Ο κόσμος του εικαστικού Αντωνάκη Χριστοδούλου είναι γεμάτος χρώμα. Σε αυτόν, στα τελάρα του για την ακρίβεια, κατοικούν η μνήμη και η φαντασία, όντα από τα παραμύθια και την ποπ κουλτούρα, δράκοι και στοιχειά και μάγισσες σε τοπία-σπουδές που θυμίζουν σκηνικά θεάτρου και σύμπαντα φανταστικά, με όλο το μυστήριο που περιέχουν. Είναι ένας φωτεινός άνθρωπος ο Αντωνάκης, μια προσωπικότητα εκρηκτική, καλόγνωμος και με πολύ τσαγανό, ένα σπάνιο χαρμάνι καλλιτέχνη που σε παρασύρει με την αισιόδοξη δύναμή του.
Στην προηγούμενη έκθεσή του με τίτλο «7 Songs» αντιμετώπισε για πρώτη φορά την πρόκληση να δημιουργήσει μια σειρά έργων με έμπνευση από τα τραγούδια που τον συντροφεύουν από την παιδική του ηλικία και όχι από το πλούσιο, πολυδιάστατο οπτικό του αρχείο. Ο Αντωνάκης έχει έναν αυθεντικό τρόπο να αφομοιώνει και να φέρνει στο ίδιο κάδρο ζητήματα καταγωγής, φύλου και ταυτότητας μαζί με την προσωπική του εμπειρία, παραδίδοντας ένα πλούσιο, ώριμο αφηγηματικά αποτέλεσμα, με μοναδικό αντίκτυπο σε κάθε θεατή του έργου του.
Στη νέα ατομική του έκθεση στην Τοσίτσα 3 στην Eleftheria Tseliou Gallery δείχνει μια καινούργια σειρά έργων, μια μεγάλη ομάδα με τίτλο κάπως σκοτεινό, ερεθιστικό και διφορούμενο: «Purpose, Desire, Emptiness» («Σκοπός, Επιθυμία, Κενό»).
Ζούμε σε μια άσχημη πόλη, ταλαιπωρημένη, και η ανάπτυξη που υποτίθεται ότι έρχεται από παντού κάνει την αντίθεση πιο έντονη. Έχω φτάσει σχεδόν τα πενήντα και ακόμα ακούω στον δρόμο «πουστάρα» όταν πηγαίνω μέχρι τον φούρνο για να πάρω ψωμί.
«Στις ατομικές εκθέσεις που έχω κάνει», εξηγεί, «τείνω να έχω ένα storyline. Είναι μια μικρή εμμονή μου που επαναλαμβάνεται. Εδώ και πολύ καιρό έκανα μια διαδρομή μπρος-πίσω γιατί δεν υπήρχε συγκεκριμένο storyline στο μυαλό μου. Για να είμαι ειλικρινής, παιδεύτηκα πολύ, γιατί μέχρι τώρα είχα συνηθίσει να δουλεύω και να χτίζω πάνω σε μια ιστορία, και τώρα η ιστορία δεν υπήρχε. Δούλευα συνέχεια, παρ’ όλα αυτά, σε διάφορες κατευθύνσεις. Αντλούσα από την τηλεόραση, τα media, τα βιβλία, από άρθρα, χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγήσει όλο αυτό. Κάποια στιγμή το συζητούσα με έναν φίλο μου ψυχίατρο αυτό το “αδιέξοδο” και, σαν παιχνίδι, μου ζήτησε να του πω τρία πράγματα στα οποία θα με ενδιέφερε αυτήν τη στιγμή να εστιάσω, όχι μόνο στη δουλειά αλλά και στη ζωή μου. Τότε μου ήρθαν αυτές οι τρεις λέξεις, η επιθυμία, ο σκοπός και το κενό. Είναι τρεις φάσεις που όλοι οι άνθρωποι περνούν: υπάρχει ο σκοπός, υπάρχει και η επιθυμία, που είναι κάτι διαφορετικό, αλλά πολλές φορές υπάρχει και το κενό, το να μην έχω τίποτα από τα προηγούμενα. Όλα αυτά δεν έχουν σχέση με την έμπνευση αλλά με το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε ανεξάντλητοι και πρέπει να ομολογήσουμε με ειλικρίνεια ότι κάποτε θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό, ότι ο σκοπός και η επιθυμία κάποια μέρα θα συγκρουστούν ή ότι το κενό μπορεί να τα αφανίσει όλα».
