Ρόι Λιχτενστάιν: Ήταν όντως ο «χειρότερος καλλιτέχνης» της εποχής του;

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Το έργο καλλιτεχνών όπως ο Λιχτενστάιν θεωρήθηκε ως ένα «χαστούκι» στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image
0

Όταν το 1961 ο Ρόι Λιχτενστάιν άφησε κάποιους καμβάδες του για μια ομαδική έκθεση στην γκαλερί του Λίο Καστέλι στη Νέα Υόρκη, την γκαλερί που εκπροσωπούσε τον αφρό της αμερικανικής πρωτοπορίας, τα έργα του προκάλεσαν πανικό στους άλλους καλλιτέχνες που θα συμμετείχαν. O διευθυντής της γκαλερί, Ιβάν Καρπ, θα δήλωνε αργότερα ότι «οι καλλιτέχνες έχουν την τάση να θαυμάζουν τους ομότεχνούς τους με τους οποίους έχουν το ίδιο στυλ» και καθώς οι καμβάδες του Λιχτενστάιν δεν έμοιαζαν με τη δουλειά κανενός άλλου, «περιφρονήθηκαν από καλλιτέχνες, κριτικούς και συλλέκτες».

Τόσο ο Καρπ όσο και ο Καστέλι μαγεύτηκαν από τα έργα του Λιχτενστάιν. Η δυσφορία των άλλων καλλιτεχνών, όμως, τους προβλημάτισε σοβαρά. Τελικά άκουσαν το ένστικτό τους, επέλεξαν το «Κορίτσι με την μπάλα» του Λιχτενστάιν και το τοποθέτησαν στο σαλόνι της γκαλερί. Μόνο ένας καλλιτέχνης ενθουσιάστηκε με το έργο, ο γλύπτης Σαλβατόρε Σκαρπίτα. Το χαρακτήρισε «φρέσκο ​​και γενναίο και νέο και αστείο και γοητευτικό».

Σύμφωνα με τον Καστέλι, όταν ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, που ήταν το μεγάλο όνομα εκείνης της ομαδικής έκθεσης, είδε έναν πίνακα του Λιχτενστάιν για πρώτη φορά, είπε «τι είναι αυτό; Πραγματικά δεν καταλαβαίνω». Έφυγε και μετά από λίγο επέστρεψε και κοίταξε ξανά τον πίνακα. «Λοιπόν, το σκέφτηκα», δήλωσε. «Μου αρέσει πολύ». Η γνώμη του Ράουσενμπεργκ άλλαξε την άποψη πολλών για την αξία του ζωγράφου και του άνοιξε τον δρόμο προς την αναγνώριση.

Το 1963, όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς είναι η ποπ αρτ, ο Λιχτενστάιν την όρισε ως εξής: «Η χρήση της εμπορικής τέχνης ως θέματος για ζωγραφική. Εκεί μπορεί να βρει κάποιος τα πιο αναίσχυντα και απειλητικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας: πράγματα που απορρίπτουμε, που είναι υπερβολικά, όπως οι διαφημιστικές πινακίδες και τα κόμικς»

Το «έγκλημα» του Λιχτενστάιν ήταν ότι με το έργο του πήγε ενάντια στις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της εποχής περί του τι είναι τέχνη. Πολλοί μάλιστα θεώρησαν ότι αμαυρώνει με τη θεματολογία του τη ζωγραφική. «Το θέμα των έργων του Ρόι από μόνο του ήταν πολύ ξένο με την τέχνη. Η ιδέα των αναφορών σε εμπορικά πράγματα, σε κινούμενα σχέδια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα μεταχειριζόταν έμοιαζαν να είναι αντίθετα με όλες τις αρχές που εκπροσωπούσε η ζωγραφική. Ήταν ενάντια στην τέχνη του “σκεπτόμενου ανθρώπου”», έλεγε ο Καρπ και εννοούσε την υπαρξιακή αγωνία που συνδέεται με το ρεύμα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ρόι Λιχτενστάιν, «Κορίτσι που πνίγεται» (1963), ακρυλικά, λάδι, γραφίτης σε καμβά, 171,8 x 169,5 εκ.

Λίγο αργότερα, το 1962, ο Λιχτενστάιν θα είχε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί του Λίο Καστέλι. Στην έκθεση όλα τα έργα του πουλήθηκαν σε μεγάλους συλλέκτες∙ ανάμεσά τους τα «I can see the whole room!... And there's nobody in it!», «Washing Machine» και «Black Flowers». Η ατομική του έκθεση ηλέκτρισε τη Νέα Υόρκη και του έδωσε σε μία νύχτα μια θέση στην ιστορία της τέχνης. Ο κόσμος άρχισε να τον παίρνει στα σοβαρά τόσο για το «νέο» που έβλεπε όσο και για την εμπορική επιτυχία των έργων του. Το όνομά του έγινε διάσημο στους καλλιτεχνικούς κύκλους και προτού προχωρήσει στη δεύτερη ατομική έκθεσή του, το έργο του είχε παρουσιαστεί σε μουσεία και γκαλερί σε όλη τη χώρα δίπλα σε έργα των Τζάσπερ Τζονς, Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, Άντι Γουόρχολ, Τζέιμς Ρόζενκουιστ, Τζορτζ Σίγκαλ, Τζιμ Ντάιν, Κλάες Όλντενμπουργκ, Ρόμπερτ Ιντιάνα και Τομ Βέσελμαν. Το έργο καλλιτεχνών όπως ο Λιχτενστάιν θεωρήθηκε ως ένα «χαστούκι» στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και, πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καλλιτέχνες της ποπ αρτ άλλαξαν τα δεδομένα της εποχής.

