Μέσα από την επιλογή φωτογραφιών και βίντεο, η γκαλερί μετατρέπεται σε συνεργείο αλλά όχι εντελώς. Ο θεατής διεισδύει σε θραύσματα: εργαλεία που έχουν μείνει σε έναν πάγκο, σωρούς από παλιά έγγραφα, γωνιές όπου η σκόνη συσσωρεύεται ως σιωπηλή μαρτυρία. Παράλληλα, η αναλογική φωτογραφία αποτελεί τον εννοιολογικό πυρήνα του έργου. Η χρήση ληγμένων φωτοευαίσθητων υλικών εισάγει την τύχη, το λάθος και τη φθορά ως εγγενείς συνθήκες της δημιουργίας της εικόνας.

 

Η αργή, χειροποίητη διαδικασία, ευάλωτη στην αποτυχία, αντικατοπτρίζει τη φθίνουσα ζωτικότητα του χώρου που επιδιώκει να διατηρήσει. Κάθε έκθεση γίνεται ταυτόχρονα πράξη τεκμηρίωσης και απώλειας, η μη αναστρεψιμότητά της αντανακλά τη ροή του χρόνου. Το συνεργείο με τα ράφια γεμάτα εργαλεία γίνεται ταυτόχρονα υποκείμενο και μεταφορά, ένα αρχείο με την πιο απτική έννοια, μια καταγραφή της αφής, της επανάληψης και της εφευρετικότητας. Τα εργαλεία γίνονται προεκτάσεις του σώματος, σύμβολα επιμονής και μάρτυρες της φθοράς. Οι εικόνες που προκύπτουν από τη διαδικασία είναι σχολαστικά συγκροτημένες αλλά απρόσμενα λυρικές.

 

Η υπερρεαλιστική ακρίβειά τους αποδίδει υφές και χρώματα με τέτοια λεπτομέρεια που το γνώριμο πλησιάζει στην αφαίρεση. Όταν εκτίθενται μαζί, αυτές οι φωτογραφίες σχηματίζουν πιο πολύ αστερισμούς αντικειμένων και χειρονομιών παρά γραμμικές αφηγήσεις. Η ανθρώπινη παρουσία διασκορπίζεται, καταγράφεται σε επιφάνειες, σε υπολείμματα και στην αλληλεπίδραση φωτός και ύλης.