ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ θυμούνται την τελευταία παρέμβαση του Κώστα Σημίτη στην επετειακή εκδήλωση για τα 50 χρόνια του κόμματος, τον περσινό Σεπτέμβριο, όταν, αναφερόμενος στη δεδομένη πολιτική συγκυρία, επισήμανε ότι «ήταν μια ευκαιρία» και ότι «οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες». Πράγματι, πέρσι τέτοια εποχή το ΠΑΣΟΚ είχε μια μεγάλη ευκαιρία να ανακάμψει, όπως δεν είχε ποτέ την προηγούμενη δεκαετία, καθώς οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές γι’ αυτό. Η Νέα Δημοκρατία έδειχνε εγκλωβισμένη στο ποσοστό των ευρωεκλογών και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μπει σε τροχιά αυτοδιάλυσης. Όλοι περίμεναν από το ΠΑΣΟΚ να καλύψει το κενό της αντιπολίτευσης και να προσφέρει, αν όχι ένα «όραμα», τουλάχιστον μία διέξοδο. Η δημοσκόπηση της MRB, πέρσι τον Οκτώβριο, κατέγραφε το ΠΑΣΟΚ στην εκτίμηση ψήφου στο 18,2%, ενώ σήμερα το καταγράφει στο 13%.
Η πτώση είναι αρκετά μεγάλη για να αγνοηθεί. Τι ήταν αυτό που είχε φουσκώσει τα πανιά του πέρσι και τι πήγε λάθος στη συνέχεια; Ο πολιτικός πολιτισμός που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ στη διαδικασία εκλογής της ηγεσίας του, σε αντίθεση με την πολεμική κατάσταση και τη γελοιοποίηση της αντίστοιχης διαδικασίας στον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που πήρε πόντους. Ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να επανεξελέγη με ένα όχι πολύ μεγάλο ποσοστό, αλλά η ανάδειξη στελεχών όπως ο Παύλος Γερουλάνος και η Άννα Διαμαντοπούλου ήταν επαρκής λόγος για να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ κοντά του και όσους είχαν μια διαφορετική οπτική. Το ΠΑΣΟΚ βγήκε από τη διαδικασία εκείνη ενισχυμένο, με μια υπόσχεση σύνθεσης και ενότητας, προκειμένου να μπορέσει να κάνει ένα μεγαλύτερο βήμα μπροστά.
Είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ, που ούτε αυτό έχει κάνει την ουσιαστική αυτοκριτική του όλα αυτά τα χρόνια απέναντι στους ψηφοφόρους που το εγκατέλειψαν, αδυνατεί να δώσει τις απαντήσεις για τις αιτίες της συρρίκνωσής του.
Τελικά, όμως, τίποτε από αυτά δεν έγινε. Ο Ν. Ανδρουλάκης δεν έπεισε τους συντρόφους του ότι εννοούσε πραγματικά τη σύνθεση. Σήμερα, παρασκηνιακά τουλάχιστον, εξακολουθούν στο ΠΑΣΟΚ να του ασκούν κριτική ότι «διοικεί με τους φίλους του». Ο Χάρης Δούκας τον αμφισβητεί από την επόμενη μέρα, αλλά το τελευταίο διάστημα σχεδόν τον προκαλεί ανοιχτά, εκφράζοντας δημόσια τη διαφορετική προσωπική του γραμμή, εκτιμώντας προφανώς ότι έχει την ισχύ να το κάνει. Η Άννα Διαμαντοπούλου λέει κι αυτή δημόσια ότι η εικόνα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ έχει κάποια θέματα και ο Παύλος Γερουλάνος προσπαθεί να είναι θεσμικός, αλλά δεν κρύβει την απογοήτευσή του για την ευκαιρία που χάνεται.
Το ΠΑΣΟΚ μετά την επανεκλογή του προέδρου του ανέπτυξε κάποιες προγραμματικές θέσεις, αλλά δεν φρόντισε να αποκτήσει μια σαφή πολιτική ταυτότητα. Σε πολλά θέματα μοιάζει να έχει θολό στίγμα (ιδιωτικά ΑΕΙ, μεταναστευτικό, ασφάλεια, βέτο, ελληνοτουρκικά κ.ά.), με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην αντιλαμβάνονται ακριβώς ποιες είναι οι θέσεις του και αν διαφοροποιείται και πώς από την κυβέρνηση ή από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι καθόλου σαφές επίσης σε ποιους ψηφοφόρους απευθύνεται. Σε αυτούς που έφυγαν όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε το πρώτο μνημόνιο; Σε αυτούς που ψήφισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019 και το 2023; Σε αυτούς που έχουν μείνει ανέστιοι; Η τοποθέτηση του προέδρου του στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής Συνεδρίου τη Δευτέρα ήταν σαν να μιλούσε αποκλειστικά σε όσους δεν έφυγαν ποτέ από το ΠΑΣΟΚ. Είπε ότι είναι προτεραιότητά του το ΠΑΣΟΚ να μην απολογηθεί ξανά για κανέναν. Θα προτείνει και θα επιτίθεται χωρίς απολογία, όπως δήλωσε, αναφέροντας πως αυτό είναι μονόδρομος.
Είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ, που ούτε αυτό έχει κάνει την ουσιαστική αυτοκριτική του όλα αυτά τα χρόνια απέναντι στους ψηφοφόρους που το εγκατέλειψαν, αδυνατεί να δώσει τις απαντήσεις για τις αιτίες της συρρίκνωσής του. Πώς ένα κόμμα του 45% κάποτε έφτασε να παλεύει σήμερα για να ξεκολλήσει το ποσοστό του από το 12%-13%; Γιατί πολλοί ψηφοφόροι του το 2012 και το 2015 πήγαν στον Αλέξη Τσίπρα και ποιοι ήταν αυτοί; Γιατί άλλοι ψηφοφόροι του –και ποιοι;– πήγαν το 2019 και το 2023 στον Κυριάκο Μητσοτάκη; Ποιους θέλει να φέρει πίσω και πώς σκοπεύει (αν θέλει τελικά) να το κάνει;
Απαντήσεις για όλα αυτά, που είναι απαραίτητα για τη χάραξη της στρατηγικής του, δεν δίνονται. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μιλάει για αμφίπλευρη διεύρυνση, όταν δεν έχει αναλύσει ακόμα τα αίτια της συρρίκνωσης, με απώλειες από δεξιά και από αριστερά. Διότι ο κόσμος που θέλει να προσελκύσει ήταν κάποτε ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και μοιάζει να μην έχουν ιδέα για το πώς θα μπορέσουν να τους φέρουν πίσω. Διευκολύνει άραγε η στάση «δεν θα απολογηθούμε ξανά για τίποτα»; Αν νομίζουν ότι η απάντηση είναι θετική, τότε πώς πιστεύουν ότι θα έρθουν πίσω όλοι αυτοί που έφυγαν για συγκεκριμένους λόγους – για τους οποίους το ΠΑΣΟΚ δεν σκοπεύει να απολογηθεί; Μήπως, τελικά, επειδή στην πραγματικότητα δεν απολογήθηκε ποτέ, δεν καταφέρνει να επανέλθει;
Η απολεσθείσα (λαϊκή) ψυχή του ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ με τα μνημόνια, στην εποχή της διαχείρισης της κρίσης, έχασε τη λαϊκή ψυχή του. Μπορεί να τη βρει ξανά; Για την ώρα δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις. Τον περασμένο Μάρτιο, όταν ξέσπασε το κίνημα των Τεμπών, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε πολύ αμήχανα απέναντί του. Το αποτέλεσμα ήταν να μην καταφέρει να το αφουγκραστεί εγκαίρως και να δώσει τη δυνατότητα στο κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου να το εκφράσει πολιτικά με τον δικό της τρόπο και να εισπράξει τη λαϊκή επιδοκιμασία, με την κοινή γνώμη να την ανεβάζει στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις, Αυτό ήταν ένα ορόσημο και για τη νέα πορεία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο την καθόρισε στη συνέχεια και συνέβαλε στο ξεφούσκωμα των δημοσκοπικών ποσοστών που είχε ξεκινήσει λίγο πριν, με τα θολά μηνύματα που εξέπεμπε για το θέμα των εκλογικών και μετεκλογικών συνεργασιών.
