«Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΡΒΙΑΝ του ελευθέρου έρωτος, ως ήτο επόμενον», γράφει τον Μάρτιο του 1931 ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις» Ν. Καπίτσογλου, «εδημιούργησε και εις την Γιουγκοσλαβίαν το απαραίτητον και εις το είδος αυτό λαθρεμπόριον».
Να πώς του εξέθεσε την κατάσταση κάποιος ιατρός του Βελιγραδίου:
«Από τότε που το επίσημο γιουγκοσλαβικό κράτος καταπολεμεί τον ελεύθερο έρωτα, ο εκφυλισμός, η παράλυση, που μόνον σε τολμηρά μυθιστορήματα γνώριζε ο Σέρβος, αποτελούν μάστιγα πραγματική στην κοινωνία. Άρχισε δε να απειλεί σοβαρά κι’ αυτήν ακόμη την αυστηρώς πατριαρχική γιουγκοσλαβική οικογένεια».
Στο Σεμλίνο κατέφευγε κάθε ερωτευμένο ζευγαράκι, κάθε νέος που διψούσε για τον έρωτα, κάθε ξένος επισκέπτης του Βελιγραδίου που επιδίωκε μια εύκολη ερωτική περιπέτεια.
Τα καμπαρέ και τα λοιπά κέντρα διασκέδασης του Βελιγραδίου δέχονταν κάθε μισή ώρα την επίσκεψη του αλύγιστου πόλισμαν που σαν αυστηρός πατέρας πρόσεχε να μην ατακτούν τα παιδιά του και σοκάρονταν στο θέαμα ενός κάπως θερμού αγκαλιάσματος σε περιπαθές ταγκό ή και ενός πεταχτού φιλιού. Όπου και αν γύριζε κανείς, αντιλαμβανόταν τα αυστηρότατα μέτρα κατά του ελευθέρου έρωτος. Συγχρόνως όμως αντιλαμβανόταν και τον «λαθραία κυκλοφορούντα αφθόνως παντού!». Στους δρόμους, στο θέατρο, το ξενοδοχείο, το εστιατόριο, «παντού τέλος όπου ευρεθείτε, το λαθρεμπόριον του έρωτος θα φανεί προθυμότατον να σας εξυπηρετήσει».
Πέρα από τον Δούναβη…
Γιατί όμως να ζητήσει κανείς τον έρωτα στο Βελιγράδι; Πέρα από τον Δούναβη, μ’ ένα ταξιδάκι ενός τετάρτου της ώρας, βρίσκονταν κανείς στο Σεμλίνο: «Μια μικρή πόλις, καθαρώς ευρωπαϊκή, της οποίας οι κάτοικοι είναι εις πολιτισμόν εντελώς διαφορετικοί από τους κατοίκους της πρωτευούσης». Οι παλιοί Σέρβοι δεν μπορούσαν ακόμη να προσαρμοστούν στην καινούργια ζωή που δημιουργούνταν στην πρωτεύουσα του κράτους τους την οποία χαρακτήριζαν ως «την πόλιν του έρωτος και της ακολασίας».

Στο Σεμλίνο κατέφευγε κάθε ερωτευμένο ζευγαράκι, κάθε νέος που διψούσε για τον έρωτα, κάθε ξένος επισκέπτης του Βελιγραδίου που επιδίωκε μια εύκολη ερωτική περιπέτεια. Εμποροϋπάλληλοι, στρατιώτες, εργατόπαιδα, μικροεπαγγελματίες και έμποροι στριμωχνόντουσαν στα ποταμόπλοια. Άλλοι ζευγαρωμένοι, άλλοι ολομόναχοι.
Παρασυρόμενος σχεδόν από τη μάζα αυτή, βρέθηκε ο Ν. Καπίτσογλου μαζί με τον Σέρβο συνάδελφό του κάποια στιγμή σ’ ένα μεγάλο ατμόπλοιο που κινούνταν με δύο πελώριες ρόδες στις πλευρές του.
«Τα ποταμόπλοια κουβαλούν όλον αυτόν τον κόσμον των κυνηγών του έρωτος μαζί με τους αγαθούς οικογενειάρχας του κομψού Σεμλίνου, της πόλεως που μια ιδιοτροπία του γιουγκοσλαβικού κράτους μετέτρεψε σε γη του έρωτος και της ακολασίας, δηλαδή έναν απέραντον “ευώνυμον οίκο”».