Το εργαστήριο του Αντωνάκη είναι εξωφρενικά τακτικό. Τα πάντα είναι οργανωμένα – αρχειοθετεί τρεις φορές τον χρόνο. Μου εξηγεί ότι είναι ο τρόπος που δουλεύει: καθετί πρέπει να είναι στη θέση του για να ξέρει προς τα πού θα κινηθεί, πράγμα παράξενο για έναν ζωγράφο, μια και η εικόνα που έρχεται στο μυαλό μας γι’ αυτούς είναι ότι έχουν ένα χαοτικό, γεμάτο χρώματα, ακατάστατο εργαστήριο.
Τον ακούω λίγο έκπληκτη να μου λέει ότι τα τελευταία δυο χρόνια πετάει πράγματα από το αρχείο του, είτε το ηλεκτρονικό είτε το φυσικό, από το μεγάλο σε ποσότητα υλικό που μαζεύει, θέματα που σχετίζονται με τη μυθολογία, το θέατρο, την ποπ κουλτούρα, αποκόμματα άρθρων και κείμενα. «Τα ένιωθα σαν βάρος που έπρεπε να φύγει για να μπορέσω να εστιάσω πιο καθαρά. Σαν να έκλεισε ένας κύκλος για να μπορέσω να δω πού βρίσκομαι τώρα. Μαζεύεις, μαζεύεις, και κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, βλέπεις κάποια πράγματα και δεν αναγνωρίζεις την επιθυμία. Σκέφτομαι ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και στον έρωτα. Σαν να αλλάζει ο σκοπός».
Στην ομάδα των νέων έργων του υπάρχουν σπουδές χώρων, είτε πραγματικών είτε φανταστικών, από σκηνικά τηλεοπτικών σετ – κάτι το οποίο επαναλαμβάνει συχνά και από το οποίο, όπως λέει, δεν θα ξεφύγει ποτέ. Δεν πρόκειται για πιστή μεταφορά ή αναπαράσταση αλλά για τον ψυχολογικό χώρο που δημιουργείται όταν, για παράδειγμα, βλέπεις μια σειρά επί δέκα χρόνια. Η σειρά που του άρεσε περισσότερο τελευταία και τον επηρέασε είναι το «House of Dragon», που του φαίνεται τρομακτικά επίκαιρο, εξαιτίας των πολέμων και των εμφυλίων που ξεσπούν μέσα στις οικογένειες που παρουσιάζει. Ανάμεσα στα έργα του υπάρχει το ξόρκι των μαγισσών από τον «Μακμπέθ», ο Μίνωας, το τέρας, ο Τρελός Βασιλιάς, οι Δύο Γιάννηδες, ένας παιδικός εφιάλτης που είχε σχεδιάσει κάποτε, ο Κέρβερος και η Μέγαιρα, θέματα που δημιουργούν κόμβους και συναντήσεις. «Έπιασα κι έκανα μια ομάδα έργων από πολλά πράγματα που έρχονται από το παρελθόν, η οποία χτίστηκε παράλληλα με τωρινά», λέει. «Πολλά από αυτά προέρχονται από το φανταστικό μου ημερολόγιο, εικόνες όπως ένας ασβός που είδα ζωντανό στο Λος Άντζελες και ένας άλλος που είδα να κείτεται νεκρός στο Ρέθυμνο. Το αγαπημένο μου έργο σε αυτή την έκθεση είναι ένα πολύ μικρό τελάρο στο χρώμα του λυκόφωτος στο οποίο έχω γράψει τη φράση “ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ” και περιέχει τον τρόμο της απώλειας, τον θυμό, τον φόβο, την παραίτηση, ότι όλα κάποτε θα φύγουν. Είναι το πιο κοντινό σε μένα και συνδέει όλα τα υπόλοιπα, από τα πορτρέτα των τεράτων, ό,τι μπορεί να φανταζόμουν από παιδί και δεν είχα αποτυπώσει, μέχρι σύγχρονες εκδοχές που έχουν να κάνουν με τη βιομηχανία του πορνό, που με απασχολεί συχνά στο έργο μου. Όλα αυτά τα κομμάτια τα έπιασα και τα έμπλεξα με ό,τι είχα μέσα στο κεφάλι μου και είναι σαν να γεννήθηκε ένας άνθρωπος με πολλές πλευρές. Στη συνέχεια με όλα αυτά τα έργα έφτιαξα έναν χώρο, όχι τόσο αφηγηματικά όσο ένα περιβάλλον που τα στεγάζει».