Με δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ξαναβρεί τη λαϊκή ψυχή του, έχει άραγε ενισχύσει μήπως το εκσυγχρονιστικό του προφίλ ή αυτό της λεγόμενης «κυβερνησιμότητας»; Ούτε αυτό συνέβη. Ο Ν. Ανδρουλάκης ανέδειξε αρκετά νέα στελέχη που ήταν άγνωστα πριν, με τα οποία στελέχωσε το επιτελείο του, αλλά οι αδυναμίες, οι αστοχίες και οι αποτυχίες είναι πολλές. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η επιμονή του στις τελευταίες ευρωεκλογές να βάλει στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ έναν (με εντελώς αμελητέα παρουσία) ευρωβουλευτή της ΝΔ, όπως ήταν ο Θοδωρής Ζαγοράκης· η ανάδειξη σε πολιτικές θέσεις ευθύνης βουλευτών που εξελέγησαν με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διαθέτουν πολιτικό λόγο, όπως η Ράνια Θρασκιά· το γεγονός ότι ο καθηγητής που είχε επιλέξει ως διπλωματικό σύμβουλό του, ο Σωτήρης Σέρμπος, βρέθηκε να είναι ο διπλωματικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πριν από λίγες μέρες ανακοίνωσε ως διευθυντή του γραφείου του κάποιον για τον οποίο τα ΜΜΕ ανακάλυψαν ότι είχε κάνει μερικές αναρτήσεις υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τα πρώτα χρόνια της κυβερνητικής θητείας του και, μετά τα δημοσιεύματα αυτά, έσπευσε να τον παύσει. Είναι αυτοί χειρισμοί που δείχνουν πολιτικό ηγέτη έτοιμο να γίνει πρωθυπουργός της χώρας; Και ποια είναι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών; Πρόκειται για δύο υπουργεία πολύ κρίσιμα, δεδομένου ότι η χώρα αντιμετωπίζει μια μόνιμη τουρκική απειλή και διαθέτει ακόμα ένα μεγάλο χρέος και μια εύθραυστη οικονομία. Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής τα έχει αναθέσει στον Δημήτρη Μάντζο, ο οποίος, παρά τη μεγάλη στήριξη που του παρέχει, δεν έχει πείσει ότι μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο. Όσο για τα οικονομικά θέματα, εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο ασαφή ως προς το ποια είναι η φωνή του ΠΑΣΟΚ.
Το βέτο, για την κατάργηση του οποίου πιέζει εντόνως η Γερμανία, ήταν άλλο ένα θέμα που δίχασε το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να βγει προς τα έξω. Σε πρόσφατη νέα έκθεση που ήρθε στην Ευρωβουλή, η οποία περιείχε προτάσεις για την κατάργησή του και πέρασε με οριακή πλειοψηφία, οι ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ επέλεξαν την αποχή, ενώ και οι ευρωβουλευτές της ΝΔ και εκείνοι του ΣΥΡΙΖΑ την καταψήφισαν, καθώς δεν υπήρχαν εγγυήσεις για τις μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ αρχικά δεν έβγαλε καμία ανακοίνωση για να ενημερώσει τι ψήφισε, αλλά μετά από δύο αρνητικά δημοσιεύματα εξέδωσε δελτίο Τύπου με το οποίο αναδείκνυε το γεγονός ότι οι ευρωβουλευτές του καταψήφισαν μία συγκεκριμένη παράγραφο για το βέτο (ενώ υπήρχαν και άλλες), αποσιωπώντας ότι στην τελική ψηφοφορία επέλεξαν την αποχή και όχι να καταψηφίσουν. Στη στάση αυτή άσκησε αυστηρή κριτική ο Χάρης Δούκας με το κείμενο των έξι προτάσεων που έδωσε στη δημοσιότητα: «Επισημαίνω ότι σοβαρά θέματα, όπως η ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο για άρση του βέτο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να συζητούνται και να αποφασίζονται στα συλλογικά όργανα. Η αποχή που τελικά αποφασίστηκε δεν μπορεί να είναι λύση», ανέφερε.
