Από τις παραστατικές έως τις εικαστικές τέχνες, με παρουσία στα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα, σε γκαλερί, μουσεία, όπερες, θέατρα και φεστιβάλ, ο ιδιοφυής αυτός καλλιτέχνης μάς έδειξε έναν άλλο τρόπο να διαβάζουμε έργα και εικόνες, επεκτείνοντας ή διαρρηγνύοντας τα όρια χάρη στο ανεπανάληπτης φαντασίας και υψηλής αισθητικής βλέμμα του σε κλασικές και σύγχρονες δημιουργίες. Ανανέωσε το λεξιλόγιο του θεάτρου και φώτισε κυριολεκτικά και μεταφορικά τα μεγάλα έργα, επανεφευρίσκοντας τον εαυτό του, αναζητώντας ακομπλεξάριστα, γενναιόδωρα και γενναία την έμπνευση σε πρόσωπα που ήταν από είδωλα της αντικουλτούρας μέχρι ποπ σταρ της εποχής μας, μέσα από δεκάδες συνεργασίες που άφησαν εποχή.
Συνεργάστηκε με προσωπικότητες όπως ο Τομ Γουέιτς και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ στο «The Black Rider», ο Λου Ριντ στο «POEtry», που ήταν εμπνευσμένο από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Φίλιπ Γκλας και η Lucinda Childs στο «Einstein on the Beach» («Ο Αϊνστάιν στην παραλία»), η Marina Abramović στο «The Life and Death of Marina Abramović» και η Lady Gaga για μια σειρά βιντεο-πορτρέτων που εκτέθηκαν στο Λούβρο το 2013, ενώ το 1991 ίδρυσε το The Watermill Center. Όλα αυτά τα φαινομενικά ασύνδετα πρότζεκτ τα συνέδεσε με μοναδική πνευματικότητα, βάθος και κυρίως συναίσθημα που δεν φλυαρεί αλλά διαγράφεται μέσα από σιωπές και ακινησίες, μέσα από απόλυτη ακρίβεια, δημιουργώντας έργα οργανικά, πυρηνικά και αξεπέραστα, σκηνοθετώντας, οργανώνοντας την κίνηση, σχεδιάζοντας ο ίδιος τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους μαγικούς φωτισμούς.
Κανένας άλλος καλλιτέχνης της εποχής μας δεν άφησε τόσο βαθύ και χαρακτηριστικό σημάδι, τέτοια υπογραφή, δεν προκάλεσε τόσες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, δεν απέκτησε τόσο φανατικούς εχθρούς και πολέμιους των αναγνώσεών του πάνω στην τέχνη.
Είτε πρόκειται για παράσταση είτε για βίντεο, το πλούσιο, προκλητικό σύμπαν του Μπομπ Γουίλσον είναι καθηλωτικό, η εμπειρία που έχει ο θεατής όταν γίνεται κοινωνός του κόσμου που δημιουργεί αλησμόνητη και αξεπέραστη. Κανένας άλλος καλλιτέχνης της εποχής μας δεν άφησε τόσο βαθύ και χαρακτηριστικό σημάδι, τέτοια υπογραφή, δεν προκάλεσε τόσες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, δεν απέκτησε τόσο φανατικούς εχθρούς και πολέμιους των αναγνώσεών του πάνω στην τέχνη. Χάραξε έναν δρόμο μοναχικό με ακατάβλητη θέληση, επηρεάζοντας νεότερους και παλαιότερους καλλιτέχνες αλλά και την αισθητική μιας ολόκληρης εποχής, προφητικά, φέρνοντας μέσα από τέλεια tableaux vivants το νόημα της εικόνας, που καθορίζει σήμερα τη ζωή μας, στο προσκήνιο της εικαστικής και αισθητικής μαγείας.

