Γιατί διάλεξες να παρουσιάσεις τη δουλειά σου στο νέο Beehive στα Εξάρχεια;
Πρόκειται για τον χώρο που φιλοξενεί πλέον τις δραστηριότητες του δικτύου μεταναστριών «Μέλισσες», με τις οποίες διατηρώ μια πολύ καλή σχέση χρόνια τώρα. Είπαμε λοιπόν να συνδυάσουμε τα εγκαίνια με την έκθεση. Στο ανακαινισμένο αυτό διώροφο νεοκλασικό στεγαζόταν παλιότερα ένα σχολείο, υπάρχει οπότε, τρόπον τινά, μια συνέχεια, καθώς το έργο των γυναικών αυτών, που προέρχονται από διάφορες χώρες, έχει και μια εκπαιδευτική χροιά. Ήταν λοιπόν μια ευκαιρία αφενός να παρουσιάσω ένα υλικό κάπως ευαίσθητο σε ένα πλαίσιο που εμπιστεύομαι απόλυτα, αφετέρου να αναδείξω τη δική τους δουλειά.
— Ο τίτλος της έκθεσης «Say goodbye before you leave» πώς προέκυψε; Ακούγεται, ξέρεις, και λίγο γλυκόπικρο, τύπου «μη φεύγεις έτσι βιαστικά, πες μας τουλάχιστον ένα “γεια”»!
Το 2020 βρέθηκα στη Λέσβο, όπου έκανα μια σειρά φωτογραφιών με μια οικογένεια Αφγανών προσφύγων. Δεν υπάρχουν στην έκθεση αυτή, προορίζονται για κάποιο άλλο πρότζεκτ, σημασία έχει όμως ότι δημιουργήθηκε ένα «δέσιμο» μεταξύ μας. Είχαν και μικρά παιδιά κι εμένα είχε τότε γεννηθεί η πρώτη μου κόρη, οπότε ήταν σαν να έβλεπα στα παιδιά εκείνα το δικό μου. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή τους ενημέρωσα ότι την επόμενη μέρα θα έφευγα, η επτάχρονη τότε κόρη τους, η Μάσα, μου είπε: «Προτού φύγεις, μπορείς να έρθεις να μας αποχαιρετήσεις;». Και είχε η φωνή της μια γλυκόπικρη χροιά, σαν να έλεγε: «Μη μας ξεχάσεις». Συγκινήθηκα πολύ και κράτησα τη φράση αυτή, που ταυτόχρονα κουβαλά μέσα της μια ιστορία, γιατί όταν παίρνεις τον δρόμο της προσφυγιάς δεν έχεις συνήθως την πολυτέλεια για αποχαιρετισμούς, μπορεί να κινδυνεύει η ίδια σου η ζωή.
«O ξένος πάντα κουβαλά ένα στίγμα. Αυτός που θέλει να τον δει μόνο αρνητικά, θα τον δει. Αλλά το θέμα είναι να μπορείς εσύ, κόντρα σε αυτά, να φτιάξεις τη ζωή σου οπλισμένος με θετική ενέργεια, αγάπη και αισιοδοξία. Έτσι κάπως αγαπήθηκε αλλά και χτίστηκε κυριολεκτικά η Ελλάδα από τους τόσους πρόσφυγες και μετανάστες που ήρθαμε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90».
— Όντας παιδί μεταναστών, ήταν ευκολότερο για σένα να μπεις στα δικά τους παπούτσια, που λένε;
Ναι, υπήρχαν σίγουρα κάποια κοινά βιώματα. Η δική μου οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει από την Αλβανία το 1991, με βίζα της ελληνικής πρεσβείας που είχε μόλις ανοίξει στα Τίρανα – ήμασταν δηλαδή από τους «τυχερούς». Ήμουν μόλις 11 χρονών, χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς φίλους, χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, όλα αυτά και ό,τι κατάφερα στη συνέχεια, τα κατάφερα μόνος μου ουσιαστικά. Ναι, βοήθησε και το σχολείο που πήγα εδώ στην Αθήνα, όχι όμως ιδιαίτερα – τριάντα παιδιά ήμασταν στην αίθουσα, εμένα εκεί κάτω, στο τελευταίο θρανίο, θα είχε από κοντά ο δάσκαλος; Έπρεπε λοιπόν να μάθω γρήγορα ελληνικά και ταυτόχρονα να φτάσω το μαθησιακό επίπεδο των άλλων, που ήταν τάξεις μπροστά. Παρά όμως τις δυσκολίες, ήμουν ενθουσιασμένος που βρισκόμουν σε έναν καινούργιο τόπο, τον αγάπησα και προσαρμόστηκα γρήγορα.