Και για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, βάσει του νόμου του Μέρφι, ο Ν. Ανδρουλάκης όρισε ως επικεφαλής της επιτροπής για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων ένα πρόσωπο από το πολύ παλιό και σκοτεινό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, τον 81χρονο Πέτρο Λάμπρου, ο οποίος υπήρξε διοικητής της ΑΤΕ και διευθύνων σύμβουλος στον ΟΤΕ, όταν ήταν ακόμα κρατικός. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που στα χρόνια του παντοδύναμου ΠΑΣΟΚ είχε επιλέξει να μην είναι στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά σε θέσεις με μεγάλη ισχύ και πολύ δημόσιο χρήμα, καταφέρνοντας να επιβιώσει με όλα τα συστήματα. Κατά την περίοδο της χρηματιστηριακής φούσκας του 1999, όταν ήταν διοικητής της ΑΤΕ, είχε κατηγορηθεί ότι συντόνιζε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις για να στηρίξει το Χρηματιστήριο, ενώ είχε παραπεμφθεί και σε δίκη με την κατηγορία της «απιστίας κατ’ εξακολούθηση» για τη χορήγηση δανείων 190 εκατομμυρίων ευρώ σε εταιρεία που βρισκόταν σε δυσμενή χρηματοοικονομική κατάσταση. Για την υπόθεση εκείνη είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε φυλάκιση τριών ετών, αλλά στη συνέχεια, το 2008, αθωώθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο έκανε δεκτή την πρόταση τού τότε εισαγγελέα Εφετών, Ισίδωρου Ντογιάκου, ο οποίος είχε ζητήσει την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα παλαιότερων εποχών, ο Π. Λάμπρου ήταν ένα από τα ισχυρότερα στελέχη του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και «ο άνθρωπος που κρατούσε στα χέρια του το ταμείο του κόμματος». Η περίοδος της θητείας του στην Αγροτική Τράπεζα έχει σημαδευτεί από την κριτική για υπέρμετρο δανεισμό – τόσο προς αγροτικούς συνεταιρισμούς όσο και προς τα πολιτικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Σε αυτό το πρόσωπο, από το μακρινό παρελθόν του βαθέος ΠΑΣΟΚ, ανέθεσε ο Ν. Ανδρουλάκης να είναι επικεφαλής της επιτροπής για τα ψηφοδέλτια. Οι συμβολισμοί είναι προφανείς, αλλά σε ποιους θέλει άραγε να στείλει μήνυμα με αυτές τις επιλογές του ο Ν. Ανδρουλάκης;
Ένα συνέδριο που ο καθένας βλέπει διαφορετικά
Η συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας τη Δευτέρα πραγματοποιήθηκε για να συζητήσουν την ημερομηνία διεξαγωγής του συνεδρίου αλλά και τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ. Για την ημερομηνία του συνεδρίου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ότι θα πραγματοποιηθεί το πρώτο τρίμηνο του 2026, χωρίς όμως να ορίσει συγκεκριμένη μέρα. Για τη στρατηγική δεν ειπώθηκαν πολλά. Καθένα από τα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ θέλει διαφορετικά πράγματα από το επικείμενο συνέδριο. Ο Ν. Ανδρουλάκης είπε ότι «δεν θα είναι συνέδριο συσχετισμών» αλλά «βατήρας για τη μάχη των εθνικών εκλογών». Ο Χάρης Δούκας, που απουσίαζε στη Βραζιλία για ένα συνέδριο για την κλιματική κρίση και μετέφερε γραπτώς τις προτάσεις του, επιμένει πως το συνέδριο πρέπει να πάρει απόφαση που θα δεσμεύει την ηγεσία του κόμματος ότι δεν θα υπάρξει μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ.
Η Άννα Διαμαντοπούλου θέλει να προκύψει μια καθαρή γραμμή στο συνέδριο «ώστε να μη γίνει κόμμα διαμαρτυρίας» και υποστηρίζει πως το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται ένα κεντρικό αφήγημα και μια ισχυρή ηγετική ομάδα δίπλα στον πρόεδρό του.
Ο Παύλος Γερουλάνος αποκλείει τη συνεργασία με τη ΝΔ, αλλά προτείνει μια αμφίπλευρη διεύρυνση κι ένα «ανοιχτό συνέδριο ουσίας» με «κάλεσμα σε κάθε προοδευτικό Έλληνα, από την αριστερά και το κέντρο μέχρι τις παρυφές της δεξιάς και τους απογοητευμένους προοδευτικούς ψηφοφόρους Μητσοτάκη».
Για τον Ν. Ανδρουλάκη, όπως προέκυψε και από όσα είπε στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, το βασικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι οι αποκλίσεις από την κεντρική γραμμή, οι οποίες θεωρεί ότι είναι αυτές που θολώνουν το μήνυμα στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ζήτησε «να σταματήσουμε να πυροβολούμε τα πόδια μας χωρίς λόγο». Ο ίδιος εμφανίζεται πεπεισμένος ότι, ενώ πέρσι υπήρχε ένα κλίμα ανάτασης, οι διαφορετικές φωνές που εκφράστηκαν στη συνέχεια και παρερμηνεύτηκαν από τα ισχυρά «ηχεία» της ΝΔ ήταν η αιτία της κάμψης που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Το ερώτημα τώρα είναι το εξής: θα έχει το ΠΑΣΟΚ άλλη μία ευκαιρία ή το momentum χάθηκε οριστικά; Οι αντικειμενικές ευνοϊκές συνθήκες εξακολουθούν να υπάρχουν, οι υποκειμενικές είναι ζητούμενες, αλλά οι κινήσεις νέων –ή και παλιών– παικτών ενδέχεται να ανατρέψουν πλήρως τις παρούσες συνθήκες το επόμενο διάστημα.