ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που άκουσα το «Κούρεμα» του Σαββόπουλου. Μας το έφερε η φίλη του πατέρα μου η Ρούλα σε κασέτα, να το ακούσουμε όλοι μαζί σε ένα ταξίδι για το Πήλιο. Διασχίζοντας την παλιά εθνική οδό και ενώ εγώ και ο έφηβος πλέον αδερφός μου πίναμε Αμίτα και παίζαμε ξύλο στο πίσω κάθισμα, ξεκίνησε η ανάλυση. «Άκου, άκου τι λέει», έλεγε η Ρούλα στον πατέρα μου συνεπαρμένη. «Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς, απόμακροι εξ αρχής / εκτός παραδομένου κόσμου εμείς, ανήλικοι διαρκώς, μα κι απ’ το καθεστώς, αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς». Περνούσαμε έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο. «Σχεδόν 45 ετών, με μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρισμα έξω / τη γη του θησαυρού, τους τίτλους τ' ουρανού, το αίμα του Θεού». Νομίζω πως θυμάμαι τον πατέρα μου να κουνάει το κεφάλι του.
Kι αν το «Κούρεμα» ήταν πράγματι ο πιο θυμωμένος και ο πιο στρυφνός δίσκος του, αν πράγματι ήταν «ένας άλλος μετά το ’89», κατάφερνε πάντα να σε εκπλήσσει, με τον τρόπο που το κάνουν συνήθως οι σπουδαίοι γραφιάδες – αποτυπώνοντας το συναίσθημα με χειρουργική ακρίβεια, φάπα και χάδι μαζί.
Το «Κούρεμα» ήταν ο δίσκος που αποξένωσε για τα καλά τον Σαββόπουλο από τον πυρήνα του ακροατηρίου του. Δεν αναφέρομαι στους σκληροπυρηνικούς που τον ήθελαν ταμένο στο κόμμα. Αυτοί τον είχαν ήδη αφορίσει. Μιλάω για τους ανθρώπους της γενιάς του, τους συνομιλητές του, τους συνοδοιπόρους του. Τους γονείς μου ουσιαστικά. Ήταν αλήθεια μια υπέρβαση αυτός ο δίσκος, στον οποίο ο Σαββόπουλος τα ’βαζε με τη γενιά του με τρόπο άτσαλο, σαν να τους κουνούσε το δάχτυλο. Υπάρχει, αλήθεια, άλλο τραγούδι σαν τους «Κωλοέλληνες»; («Κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες»). Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, τι χρονιά ήταν το ’89. Έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια Μεταπολίτευσης και εννιά χρόνια «αλλαγής» είχε επέλθει η φθορά – και η κρίση μέσης ηλικίας μιας ολόκληρης γενιάς. Ήταν η περίοδος που ο Σαββόπουλος πήγαινε χεράκι χεράκι στα στρατόπεδα με τον τότε υπουργό Άμυνας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, έκανε συναυλίες στους φαντάρους και τραγουδούσε «Ο γιος μου πάει στον στρατό, αλλά εγώ δεν πήγα». Όλα αυτά ήταν σαν μια ιδιότυπη καλλιτεχνική αυτοκτονία. Μιλάμε για τον δίσκο που είχε μέσα τραγούδι με τίτλο «Το Μητσοτάκ»!
Πίσω στο ασημί Σιτροέν, το ξύλο συνεχιζόταν – κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Λοιπόν, ας έρθουν του Κουτσόγιωργα οι δασύτριχοι πολίτες και οι γνωστοί ιθαγενείς της “Αυριανής” οι τρωγλοδύτες / καλώς να έρθουν και οι φριχτοί μικρομεσαίοι να ξεσαλώσουν, χωρίς αυτούς τα μαγαζιά ούτε το φως δεν θα πληρώσουν». «Ωχ!», είπε η μητέρα μου, σκύβοντας για να βάλει γαλλικό από το θερμός. Μετά όμως ακολουθούσε αυτό: «Πίσω απ' τ' αυτάρεσκα τραγούδια μας η σήψη προχωρούσε, τις μπερδεμένες μας ζωές φαουστικά σκηνοθετούσε / Ήμασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία».
Πάντα απορούσα με όλους όσοι μου έλεγαν ότι απορρίπτουν τον Σαββόπουλο γιατί είναι «δεξιός», γιατί τους πρόδωσε ιδεολογικά, γιατί είναι αντιπαθής. Διάβασα ήδη κάποιους που μας λένε ότι πρόδωσε το κόμμα (αυτό που τον τράβαγε από το μανίκι) και γέλασα λίγο, ή αυτό το καταπληκτικό «εμένα δεν μου άρεσε ποτέ ο Σαββόπουλος» (σε ευχαριστούμε που το μοιράστηκες, μπούμερ φίλε μας, στο σημαντικό σου στάτους στο Facebook). Όλα αυτά όμως είναι από αδιάφορα έως πταίσματα μπροστά στο τεράστιο έργο του.
Kι αν το «Κούρεμα» ήταν πράγματι ο πιο θυμωμένος και ο πιο στρυφνός δίσκος του, αν πράγματι ήταν «ένας άλλος μετά το ’89», κατάφερνε πάντα να σε εκπλήσσει, με τον τρόπο που το κάνουν συνήθως οι σπουδαίοι γραφιάδες – αποτυπώνοντας το συναίσθημα με χειρουργική ακρίβεια, φάπα και χάδι μαζί.
Ακόμα και στον «χειρότερο» δίσκο του, υπήρχαν αριστουργήματα. Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της διαδρομής έπεσε το τελευταίο τραγούδι, το «Καλοκαίρι». Πιθανόν να σταματήσαμε να δερνόμαστε με τον αδελφό μου και να ακούσαμε: «Καλοκαίρι, του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη / καλοκαίρι, με βαριά μοτοσικλέτα μες στα σκέλη, τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι / Καλοκαίρι, όλο πίσσα και κατράμι, καλοκαίρι / Καλοκαίρι, με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι, φαλακροί μες στις σακούλες μας σαν γέροι, εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει / Καλοκαίρι, μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι».
Διονύσης Σαββόπουλος / «Καλοκαίρι»