— Ποιες διαφορές θα έβρισκες ανάμεσα στη δική σου γενιά μεταναστών και προσφύγων και την τωρινή;
Δεν βρίσκω ουσιαστικές διαφορές, οι εθνικές καταγωγές μπορεί να αλλάζουν αλλά τα αίτια είναι παρόμοια, όπως και οι πορείες αυτών των ανθρώπων. Αρχικά είναι όλοι μαζί, μετά, μέσα από τον αγώνα για επιβίωση, αφομοιώνεσαι σταδιακά και βρίσκεις τα πατήματά σου. Ειδικά αν είσαι σε μεγάλη πόλη, χάνεσαι μέσα σε ένα πλήθος όπου λίγη σημασία έχει πια από πού κρατάς. Έχοντας έπειτα βιώσει τη μεταναστευτική εμπειρία, μου ήταν αρκετά γνώριμες πολλές εικόνες και καταστάσεις, μοιραζόμουν κοινά συναισθήματα συναντώντας τους «καινούργιους» και συγχρωτιζόμενος μαζί τους.
— Το ενδιαφέρον με τα πορτρέτα που παρουσιάζεις στην έκθεση είναι ότι κάποιους από όσους φωτογράφισες εδώ στο πέρασμά τους από την Ελλάδα πήγες και τους βρήκες 1-2 χρόνια μετά στις χώρες όπου έχουν πλέον εγκατασταθεί, Γερμανία, Σουηδία κ.λπ. Και παρατηρεί κανείς ότι ακόμα και η έκφραση των ανθρώπων αυτών έχει αλλάξει.
Ναι, γιατί δεν ήθελα να μείνω μόνο στο πρώτο κομμάτι της προσφυγιάς, το πιο «άγριο», αλλά να δείξω και το επόμενο βήμα τους, το οποίο βρίσκω ακόμη πιο ενδιαφέρον. Πώς έκαναν μια καινούργια αρχή, με τι διάθεση, τι προσδοκίες, κι όλα αυτά με μια θαυμαστή αποφασιστικότητα και δύναμη που σε εμένα ήταν πολύ οικείες.
— Την Ελλάδα πώς τη θυμούνταν;
Θετικά γενικά, κι ας είχαν περάσει δύσκολα. Όταν είχα βρεθεί στη Λέσβο στα πρώτα μεγάλα προσφυγικά κύματα, κάπου μια δεκαετία πριν, έβλεπα πολλούς ντόπιους να βοηθούν όπως μπορούσαν, παρότι με τόσους νεοφερμένους δεν ήταν εύκολες οι ισορροπίες. Τους έχει, οπότε, μείνει μια γλυκιά γεύση από την Ελλάδα, είμαστε άλλωστε πιο κοντά ως ιδιοσυγκρασία αλλά και ως φύση, ως κλίμα, όλα αυτά. Αλλά εδώ δεν μπορούσαν να σταθούν και να προκόψουν – κανείς από όσους φωτογράφισα γι’ αυτή την έκθεση δεν έμεινε στη χώρα. Εδώ εμείς οι Έλληνες μεταναστεύουμε για να βρούμε μια καλύτερη τύχη!
— Βρίσκω, ξέρεις, εξαιρετική τη δουλειά σου, πόσο όμως ενδιαφέρει πια το μεταναστευτικό; Εξόν από μια πιο ευαισθητοποιημένη μειοψηφία, ο πολύς κόσμος, νομίζω, πια αδιαφορεί – στην καλύτερη. Αν κάτι «πουλάει», είναι η ξενοφοβία.
