Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936 Facebook Twitter
Απόκομμα από δημοσίευμα της εποχής.
0


ΗΤΑΝ ΦΛΕΒΑΡΗΣ ΤΟΥ 1936
όταν η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» Λιλίκα Νάκου περίμενε, μπροστά στον σταθμό του Πειραιά, τον συνεργάτη της που με ειδική άδεια θα την οδηγούσε στα Βούρλα προκειμένου να δει την κόλαση των κακόφημων σπιτιών του Πειραιά. Είχε ακούσει πως εκεί γίνονται συμπλοκές ακόμα και την ημέρα και πως είναι επικίνδυνο μια γυναίκα μόνη να εισδύσει στο «φρούριο», όπου εκατό γυναίκες ζούσαν υπό την επίβλεψη αστυνομικής δύναμης.

Αλλά η ώρα περνούσε και κανένας δεν ερχόταν να την πάρει από τον σταθμό. Ρώτησε τότε έναν αστυφύλακα αν πραγματικά είναι επικίνδυνο για μια γυναίκα μόνη να τριγυρνά στις συνοικίες αυτές.

«Καλύτερα είναι να μην πάτε», της απάντησε. «Προχθές έγινε ένας φόνος. Ένας ψαράς, στις έντεκα το πρωί, σκότωσε μια γυναίκα. Χρειάζεται και ειδική άδεια ή να πάτε με έναν χωροφύλακα. Οι ίδιες οι γυναίκες μπορεί να σας κακοποιήσουν. Έχει συμβεί και αυτό σε κάποια φιλάνθρωπο κυρία που ήθελε να πάει κοντά να τους μιλήσει».

Κόντευε μεσημέρι. Κοντοστάθηκε ακόμα λίγο και ύστερα αποφάσισε να πάει μόνη. Ρωτώντας έφτασε στη Δραπετσώνα. Εκεί, λίγο πιο πάνω, σ' ένα στενό δρομάκι ήταν τα Βούρλα. Ένας τοίχος μεγάλος περιτείχιζε το απέραντο μέρος. Μια πόρτα μεγάλη και στο βάθος κάτι σπιτάκια.

Η ιστορία καθεμιάς γυναίκας που βρίσκεται στα Βούρλα είναι πολύ θλιβερή. Κοριτσάκια που από μικρά παραστράτησαν, χωριατοπούλες άβγαλτες που μετά το πάθημά τους δεν τολμούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από τον φόβο του πατέρα ή του αδελφού.

Η Λιλίκα Νάκου είπε στον χωροφύλακα που φύλαγε εκεί τον σκοπό της επίσκεψής της και τον ρώτησε σχετικά με τις γυναίκες.

«Περάστε να δείτε μόνη σας. Δεν έχει τώρα κόσμο. Θα βρείτε καμιά να μιλήσετε… Φτάνει να τύχετε σε καμιά καλή!»

Έβρεχε σιγά εκείνη την ώρα. Η μέρα ήταν σκοτεινή και υγρή. Η Λιλίκα Νάκου τράβηξε προς την απέραντη αυλή. Δεν ήξερε προς τα πού να κατευθυνθεί και προπαντός πώς να αρχίσει την κουβέντα της με τις γυναίκες. Στεκόταν εκεί όρθια ενώ τα μεγάλα σύννεφα περνούσαν πάνω στον ουρανό και ο άνεμος πολεμούσε να ξεριζώσει ένα μικρό δενδράκι – το μόνο μέσα στη γυμνή και απέραντη αυλή. Μια γυναίκα με σηκωμένο τον γιακά του πανωφοριού της και με μακρύ φουστάνι βραδινό έμπαινε τρέχοντας από την πόρτα κρατώντας τσιγάρα στα χέρια.

«Δεσποινίς! Μια στιγμούλα, παρακαλώ… Γυρεύω μια κοπέλα που λέγεται Μαρία Τάδε. Μήπως την ξέρετε;»

Η γυναίκα κοντοστάθηκε. Ήταν νέα βέβαια, αλλά με κουρασμένο πρόσωπο. Ήταν μελαχρινή και η έκφρασή της καλή.