«Είναι αυτός ο χειρότερος καλλιτέχνης στις ΗΠΑ;»

Δυο χρόνια αργότερα, στις 31 Ιανουαρίου 1964, το περιοδικό «LIFE» δημοσιεύει ένα άρθρο για τον Λιχτενστάιν με τίτλο «Is he the worst artist in the U.S.?» («Είναι αυτός ο χειρότερος καλλιτέχνης στις ΗΠΑ;»). Οι ερμηνείες και η μυθολογία γύρω από το θέμα και τον τίτλο δεν έχουν τέλος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Λιχτενστάιν ήταν ενήμερος και εν πολλοίς συμφώνησε με την ιδέα του προκλητικού τίτλου. Το άρθρο αμφισβητεί ή, έστω, αφήνει στην κρίση του κοινού την καλλιτεχνική αξία του Λιχτενστάιν, τον αναφέρει ως παράδειγμα για το πώς η τέχνη συνδέεται με την ποπ κουλτούρα και τα δημοφιλή οπτικά μέσα και καταγράφει τις αντιδράσεις των παραδοσιακών κριτικών τέχνης.

Στο ρεπορτάζ ο δημοσιογράφος περιέγραφε την αμφιλεγόμενη τεχνική της ζωγραφικής του Λιχτενστάιν. Η έμπνευση από τα κόμικς και τις διαφημίσεις της εποχής γινόταν ζωγραφική με την τεχνική των κουκκίδων Ben-Day. Το γεγονός ότι ο Λιχτενστάιν χρησιμοποιούσε «χαμηλής κουλτούρας» στοιχεία για τα έργα του έφερνε σε αμηχανία πολλούς κριτικούς της εποχής, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η τέχνη πρέπει να αντλεί έμπνευση από «υψηλότερα» πράγματα.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο Λιχτενστάιν με το έργο του «Look Mickey» στο στούντιό του στην 26η Οδό, 1964. Φωτ.: Ken Heyman, ευγενική παραχώρηση RLF Archives. Έργο τέχνης © National Gallery of Art, Washington

Ο Λιχτενστάιν έπαιζε με αυτή την αντίθεση. Ο ίδιος έχει πει ότι «όσο πιο πολύ μοιάζει η δουλειά μου με την πηγή της, τόσο πιο απειλητικό και κρίσιμο είναι το περιεχόμενο». Κατηγορήθηκε συχνά για έλλειψη «αυθεντικότητας», γράφτηκε ότι τα έργα του είναι «απλές μεγεθύνσεις» και «αντιγραφή» κόμικς ή διαφημίσεων χωρίς να υπάρχει η έννοια της μεταμόρφωσης. Σε αυτή την κριτική αντιδρούν πολλοί που υποστηρίζουν ότι το έργο του είναι «σοβαρά μεταμορφωτικό» (παρά την εγγενή ανακύκλωση της εικόνας) και ότι αγγίζει σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας και της μαζικής κουλτούρας.

Όταν γράφτηκε αυτό το άρθρο ο Λιχτενστάιν είχε ήδη παρουσιάσει δύο από τα πιο γνωστά και δημοφιλή σήμερα έργα του, τα «Look Mickey» (1961) και «Drowning Girl» (1963). Υπερασπιζόταν ήδη την ένταση που προκαλούσε το «υψηλό» δίπλα στο «χαμηλό» (ευτελές), στην τέχνη και στη διαφήμιση, στην αντιγραφή και στην αναδιαμόρφωση της εικόνας. Αν έχει σημασία να αναφερθούμε σε αυτόν τον τίτλο του «LIFE» σήμερα δεν είναι επειδή πρόκειται για έναν «καταστροφικό τίτλο» –αντιθέτως, προώθησε τον Λιχτενστάιν και λειτούργησε θετικά για τη δουλειά του– αλλά επειδή καταγράφει τη στιγμή της σύγκρουσης ανάμεσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα της δεκαετίας του ’60 και φανερώνει ότι η συζήτηση που είχε ανοίξει οδήγησε εκείνη την εποχή στην αναθεώρηση ζητημάτων όπως το τι έχει αξία στην τέχνη.

Μια επαναστατική εποχή, ένας πρωτοπόρος δημιουργός

Μια νέα γενιά καλλιτεχνών εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 με μια πιο «κουλ» προσέγγιση στην τέχνη. Καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο μινιμαλισμός, το κίνημα neo-dada, το Fluxus και η ποπ αρτ επαναπροσδιόρισαν την τέχνη της εποχής. Η ποπ αρτ και το neo-dada άλλαξαν τη χρήση της εικόνας, με την οικειοποίηση θεμάτων από την εμπορική τέχνη, τα καταναλωτικά αγαθά, την ιστορία της τέχνης και την κυρίαρχη κουλτούρα.

