Κατά κάποιο τρόπο, το ότι έγινε φωτογράφος το χρωστάει στη μητέρα του η οποία, έχοντας εργαστεί για τη Magnum, ήταν από τους πρώτους ανθρώπους στη Νέα Υόρκη που άνοιξε γκαλερί που ειδικευόταν στη φωτογραφία. Διαφορετικά, καθώς η φωτογραφία τη δεκαετία του 1960 που μεγάλωνε δεν θεωρούταν τέχνη, παρά μόνο ένα μέσο καταγραφής γεγονότων, τα φωτορεπορτάζ των εφημερίδων και των περιοδικών, ισχυρίζεται ότι δεν θα του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να ασχοληθεί.
Ωστόσο μεγάλωσε με τον κύκλο καλλιτεχνών της μητέρας του, που συμπεριελάμβανε θρυλικούς φωτογράφους όπως τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, τον Μπρους Ντέιβιντσον και τον Έλιοτ Έργουιτ. Αργότερα θα ξεχώριζε σαν «δασκάλους» του τους André Kertész και Paul Strand, ενώ θα παραδεχόταν την επιρροή της «αποφασιστικής στιγμής» του Cartier-Bresson και την αξία του παράλογου του Erwitt.
Ο Ρότζερ Μπάλεν είναι γεννημένος το 1950 στην Νέα Υόρκη. Στην τελετή αποφοίτησής του από το γυμνάσιο το 1968, οι γονείς του τού χάρισαν μία Nikon FTN. Το πρώτο που έκανε ήταν να φωτογραφίσει τον περίγυρο των φυλακών Σινγκ Σινγκ. Αρχικά σπούδασε ψυχολογία, αλλά το PhD του το πήρε στη γεωλογία. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1973 ξεκίνησε ένα ταξίδι με οτοστόπ που κράτησε 4 με 5 χρόνια, από το Κάιρο μέχρι το Κέιπ Τάουν κι από την Κωνσταντινούπολη στη Νέα Γουινέα, φωτογραφίζοντας. Έτσι ολοκληρώθηκε το πρώτο του φωτογραφικό βιβλίο με τίτλο Boyhood.
Στις συνεντεύξεις του o Μπάλεν διατείνεται ότι καθώς οι μεταβολές των εποχών είναι εμφανείς επάνω στα δέντρα, η τέχνη δεν έχει να του πει κάτι ουσιαστικότερο για τη ζωή. Ένα δέντρο τα λέει όλα. Η φύση για εκείνον αποτελεί την ιδανική σχέση.
Εντέλει, το 1982 μετακόμισε στη Νότια Αφρική, όπου εξακολουθεί να ζει μέχρι σήμερα. Εκεί διέσχισε όλη της την επικράτεια, αναζητώντας τα Dorps που στα αφρικάανς, την τοπική ολλανδική διάλεκτο, είναι οι μικρές κοινότητες γύρω από μια εκκλησία. Στα εσωτερικά των σπιτιών τους ανακάλυψε το προσωπικό του λεξιλόγιο, τα μοτίβα που υιοθέτησε και τα έκανε δικά του, όπως ζωγραφιές και σύρματα στους τοίχους, αυτό που ο ίδιος θα ονόμαζε αργότερα «Ballenesque». Δεν ήταν όμως μόνο ο υλικός πολιτισμός που τον γοήτευσε αλλά και συγκεκριμένοι τύποι ανθρώπων που ζούσαν στα Dorps, τα οποία έδωσαν και τον τίτλο στο φωτογραφικό βιβλίο του 1986.
Σταδιακά θα εγκατέλειπε τη ρεαλιστική ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση και θα ανέπτυσσε τη δική του οπτική γλώσσα κι ένα προσωπικό εικαστικό σύμπαν. Μια μινιμαλιστική απεικόνιση ζώων και ανθρώπων που δεν πρόδιδαν απαραίτητα την τοποθεσία αλλά μάλλον απέπνεαν μια σκοτεινή οικουμενικότητα. Καθώς οι προσωπικοί του υπαρξιακοί εφιάλτες τον οδηγούσαν σε μια όλο και πιο παράδοξη εικονογραφία, άφηνε πίσω την πούρα φωτογραφία. Σε αυτό, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η σχέση του με τη φύση.
Στις συνεντεύξεις του διατείνεται ότι καθώς οι μεταβολές των εποχών είναι εμφανείς επάνω στα δέντρα, η τέχνη δεν έχει να του πει κάτι ουσιαστικότερο για τη ζωή. Ένα δέντρο τα λέει όλα. Η φύση για εκείνον αποτελεί την ιδανική σχέση. Ωστόσο, στις φωτογραφίες του λείπει η αρμονία της φύσης κι αντιθέτως αποκαλύπτεται η σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπινου και του ζωικού. Οι εικόνες του αποτελούν μεταφορά της ανθρώπινης σύγχυσης κι αναπόφευκτα αναγνωρίζεις το χάος που κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής. Μια δυστοπία που αποκαλύπτει τα αίτια λόγω των οποίων ο πλανήτης μας οδεύει προς μια ολοένα μεγαλύτερη περιβαλλοντική κρίση.