«Μαρία;» είπε με βραχνιασμένη φωνή. «Μα είναι πολλές Μαρίες. Το παρατσούκλι της να μου πείτε. Εδώ ξεχνάμε τα ονόματά μας».

Η βροχή δυνάμωνε και η γυναίκα άρχισε να βήχει.

«Κάνει και ψύχρα. Δεν έρχεστε στο καφενείο; Εκεί θα ρωτήσουμε για ποια Μαρία λέτε...»

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936 Facebook Twitter

Η Λιλίκα Νάκου ακολούθησε τη γυναίκα. Περάσανε όλη την πλατεία, μπήκανε σε κάτι σπιτάκια, τα περάσανε και αυτά και τέλος βρεθήκανε σε ένα καφενείο. Πέντε-έξι γυναίκες με ρόμπες κάθονταν στις καρέκλες και κουβέντιαζαν. Μόλις μπήκε, τα μάτια τους καρφώθηκαν πάνω της.

«Ποια είναι τούτη;» ρώτησε μια χοντρή εχθρικά.

«Γυρεύω μια Μαρία Τάδε. Την είχαμε στο σπίτι και ήθελα να την ξαναδώ γιατί την αγαπούσα...»

Οι γυναίκες την περικύκλωσαν. Την κοίταζαν με αντιπάθεια.

«Μπας και είσαι καμιά από αυτές που έρχονται δω πέρα για να μας πουν ν’ αλλάξουμε τάχα δουλειά και πως είναι ντροπή…»

«Δεν έχω να κρίνω κανένα...»

Έτσι καθίσανε γύρω από ένα τραπεζάκι του καφενείου και οι γυναίκες άρχισαν να τη ρωτάνε ποια είναι, τι δουλειά κάνει και πως τη λένε.

Στις κάμαρες

«Έλα να πάρεις έναν καφέ σε μένα. Δεν έρχεται τώρα πελάτης», της πρότεινε η μελαχρινή, η πρώτη που συνάντησε και που λεγόταν Μυρσίνη.

Φτάσανε στο δωμάτιο της Μυρσίνης. Ήταν σαν κελί, στενό, μ’ ένα μικρό παραθυράκι. Τον περισσότερο χώρο τον έπιανε ένα μεγάλο κρεβάτι. Από πάνω, ένας σταυρός κεντημένος σε καμβά.

«Τα έπιπλα αυτά κάνουν επτά χιλιάδες», είπε αμέσως η Μυρσίνη με περηφάνια. «Εγώ θέλω οι πελάτες μου να βλέπουν και καλά έπιπλα. Δεν μ’ αρέσει να είμαι κουρελού!»

Όπως η πόρτα ήταν ανοιχτή, μπήκε και μια άλλη κοπέλα.

«Να σου συστήσω τη Θεανώ. Είναι φιλενάδα μου. Σαν βροντάει, σαν φοβόμαστε, σαν πέφτει ξύλο στο καφενείο, κλεινόμαστε μαζί δω πέρα και κάνουμε συντροφιά...»

«Και πια ώρα σάς κλείνουν τη νύχτα την πόρτα;»

«Στις δώδεκα δεν επιτρέπονται πια οι επισκέψεις μα από το πρωί είναι ελεύθερα. Οι πελάτες έρχονται καμιά φορά και πρωί. Αναλόγως βλέπεις και τα παπόρια πότε πιάνουν στον Πειραιά», είπε η Μυρσίνη ψήνοντας τον καφέ.

«Τώρα μετά την επανάσταση του Μάρτη έκοψε η πελατεία», είπε η Θεανώ. «Πριν από τον Μάρτη, είχαμε σαράντα-πενήντα πελάτες τη μέρα η καθεμιά. Από 25 δραχμές κάναμε κάμποσα λεφτά».

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936 Facebook Twitter

Είχε περάσει το μεσημέρι και ακόμα μιλούσανε με τα κορίτσια. Όταν η Λιλίκα Νάκου σηκώθηκε να φύγει, οι γυναίκες την κάλεσαν να φάει μαζί τους.

«Έλα να δεις και την τραπεζαρία μας», της είπε η Μυρσίνη.