Κοίτα, ζούμε σε μια κοινωνία που όλα γίνονται κάποια στιγμή καταναλωτικά προϊόντα, όλα επίσης τρέχουν σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς, μαζί τους και οι άνθρωποι. Πολλοί αντιμετωπίζουν προβλήματα βιοτικά, προσωπικά κ.λπ. Ζουν μέσα στο στρες, γίνονται αντικοινωνικοί και καχύποπτοι, στρέφονται στον εικονικό κόσμο των σόσιαλ, όπου γίνονται έρμαια της παραπληροφόρησης αφενός, μιας αφιλτράριστης υπερπληροφόρησης όπου κυριαρχούν οι κακές ειδήσεις αφετέρου. Αναζητούν, οπότε, αποδιοπομπαίους τράγους στις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως είναι οι μετανάστες. Η καραντίνα επιδείνωσε την κατάσταση, η ψυχική υγεία πολλών διαταράχθηκε, η οικονομική στενότητα έχει κάνει έπειτα τους πάντες να εχθρεύονται τους πάντες – δεν αφορά δηλαδή μόνο τους μετανάστες, είναι κάτι γενικότερο. Δες μόνο την οδική μας συμπεριφορά, τα τόσα δυστυχήματα, είναι σαν να βρισκόμαστε καθημερινά σε πόλεμο στους δρόμους. Επιπλέον, ο ξένος πάντα κουβαλά ένα στίγμα. Αυτός που θέλει να τον δει μόνο αρνητικά, θα τον δει. Αλλά το θέμα είναι να μπορείς εσύ, κόντρα σε αυτά, να φτιάξεις τη ζωή σου οπλισμένος με θετική ενέργεια, αγάπη και αισιοδοξία. Έτσι κάπως αγαπήθηκε αλλά και χτίστηκε κυριολεκτικά η Ελλάδα από τους τόσους πρόσφυγες και μετανάστες που ήρθαμε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.
— Και βλέπεις τώρα που πολλοί, λόγω της κρίσης, πήγαν σε άλλες χώρες, πόση έλλειψη υπάρχει σε τεχνίτες και εργατικά χέρια – παρά ταύτα, ακούς ακόμα «έξω οι ξένοι».
Ναι, αυτό μάλιστα είναι ακόμα πιο ορατό στην επαρχία όπου υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, από τη συγκομιδή μέχρι την έλλειψη φροντιστών αναπήρων και ηλικιωμένων. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, τώρα, είναι δυστυχώς φαινόμενα που απαντούν σε όλη την Ευρώπη, βλέπεις τι γίνεται με την άνοδο της ακροδεξιάς. Μια κατάσταση δυσοίωνη σε μια ήπειρο που μοιάζει στριμωγμένη σε έναν τοίχο. Ακόμα και σε χώρες που θεωρούνταν υποδείγματα σε θέματα δικαιωμάτων και ένταξης μεταναστών, όπως η Σουηδία, έχουν δημιουργηθεί γκέτο, στις πόλεις υπάρχουν ολόκληρες γειτονιές όπου δεν συναντάς ντόπιους, οι αποκλεισμοί συμβάλλουν στην αύξηση της παραβατικότητας και ευνοημένη βγαίνει η ακροδεξιά – φαύλος κύκλος. Ταυτόχρονα, τα γκέτο αυτά σε καθηλώνουν – αν θες να σπουδάσεις, να τη δεις αλλιώς, να κάνεις κάτι διαφορετικό στη ζωή σου, «σκοντάφτεις» όχι μόνο στους λογής αποκλεισμούς, αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον σου που σε κρατά δέσμιο.
— Αλλά ακόμα κι αν καταφέρεις να ξεφύγεις από αυτό το περιβάλλον, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα σε δεχτεί κάποιο άλλο.
Ακριβώς, και η προοπτική να μείνεις μετέωρος ή να τεθείς στο περιθώριο ακόμα και της δικής σου κοινότητας, μέσα στην οποία υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να σου κάνουν τον βίο αβίωτο αν τους πας κόντρα, σε κάνει να ξανασκέφτεσαι τις επιλογές σου. Στην Ελλάδα έχουμε άλλα ζητήματα, αλλά αυτή τουλάχιστον η εξέλιξη αποφεύχθηκε ως τώρα. Για μας που ήρθαμε από την Αλβανία στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν ευκολότερα αναφορικά με την ένταξη, παρά τις ρατσιστικές κορόνες και μια νομοθεσία που ήταν και παραμένει σχεδόν εχθρική για τους μετανάστες γενικά. Οι παραδόσεις, οι μουσικές, η νοοτροπία, η κουλτούρα, οι γεύσεις μας ακόμα μοιάζουν, βλέπεις, πολύ, μόνο η γλώσσα στην ουσία διέφερε.