Την ίδια εποχή αρκετοί Αμερικανοί ζωγράφοι άρχισαν να εντάσσουν στοιχεία από τα κόμικς στη δουλειά τους. Ο Λιχτενστάιν αντλούσε έμπνευση από τα κόμικς από το 1958. Ο Άντι Γουόρχολ δημιούργησε τους πρώτους πίνακές του με το συγκεκριμένο στυλ το 1960. Ο Λιχτενστάιν, χωρίς να γνωρίζει το έργο του Γουόρχολ, δημιούργησε το «Popeye» το 1961, το οποίο έβαλε στην πρώτη ατομική του έκθεση και θεωρείται από τους κριτικούς τέχνης επαναστατικό τόσο ως εξέλιξη της ποπ αρτ όσο και ως έργο μοντέρνας τέχνης.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ρόι Λιχτενστάιν, «Popeye» (1961), λάδι, γραφίτης σε καμβά, 107,5 x 142,7 εκ.

Αν και ο Γουόρχολ είχε δημιουργήσει μεταξοτυπίες με κόμικς, υποτίθεται ότι περιορίστηκε στα «Campbell's Soup Cans» ως θέμα εκείνη την εποχή για να αποφύγει τον ανταγωνισμό με το πιο ολοκληρωμένο στυλ κόμικς του Λιχτενστάιν. Κάποτε είχε δηλώσει: «Πρέπει να κάνω κάτι που θα έχει πραγματικά μεγάλο αντίκτυπο, αρκετά διαφορετικό από τον Λιχτενστάιν και τον Τζέιμς Ρόζενκουιστ, κάτι που θα είναι πολύ προσωπικό, που δεν θα μοιάζει σαν να κάνω ακριβώς αυτό που κάνουν και εκείνοι».

Ο Λιχτενστάιν, που ενδιαφερόταν να αμφισβητήσει την έννοια της πρωτοτυπίας όπως την εννοούσαν εκείνη την εποχή, έγινε ένας από τους εμπνευστές του κινήματος της ποπ αρτ στην Αμερική, με το έργο του να αποκτά διεθνή αναγνώριση από τη δεκαετία του ’60. Ήταν ο πρώτος Αμερικανός καλλιτέχνης με ατομική έκθεση στην Tate του Λονδίνου το 1968, ενώ το 1966 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Σήμερα θεωρείται από τους πιο επιδραστικούς και καινοτόμους καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, με τα έργα του, που φημίζονται για το πνεύμα και την εφευρετικότητά τους, να αναζωογονούν την αμερικανική καλλιτεχνική σκηνή και να αλλάζουν την ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Χρησιμοποίησε διαφημίσεις για απορρυπαντικά πιάτων και φάρμακα για τα πόδια, για χοτ ντογκ και αθλητικά παπούτσια, επανερμήνευσε τον Μονέ και τον Σεζάν, τον Πικάσο και τον Μπρανκούζι, και δημιούργησε με αυτά, με μεγάλη επιδεξιότητα αλλά και χιούμορ, μια νέα εικονοποιία με την τεχνική των κόμικς.

Ο καλλιτέχνης που αγάπησε τον Μίκι Μάους και τον έκανε κομμάτι της Ιστορίας της Τέχνης

Ο Ρόι Λιχτενστάιν γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα του τον έφερε σε επαφή με μουσεία, συναυλίες και άλλες πτυχές της κουλτούρας της Νέας Υόρκης. Οι καλλιτεχνικές και μουσικές του ικανότητες φάνηκαν από νωρίς. Σχεδίαζε, ζωγράφιζε και περνούσε πολλές ώρες στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Έπαιζε πιάνο και κλαρινέτο, και ανέπτυξε μια σταθερή αγάπη για την τζαζ, συχνάζοντας στα νυχτερινά κέντρα στο Midtown. Όταν ξεκίνησε τις σπουδές του έλεγε πως η «Γκερνίκα», που τότε ήταν δανεισμένη μακροπρόθεσμα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ήταν ο αγαπημένος του πίνακας. Τα πρώτα καλλιτεχνικά του είδωλα ήταν ο Ρέμπραντ και ο Ντομιέ και αμφισβητούσε τους αποδεκτούς κανόνες περί γούστου, με την ενθάρρυνση του δασκάλου του, Χόιτ Λ. Σέρμαν, που αργότερα έλεγε ότι ήταν εκείνος που του έδειξε πώς να «βλέπει».

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Μαζί με τη μικρότερη αδελφή του, Ρενέ, 1931. Άγνωστος φωτογράφος, ευγενική παραχώρηση RLF Archives
Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Στο στούντιό του στο Κολόμπους του Οχάιο, 1949. Άγνωστος φωτογράφος, ευγενική παραχώρηση RLF Archives

Το 1945 επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στην Ευρώπη. Άρχισε να κάνει σκίτσα, ενώ σκόπευε να σπουδάσει στη Σορβόνη. Επέστρεψε στην Αμερική όταν έμαθε ότι ο πατέρας του ήταν σοβαρά άρρωστος και πήγε στο Ohio State University για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Άρχισε να διδάσκει εκεί και στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οργάνωσε ένα σώμα έργων που αντλούσαν από τυπωμένες εικόνες.

cover
Μπροστά από τον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι, Οκτώβριος 1945. Φωτ.: Άγνωστος φωτογράφος, ευγενική παραχώρηση RLF Archives

