«Πάνω από είκοσι χρόνια πριν κηρύχθηκε το “τέλος της ιστορίας”. Υποτίθεται ότι θα κορυφωνόταν σε μια φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη. Μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, έμοιαζε αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει άλλος δρόμος για την Ευρώπη εκτός από αυτόν της δημοκρατίας. Σήμερα όμως βλέπουμε σαφή σημάδια ότι η δημοκρατία δεν είναι ούτε εγγυημένη ούτε προκαθορισμένη. Σήμερα, μπορούμε μόνο να παραθέσουμε με πικρία τα λόγια του Μεφιστοφελή του Γκαίτε: “Ο λαός δεν αντιλαμβάνεται ποτέ τον διάβολο, ακόμα και όταν τον έχει πιάσει από τον γιακά”. Και τώρα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου η ασφάλεια της Ευρώπης εξαρτάται από μια κυνική συμφωνία μεταξύ ενός δικτάτορα και ενός νάρκισσου σόουμαν που δεν τηρεί τον λόγο του».
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από την ομιλία της Ιρίνα Σερμπακόβα, κατόχου του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 2022, η οποία απευθύνθηκε στο κοινό της ετήσιας συναυλίας που είναι αφιερωμένη στη μνήμη των θυμάτων του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ και γίνεται στην Ευαγγελική Εκκλησία των Αγίου Πέτρου και Παύλου της Βαϊμάρης, σηματοδοτώντας, στις 20 Αυγούστου, την έναρξη του Kunstfest, του σημαντικότερου φεστιβάλ τεχνών της ανατολικής Γερμανίας.
«Στη Γερμανία όλο και συχνότερα οι καλλιτέχνες αναγκάζονται να αυτολογοκριθούν και τα μικρά θέατρα αποφεύγουν τον πολιτικοποιημένο λόγο, προτιμούν mainstream παραστάσεις αντί για σκηνοθέτες με επαναστατική σκέψη. Ωστόσο οι καλλιτέχνες αντιδρούν στην κοινωνική πόλωση και την αυγή του φασισμού».
Η Σερμπακόβα συνέχισε λέγοντας: «Για να απελευθερωθεί κανείς από τις ψευδαισθήσεις και να αντιμετωπίσει την αλήθεια, χρειάζεται θάρρος: πολιτικό, ηθικό και πνευματικό. Διότι είμαστε μάρτυρες του απροκάλυπτου τρόπου με τον οποίο κάποιοι εκμεταλλεύονται τους φόβους των ανθρώπων για τις τρέχουσες εξελίξεις. Είναι πλέον σαφές σήμερα ότι το μέλλον της δημοκρατίας στην Ευρώπη –αλλά και στην Αμερική– απειλείται όχι μόνο από τον πόλεμο, αλλά εξίσου και από την εξάπλωση των ιδεολογιών της “μετα-αλήθειας”, οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέες προσωπικότητες που ενεργούν, έχοντας αποκτήσει επιρροή, πέρα από τα συστήματα και τους θεσμούς. Οι επιθέσεις εναντίον των θεσμών προέρχονται τόσο από την άκρα δεξιά όσο και από την άκρα αριστερά. Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη, διότι η δημοκρατία στηρίζεται στη δύναμη των θεσμών της – και η Βαϊμάρη είναι ένας συμβολικός τόπος για να το θυμόμαστε αυτό».