Το ποταμόπλοιο μετέφερε έναν ολόκληρο κόσμο από «θηλυκά και αρσενικούς», που φώναζαν, τραγουδούσαν, πηδούσαν για να ζεσταθούν, ενώ ένα πιάνο στο σαλόνι του πλοίου βούιζε σαν καζάνι. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας φτάσανε στη γη του έρωτα.
«Ζέμουν, Ζέμουν, Ζέμουν...» φώναξε ο καπετάνιος.

Τη φράση αυτή επανέλαβαν επίσης οι χαρούμενες φωνές των κοριτσιών και των νέων, που ώρες ολόκληρες τους φάνηκε το τέταρτο της ώρας που διήρκεσε το ταξίδι τους. Και πήδησαν από το ποταμόπλοιο σ’ ένα παλιοκάραβο που χρησιμεύει για σκάλα, όλοι βιαστικοί και χαρούμενοι. Ο Ν. Καπίτσογλου με τον Σέρβο συνάδελφό του άφησαν να περάσει από μπροστά τους όλος αυτός ο κόσμος των διψασμένων για έρωτα. Πολλά, πάρα πολλά ζευγάρια ερωτευμένων, λίγοι νέοι κατσουφιασμένοι αλλά με φλογισμένα μάτια και πιο λίγοι, ελάχιστοι, οικογενειάρχες, «κάτι μουστακαλήδες του παλιού καιρού». Τελευταίοι βγήκανε και αυτοί.
Ακολασία και διαφθορά
Σε κάθε άδειασμα καραβανιού Βελιγραδινών από τα ποταμόπλοια ένα σωστό πανηγύρι άρχιζε στη μικρή αυτή πόλη. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα δένδρα που πλαισιώνανε τον Δούναβη και τον Σάβο και έδειχνε τον ουρανό σαν ένα πελώριο αναμμένο, φλογισμένο κάρβουνο, που έκανε το νερό να φαίνεται σαν αίμα. Η αντανάκλαση έκανε ακόμα κόκκινα τα σπίτια, τους δρόμους, τους ανθρώπους. Μόλις προχωρήσανε από την αποβάθρα, μπήκανε στο μικρό πάρκο του Σεμλίνου. Μια συνεχής βοή, γλυκές φωνές, ερχότανε στ’ αυτιά τους ενώ ανάμεσα στα πυκνοφυτεμένα δένδρα γυρνούσαν οι ερωτευμένοι. «Ήταν κοριτσόπουλα με νέους, γυναίκες με τους ερωμένους των που περπατούσαν με το καπέλο ριγμένο πίσω νταηλίδικα και με ύφος μάγκα και μεθυσμένου. Είδαμε ακόμη νέους που τρέχανε σαν κλωσόπουλα πίσω από γυναίκες και κοριτσόπουλα που περπατούσαν με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιδεικνύουν εις όλους τα σαρκικά των πλούτη. Είδαμε ακόμη γυναίκες κυριολεκτικώς μπογιατισμένες, που δεν προκαλούσαν κανενός την προσοχή. Και ακούσαμε από χείλη μπουμπουκένια λόγια ανήθικα και αισχρά που προκαλούσαν μια αφάνταστη αηδία. Άλλωστε οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές δεν είναι παρά ζωντανές εστίες μολύσματος, που σαπίζει κάθε γερό σώμα».
Σε λίγο επισκεφθήκανε ένα από τα πολλά κέντρα διασκέδασης. Ένα χαμηλοτάβανο μα πολύ ευρύχωρο δωμάτιο, σε μια γωνία του οποίου, ανεβασμένες σ’ ένα πατάρι, «τραγουδούσαν με τις βραχνές, παθιάρικες φωνές τους και παίζανε ντέφι μερικές ξερακιανές γυναικάρες. Άλλες, μικρούλες αυτές, με φειδίσια κορμιά, χορεύανε μπροστά σε παλικάρια, σχεδόν ολόγυμνες, ώσπου κουρασμένες πέφτανε λιπόθυμες».

Ο χώρος αυτός είχε μια αλλόκοτη μυρωδιά, μια μυρωδιά ιδρώτα και πούδρας που φαίνεται ότι μεθούσε τους συγκεντρωμένους περισσότερο από το σπιρτόζο ρακί. Και χωρίς να υπάρχει αιτία, όλοι οι θαμώνες θορυβούσαν, γκαρίζανε, χαλούσαν τον κόσμο, ουρλιάζανε σαν άγριοι.