Περνώντας μπροστά στα δωμάτια η δημοσιογράφος μπορούσε να διαβάζει στο καθένα και το όνομα της γυναίκας που το κατοικούσε. Οι περισσότερες πόρτες ήταν ανοικτές την ώρα εκείνη. Είδε τις γυναίκες, σαν καλές νοικοκυρές που συγύριζαν μέσα τα ρούχα τους ή τα δωμάτιά τους. Το εσωτερικό των δωματίων που επισκέφθηκε ήταν πολύ καθαρό. Μερικές μάλιστα κάμαρες ήταν συγυρισμένες με γούστο. Μια κορνίζα φτιαγμένη από στάχυα ή ένα κουτί στολισμένο με κοχυλάκια, δώρο πιθανόν κάποιου ναύτη. Και πάντα στο κομοδίνο ή στην εταζέρα μια φωτογραφία ενός προσώπου προσφιλούς, που αν ήταν συγγενής, αλίμονο, ποτέ πια δεν έβλεπαν.

«Ποιος συγγενής, παιδάκι μου, θα καταδεχτεί να έρθει δω πέρα να μας δει; Για μας, στο χωριό, λένε πώς είμαστε πεθαμένες. Κανένας δικός μας βέβαια δεν θέλει να μας ξέρει!»

Η ιστορία καθεμιάς γυναίκας που βρίσκεται στα Βούρλα είναι πολύ θλιβερή. Κοριτσάκια που από μικρά παραστράτησαν, χωριατοπούλες άβγαλτες που μετά το πάθημά τους δεν τολμούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από τον φόβο του πατέρα ή του αδελφού.

Στην τραπεζαρία των Βούρλων

Η τραπεζαρία ήταν δίπλα από ένα κτίριο σκοτεινό και παλιό. Το πρώτο που κτίστηκε εκεί μέσα. Οι σκάλες ήταν σαραβαλιασμένες και φαγωμένες σαν να πέρασε ασκέρι κόσμος από εκεί. Το φως ήταν λιγοστό. Κάτω η πελώρια πλακοστρωμένη αίθουσα είχε πολλά τραπέζια. Όλα ήταν κατακάθαρα και οι λευκοί μουσαμάδες έλαμπαν. Ο κυρ Αργύρης, ένα καλό γεροντάκι που μιλούσε στις γυναίκες με τρόπο πατρικό, κρατούσε χρόνια το μαγαζί. Στις φτωχές, που δεν είχαν πελατεία και επομένως ούτε να φάνε, έκανε ευκολίες. Ο κυρ Αργύρης με έναν μικρό που τον βοηθούσε ήταν οι μόνοι άντρες στην τραπεζαρία.

Η Λιλίκα Νάκου κοίταξε έξω από τα παράθυρα με τα κιγκλιδώματα, την αυλή και στο βάθος τους χωροφύλακες που φυλάγανε σκοπό. Ύστερα κοίταξε τους τοίχους που ήταν στολισμένοι με εικόνες από καράβια και φοβερά ναυάγια... Οι γυναίκες σιγά-σιγά έμπαιναν μέσα για να φάνε. Κάθονταν τρεις-τέσσερις μαζί. Μιλούσαν χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους και λέγανε κανένα άσεμνο αστείο. Σε λίγο παύσανε.

Έξω τώρα έβρεχε σιγά. Η βροχή ακουγόταν να πέφτει πάνω στη σκεπή από τσίγκο και ο αέρας όλο και δυνάμωνε.

«Θα έχουνε φουρτούνα στη θάλασσα έξω, όσοι είναι με τα καράβια», είπε η Μυρσίνη που αγαπούσε τους θαλασσινούς. «Είναι καλοί άνθρωποι οι θαλασσινοί. Έρχονται, φεύγουν, δεν σ’ ενοχλούν ποτέ».

«Έρχονται δυο καράβια σήμερα από την Αμερική», είπε η Ξανθούλα ανάβοντας το τσιγάρο της. «Μου το είπε ο καφετζής. Έρχεται και ένα αγγλικό. Το απόγευμα θα έχουμε πελατεία...»

