Στις 11 Ιουλίου, η συντάκτρια του Zeit Magazin Elisa Pfleger, μέσω της γκαλερί μου, με προσκάλεσε να συνεισφέρω 15-20 σύντομες σκέψεις με θέμα «Τι θα ήθελα να είχα μάθει νωρίτερα για τη Γερμανία» για το επερχόμενο καλοκαιρινό τεύχος. Στη συνέχεια, έγραψα και παρέδωσα το κείμενο. Στις 23 Ιουλίου, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του Zeit Magazin για επιπλέον σκέψεις σε πιο προσωπικό και ελαφρύ τόνο, έστειλαι άλλο κείμενο. Δύο ημέρες αργότερα, μου έδειξαν πρώτα μια συντομευμένη και επεξεργασμένη έκδοση της Pfleger και αμέσως μετά με ενημέρωσαν ότι ο διευθυντής σύνταξης του Zeit Magazin, Johannes Dudziak — ο προϊστάμενος της Pfleger — είχε ξαναδεί το άρθρο, ακύρωσε τη δημοσίευσή του και ανέθεσε τη σύνταξη νέων άρθρων σε άλλους συγγραφείς.
«Τι θα ήθελα να είχα μάθει νωρίτερα για τη Γερμανία»
Από τον Ai Weiwei
Μια κοινωνία που κυβερνάται από κανονισμούς, αλλά στερείται της ατομικής ηθικής κρίσης, είναι πιο επικίνδυνη από μία που δεν έχει καθόλου κανονισμούς.
Μια κοινωνία που εκτιμά την υπακοή χωρίς να αμφισβητεί την εξουσία είναι καταδικασμένη να διαφθαρεί.
Μια κοινωνία που παραδέχεται τα λάθη της αλλά αρνείται να εξετάσει την προέλευσή τους, έχει νου πεισματάρη και αμβλύ σαν γρανίτη.
Εδώ, σε έναν έρημο δρόμο, οι άνθρωποι σταματούν ευλαβικά στο κόκκινο φανάρι. Ούτε ένα αυτοκίνητο σε ακτίνα χιλιομέτρων. Αυτό, κάποτε σκέφτηκα, είναι δείγμα μιας εξαιρετικά εξελιγμένης κοινωνίας.
Στην καρδιά της γραφειοκρατίας βρίσκεται η συλλογική αποδοχή της νομιμότητας της εξουσίας — και συνεπώς, τα άτομα παραιτούνται από την ηθική τους κρίση. Ή ίσως δεν την ανέπτυξαν ποτέ. Παραιτούνται από την αμφισβήτηση. Παραιτούνται από τη διαφωνία.
Όταν η συζήτηση μετατρέπεται σε υπεκφυγή, όταν ορισμένα θέματα δεν πρέπει να αναφέρονται καν, τότε ήδη ζούμε υπό τη σιωπηρή λογική του αυταρχισμού.
Όταν η πλειοψηφία πιστεύει πως ζει σε μια ελεύθερη κοινωνία, συχνά αυτό είναι σημάδι ότι η κοινωνία δεν είναι ελεύθερη. Η ελευθερία δεν είναι δώρο· πρέπει να την αρπάξεις από τα χέρια της κοινοτοπίας και της σιωπηρής συνενοχής με την εξουσία.
Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι η εξουσία είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, διοχετεύουν την ενέργειά τους σε ασήμαντες αντιπαραθέσεις. Και αυτές οι μικρότητες, συλλογικά, είναι αρκετές για να διαβρώσουν τα ίδια τα θεμέλια της δικαιοσύνης.
Όταν δημόσια γεγονότα με μεγάλες συνέπειες — όπως η βομβιστική επίθεση στον αγωγό Nord Stream — αντιμετωπίζονται με σιωπή τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα μέσα ενημέρωσης, η ίδια η σιωπή γίνεται πιο τρομακτική σε σύγκριση με οποιαδήποτε ατομική βόμβα.