Η ζωή στη Νότια Αφρική, αυτή την τρομερά ενδιαφέρουσα μετα-αποικιακή, ταυτόχρονα ευρωπαΐζουσα και αφρικανική πλούσια χώρα, όπου οι πολιτισμικές διαφορές είναι τεράστιες μεταξύ της αδιανόητης φτώχειας και του ακραίου πλούτου, του προσέφερε τις διόδους να ξαναδεί τον κόσμο και να τον κατανοήσει. Αν και δεν έδωσε ποτέ έμφαση στις πολιτιστικές παραμέτρους του τόπου. Απλώς, ο τόπος τον οδήγησε σε μια βαθύτερη ψυχολογική και υπαρξιακή αυτογνωσία. Ένα μυστηριακό ταξίδι που το τιμόνι το κρατούσε η δουλειά του. Η επαφή του με την ανθρώπινη κατάσταση. Που του φώτισε και τη δική του προσωπική κατάσταση.
Οι άνθρωποι που έχει φωτογραφίσει, πολλές φορές ανάπηροι ή ψυχικά ασταθείς, ζουν και κινούνται στο περιθώριο της κοινωνικά αποδεκτής αστικής πραγματικότητας. Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τη μαύρη κοινότητα, καθώς συχνά πρόκειται για λευκούς σε απόλυτη ένδεια της μετα-Απαρτχάιντ εποχής («Platteland: Images from Rural South Africa», 1986). Έτσι κι αλλιώς το Γιοχάνεσμπουργκ είναι μια μεγαλούπολη με ποσοστά βίας που την κατατάσσουν σε μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις παγκοσμίως. Εισβάλλοντας σε περιβάλλοντα στα οποία ο ίδιος κινδύνευε ανά πάσα ώρα και στιγμή, έμαθε να γίνεται μέρος του μικρόκοσμού τους. Να αποτελεί μέρος των απόβλητων ώστε να τον εμπιστεύονται. Έγινε απαραίτητος για όλα όσα χρειάζονταν σε μια στιγμή επείγουσας ανάγκης κι εκείνοι του το ανταπέδωσαν. Δεν θεωρεί ότι τους εκμεταλλεύτηκε, θεωρεί ότι όντως αποτελεί έναν από αυτούς σε ψυχολογικό επίπεδο, ότι συναισθάνεται τη σοβαρότητα των προβλημάτων τους.
Οι άνθρωποι που εν τέλει φωτογράφισε και ενέταξε σε πρότζεκτ όπως τα «Shadow Chamber» (2005), «Boarding House» (2009) και «Asylum of the Birds» (2014), τα οποία υλοποιήθηκαν σε καταλήψεις και εγκαταλελειμμένους χώρους, είναι φίλοι του των τελευταίων 20-30 χρόνων. Για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, εξέλισσε παράλληλα και την τέχνη του, αρνούμενος να αρκεστεί στους αναγνωρίσιμους κώδικες και το προσωπικό του στυλ. Μια ωριμότητα που δεν ήρθε εύκολα, αλλά χτίστηκε μέσα από πειθαρχία και καλλιτεχνική αναζήτηση ετών. Σε ένα μέσο που δεν είναι εύκολο να προτείνεις κάτι καινούργιο, καθώς καθημερινά παράγονται χιλιάδες φωτογραφίες παγκοσμίως, για τον Μπάλεν μία φωτογραφία που τράβηξε σήμερα ή χθες μπορεί να αποτελέσει το ερέθισμα ενός πρότζεκτ χρόνια αργότερα.
Έχει πει: «Οι εικόνες αποτελούνται από εκατοντάδες στοιχεία, όχι μόνο από ένα». Στη δική του περίπτωση και από το στοιχείο του σουρεαλισμού και του θεατρικού παραλόγου. Οδηγώντας τον σε μια θεατρικότητα όπου άνθρωποι, ζώα, αντικείμενα, μάσκες, κούκλες, ζωγραφιές, εγκαταστάσεις αναμειγνύονται σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «το θέατρο του Ρότζερ Μπάλεν». Παρόλο που τα τελευταία είκοσι χρόνια οι άνθρωποι είναι σχεδόν απόντες από τα έργα του, η παρουσία τους υπονοείται μέσα από συμβολισμούς και σκίτσα, ομοιώματα και μαριονέτες, ακέφαλα σώματα και ανθρώπινα μέλη.