Ο Αντωνάκης μεγάλωσε στο Ρέθυμνο ακούγοντας ιστορίες για τους προγόνους του από τις θείες του και τη γιαγιά του, τη θρυλική Κρητικιά τραγουδίστρια Λαυρεντία Μπερνιδάκη, την πρώτη γυναίκα που ηχογράφησε προπολεμικά και έκανε δισκογραφία. Ο αδελφός της ήταν στους «Πρωτομάστορες», ο περίφημος τραγουδιστής Μπαξεβάνης ή Μπαξές Γιάννης Μπερνιδάκης, «το αηδόνι της Κρήτης», όπως τον αποκαλούσαν, που έμεινε στην ιστορία μεταξύ των κορυφαίων τραγουδιστών του νησιού, έτσι η οικογένεια τής επέτρεψε να τραγουδήσει μαζί του. Με αυτήν τη γυναίκα μεγάλωσε ο Αντωνάκης και λέει ότι το πατρικό του και αυτή η ανατροφή του επηρέασαν πολύ αυτό που είναι σήμερα στο σπίτι του, στον χώρο του, στο περιβάλλον του, τον ρόλο που παίζει στη ζωή του η μουσική και τον τρόπο που δουλεύει. «Ακόμα και σήμερα ηχογραφώ τους γονείς μου για να κρατήσω τις ιστορίες τους», λέει. «Δεν ξεχνώ τίποτα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει για μια τρελή στη γειτονιά που πήγε να την πνίξει και τις θείες μου που πήγαιναν να παίξουν χαρτιά στη χαρτοπαικτική λέσχη και ξεχνούσαν να φύγουν. Με έπαιρναν μαζί τους, καθόμουν κι έπαιζα με τον εγγονό αυτών που είχαν τη λέσχη, που είναι ο πιο παλιός μου φίλος». Του αρέσει να δουλεύει με πολλά μέσα και να πειραματίζεται διαρκώς, αλλά αυτό που θεωρεί πιο απελευθερωτικό είναι το γράψιμο. Κάποτε είχε μια στήλη κι έγραφε για την τηλεόραση. Δεν δείχνει εύκολα τα γραπτά του, αλλά θεωρεί πως είναι από τα ωραία που του συμβαίνουν.
