές και τη ζωτικότητά της ως μιας πρωτοποριακής γυναίκας που ενθουσιαζόταν να απεικονίζει άλλες γυναίκες – συχνά φίλες της – που επίσης έσπαγαν τις προκαταλήψεις και τους περιορισμούς. Η Πολωνή Άννα Λέσκα στο πιλοτήριο ενός μαχητικού Spitfire, η πολεμική ανταποκρίτρια Μάργκαρετ Μπουρκ-Γουάιτ να χαμογελά κάτω από το φτερό ενός βομβαρδιστικού αεροσκάφους, η διάσημη μυθιστοριογράφος Κολέτ στο πρόσφατα απελευθερωμένο Παρίσι («οι τελευταίες λάμψεις φωτός... φυλακισμένες... στα αστραφτερά λευκά μάτια της Κολέτ»), είναι μερικά από τα πιο ζωντανά πορτρέτα της. Η Μίλερ σκηνοθέτησε και το δικό της πορτρέτο στο τέλος του πολέμου, «ξεπλένοντας» τη βρωμιά του Νταχάου στην μπανιέρα του ίδιου του Χίτλερ: η κοινοτοπία του κακού.
Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του Λονδίνου, η Μίλερ φωτογράφισε έναν σπασμένο πέτρινο άγγελο, με το στήθος του να έχει συντριβεί από τα τούβλα και τον λαιμό του κομμένο από μια μεταλλική ράβδο, και το ονόμασε «Εκδίκηση στην κουλτούρα». Και η ίδια όμως είχε πολλά να εκδικηθεί, καθώς η μοίρα εξισορρόπησε την γενναιοδωρία της με τρομερή δυστυχία. Στα επτά της, η Μίλερ έπεσε θύμα βιασμού από έναν οικογενειακό φίλο και κόλλησε γονόρροια, για την οποία υποβλήθηκε σε επώδυνη θεραπεία για χρόνια. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης εφηβείας της, πόζαρε γυμνή για τον ερασιτέχνη φωτογράφο πατέρα της (εικόνες που, όπως είχε πει ο γιος της Άντονι Πένροουζ, «υπερβαίνουν σίγουρα τα όρια που πρέπει να τίθενται μεταξύ παιδιού και γονέα»), ενώ λίγα χρόνια αργότερα είδε τον φίλο της να πνίγεται σε ένα δυστύχημα με βάρκα. Ήταν 17 όταν η μητέρα της αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και 22 όταν εμφανίστηκε στο Παρίσι και ανακοίνωσε στον διάσημο Μαν Ρέι ότι ήταν η νέα του μαθήτρια. Στη συνέχεια έγινε και η ίδια διάσημη ως μούσα, συνεργάτρια, ερωμένη του ενώ επίσης, όπως σημείωνε το περιοδικό Time το 1932, ήταν «η κάτοχος του πιο όμορφου αφαλού στο Παρίσι».
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η φρίκη της πραγματικότητας ξεπέρασε τις πιο βίαιες φαντασιώσεις του σουρεαλισμού, η χρονογράφος της μόδας έγινε χρονογράφος του φασισμού και των ολέθριων συνεπειών του όπως αποκαλύφτηκαν το 1945-46. Με τη Rolleiflex της, που δεν είχε φακό ζουμ, η Μίλερ τραβούσε κοντινές και οικείες φωτογραφίες. Το πιο σουρεαλιστικό στοιχείο της καριέρας της ήταν ότι οι φωτογραφίες της από το Ολοκαύτωμα δημοσιεύτηκαν στο Vogue. Στη συνέχεια, η ανάγκη να αποκαλύψει τον τρόμο έγινε τρομακτικά εθιστική: συνέχισε να προχωρά προς τα ανατολικά, ενώ οι περισσότεροι πολεμικοί ανταποκριτές είχαν αποχωρήσει, προς την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία. Οι φωτογραφίες της από τη Βιέννη έχουν μια noir ατμόσφαιρα που θυμίζει την ταινία «Ο τρίτος άνθρωπος»: η σκιώδης Κρατική Όπερα, αφηρημένη σχεδόν στην ακραία ερήμωσή της, και μια τραγουδίστρια όπερας που τραγουδάει σαν φάντασμα ανάμεσα στα ερείπια, βρέφη που πεθαίνουν στο παιδικό νοσοκομείο με φόντο «το σκούρο, σκονισμένο μπλε των γεμάτων βαλς νυχτών της Βιέννης, το ίδιο χρώμα με τις ριγέ στολές των σκελετών του Νταχάου».
Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, έπασχε από αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε σύνδρομο μετατραυματικού στρες. Η κατάθλιψη και ο αλκοολισμός σημάδεψαν τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Παντρεύτηκε τον δεύτερο σύζυγό της, τον συλλέκτη Ρόλαντ Πένροουζ, και γέννησε τον γιο της το 1947. «Δεν έχασα ούτε ένα λεπτό, σε όλη μου τη ζωή», έγραφε την προηγούμενη νύχτα, «αλλά ξέρω ότι αν μπορούσα να ξαναζήσω... πάνω απ' όλα θα προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να σπάσω τη σιωπή που μου επιβάλλεται σε συναισθηματικά ζητήματα».
Με στοιχεία από The Financial Times