Εικόνες ενοχλητικές, αινιγματικές, εφιαλτικές, σκληρές, σε άσπρο-μαύρο, συχνά παρομοιάζουν τη δουλειά του με εκείνη της Νταϊάν Άρμπους. Ο ίδιος πιστεύει ότι βρίσκεται πιο κοντά στον Σάμιουελ Μπέκετ. Έπειτα από πειραματισμούς δεκαετιών, το φωτογραφικό του έργο είναι ένα πάντρεμα σουρεαλιστικού θεάτρου και ψυχολογικής εμβάθυνσης ανάλογης με τον ποιητικό λόγο του σπουδαίου δραματουργού. Η «ομορφιά», με την παραδοσιακή έννοια, στο δικό του έργο συνεχώς ακυρώνεται μέσα από ψυχοτοπία, όπου ελάχιστη σημασία έχει η επιφάνεια – μόνο η εσωτερική αναζήτηση. Όλα όσα κρύβουν οι μάσκες των κοινωνικών συμβάσεών μας. Ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας με βασικό του όπλο το ένστικτό του.
Έχοντας την ευχέρεια να μην εξαρτάται βιοποριστικά από τη φωτογραφία, καθώς έχει εργαστεί ως γεωλόγος, η δουλειά του διεθνώς έχει καταχωριστεί ως ένα προσωπικό εικαστικό ιδίωμα που περιλαμβάνει 25 εκδόσεις και 10 βίντεο και ταινίες μικρού μήκους. Ανάμεσά τους και το βιντεοκλίπ του 2012 που τάραξε πολλούς αλλά αποθεώθηκε από άλλους, I fink u freeky, σε συνεργασία με το νοτιοαφρικανικό γκρουπ ρέιβ και ραπ μουσικής Die Antwoord.
Die Antwoord - I fink u freeky
Όχι λιγότερο παράδοξο από το βιβλίο του Roger the Rat του 2020, όπου παρελαύνουν ποντίκια με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Το 2022 εκπροσώπησε τη Νότια Αφρική στην 59η Μπιενάλε της Βενετίας με την εγκατάσταση «Theatre of Apparitions», παρουσιάζοντας έργα που αποτύπωσε ζωγραφικά στα τζάμια μιας παροπλισμένης φυλακής και έναν χρόνο αργότερα ίδρυσε το Κέντρο Τεχνών Inside Out και το Κέντρο Φωτογραφίας Ρότζερ Μπάλεν στο Γιοχάνεσμπουργκ με σκοπό την ευαισθητοποίηση γύρω από διεθνή και αφρικανικά ζητήματα μέσω καλλιτεχνικών δράσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει αναδρομική του έκθεση που συγκεντρώνει περί τις 78 φωτογραφίες από το σύνολο του έργου του Μπάλεν, ξεκινώντας από το πρώιμο «Dorps: Small towns of South Africa» και προχωρώντας στις πλέον εμβληματικές του σειρές «Platteland», «Outland», «Shadow of Chamber», «Boarding House», «Asylum of Birds», «Theatre of Apparitions» μέχρι το πιο πρόσφατο, αναπάντεχα έγχρωμο, «Spirits and Spaces». Συμπληρώνεται από ένα βίντεο.
Ο επιμελητής της έκθεσης Ηρακλής Παπαϊωάννου σημειώνει μεταξύ άλλων στο επιμελητικό του κείμενο: «Το έργο του ανοίγει το κουτί της Πανδώρας του ανθρώπινου μυαλού, από όπου αναδύονται πράγματα ανεπεξέργαστα, ωμά, με έναν βαθμό τυχαιότητας. Σε μια εποχή που πιέζει αφόρητα για έλεγχο, αφήνεται στο αρχετυπικό, το κρυμμένο, εκεί όπου ο ορθολογισμός χάνει το προβάδισμα».
Και συμπληρώνει: «Στον “κόσμο κατά Ρότζερ Μπάλεν” όλα φαντάζουν πιθανά· όλα είναι ευκρινή χωρίς τίποτε να είναι σαφές. Ενόσω όμως βυθίζεται στα δώματα του νου, το έργο του υπόγεια αντηχεί ακόμη κοινωνικά ζητήματα, συνθήκες που οι άνθρωποι υφίστανται χωρίς να έχουν επιλέξει. Η φωτογραφία του ενσωματώνει το σχέδιο, τη ζωγραφική, στοιχεία γλυπτικής και επιτελεστικότητας, εγκαταστάσεις και βίντεο, πλάθοντας τη μοναδική αισθητική Ballenesque, που εξελίχθηκε και στην έγχρωμη διάσταση στη σειρά “Spirits and Spaces”».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Shadows of the Mind» εδώ.
Παράλληλα με την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, στις 8 Νοεμβρίου εγκαινιάζεται στην γκαλερί Can Christina Androulidaki άλλη μία του Μπάλεν με τίτλο «Spirits and Spaces», που θα διαρκέσει ως τις 24 Ιανουαρίου 2026.