Στης Ασπασίας της κουφής

Εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας. Μια επίσκεψη στα Βούρλα τον Φλεβάρη του 1936 Facebook Twitter

Κατόπιν πήγανε να επισκεφθούν την Ασπασία την κουφή, που ήξερε ένα σωρό ιστορίες για ναυτικούς που αγάπησαν αμαρτωλές γυναίκες. Αυτή είχε διηγηθεί «στον περίφημο νέο Έλληνα ποιητή μας Καββαδία ένα σωρό περιπέτειες τέτοιες, που τραγούδησε στην ποιητική συλλογή “Μαραμπού”, και που όσοι αγαπούν την ποίηση, την εξωτική, την ποίηση των λιμανιών, των κακόφημων σπιτιών και των αμαρτωλών γυναικών, σίγουρα πρέπει να διαβάσουν».

Η Ασπασία η κουφή δέχτηκε τη Λιλίκα Νάκου με χαρά, και της μίλησε για τον ποιητή και ότι έβγαινε πελάτης από το δωμάτιό της. Της έψησε τον απαραίτητο καφέ, της έδειξε το βιβλίο με τα τραγούδια του «Μαραμπού» και της είπε πόσο αγαπά να διαβάζει «Τον θεατή», το «Μπουκέτο» και την «Οικογένεια».

«Διαβάζω τακτικά και πολλές εφημερίδες. Θα ήθελα να γράφω κιόλας για να πω τον πόνο μου».

Η δημοσιογράφος κάθισε πάνω στο πλατύ κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο και μύριζε απολυμαντικό.

«Πληρώνουμε σαράντα δραχμές την ημέρα νοίκι για το δωμάτιο και τον γιατρό. Τροφή, πλυστικά, φυσικά είναι ξέχωρα. Μα το καλό εδώ πέρα είναι πως δεν έχουμε στο κεφάλι μας κανέναν να μας εκμεταλλεύεται… Ό,τι κερδίζουμε είναι δικά μας. Το χειρότερο πράγμα για μας, ο μπαμπούλας, είναι οι διευθύντριες των σπιτιών, αυτές που λένε “μαμάδες”. Γιατί οι μαμάδες εκμεταλλεύονται τα κορίτσια που χρεώνονται εφόρου ζωής σ’ αυτές. Εδώ ζούμε καθεμιά μ’ αυτά που κερδίζουμε. Εγώ είμαι δω μέσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!...»

«Πώς βάσταξες δεκαπέντε χρόνια δω μέσα, κυρία Ασπασία; Πώς δεν έφυγες;»

«Πού να πάω, παιδί μου; Όπου και να πάμε, εμείς είμαστε σαν τα κυνηγημένα σκυλιά. Μας κυνηγάνε οι σωματέμποροι, μας κυνηγάνε οι μαμάδες, μας κυνηγάνε όσοι πουλάνε τα ναρκωτικά...»

«Γιατί δεν σκέφτηκες ποτέ να εργαστείς;»

«Μια φορά το συλλογίστηκα. Μα από δω πέρα, όπως ξέρεις, δεν μπορούμε να βγούμε. Δεν μας αφήνει η αστυνομία, αν κάποιος δεν εγγυηθεί για μας. Ποιος θέλεις να εγγυηθεί για μας; Και ακόμη ποιος χριστιανός θέλει να μας παντρευτεί; Πού να πάω, λοιπόν;»

Όταν η πελατεία μαζευτεί

Όταν λοιπόν η πελατεία μαζεύτηκε στο μαγαζί, ο καφετζής έβαλε τη λατέρνα και παίζει. Οι σκοποί ήταν θλιβεροί, ανατολίτικοι, γεμάτοι μεράκι. Τα κορίτσια τότε ανέβηκαν πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα και κάθισαν. Είχαν καλοσυγυριστεί και μερικές είχαν βάλει και στα μαλλιά έναν φιόγκο από κορδέλα κόκκινη ή μπλε.