Η τελετή περιλάμβανε το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» του Μπραμς, που συμβολίζει την οικουμενική ανάγκη για την παρηγορητική αγάπη, όπως και ένα μοτέτο του ίδιου αλλά και το σπάνιο «Ελεγειακό Τραγούδι» του Μπετόβεν, ερμηνευμένα από την περίφημη ορχήστρα και χορωδία Capella Cracoviensis της Κρακοβίας, υπό τη διεύθυνση του Jan Tomasz Adamus, με σολίστες τη σοπράνο Chen Reiss και τον μπάσο Jakub Borgiel. Αυτή η πόλη-σύμβολο για τους Γερμανούς δεν σημαίνει αποκλειστικά ό,τι για την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή την πόλη που συνδέθηκε άμεσα με το ναζιστικό καθεστώς τη δεκαετία του 1930. Είναι και η πόλη στην οποία έζησαν και μεγαλούργησαν ο Γκαίτε και ο Σίλερ, ο Λιστ και ο Μπαχ, στην οποία βρίσκεται η τελευταία κατοικία του Νίτσε, εκεί όπου δίδαξε ο Βαν ντε Βέλντε προλειαίνοντας το έδαφος για τη γέννηση του Μπαουχάους. Είναι μια πόλη που ποτέ δεν εξελίχθηκε σε μητρόπολη, αλλά σήμερα είναι τουριστικός προορισμός με μουσεία, πάρκα και το ετήσιο φεστιβάλ, στο οποίο έχουν δώσει το «παρών» μερικοί από τους σημαντικότερους διεθνείς καλλιτέχνες.
Στο σαφέστατα πολιτικοποιημένο φεστιβάλ, τα γεγονότα των τελευταίων ετών μόνο αισιοδοξία δεν εμπνέουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μότο του φετινού προγράμματος ήταν «Live Bravely» - «Ζήσε θαρραλέα». Ο εμπνευσμένος καλλιτεχνικός του διευθυντής Ρολφ Χέμκε το λέει ξεκάθαρα στο επιμελητικό του σημείωμα: «Εδώ και μερικά χρόνια, όλοι μας έχουμε καταλάβει ότι οι δημοκρατικές και πολιτικές μας βεβαιότητες δεν ισχύουν πια. Χωρίς θαρραλέες και συνειδητές δράσεις από τον καθένα μας, είναι σαν να παραδιδόμαστε απερίσκεπτα. Γι' αυτό το Kunstfest Weimar για μια ακόμα φορά επιστρατεύει θάρρος, άποψη και παίρνει θέση».
Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόταν αρκετό θάρρος, σε μια Γερμανία πολωμένη όσον αφορά τα τρέχοντα γεγονότα, να ξεκινήσει το φεστιβάλ στην κεντρική πλατεία, μπροστά από το Εθνικό Θέατρο της πόλης και κάτω από τα αγάλματα των «εθνικών» ποιητών Γκαίτε και Σίλερ, με μια χορευτική παράσταση χορογραφημένη από έναν Λιβανέζο, τον χορογράφο Omar Rajeh, και τη συνεργάτιδά του, Mia Habis, με τη Γαλλολιβανέζικη ομάδα Maqamat, ερμηνευτές διαφόρων εθνικοτήτων και αυτοσχεδιαστικές μουσικές με βάση έθνικ μοτίβα. Η ομάδα στο τέλος έγινε ένα με το κοινό, παρασύοντάς το σε ένα μεγάλο γλέντι.
Μόλις λίγες ώρες πριν, η διάσημη Ισραηλινή εικαστικός Sigalit Landau εγκαινίασε τη βιντεο-εγκατάστασή της μέσα στον πύργο του Μουσείου Αναγκαστικής Εργασίας Υπό τον Εθνικοσοσιαλισμό της πλατείας Χόρχε Σεμπρούν (ο σημαντικός Ισπανός συγγραφέας φυλακίστηκε στο Μπούχενβαλντ), το ναζιστικής αισθητικής πρώην Gauforum, το οποίο επέβλεψε ο ίδιος ο Χίτλερ. Σήμερα ο πύργος παραμένει ημιτελής – χτισμένος, όπως και το υπόλοιπο κτίριο, από τους έγκλειστους του παρακείμενου στρατοπέδου συγκέντρωσης. Η βιντεο-εγκατάσταση με τίτλο «Tower of Torment» αναφέρεται στην παράδοση της εβραϊκής διασποράς να αφήνει πάντα τον εσωτερικό τοίχο των σπιτιών που έβλεπε στην ανατολή άβαφο ώστε να θυμίζει την καταστροφή του Ναού του Σολομώντα.