Δημιούργησε σειρές με πίνακες στο πνεύμα του Πάουλ Κλέε που χλεύαζαν λυρικά τους μεσαιωνικούς ιππότες, τα κάστρα και τις παρθένες, ενώ έριχνε και μια ειρωνική ματιά στους αμερικανικούς πίνακες ζωγραφικής του 19ου αιώνα που έβλεπε στα βιβλία Ιστορίας, δημιουργώντας εικόνες καουμπόηδων και Ινδιάνων με την τεχνική του κυβισμού, εμπλουτισμένες με μια πρωτόγονη ματιά. Η επαναδιατύπωση περιφρονημένων εικόνων έγινε πρωταρχικό χαρακτηριστικό της τέχνης του Λιχτενστάιν, όταν η φήμη των αφηγηματικών έργων του 19ου αιώνα, με την άνοδο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, ήταν στο ναδίρ μεταξύ των κριτικών και των συλλεκτών.

Πολύ πριν βρει τον χαρακτηριστικό του τρόπο έκφρασης το 1961, ο Λιχτενστάιν επέστησε την προσοχή στις τεχνητές συμβάσεις και στο γούστο που διαπερνούσε την τέχνη και την κοινωνία. Αυτό που άλλοι απέρριπταν ως ασήμαντο τον γοήτευε ως κλασικό και εξιδανικευμένο. Ήταν, κατά τα λεγόμενά του, «ένα καθαρά αμερικανικό μυθολογικό θέμα». Από το 1951 δούλεψε σε θέσεις μερικής απασχόλησης ως βιομηχανικός σχεδιαστής, σχεδιαστής επίπλων, διακοσμητής βιτρινών και εισήγαγε στα έργα και τις εκτυπώσεις του ιδιόμορφα αποτυπωμένους κινητήρες, βαλβίδες και άλλα μηχανικά στοιχεία. Η καριέρα του πήγαινε αργά και διστακτικά και μετακόμισε από το Κλίβελαντ, όπου ζούσε η οικογένειά του όταν βρήκε μια θέση στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο Όσβεγκο. Εκείνη την εποχή εγκατέλειψε την αναπαράσταση και κατέληξε σε ένα πλήρως αφηρημένο στυλ, εφαρμόζοντας πλατιές στρώσεις χρωστικής στον καμβά σέρνοντας το χρώμα στην επιφάνειά του με ένα πανί τυλιγμένο γύρω από το μπράτσο του. Ταυτόχρονα, ενσωμάτωνε φιγούρες από τα κόμικς, όπως ο Μίκι Μάους και ο Ντόναλντ Ντακ, σε εξπρεσιονιστικά φόντα. Κανένας από τους πίνακες αυτούς δεν έχει διασωθεί.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο Λιχτενστάιν και ο Λέο Καστέλι ποζάρουν στην γκαλερί Καστέλι το 1961 με τα έργα RLCR 634, RLCR 647, RLCR 654 και RLCR 657 Φωτ.: Paul Berg/ St Louis Post-Dispatch/ Polaris, ευγενική παραχώρηση της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Έργο τέχνης © Estate of Roy Lichtenstein

Το 1960 άρχισε να διδάσκει στο Κολέγιο Ντάγκλας στο Νιου Τζέρζι. Εκεί βρέθηκε σε μια δίνη καλλιτεχνικών ζυμώσεων και σε έναν κύκλο καλλιτεχνών όπως ο Άλαν Κάπροου, που δεν μπορούσαν παρά να τον κινητοποιήσουν, και επέστρεψε στην πρώιμη ποπ εικονογραφία του.

Τον Ιούνιο του 1961, ο Λιχτενστάιν επέστρεψε στην ιδέα που είχε σκεφτεί στο Όσβεγκο, η οποία ήταν να συνδυάσει χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων από κόμικς με αφηρημένα φόντα. Οικειοποιήθηκε τις κουκκίδες Ben-Day, το λεπτό μηχανικό μοτίβο που χρησιμοποιείται στην εμπορική χαρακτική ως στυλιστική γλώσσα για να μεταφέρει την υφή και τις διαβαθμίσεις του χρώματος. Οι κουκκίδες έγιναν σήμα κατατεθέν που ταυτίστηκε για πάντα με τον Λιχτενστάιν και την ποπ αρτ. Μπορεί να μη συνειδητοποίησε αμέσως το βάθος της πρωτοπορίας του, αλλά κατάλαβε ότι η επίπεδη αίσθηση και η αποστασιοποιημένη παρουσίαση του πάνελ των κόμικς, μεγεθυμένου και αναδιοργανωμένου με τον τρόπο του Σέρμαν, «ήταν πολύ πιο συναρπαστική» από τη χειρονομιακή αφαίρεση που εφάρμοζε.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο Λιχτενστάιν στο στούντιό του, 1962. Φωτ.: Ben Martin/ Getty Images/ Ideal Image

Το πρώτο έργο του Λιχτενστάιν που παρουσίαζε τη μεγάλης κλίμακας χρήση επίπεδων μορφών και κουκκίδων Ben-Day ήταν το «Look Mickey». Αυτό το έργο προέκυψε από μια κουβέντα που του είπε ο γιος του, ο οποίος του έδειξε ένα κόμικ με τον Μίκι Μάους και του είπε: «Στοιχηματίζω ότι δεν μπορείς να ζωγραφίσεις τόσο καλά, ε, μπαμπά;». Την ίδια χρονιά, ο Λιχτενστάιν δημιούργησε άλλα έξι έργα με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες από περιτυλίγματα τσίχλας και κινούμενα σχέδια. Αυτή η φάση θα συνεχιζόταν μέχρι το 1965 και περιλάμβανε τη χρήση διαφημιστικών εικόνων που σχολίαζαν τον καταναλωτισμό του αμερικανικού νοικοκυριού.