Όταν έφτασε στην Αθήνα, στην εφηβεία, τη δεκαετία του ’90, γνώρισε μια πόλη αλλιώτικη από την τωρινή και αναπολεί τα ψήγματά της που βλέπει ξανά σε παλιές, ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Έπαιζε στο Πεδίον του Άρεως ποδόσφαιρο και το πιο αγαπημένο του σημείο είναι η πλατεία Αιγύπτου. Μένει στη Φωκίωνος Νέγρη, στον αγαπημένο του δρόμο, από τα εφηβικά του χρόνια, αλλά οι προσδοκίες του για μια καλύτερη πόλη είναι πολύ μικρές. «Θα σε απογοητεύσω», μου λέει, «έχω το εργαστήριό μου εδώ πιο πάνω, στη Φαιδριάδων, και αν βρέξει τέσσερα λεπτά, το νερό φτάνει στον αστράγαλο. Μου φαίνεται χυδαίο ότι έχουμε πέσει όλοι με τα μούτρα και φτιάχνουμε καινούργια μαγαζιά για να είμαστε “στη φάση” και να νιώθουμε cool και δεν υπάρχει η παραμικρή πρωτοβουλία, βασικές αρχές και ενδιαφέρον γι’ αυτή την πόλη με τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν παντού και τα σπασμένα πεζοδρόμια. Ζούμε σε μια άσχημη πόλη, ταλαιπωρημένη, και η ανάπτυξη που υποτίθεται ότι έρχεται από παντού κάνει την αντίθεση πιο έντονη. Ζούμε σε μια πόλη στην οποία έχω φτάσει σχεδόν τα πενήντα και ακόμα ακούω στον δρόμο “πουστάρα” όταν πηγαίνω μέχρι τον φούρνο να πάρω ψωμί. Ευτυχώς, υπάρχει η άλλη πλευρά, ομόφυλα ζευγάρια που περπατάνε στον δρόμο χέρι-χέρι και φιλιούνται, αγόρια και κορίτσια που φοράνε ό,τι θέλουν. Εγώ, θυμάμαι, στο σχολείο ήθελα να βάλω κάτι και έλεγα “άσ’ το”, δίσταζα. Όσο όμως υπάρχει αυτή η εξοικείωση, άλλο τόσο φουντώνει και το μίσος, φοβάμαι».
Φοίτησε στην Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο της Ρένας Παπασπύρου. «Αν χρωστάω στην οικογένειά μου ένα 50%, το άλλο 50 το χρωστάω στη Ρένα, γι’ αυτό που είμαι και το πώς έχω διαμορφωθεί ως ζωγράφος», λέει. «Την αγαπώ πολύ και την εκτιμώ αφάνταστα. Είναι μια φανταστική καλλιτέχνιδα και καθηγήτρια, καταπληκτικός άνθρωπος. Εμένα με ενδιαφέρει όλο το πακέτο, οι ιστορίες που έχουν αυτοί οι άνθρωποι, πώς ξυπνάνε, πώς κοιμούνται, δεν με νοιάζει μόνο το έργο τους. Μια φορά τη βοηθούσα σε μια εγκατάσταση για την Μπιενάλε και κολλούσαμε πολλά μικρά χαρτάκια. Επειδή δεν ήταν δικό μου το έργο, ήμουν πολύ προσεκτικός και φοβισμένος. Εκείνη μου είπε: “Βάρα το, αγάπη μου, δεν παθαίνει τίποτα, αυτά εδώ δεν παθαίνουν τίποτα, εμείς παθαίνουμε”. Πόσες φορές το σκέφτομαι, ότι βάζεις μπροστά τη δουλειά και το έργο και το στούντιο, ενώ το στομάχι μας είναι πιο σημαντικό απ' όλα αυτά. Αυτή η σκέψη μού δημιουργεί μεγάλη ισορροπία. Για να γυρίσω στον τίτλο της έκθεσης, όσον αφορά τον σκοπό και την επιθυμία, και τα δυο έχουν να κάνουν και με κάποια πράγματα που εσύ παρατηρείς και δεν είναι ορατά σε άλλους. Με εμπνέουν πολύ αυτά τα αδιόρατα ή αόρατα σε άλλους, μια λεπτομέρεια που θα δω σε μια παράσταση στο θέατρο, μια εικόνα που σκέφτεσαι και έρχεται και διαλύει μέσα σου όλο το σκότος».