Στο βίντεο των 20’ παρακολουθούμε μια γυναίκα να βάφει με μαύρη μπογιά τον εξωτερικό τοίχο γύρω από ένα παράθυρο του πύργου, μέχρι που μετατρέπεται σε μια ανοιχτή τρύπα-ανοιχτό τραύμα. Λίγο μετά αναλαμβάνει ένας άντρας, ο οποίος ξεκινάει να τον καλύπτει με άσπρη μπογιά, ωστόσο λίγο πριν από το τέλος ξεχειλίζει κόκκινο χρώμα σαν αίμα, λερώνοντας την επιφάνεια. Ίσως το γεγονός ότι η καλλιτέχνιδα το κινηματογράφησε ακριβώς το διάστημα της πρόσφατης σύντομης σύρραξης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν να επηρέασε το αποτέλεσμα. Το βίντεο συνοδεύεται από τη μουσική ενός ντουέτου με πιάνο και τσέλο και θα παραμείνει ως δάνειο στο μουσείο και μετά το τέλος του φεστιβάλ.

Παράλληλα, μέσα στο μουσείο, η ύψους τεσσάρων μέτρων LED βιντεο-εγκατάσταση «Bereitschaft» των Jakob Ganslmeier και Ana Zibelnik αποπειράται μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή της εποχής μας με το μακρινό 1939. Ένας από τους πιο επιφανείς καλλιτέχνες του Γ’ Ράιχ, ο γλύπτης Arno Breker, φιλοτέχνησε ένα άγαλμα με τίτλο «Bereitschaft» («Ετοιμότητα»), το οποίο απεικονίζει έναν πολεμιστή με αψεγάδιαστο μυώδες σώμα που κρατά ένα σπαθί και συμβολίζει την ετοιμότητα των νέων της ναζιστικής Γερμανίας για τη μάχη. Το 2023 κάποιοι ανέβασαν την εικόνα του στο TikTok, μετατρέποντας το σε εμμονική αναζήτηση των νεαρών χρηστών και σε ίνδαλμα χιλιάδων θαμώνων των γυμναστηρίων παγκοσμίως. Το βίντεο ερευνά την αποθέωση του τέλειου σμιλευμένου κορμιού και τις φασιστικές συνδηλώσεις του, το πώς η εμμονή με την τελειότητα συνοδεύει ακραία αντιδραστικές και υπερσυντηρητικές τάσεις και αξίες και το πώς, ακόμα και αν αυτές οι εικόνες μοιάζουν άκακες και αθώες, εν τέλει πυροδοτούν ακραίες ιδεολογίες.