— Πιστεύεις ότι η φωτογραφία έχει τη δύναμη να αλλάξει αντιλήψεις;
Ναι, κι αυτό ισχύει για κάθε μορφή τέχνης. Ειδικά η φωτογραφία μπορεί να ευαισθητοποιήσει και να αγγίξει χορδές όσο λίγες. Μπορείς π.χ. στην εικόνα ενός πρόσφυγα να δεις όλη την τραγικότητα ενός ανθρώπου και ταυτόχρονα μια αισιοδοξία ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο, όπως τα δύο νεαρά ζευγάρια Σύρων που φωτογράφισα να φιλιούνται με πάθος έχοντας πια φτάσει στον ευρωπαϊκό προορισμό τους με την προσδοκία να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Θεώρησα λοιπόν σημαντικό να εστιάσω σε ιστορίες μεταναστών και προσφύγων που τα κατάφεραν. Μια τέτοια δραματική μεν αλλά ταυτόχρονα αισιόδοξη ιστορία είναι αυτή της οικογένειας του μικρού Άχμεντ από το Αφγανιστάν που ανέφερα παραπάνω και με την οποία επίσης δεθήκαμε – τους επισκέπτομαι τακτικά στο Σάλεμ της Στοκχόλμης, πρόκειται μάλιστα να εκδώσω ένα άλμπουμ με τις φωτογραφίες που τους τράβηξα όλα αυτά τα χρόνια και που αποτυπώνουν την όλη πορεία τους.
— Σε μια εποχή που όλοι έχουμε πλέον γίνει «φωτογράφοι» χάρη στα smartphones και τα σόσιαλ, πόσο εύκολα ξεχωρίζει ο επαγγελματίας, ο καλλιτέχνης φωτογράφος;
Υπάρχουν σίγουρα κάποιες τεχνικές αλλά και αισθητικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, το κυριότερο όμως είναι ότι κάθε φωτογραφία έχει μια ιστορία από πίσω της. Μια φωτογραφία από μόνη της, προσωπικά, δεν μου λέει πολλά, όσο καλή κι αν είναι – η ποιότητα καμιά φορά είναι και θέμα τύχης. Αν όμως δω μια εργασία, μια σειρά φωτογραφιών που είναι δομημένη σωστά κι έχει μια ιστορία να αφηγηθεί, ακριβώς όπως συμβαίνει με ένα λογοτεχνικό κείμενο, τότε λέω «ναι, εδώ έχουμε κάτι ενδιαφέρον». Υπάρχει, ας πούμε, ένα άλμπουμ του Γκρεγκ Αράκι όπου έχει φωτογραφίσει την άρρωστη γυναίκα του στο νοσοκομείο μέχρι που εκείνη πεθαίνει. Γυρνά πίσω στο σπίτι μόνος, υπάρχει μόνο η γάτα τους εκεί, με την οποία συνεχίζει τις λήψεις βλέποντας εκείνη στα μάτια της. Η πραγματική τέχνη δεν χρειάζεται, ξέρεις, καμιά εξήγηση, αφήνεις τον θεατή να ερμηνεύσει μια εικόνα ή ένα έργο με τη δική του ματιά, μέσα από τα δικά του βιώματα, που δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν με τις προσλήψεις ενός άλλου, ούτε καν με αυτές του καλλιτέχνη. Κάπου διάβαζα ότι οι οπτικές μας εμπειρίες αποθηκεύονται κάπου στον χωροχρόνο και επανέρχονται όταν εμφανίζεται μπροστά μας κάτι που τις πυροδοτεί. Έχω ξαναπεί ότι φεύγοντας από την Αλβανία, το μόνο που πήραμε κοντά ήταν ένα άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες – ήταν όλη η ιστορία μας εκεί, βγάλαμε μάλιστα και μια αναμνηστική φωτογραφία όλοι μαζί την τελευταία μέρα, γιατί δεν ξέραμε τι θα γινόμασταν!
— Υπήρξαν περιπτώσεις που προτίμησες να κατεβάσεις την κάμερα;
Το πρώτο κομμάτι του πρότζεκτ που ξεκίνησε το 2015 κι αφορούσε τους πρόσφυγες που μόλις έφταναν εξουθενωμένοι στη Λέσβο και τα άλλα ακριτικά νησιά, όπως και οι λήψεις που έκανα στην Ειδομένη, ήταν ένα πραγματικά δύσκολο εγχείρημα, ψυχολογικά καταρχάς. Δεν μπορούσα π.χ. να φανταστώ πώς μια νέα γυναίκα μόνη της με ένα παιδάκι 3-4 χρονών στην αγκαλιά ανεβοκατέβηκε βουνά και διέσχισε θάλασσες, δεν μπορούσα, πολύ περισσότερο, να συνηθίσω στο θέαμα των σορών που ξέβραζε το κύμα από κάποια βάρκα που ναυάγησε –ανάμεσά τους ήταν κι ένα μωρό που το περισυλλέξαμε με δύο συναδέλφους, το βάλαμε σε μια τσάντα και το πήγαμε στο νεκροτομείο– δεν γινόταν να αφήσουμε το άψυχο εκείνο κορμάκι να το φάνε τα ψάρια… Ε, όταν βρίσκεσαι μπροστά σε τέτοιες σκηνές, παραλύεις. Έκανα μέρες να κοιμηθώ, η εικόνα εκείνη δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου.