Μετά την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί του Λίο Καστέλι ο Λίχτενσταϊν έκανε σημαντικές αλλαγές στη ζωή του και συνέχισε να διερευνά νέες δυνατότητες στην τέχνη του. Αφού χώρισε, μετακόμισε από το Νιου Τζέρζι στο Μανχάταν το 1963. Το 1964 παραιτήθηκε από τη θέση του ως καθηγητή στο Ντάγκλας για να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο έργο του.

Έγινε ένας παραγωγικός χαράκτης και επεκτάθηκε στη γλυπτική, κάτι που δεν είχε επιχειρήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τόσο σε δισδιάστατα όσο και σε τρισδιάστατα έργα, χρησιμοποίησε μια σειρά από βιομηχανικά ή «μη καλλιτεχνικά» υλικά και σχεδίασε αντικείμενα μαζικής παραγωγής που ήταν λιγότερο ακριβά από τους παραδοσιακούς πίνακες και γλυπτά. Συμμετείχε με ένα τέτοιο έργο στην έκθεση «American Supermarket» το 1964 στην Πινακοθήκη Paul Bianchini, για την οποία σχεδίασε μια τσάντα για ψώνια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, το έργο του έγινε λιγότερο αφηγηματικό και πιο αφηρημένο∙ άρχισε να εξερευνά και να αποδομεί την έννοια της πινελιάς, μετατρέποντάς τη σε θέμα.

Η αναζήτηση νέων μορφών και πηγών έγινε ακόμη πιο εμφατική μετά το 1970, όταν ο Λιχτενστάιν διερεύνησε μια πτυχή της αντίληψης που τον απασχολούσε σταθερά: πόσο εύκολα το μη πραγματικό επικυρώνεται ως πραγματικό επειδή οι θεατές δεν αναλύουν αυτό που βλέπουν, από συνήθεια. Δημιούργησε πρωτοποριακά ζωγραφισμένα χάλκινα γλυπτά που ανέτρεψαν τη συμβατική τρισδιάστατη μονιμότητα του μέσου. Οι χάλκινες μορφές ήταν όσο το δυνατόν πιο επίπεδες και λεπτές, περισσότερο σχετικές με τη γραμμή παρά με τον όγκο, και απεικόνιζαν τις πιο φευγαλέες αισθήσεις: τολύπες ατμού, ακτίνες φωτός και αντανακλάσεις στο γυαλί. Μια ολόκληρη σειρά έργων του που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν σύνθετες συναντήσεις με τον κυβισμό, τον φουτουρισμό, τον πουρισμό, τον σουρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο Λιχτενστάιν κοιτάζει το OW (RL 1402.M), Barcelona Head (Intermediate Model), στη Βαρκελώνη, Ισπανία, 1992. Άγνωστος φωτογράφος, ευγενική παραχώρηση RLF Archives
Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο καλλιτέχνης με το έργο RLCR 3692, Archaic Head, στην έναρξη της έκθεσης «Roy Lichtenstein: Three decades of sculpture» στο Guild Hall, Ανατολικό Χάμπτον, Νέα Υόρκη, 1992. Φωτ.: Walter Weissman, ευγενική παραχώρηση RLF Archives. Έργο τέχνης © Estate of Roy Lichtenstein
Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Άποψη της εγκατάστασης της αναδρομικής έκθεσης του Λιχτενστάιν σε επιμέλεια της Diane Waldman, στο Μουσείο Solomon R. Guggenheim της Νέας Υόρκης, 1969. Φωτ.: © Solomon R. Guggenheim Foundation, Νέα Υόρκη, ευγενική παραχώρηση RLF Archives. Έργο τέχνης © Estate of Roy Lichtenstein

Ο Λιχτενστάιν επέκτεινε την παλέτα του πέρα ​​από το κόκκινο, το μπλε, το κίτρινο, το μαύρο, το λευκό και το πράσινο. Δεν απομόνωνε απλώς έτοιμες εικόνες αλλά τις αντιπαρέθετε, τις επικάλυπτε, τις κατακερμάτιζε και τις ανασυνέθετε. Σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού τέχνης Τζακ Κάουαρτ, οι δεξιοτεχνικές συνθέσεις του Λιχτενστάιν ήταν «ένας πλούσιος διάλογος μορφών – όλες διαισθητικά τροποποιημένες και απελευθερωμένες από τις ονομαστικές τους πηγές». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Λιχτενστάιν βρισκόταν επίσης στο απόγειο μιας πολύ παραγωγικής καριέρας στην τοιχογραφία. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 είχε ολοκληρώσει τέσσερις τοιχογραφίες. Μεταξύ 1983 και 1990 δημιούργησε πέντε. Ολοκλήρωσε επίσης σημαντικές παραγγελίες για δημόσια γλυπτά στο Μαϊάμι Μπιτς, στο Κολόμπους, στη Μινεάπολη, στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη και στη Σιγκαπούρη.