Οι άντρες δεν μιλούσαν. Ήταν σοβαροί, μερακλωμένοι ή βλοσυροί. Κοίταζαν τις γυναίκες και κάπνιζαν. Οι κουβέντες τους ήταν σιγανές και αραιές. «Μόνο σαν πιουν, σαν μεθύσουνε, σαν ξυπνήσει μέσα τους με το ποτό το ανθρώπινο ζώο, τότε φωνάζουν, τα σπάνε όλα και γελούν. Τότε ανάβει το γλέντι». Οι γυναίκες πάλι καθισμένες πάνω στην εξέδρα δεν πρόσεχαν κάτω τους άντρες. Έμεναν αδιάφορες ή καμώνονταν τις αδιάφορες καθώς το έβρισκαν αξιοπρεπές. Μιλούσανε σιγά αναμεταξύ τους ή ακόμα η μια έφτιαχνε τον φιόγκο της άλλης, σκούπιζε την πούδρα της πλαϊνής της ή έφτιαχνε η ίδια τα μαλλιά της, πάντα με αδιαφορία. Όμως και το παραμικρότερο νεύμα που τις κάνανε οι πελάτες, αμέσως το βλέπανε... Αλλά δεν κατέβαιναν αμέσως. Φτιάχνανε πάλι τον φιόγκο της πλαϊνής και αργά σηκώνονταν, αργά κατέβαιναν τα σκαλιά της εξέδρας για ν’ ακολουθήσουν τον άντρα...

Κάτι να βρεθεί κι από μένα

Η Θεανώ είδε σε μια γωνία τη Λιλίκα Νάκου καθισμένη σ' ένα τραπεζάκι. Πήγε κοντά της ενώ η λατέρνα έπαιζε ένα ταγκό γεμάτο νοσταλγία.

«Φοβάμαι πώς θα πεθάνω, και έτσι κανένας δεν θα μάθει ποτέ τη ζωή μου, ποτέ κανένας δεν θα μάθει το τι τράβηξα έρημη, στους πέντε δρόμους...»

Ο φόβος του θανάτου την είχε κυριεύσει και είχε μεγαλώσει τις κόρες των ματιών της.

«Έλα μέσα στην κάμαρά μου. Θα σου διαβάσω το τετράδιό μου… Αν πεθάνω, κάτι να βρεθεί κι από μένα».

Ποτέ η Λιλίκα Νάκου δεν είχε φανταστεί ότι θα βρισκόταν στο δωμάτιο μιας γυναίκας που πουλάει τη σάρκα της, καθισμένη δίπλα της, να την ακούει να της διαβάζει την ιστορία της.

Σαν η Θεανώ τελείωσε το διάβασμα, η φωνή της είχε κοπεί. Τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στο φτιασίδι. Με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι έκλαιγε τώρα, σαν παιδί. Έξω το γλέντι είχε δυναμώσει. Οι πελάτες μπαινόβγαιναν πάντα στα διπλανά δωμάτια.

«Ήταν ένα κομμάτι ζωντανό από τη ζωή. Ένα κομμάτι κιόλας της ιστορίας ενός λαού μαζί. Ένα ντοκουμέντο δραματικό της καταστροφής της Σμύρνης, που το έζησε ένα παιδί, η Θεανώ που ήταν έξι χρονών τότε».

Η Λιλίκα Νάκου άφησε τη Θεανώ και έφυγε με βαριά την καρδιά. Παρακάλεσε έναν χωροφύλακα να την συνοδεύσει ως στην παραλία, γιατί η ώρα ήταν προχωρημένη. Στο δρόμο συλλογιζόταν τη Θεανώ και το τάλαντό της να γράφει. Ίσως να πήγαινε και αυτό χαμένο σαν τη ζωή της. Και γύρισε να δει από μακριά, ακόμα μια φορά το σπίτι των αμαρτωλών γυναικών που χανόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Οι σκοποί τώρα κλείνανε τη βαριά πόρτα και οι αργοπορημένοι πελάτες φεύγανε ένας-ένας. Οι γυναίκες θα μένανε τώρα μόνες, καθεμία στο κελί της, με την κούραση της ή τον καημό της.