«Εν τω μεταξύ ο φτωχός πιανίστας, ένας τύπος εκφύλου νέου με φαβορίτες που κατέβαιναν ως τα σαγόνια του – νομίζεις ότι είχε λυσσάξει. Τιναζότανε στο κάθισμά του και με απαίσιες χειρονομίες ενόμιζες πως κτυπούσε γροθιές στα πλήκτρα».
Σε λίγο τα ζευγάρια κυλιόνταν χάμω μεθυσμένα. «Παρά κει –ω Θεέ! Πόση ακολασία– γινόμαστε μάρτυρες σκηνών ομοφυλοφιλίας. Διάβαζα μυθιστόρημα ή εγίνοντο όλα αυτά, πραγματικά, μπροστά μου;».
Και ενώ ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις» σκεπτόταν πόσο δικαιολογημένα θεωρούν οι Βελιγραδινοί το Σεμλίνο πόλη της ακολασίας, μια φωνή τον ξάφνιασε. Ένας χωροφύλακας! Όλα αστραπιαία σταμάτησαν. Το πιάνο, τα φιλιά, «τα αηδιαστικά ταμπλώ-βιβάν». Η διευθύντρια έσπευσε στην είσοδο, ενώ όλων τα βλέμματα στρέφονταν προς τα εκεί. Ένα τσούγκρισμα ποτηριών ακούστηκε σε λίγο και ύστερα βαριά η λέξη «ντόμπρο» (καλά!) ήρθε να αποκαταστήσει τη γαλήνη. Όλα ήταν εντάξει. Όλα είχαν κανονιστεί. Μ’ ένα ρακί, ή ποιος ξέρει ποια υπόσχεση, η συνέχιση του γλεντιού είχε εξασφαλιστεί για μισή ώρα, ωσότου περνούσε άλλος χωροφύλακας. Και ξανάρχισαν οι ακολασίες...
Η «σφαγή των αθώων»
Στο βάθος άνοιξε μια πόρτα και φάνηκε ένα άλλο διαμέρισμα. Σ’ αυτό ολόγυμνα χορεύανε μικρούλικα κοριτσόπουλα. «Τα σωματάκια τους ήταν ακόμη ασχημάτιστα. Οι τρόποι τους όμως ήσαν τρόποι γυναικών που δεν αγνοούσαν τον έρωτα». Ήταν εκεί, όπως εξήγησε στον Ν. Καπίτσογλου ο Σέρβος συνάδελφός του, «το θυσιαστήριον της αθωότητος». Τα δυστυχισμένα κοριτσάκια –όχι μάλιστα εν αγνοία των Σέρβων αστυνομικών– οδηγούνταν στο παζάρι αυτό της λευκής σαρκός.
«Ένα ολόξανθο αθωότατο αγγελούδι, που με την ομορφιά του ξεχώριζε πραγματικά από τα άλλα κοριτσόπουλα, μήνες τώρα αποτελούσε την κυριότερη ατραξιόν του κέντρου, γιατί δεν βρισκότανε ο παραλής που θα διέθετε το ζητούμενον υπέρογκον ποσόν. Γελούσε, τραγουδούσε, χόρευε με κέφι. Και η μέγαιρα καμάρωνε για τον θησαυρό της αυτόν».

Ο ρεπόρτερ της «Ακρόπολις» ζήτησε και φύγανε. Είχε πραγματικά αρρωστήσει από το απαίσιο περιβάλλον.
Μόλις που προφτάσανε το ποταμόπλοιο του μεσονυκτίου. Παντού φάτσες κουρασμένες, ολόγυρά τους νεκρική ησυχία. Ούτε τα γέλια ούτε τα τραγούδια του πηγαιμού. Μόνο το τρίξιμο του καραβιού, ο θόρυβος των μηχανών και το μουγκρητό των νερών του ποταμού ακουγότανε.
Το Σεμλίνο σε λίγο έμενε μακριά. Τα φώτα του εξαφανίζονταν στο βάθος....
«Μπέογκραντ…»
Η φωνή του τιμονιέρη τούς απέσπασε από το απαίσιο δράμα που μόλις προ ολίγου είχανε μπροστά τους μέσα στο απαίσιο εκείνο κέντρο.
«Μπέογκραντ...»
«Αναθεματισμένο Βελιγράδι, με τα μέτρα σου έριξες στην ακολασία το όμορφο, το ξακουσμένο για τις φυσικές του ομορφιές Σεμλίνον!».