Δημιούργησε τρεις μεγάλες σειρές έργων τη δεκαετία του 1990, καθεμία από τις οποίες αποτελεί απόδειξη του συνεχιζόμενου ενδιαφέροντός του για την επίλυση εικαστικών προβλημάτων. Πρόκειται για τις σειρές «Εσωτερικοί Χώροι», «Γυμνά» και «Κινέζικα Τοπία», την τελευταία συνάντηση του Λιχτενστάιν με μια μνημειώδη καλλιτεχνική παράδοση και από τις πιο χαρακτηριστικές του έργου του. Οι διαμορφώσεις γης, νερού, βουνών και αέρα που βρίσκονται σε πίνακες και πάπυρους της δυναστείας Σονγκ προσομοιώνονται από απαλά κινούμενα πεδία με διαβαθμισμένες κουκκίδες. Κανένα από τα συνηθισμένα μαύρα περιγράμματα του Λιχτενστάιν δεν ορίζει τις μονοχρωματικές φόρμες, γεγονός που ενισχύει τη στοχαστική και αφηρημένη ποιότητα της σειράς.

Τον Αύγουστο του 1997 έπαθε πνευμονία. Πέθανε απροσδόκητα από επιπλοκές της νόσου στις 29 Σεπτεμβρίου 1997 σε ηλικία 73 ετών, στη Νέα Υόρκη.

Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ρόι Λιχτενστάιν, Τοπίο με σκάφη (1996)
Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Ο καλλιτέχνης εργάζεται στο RLCR 3959, «Reflections on the prom» στο στούντιό του στο Σαουθάμπτον, 1990. Φωτ.: Laurie Lambrecht. Έργο τέχνης © Estate of Roy Lichtenstein
Ρόι Λιχτενστάιν Facebook Twitter
Έργα από τη σειρά «Interior» του Λιχτενστάιν (RLCR 4032, RLCR 4051, RLCR 4026 και RLCR 4043) στο στούντιο του καλλιτέχνη στο Σαουθάμπτον, 1991. Φωτ.: Laurie Lambrecht. Έργο τέχνης © Estate of Roy Lichtenstein

Ο Λιχτενστάιν κατάφερε να γκρεμίσει τα τείχη μεταξύ υψηλής τέχνης και καθημερινής κουλτούρας με ειρωνική αδιαλλαξία, με όπλο του τον Μίκι Μάους ως εκπρόσωπο αυτής της επίθεσης στις συμβάσεις. Μετέτρεψε απλές κωμικές εικόνες και διαφημίσεις σε μνημειώδους μορφής ιστορικούς πίνακες, μια πράξη που ισοδυναμεί με παραβίαση της αξιοπρέπειας της τέχνης. Τα κόμικς, για να μην αναφέρουμε τις διαφημίσεις προϊόντων σε εφημερίδες και τηλεφωνικούς καταλόγους, γενικά θεωρούνταν ανάξια να έχουν θέση στην τέχνη, μέχρι που ο Λιχτενστάιν κατάφερε να τα μεταφέρει σε μουσειακό περιβάλλον. Ήταν μια παράλογη και ειρωνική χειρονομία. Έλεγε: «Το να παίρνεις ένα απαξιωμένο θέμα όπως ο Ντόναλντ Ντακ και ο Μίκι Μάους και να το μετατρέπεις σε έργο τέχνης είναι παράλογο ή χιουμοριστικό».

Το 1963, όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς είναι η ποπ αρτ, ο Λιχτενστάιν την όρισε ως εξής: «Η χρήση της εμπορικής τέχνης ως θέματος για ζωγραφική. Εκεί μπορεί να βρει κάποιος τα πιο αναίσχυντα και απειλητικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας: πράγματα που απορρίπτουμε, που είναι υπερβολικά, όπως οι διαφημιστικές πινακίδες και τα κόμικς».

Σήμερα, είναι ένας από τους τρεις πιο δημοφιλείς και διάσημους καλλιτέχνες των Ηνωμένων Πολιτειών, μαζί με τον Άντι Γουόρχολ και τον Τζάκσον Πόλοκ. Επιπλέον, είναι ένας επιδραστικός πρόδρομος της τέχνης της οικειοποίησης και πρωτοστάτησε στη συγχώνευση της υψηλής και της «κατώτερης» τέχνης στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή.

Η τέχνη του αντανακλά την ήδη αμφιλεγόμενη στάση της δεκαετίας του 1960 απέναντι στη μηχανή παραγωγής εικόνας της διαφημιστικής βιομηχανίας.

«Ενδιαφέρομαι να απεικονίσω ένα είδος αντι-ευαισθησίας που διαπερνά την κοινωνία. Μεγάλο μέρος της επικοινωνίας μας κυριαρχείται από τη διαφήμιση. Ολόκληρο το περιβάλλον μας φαίνεται να διέπεται από την επιθυμία πώλησης προϊόντων. Αυτό είναι το τοπίο που θέλω να απεικονίσω. Αλλά δεν με ενδιαφέρει επειδή θέλω να διδάξω κάτι στην κοινωνία ή να βελτιώσω τον κόσμο μας», έλεγε.