Αρχαιολογία & Ιστορία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο πρώτος ήταν ένας χαμάλης»: Μια πόρνη του 1935 στα Βούρλα της Δραπετσώνας, αφηγείται τη ζωή της

Ελλάδα / «Ο πρώτος ήταν ένας χαμάλης»: Μια πόρνη του 1935 στα Βούρλα της Δραπετσώνας, αφηγείται τη ζωή της

Mια αποκαλυπτική συνέντευξη που πήρε ένας Γάλλος δημοσιογράφος το 1935 από μια πόρνη της περιβόητης συνοικίας Βούρλα της Δραπετσώνας για το περιοδικό Voila
ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΣΙΤΑΡΑ
«Εταίρες, ιερόδουλες και πόρνες»: Η ιστορία της σεξουαλικής εργασίας

Βιβλίο / «Εταίρες, ιερόδουλες και πόρνες»: Η ιστορία της σεξουαλικής εργασίας

Το βιβλίο της Κέιτ Λίστερ κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Καπόν σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη και περιλαμβάνει πεντακόσιες εικονογραφήσεις και μια χρονολογικά δομημένη αναδρομή στην ιστορία της σεξουαλικής εργασίας και των κοινωνιών που βάδισαν χέρι-χέρι με τους εργάτες και τις εργάτριες του σεξ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω»

Βιβλίο / Η σεξεργασία τότε και τώρα: Από τη Γαβριέλα, την Τρούμπα και τον Βαρδάρη ως τη σύγχρονη εποχή

Το νέο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Στα σπίτια της αμαρτίας χτες και σήμερα – Μια δημοσιογραφική έρευνα για το φαινόμενο της πορνείας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» (εκδ. Κάκτος) αποτελεί μια αξιόλογη συμβολή στη μελέτη του φαινομένου της σεξεργασίας στην Ελλάδα και όχι μόνο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο αγοραίος έρωτας στην αρχαία Αθήνα

Βιβλίο / Ο αγοραίος έρωτας στην αρχαία Αθήνα

Ένα θέμα ταμπού μελετάται εκ νέου και χωρίς καμία προκατάληψη από τον επίκουρο καθηγητή Κλασικών Σπουδών και Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, Έντουαρντ Κοέν, στο βιβλίο με τίτλο «Ο αγοραίος έρωτα στην αρχαία Αθήνα» (εκδ. Διόπτρα).
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η ιστορία της σεξουαλικής εργασίας ιδωμένη σαν ένα μαύρο παραμύθι με πολλά κεφάλαια

Ηχητικά Άρθρα / Η ιστορία της σεξουαλικής εργασίας σαν μαύρο παραμύθι

Το βιβλίο της Κέιτ Λίστερ «Εταίρες, ιερόδουλες και πόρνες» κάνει μια αναδρομή στην ιστορία της σεξουαλικής εργασίας και των κοινωνιών που βάδισαν χέρι-χέρι με τους εργάτες και τις εργάτριες του σεξ.
THE LIFO TEAM
Στα άδυτα του Γεντί Κουλέ με τα άνθη του κακού

Αρχαιολογία & Ιστορία / «Είμαστε στον τάφο βρε παιδιά, θέλετε να μπούμε ακόμη βαθύτερα;»

Τον Οκτώβρη του 1933, ο αστυνομικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις», Ε. Θωμόπουλος, επισκέφθηκε τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, περιηγήθηκε στο εσωτερικό τους και μίλησε με κατάδικους και μελλοθάνατους.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Αρχαιολογία & Ιστορία / Μέλι, Ρόδια, Aμβροσία: Τι έτρωγαν τελικά στον Όλυμπο οι Θεοί;

Τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η εικονογραφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αποκαλύπτουν ότι οι θεοί και οι ήρωες ήταν μάλλον εκλεκτικότεροι των θνητών ως προς τη διατροφή τους. Και τα φαγητά τους έκρυβαν κίνητρα πέρα από την πείνα...
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Αρχαιολογία & Ιστορία / Ματίας Ρουστ: Μια ατέλειωτη ιστορία των ’80s

Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1987 ο 18χρονος Γερμανός προσγειώνεται με ένα Cessna στην Κόκκινη Πλατεία για να αποδείξει ότι «αν κάποιος σαν εμένα μπορεί να περάσει σώος και αβλαβής στην άλλη πλευρά, τότε δεν υπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, και ίσως να μπορούμε να τα βρούμε όλοι μεταξύ μας».
ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ
Η Μεγαλόχαρη ως αστυνομικό λαγωνικό 