Είναι ένας καταιγισμός εικόνων που συνοδεύεται από την αφήγηση ενός νέου άντρα ο οποίος, όντας ένα καχεκτικό και αδύναμο αγόρι, έβαλε στόχο να κατακτήσει το άπιαστο όνειρο των τέλειων κοιλιακών και άρα την αποδοχή των συνομήλικών του. Μότο όπως «Ποτέ μην μπλέκεις την υπέροχη λευκή ομορφιά σου με τη βρομιά», «Κράτα το χαμόγελό σου», «Μη δείχνεις αδύναμος» συμπληρώνουν την υπεράσπιση των «παραδοσιακών» αξιών ενάντια σε κάθε μοντερνισμό και σε πρότυπα που παραπέμπουν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Μένει να αναρωτηθεί κανεί αν υποκινεί το διαδίκτυο μια νέα ευγονική, τροφοδοτώντας τις ακροδεξιές τάσεις της εποχής μας;
Το φεστιβάλ φέτος τίμησε την επέτειο των 250 ετών της άφιξης του Γκαίτε στη Βαϊμάρη και του αφιέρωσε τρεις παραλλαγές του «Φάουστ». Παρακολούθησα σε παγκόσμια πρεμιέρα την πρώτη, το «FaustX», που σκηνοθέτησε ο γνωστός σε εμάς από τις συνεργασίες του με τη Στέγη Brett Bailey από το Κέιπ Τάουν, με τη συμβολή του ChatGPT τόσο στη δραματουργία όσο και στο αισθητικό κομμάτι, σκηνικά, μάσκες και κοστούμια. Είναι μια παράσταση που ξεκινάει από εκεί που τελειώνει το πρώτο μέρος του «Φάουστ» και προχωράει στο δεύτερο μέρος για να γίνει ένα σύγχρονο έργο που μπολιάζεται με τα γεγονότα της εποχής μας. Ο Φάουστ φλερτάρει ως περσόνα με τον Έλον Μασκ και τις σκοτεινές συμφωνίες των παντοδύναμων εξουσιών, τα παιχνίδια πολέμου και τις περίφημες μακέτες της Γάζας ως Ριβιέρας της Μέσης Ανατολής. Το πρόγραμμα του Kunstfest Weimar περιλάμβανε επίσης το «Faust II - Game Over» του Till Wieder και το κλασικό «Faustus In Africa» του William Kentridge που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Η παράσταση όμως που συντάραξε όσους την είδαμε δεν ήταν άλλη από το «Das Land, das ich liebe / My beloved country» που βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της εξόριστης Ρωσίδας δημοσιογράφου Jelena Kostjutschenko, σε σκηνοθεσία της Polina Solotowzki. Στημένη ως παράσταση-εγκατάσταση μέσα στο παροπλισμένο εργοστάσιο στρατιωτικού υλικού του Χίτλερ λίγο έξω από τη Βαϊμάρη, με τη φθορά του χρόνου εμφανή στους τοίχους και στα δάπεδα, με χρήση βίντεο και ηχητικών εφέ, η αφήγηση μιας νέας γυναίκας που ποτέ της δεν κατάφερε να εξομοιωθεί με τους συμπατριώτες της, εν μέρει και λόγω της ταυτότητάς της ως ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου, και ζει πλέον στο Βερολίνο αποκαλύπτει όλες τις παθογένειες της σύγχρονης Ρωσίας του Πούτιν και της βαθιά ριζωμένης πατριαρχίας. Παρόλο που αρκετά από όσα λέγονται δεν μας είναι άγνωστα, μπαίνεις στη διαικασία να αναρωτηθείς αν άφησε πίσω του κάτι θετικό το μεγάλο όραμα του ’17. Όταν η πρωταγωνίστρια φτάνει στην εισβολή στην Ουκρανία, λέει: «Τώρα πια οι φασίστες ήμασταν εμείς». Όλοι οι συντελεστές αποθεώθηκαν τη βραδιά της πρεμιέρας.
Στο σημαντικό αφιέρωμα στη σύγχρονη εικαστική σκηνή της Ταϊβάν είδαμε τέχνη από νέους δημιουργούς, όπως η εγκατάσταση του Ivan Liu με αισθητήρες που ενεργοποιούν ένα βίντεο με τίτλο «Echoes of the land», όπου φυσικοί και μη φυσικοί σεισμοί δείχνουν το μέγεθος της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση. Συνοδευόταν από το εικοσάλεπτο πειραματικής μουσικής «Echo Room» των Johannes Hildebrandt και Christina Bernhardt. Επίσης παρακολουθήσαμε το «The just for you trilogy» του Craig Quintero με τη χρήση virtual reality headsets, έναν νέο τρόπο κλασικής αφήγησης με τη συμβολή της τεχνολογίας. Άραγε το θέατρο θα περιλαμβάνει στο μέλλον διαπροσωπική διάδραση;
Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ της Βαϊμάρης δυστοπικές. Προσωπικά αποχαιρέτησα τη Βαϊμάρη με τη μεγαλειώδη, sold-out συναυλία ενός από τους πλέον δημοφιλείς νέους μουσικούς της Γερμανίας, του Martin Kohlstedt, πιανίστα, συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής και σόουμαν, ένα live 100’ στο πάρκο Weimarhallenpark δίπλα στο Μουσείο Bauhaus, με τη σκηνή τοποθετημένη μέσα στη λίμνη, όπου ο Kohlstedt και η ομάδα του «έλουσαν» με μουσικούς αυτοσχεδιασμούς και εντυπωσιακούς φωτισμούς τη νύχτα, απογειώνοντας τη διάθεση εκατοντάδων θεατών που είχαν κατακλύσει τον χώρο. Η μουσική του απευθύνεται τόσο σε ειδήμονες των ποιοτικών επιλογών όσο και σε νεότερους φαν της ποπ κουλτούρας.