Μια τέτοια περίπτωση, που έχω κιόλας καταγράψει, ήταν αυτή μιας Αφγανής, που αφού κατάφερε να περάσει με τη μητέρα και τα δύο παιδιά της στην Ελλάδα, τους συνέβη αυτοκινητικό δυστύχημα στη Σερβία καθ’ οδόν για τη Σουηδία – η μητέρα της σκοτώθηκε, εκείνη έχασε τα δύο της πόδια, αλλά ευτυχώς σώθηκαν τα παιδιά της και παρά τη συμφορά που τους βρήκε κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους και να ορθοποδήσουν. Υπάρχουν και στην έκθεση φωτογραφίες τους. Η φωτογραφία έχει, ξέρεις, το πλεονέκτημα ότι αποτυπώνεται έντονα στη μνήμη σου, αντίθετα με ένα κείμενο ή ρεπορτάζ που μπορεί κάποιος απλώς να διαβάσει τον τίτλο και να το προσπεράσει ή να «χαθεί» μέσα στον βομβαρδισμό της πληροφορίας που υφίσταται καθημερινά. Ακόμα και άνθρωποι που δουλεύουμε για τα μέσα και γνωρίζουμε πώς λειτουργούν, δεν ξεφεύγουμε εύκολα από αυτό. Προσωπικά προσπαθώ να βρίσκω χρόνο για διάβασμα και να αποτοξινώνομαι κατά διαστήματα από όλη αυτή την ακατάσχετη ροή πληροφορίας.
— Εσένα τον ίδιο πόσο σε άλλαξε ως άνθρωπο η ενασχόλησή σου με τη φωτογραφία;
Πολύ – η φωτογραφία ήταν και παραμένει ένα βιωματικό ταξίδι το οποίο με βοήθησε πολύ να βρω τον εαυτό μου αλλά και να επικοινωνήσω καλύτερα με τους ανθρώπους και τον κόσμο. Ένα ταξίδι μέσα από το οποίο έγινα, πιστεύω, κι εγώ καλύτερος άνθρωπος. Δεν θα ξεχάσω το πρώτο ταξίδι που έκανα πίσω στην Αλβανία όταν απέκτησα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή. Μόλις είχα ξεκινήσει τις φωτογραφικές μου σπουδές, αλλά η διάθεση να ανακαλύψω τον τόπο που άφησα μέσα από μια κάμερα ήταν για μένα ένα σημαντικό βήμα αυτογνωσίας. Ήταν επίσης κάτι που μου έδινε χαρά, σαν να έκανα βόλτα με ένα αγαπημένο παιδικό παιχνίδι. Πού να φανταζόμουν τότε ότι κάποια στιγμή θα έφτανα να με δεχτούν στο πρακτορείο Magnum! Είναι έπειτα μια τέχνη που έχει πολύ να κάνει με τον εσωτερικό σου κόσμο, όταν φωτογραφίζεις είναι σαν να κάνεις διαλογισμό. Είχα, θυμάμαι, κάνει μια φορά μάθημα σε κάποιους μαθητές που τυχαία με βρήκαν αργότερα στον δρόμο καθώς φωτογράφιζα ένα θέμα και όταν ξαναβρεθήκαμε μου έλεγαν πόσο τους εντυπωσίασε η προσήλωση που έδειχνα, τους φάνηκε σαν τελετουργία.
— Ποια θα ήταν η πρώτη συμβουλή σου σε έναν νέο φωτογράφο;
Να ανακαλύψει πρώτα μέσα από τον φακό τον εαυτό του και το περιβάλλον του, να εμβαθύνει σε πράγματα πιο οικεία προτού ξανοιχτεί παραπέρα – έτσι θα ωριμάσει περισσότερο ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπος.
— Η επόμενη δουλειά σου;
Είναι ένα πρότζεκτ που αφορά τα νησιά του Αιγαίου, όπου στο όνομα του τουρισμού και της ανάπτυξης όλα αλλάζουν τραγικά γρήγορα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα. Είναι πολύ κοντά στην ολοκλήρωσή του κι ελπίζω να συμβάλλει σε μια μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, γιατί είναι κρίμα να χαθεί οριστικά όλη αυτή η ομορφιά κι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής στον βωμό του αλόγιστου κέρδους.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση φωτογραφίας "Say Goodbye Before You Leave" εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.