Αρχαιολογία & Ιστορία / Τα «αντιλωποδυτικά θαύματα» της Παναγίας

Μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανε το 1933 ο αστυνομικός ρεπόρτερ Ευστάθιος Θωμόπουλος κατέγραψε τους άθλους της Παναγίας· από την Κρήτη μέχρι τη Ροδόπη, οι πιστοί «έβλεπαν» τη δράση της, ένιωθαν ευγνώμονες και τη μαρτυρούσαν.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Ιστορία μιας πόλης / Γιατί έθαβαν βρέφη μέσα σε αγγεία στο Βαθύ της Αστυπάλαιας;

Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει στο Βαθύ της Αστυπάλαιας και τι συνεχίζει να αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή; Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον Ανδρέα Βλαχόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«ΒΙΑΣ»: Τα αρχαιολογικά τοπία ως ζωντανά οικοσυστήματα

Αρχαιολογία & Ιστορία / Καμπανούλες στους Δελφούς, Πέρδικες στο Σούνιο. Ό,τι φυτρώνει και ζει στους αρχαιολογικούς χώρους

Μια πρωτοποριακή επιστημονική προσέγγιση του πολιτιστικού τοπίου αποκαλύπτει έναν άγνωστο κόσμο χιλιάδων ζώων και φυτών σε είκοσι εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της χώρας. 
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Οι Αθηναίοι / Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Ο αρχαιολόγος πίσω από το νέο μουσείο της Επιδαύρου

Από τις ανασκαφές στην Επίδαυρο και τη Νάξο, ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας αφηγείται μια ζωή αφιερωμένη στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και όπως λέει, το πιο πολύτιμο εύρημα δεν ήταν αρχαιολογικό – ήταν η γυναίκα του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Ιστορία μιας πόλης / Ο Δεσποτόπουλος και το αθηναϊκό όνειρο του μοντερνισμού

Από το Ωδείο Αθηνών έως τη Σουηδία της εξορίας, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας, αλλά και ένας διανοούμενος που οραματίστηκε μια πιο δημοκρατική, λειτουργική και πολιτισμένη πόλη. Ποια είναι η παρακαταθήκη του στη σύγχρονη Ελλάδα; Η Αγιάτη Μπενάρδου μιλά με τον Λουκά Μπαρτατίλα.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Ιστορία μιας πόλης / Τι σήμαινε να είσαι ψυχικά ασθενής στην αρχαία Αθήνα;

Πώς κατανοούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την ψυχική ασθένεια; Ήταν θεϊκή τιμωρία, παθολογία του σώματος ή ένα υπαρξιακό βάρος που αποτυπωνόταν στη λογοτεχνία και στο θέατρο; Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με τον Γιώργο Καζαντζίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, για τον τρόπο με τον οποίο η αρχαιοελληνική κοινωνία εξηγούσε, απεικόνιζε και αντιμετώπιζε τις ψυχικές διαταραχές.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
«Army of Lovers», όπως «Στρατός Εραστών»

Οθόνες / «Army of Lovers»: Μια ταινία για τα ζευγάρια εραστών του Ιερού Λόχου

Ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος εξηγεί πώς αποφάσισε να θίξει ένα θέμα που για αιώνες θεωρείται ταμπού: τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών στην Αρχαία Ελλάδα, ακόμη και στο πεδίο της μάχης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μεταλλεία του Λαυρίου: Ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας του Λεκανοπεδίου

Ιστορία μιας πόλης / Μεταλλεία του Λαυρίου: Ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας του Λεκανοπεδίου

Κάτω από την επιφάνεια της Λαυρεωτικής κρύβεται ένας λαβύρινθος από υπόγειες στοές και μυστικά που συνδέονται με τη δύναμη της αρχαίας Αθήνας. Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον γεωλόγο Μάρκο Βαξεβανόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Η Αθήνα της Μαρίας Κάλλας: Η πόλη που την πλήγωσε αλλά και τη διαμόρφωσε

Ιστορία μιας πόλης / Η Αθήνα της Κάλλας: Η πόλη που την πλήγωσε αλλά και τη διαμόρφωσε

Ποιος ήταν ο δεσμός της Μαρίας Κάλλας με την Αθήνα; Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με τον Βασίλη Λούρα, δημιουργό του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας».
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