Για τον καλλιτεχνικό διευθυντή Ρολφ Χέμκε ήταν η τελευταία διοργάνωση μιας επιτυχημένης πορείας επτά χρόνων σε ένα φεστιβάλ που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 για να οδηγήσει στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 1999 με τεράστια χρηματοδότηση σε πρώτη φάση, και να περάσει ένα διάστημα έντεκα ετών με έμφαση στη μουσική υπό τη διεύθυνση της Νίκι Βάγκνερ, δισεγγονής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και τρισεγγονής του Φραντς Λιστ. Ο Χέμκε επανέφερε από το 2019 και μετά το φεστιβάλ στη διεθνή σκηνή, εισάγοντας όλες τις μορφές τέχνης, από θέατρο και χορό μέχρι βίντεο και κινηματογράφο, όπως και μετακλήσεις σημαντικών προσωπικοτήτων για δημόσιες συζητήσεις και διαλέξεις.
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, μου λέει: «Στη Γερμανία όλο και συχνότερα οι καλλιτέχνες αναγκάζονται να αυτολογοκριθούν και τα μικρά θέατρα αποφεύγουν τον πολιτικοποιημένο λόγο, προτιμούν mainstream παραστάσεις αντί για σκηνοθέτες με επαναστατική σκέψη. Ωστόσο οι καλλιτέχνες αντιδρούν στην κοινωνική πόλωση και την αυγή του φασισμού. Ο φασισμός μοιάζει να μας περικυκλώνει από παντού, σε υπερδυνάμεις όπως η Αμερική και η Ρωσία, μικρότερες χώρες όπως η Τουρκία, αλλά και σε χώρες της Ε.Ε. Είναι τρομακτικό. Χρησιμοποιεί και διαστρεβλώνει τα εργαλεία της δημοκρατίας».
Γνώρισα τον Ρολφ Χέμκε μια βραδιά μεγάλης ανάτασης με Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Είχε εντυπωσιαστεί από τη δυναμική του ελληνικού κοινού και το ελληνικό Φεστιβάλ. Η Βαϊμάρη δεν έχει το μέγεθος της Αθήνας, αλλά έχει κι αυτή ένα βαρύ όνομα και είναι μια πανέμορφη μικρή πόλη μέσα στο πράσινο. Έχω παρευρεθεί σε τρεις διοργανώσεις του Kunstfest Weimar και κάθε χρονιά είναι πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνικά από την προηγούμενη, με εκπληκτικές παραστάσεις και εκθέσεις, πάντα με πολιτική ταυτότητα. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, σε ποιο βαθμό μπορεί η τέχνη να προστατεύσει τις κοινωνίες από τη βία και τις ακρότητές της. Ίσως μπορεί μόνο να τις καταγράψει για τις μελλοντικές γενιές. Η Βαϊμάρη, όπως είπε η Ιρίνα Σερμπακόβα, θα αποτελεί πάντα σύμβολο της κατάλυσης της δημοκρατίας.