Τα γεγονότα αναγνωρίζονται μερικώς, ξεχνιούνται σκόπιμα ή καταπίνονται από τη συλλογική σιωπή.
Και έτσι επαναλαμβάνουμε την καταστροφή — ξανά και ξανά, σε κύκλους.
Όταν τα μέσα ενημέρωσης γίνονται υπηρέτες της κοινής γνώμης ή αποφεύγουν τις συγκρούσεις για να διατηρήσουν την εύνοια της εξουσίας, τότε γίνονται συνένοχοι της εξουσίας.
Αυτό που αποκαλούμε «ψέμα» δεν είναι πάντα παραποίηση της αλήθειας.
Οι πολιτικοί ηγέτες παίρνουν αποφάσεις εμποτισμένες από λάθη και πλάνες. Αυτό αντικατοπτρίζει την ευρύτερη πολιτική κατάσταση μιας κοινωνίας στην οποία οι περισσότεροι έχουν παραιτηθεί από την επίγνωση και την προσωπική τους ευθύνη — επιτρέποντας στους ηγέτες να διαπράττουν λάθη για λογαριασμό τους.
Όταν μια κοινωνία χρησιμοποιεί τη γλωσσική ή πολιτισμική διαφορά ως δικαιολογία για τον αποκλεισμό, έχει περάσει σε μια πιο ύπουλη μορφή ρατσισμού. Αυτό δεν είναι πολιτική άποψη — είναι στάση, ένα στίγμα στο αίμα, που μεταβιβάζεται όπως τα γονίδια.
Η γραφειοκρατία δεν είναι απλώς αργοκίνητη. Είναι πολιτισμικός εμπαιγμός. Απορρίπτει τη δυνατότητα διαλόγου. Επιμένει ότι η άγνοια, κωδικοποιημένη σε πολιτική, όσο λανθασμένη και απάνθρωπη κι αν είναι, αποτελεί την καλύτερη άμυνα απέναντι στην κοινωνική κινητικότητα και την ηθική πρόοδο. Σε μια τέτοια κοινωνία, η ελπίδα δεν είναι απλώς άστοχη. Είναι εξαφανισμένη.
Στη γύρω ατμόσφαιρα δεν διακρίνει κανείς πολιτισμό, αλλά αυτοεπιβεβαίωση· όχι τέχνη, αλλά εσωστρέφεια και συλλογικό δέος απέναντι στην εξουσία. Αυτό που λείπει είναι η ειλικρίνεια — Αυτό που λείπει είναι η ειλικρίνεια — η ειλικρίνεια των συναισθημάτων και των προθέσεων.. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η τέχνη που παλεύει με το αληθινό ανθρώπινο συναίσθημα ή με ηθικό στοχασμό είναι σχεδόν αδύνατο να παραχθεί.
Ένα μέρος που συστηματικά απορρίπτει την αυτογνωσία και εξαλείφει την ατομική ευθύνη είναι ένα μέρος που ζει πίσω από σιδερένια τείχη αυταρχισμού.
Δεν έχω οικογένεια, ούτε πατρίδα, δεν γνώρισα ποτέ τι σημαίνει να ανήκεις. Ανήκω μόνο στον εαυτό μου. Και υπό τις καλύτερες συνθήκες, αυτός ο εαυτός θα έπρεπε να ανήκει σε όλους.
Ακόμα δεν ξέρω τι είναι η τέχνη. Ελπίζω μόνο ό,τι δημιουργώ να αγγίζει τις άκρες της, έστω κι αν φαίνεται άσχετο με οτιδήποτε. Και στην πραγματικότητα, υπό τις καλύτερες συνθήκες, είναι πράγματι άσχετο με εμένα, διότι το «εγώ» ήδη διαχέεται και λιώνει μέσα σε όλα.