Εικαστικά
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Pauline Boty: H τραγική ιστορία μιας πρωτοπόρου της ποπ αρτ

Εικαστικά / Pauline Boty: H τραγική ιστορία μιας πρωτοπόρου της ποπ αρτ

Το γεμάτο αυτοπεποίθηση και θηλυκότητα έργο της διερευνά ζητήματα της γυναικείας σεξουαλικότητας. Μετά τον θάνατό της παρέμεινε στη σκιά για 30 χρόνια. Σήμερα επανεξετάζεται και παίρνει τη θέση που του αξίζει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Εντ Ρούσα: Η γοητεία της αμερικανικής ζωής στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη

Εικαστικά / Εντ Ρούσα: Η γοητεία της αμερικανικής ζωής στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη

Ζωγράφος, γραφίστας, κινηματογραφιστής, φωτογράφος, σχεδιαστής, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικανούς καλλιτέχνες πραγματοποιεί την πρώτη του αναδρομική έκθεση στο ΜοΜΑ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μόλις τελείωσε το αριστούργημά του, ο Γκογκέν επιχείρησε να αυτοκτονήσει

Εικαστικά / Μόλις τελείωσε το αριστούργημά του, ο Γκογκέν επιχείρησε να αυτοκτονήσει

Ο πίνακας με τίτλο «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;» θα ήταν η τελευταία του διαθήκη, ένα έργο που θα έλυνε επιτέλους, όπως ο ίδιος έλεγε, το «παράδοξο μεταξύ του κόσμου των συναισθημάτων και του κόσμου του μυαλού».
THE LIFO TEAM
Ο ευά παπαδάκης φέρνει την ποίηση στα Ζαγοροχώρια

Εικαστικά / Ο ευά παπαδάκης φέρνει την ποίηση στα Ζαγοροχώρια

Το πρώτο διεθνές πολυθεματικό φεστιβάλ ποίησης «Σολοικισμός», έρχεται το Σάββατο 25 και την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025 στον Ελαφότοπο, στα Ζαγοροχώρια. Ο εμπνευστής και καλλιτεχνικός διευθυντής του μίλησε στη LifO.
M. HULOT
Δυο νέες εκθέσεις στο φθινοπωρινό πρόγραμμα του ΕΜΣΤ

Εικαστικά / Δυο νέες εκθέσεις στο φθινοπωρινό πρόγραμμα του ΕΜΣΤ

Η καλλιτεχνική πρωτοπορία εκτός συνόρων και έργα που ενσωματώνουν και συνάμα απεικονίζουν φυσικά τοπία και τις απροσδιόριστες ανθρώπινες παρεμβάσεις που αυτά προδίδουν, στο νέο πρόγραμμα του μουσείου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ Μαρίνα Ξενοφώντος: «Η μνήμη δεν είναι κάτι που απλώς κουβαλάμε – ενεργεί, αντιδρά και μεταβάλλεται συνεχώς»

Εικαστικά / Μαρίνα Ξενοφώντος: «Η μνήμη δεν είναι κάτι που απλώς κουβαλάμε»

Η εικαστικός μιλάει για την εγκατάσταση με την οποία θα εκπροσωπήσει στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2026 την Κύπρο, για την επιρροή της χώρας στο έργο της και για τη θέση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το μαγευτικό, υπερβατικό σύμπαν της Yayoi Kusama προσγειώνεται στην Ευρώπη

Εικαστικά / Tα πλοκάμια και οι κολοκύθες της Yayoi Kusama προσγειώνονται στην Ευρώπη

Από τη Βασιλεία ξεκίνησε η ευρωπαϊκή περιοδεία της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης της πιο διάσημης και πιο επιτυχημένης εν ζωή εικαστικού στον κόσμο, με περισσότερα από 300 έργα που καλύπτουν επτά δεκαετίες.
THE LIFO TEAM
Τι μυστήριο κρύβει η ιστορία της αυτοπροσωπογραφίας του Κουρμπέ;

Εικαστικά / «Ο απελπισμένος»: Ο περίφημος πίνακας του Κουρμπέ εκτίθεται ξανά μετά από 20 χρόνια

Ίσως το πιο γνωστό έργο του μεγάλου Γάλλου ζωγράφου, «Ο απελπισμένος» θα εκτεθεί στο Μουσείο Ορσέ αρχικά και έπειτα στο Μουσείο Art Mill στη Ντόχα. Ποια είναι η ιστορία του; Σε ποιον ανήκει τώρα ο πίνακας;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα έκθεση αναδεικνύει τη συμβολή των γυναικών στην τέχνη της γεωμετρικής αφαίρεσης

Εικαστικά / Έξι γυναίκες. Έξι πρωτοποριακές καλλιτέχνιδες της γεωμετρικής αφαίρεσης

Έργα των Όπυ Ζούνη, Etel Adnan, Samia Halaby, Saloua Raouda Choucair, Ebtisam Abdulaziz και Lubna Chowdhary, αποτελούν το υλικό της έκθεσης του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη που ξεκίνησε μόλις.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Όταν ο Αντώνης Μπενάκης απέδειξε ότι οι Ελληνικές ενδυμασίες είναι Υψηλή Ραπτική

Εικαστικά / Όταν ο Αντώνης Μπενάκης απέδειξε ότι οι Ελληνικές ενδυμασίες είναι Υψηλή Ραπτική

Αμέτρητες είναι οι ιστορίες που κρύβονται πίσω από την έκδοση «Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι», φέρνοντας στο φως την επίδραση που άσκησε η ενδυμασία στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και στην κυρίαρχη μόδα του Μεσοπολέμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Και λοιπόν τι;»: Μία έκθεση στον Ταύρο «φωτίζει» το θρυλικό άλμπουμ των Εν Πλω

Εικαστικά / «Οι Εν πλω άφησαν πίσω τραγούδια που συνδέουν όσους ονειρεύονται με παρόμοιο τρόπο»

Έγιναν θρύλοι της εγχώριας μουσικής σκηνής με την κυκλοφορία ενός μόνο άλμπουμ. Μετά, εξαφανίστηκαν. Ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, ο Απόστολος Βασιλόπουλος και η Μαρία-Θάλεια Καρρά επιμελήθηκαν, μετά από δεκαετή έρευνα, μια έκθεση για ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ελληνικής δισκογραφίας. Mίλησαν στη LifO.
M. HULOT
Με Chryssa και Iannis Xenakis η μεγάλη έκθεση για τον μινιμαλισμό στο Παρίσι

Εικαστικά / Με Chryssa και Ιάννη Ξενάκη η μεγάλη έκθεση για τον μινιμαλισμό στο Παρίσι

Μέσα από 100 έργα και 40 καλλιτέχνες επιχειρείται η διερεύνηση της διεθνούς εξέλιξης του κινήματος το οποίο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 επαναπροσδιόρισε ριζικά την έννοια του καλλιτεχνικού έργου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πολλές, πάρα πολλές εκθέσεις τον Οκτώβριο στην Αθήνα. Και καλές μάλιστα

Εικαστικά / Πολλές, πάρα πολλές εκθέσεις τον Οκτώβριο στην Αθήνα. Και καλές μάλιστα

Από την έκθεση του Juergen Teller στο ολοκαίνουργιο Onassis Ready, στην ποιητική αρχιτεκτονική του Πικιώνη και στις έξι πρωτοποριακές γυναικείες φωνές της γεωμετρικής αφαίρεσης. Αυτόν τον μήνα οι λέξεις «μουσείο» και «γκαλερί» θα ακούγονται πολύ συχνά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ: Ο ζωγράφος των στυλάτων της εποχής του επιστρέφει

Εικαστικά / Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ: Ο ζωγράφος των στυλάτων της εποχής του επιστρέφει

H έκθεση στο Μουσείο Ορσέ συγκεντρώνει 90 έργα του Αμερικανού στυλίστα ζωγράφου, εστιάζοντας στην πιο καθοριστική περίοδο του έργου του. Aνάμεσά τους και η περίφημη «Madame X», το πιο διάσημο έργο του.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Φρα Αντζέλικο: «Ένας μεγάλος ζωγράφος, ένας άγιος άνθρωπος»

Εικαστικά / Φρα Αντζέλικο: «Ένας μεγάλος ζωγράφος, ένας άγιος άνθρωπος»

Η έκθεση «Beato Angelico», συγκεντρώνει στο Palazzo Strozzi και στο Mουσείο του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία περισσότερα από 140 έργα με δάνεια από 70 συλλογές ιδιωτών και μουσείων και φιλοδοξεί να εδραιώσει τη φήμη του Φρα Αντζέλικο ως κορυφαίου δασκάλου της Αναγέννησης.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιατί η Νυχτερινή Περίπολος του Ρέμπραντ αποτελεί μέχρι σήμερα ένα μυστήριο της Τέχνης

Εικαστικά / Γιατί η Νυχτερινή Περίπολος του Ρέμπραντ αποτελεί μέχρι σήμερα ένα μυστήριο της Τέχνης

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1669 ο φλαμανδός ζωγράφος Ρέμπραντ φαν Ράιν. Αυτός ο πίνακας υπήρξε η πραγματική αιτία της οικονομικής καταστροφής του καλλιτέχνη ή πρόκειται περί θεωρίας συνωμοσίας;
THE LIFO TEAM
«Πρωτόλεια»: Οι πρώτες πινελιές αλλάζουν μέσα στα χρόνια αλλά πάντα κάτι μένει

Εικαστικά / «Πρωτόλεια»: Οι πρώτες πινελιές αλλάζουν μέσα στα χρόνια αλλά πάντα κάτι μένει

Η νέα έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, χαρτογραφεί την πορεία έντεκα Ελλήνων και Ελληνίδων εικαστικών και θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: «Σε μια πορεία πλούσια, γεμάτη ανατροπές αλλά και επαναλήψεις, ποιες ήταν οι πρωτόλειες αναζητήσεις τους, στις οποίες επέτρεψαν ακολούθως να εισχωρήσουν στις ώριμες αποφάσεις τους»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Aμερικανικός σουρεαλισμός; Κι όμως υπάρχει. Απλώς δεν το γνώριζε κανείς

Εικαστικά / Aμερικανικός σουρεαλισμός; Κι όμως υπάρχει. Απλώς δεν το γνώριζε κανείς

Μια έκθεση στο Μουσείο Γουίτνεϊ ενώνει διαφορετικές φωνές και αποκαλύπτει την άγνωστη ως τώρα τάση Αμερικανών καλλιτεχνών που στράφηκαν στον σουρεαλισμό για να εκφράσουν την ταραχώδη δεκαετία του '60.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