Αυτά που βρίσκονται σε γκαλερί, μουσεία και σαλόνια συλλεκτών — είναι τέχνη;
Ποιος τα ανακήρυξε έτσι; Με ποιο κριτήριο;
Γιατί πάντα νιώθω καχυποψία απέναντί τους;
Έργα που αποφεύγουν την πραγματικότητα, που φοβούνται τη διαφωνία, τη σύγκρουση, τον διάλογο — είτε είναι κείμενο, ζωγραφική ή περφόρμανς — είναι άχρηστα. Και, παραδόξως, αυτά τα άχρηστα έργα είναι εκείνα που η κοινωνία πιο πρόθυμα τιμά και εκθειάζει.
Κατάλαβα πια: Οι άνθρωποι επιθυμούν την εξουσία και την τυραννία όπως επιθυμούν τον ήλιο και τη βροχή, γιατί το βάρος της αυτογνωσίας εμπεριέχει πόνο. Κάποιες φορές ακόμα και καταστροφή.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κοινωνία επιλέγει τους πιο εγωιστές, τους λιγότερο ιδεαλιστές ανάμεσά μας για να αναλάβουν αυτό που ονομάζουμε «τέχνη», επειδή αυτή η επιλογή κάνει τους πάντες να νιώθουν ασφαλείς.
Επιπλέον:
Στο Βερολίνο, συναντώ παντού χοιρινό κότσι και σνίτσελ, και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μια τόσο ανεπτυγμένη, βιομηχανοποιημένη χώρα προσφέρει τόσο μονότονη ποικιλία υλικών. Ακόμη πιο παράξενη είναι η ξαφνική πληθώρα κινέζικων εστιατορίων — τα περισσότερα με βάση τα noodles, σε ένα μαγειρικό επίπεδο που κάθε Κινέζος θα μπορούσε εύκολα να πετύχει στο σπίτι του.
Η ποικιλία φαγητού και μαγειρικών τεχνικών είναι τόσο περιορισμένη εδώ που άνθρωποι από όλο τον κόσμο νιώθουν την ανάγκη να ανοίξουν εστιατόρια: Βιετναμέζικα, Ταϊλανδέζικα, Τουρκικά — ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Αλλά το πραγματικά τρομακτικό; Ο τεράστιος αριθμός κινέζικων εστιατορίων. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι πιστεύουν πως, ό,τι κι αν βάλουν στο πιάτο, οι Γερμανοί πελάτες θα τρέξουν. Μπροστά σε ο
ρισμένα από αυτά, υπάρχουν και ουρές — κι όμως, το φαγητό που σερβίρουν μοιάζει ελάχιστα με κάτι που να θυμίζει Κίνα.
Το αγαπημένο μου φαγητό στη Γερμανία είναι το ψωμί και τα λουκάνικα — δεν μπορείς να βρεις αλλού στον κόσμο τόσο χαρακτηριστική γεύση.
Με ξενίζει το ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι στριμώχνονται με ευχαρίστηση σε μικρά μπαρ απλώς για να μιλήσουν. Αφού δεν μιλάω τη γλώσσα, μόνο μπορώ να φανταστώ ότι οι νέοι που έρχονται στο Βερολίνο μιλούν για κλαμπ. Αυτά ήταν της μόδας στην Αμερική τη δεκαετία του ’70 και του ’80.
Οι Γερμανοί μπορεί να είναι οι μόνοι άνθρωποι που είναι τόσο μακριά από την αίσθηση του χιούμορ. Ίσως αυτό να οφείλεται στον βαθύ σεβασμό τους προς τη λογική. Αρκεί να δει κανείς το Αεροδρόμιο του Βερολίνου ή τις διαφημίσεις των αυτοκινήτων Mercedes-Benz — αρχίζεις να νιώθεις ότι η έλλειψη χιούμορ τους έχει μετατραπεί σε ένα είδος χιούμορ από μόνη της.