Υποκλίθηκε πολλές φορές μπροστά στο αθηναϊκό κοινό. Οι τελευταίες δημιουργίες του που είδαμε στην Ελλάδα ήταν η δική του εκδοχή της αρχετυπικής ιστορίας του Οιδίποδα στην Επίδαυρο, ο «Οθέλλος» του Βέρντι στην Εθνική Λυρική Σκηνή το 2019 και οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι με τη Ρένη Πιττακή, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 2023. Ο ψηλός, ευθυτενής Τεξανός κατόρθωνε πάντα να καθηλώνει τον θεατή με τα παράδοξα, αινιγματικά, ιδιωματικά αφηγήματά του, προτείνοντας κόσμους ποιητικών εικόνων, ονειρικών συνειρμών και αχαλίνωτης φαντασίας. Μα ναι, ο Μπομπ Γουίλσον ήταν ένας και μοναδικός.
Γεννήθηκε το 1941 στο Γουάκο του Τέξας, σε μια συντηρητική, δεξιά κοινότητα φανατικών θρησκευόμενων, για την οποία το θέατρο θεωρούνταν ανήθικο. «…Ήταν αμαρτία για τις γυναίκες να φορούν παντελόνια, ήταν αμαρτία να πας στο θέατρο. Ήταν ντροπή που ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, δολοφονήθηκε μέσα σε ένα θέατρο. Το θέατρο θεωρούνταν κακόφημος τόπος. Ήταν ανήθικο να πηγαίνεις στο θέατρο. Ήταν μια πολύ ρατσιστική κοινότητα. Δεν μπορούσες να περπατήσεις στον δρόμο με έναν μαύρο, δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις την ίδια δημόσια τουαλέτα − υπήρχε τουαλέτα για μαύρους και τουαλέτα για λευκούς. Και η δημόσια βρύση: υπήρχε νερό μόνο για λευκούς. Οπότε, νομίζω πως από πολύ μικρή ηλικία με απασχολούσε βαθιά η κοινωνική δικαιοσύνη. Με αναστάτωνε πολύ το να μεγαλώνω σε αυτή την κοινότητα, και νομίζω πως αυτό έχει ριζώσει βαθιά σε όλη μου τη δουλειά», λέει στα «The Talks».
Ο Μπομπ Γουίλσον τραύλιζε και η μοναδική παρηγοριά για ένα μοναχικό γκέι αγόρι ήταν η ενθαρρυντική παρουσία μιας δασκάλας χορού που λεγόταν Bird (Baby) Hoffman, η οποία τον βοήθησε να ξεπεράσει το πρόβλημά του μέσω της κινητικής θεραπείας.
Το 1967, όταν μετακόμισε στο πρώτο του loft στην οδό Spring Street 147 στο Soho, που θα γινόταν κέντρο καλλιτεχνικού πειραματισμού για καλλιτέχνες όπως ο Άντι Γουόρχολ, ο Richard Foreman, η Yvonne Rainer, η Meredith Monk, ο Kenneth King και ο Jack Smith, το ονόμασε «Byrd Loft». Σχεδιάστηκε ως χώρος παραστάσεων και εκπαίδευσης, με σκοπό «να βρει και να δημιουργήσει καταστάσεις όπου άνθρωποι με διαφορετικό υπόβαθρο, ποικίλα ενδιαφέροντα και ικανότητες μπορούν να αναπτύξουν την ατομικότητά τους και τα ταλέντα τους και να συνεισφέρουν σε ομαδικές καταστάσεις».



Αυτή την περίοδο, ο Γουίλσον δημιούργησε ριζικά εναλλακτικές παραστάσεις εμπνευσμένες από νέες προσεγγίσεις στην κίνηση και στο θέατρο, δίνοντας έμφαση και τονίζοντας το οπτικό στοιχείο αντί για το λεκτικό, επιμένοντας στην ηρεμία, τη σιωπή και σε μια εκτεταμένη χρονικότητα. Αυτές οι πρώιμες παραστάσεις περιείχαν ήδη τα κύρια στοιχεία του στυλ του. Το 1968, σε μια καθοριστική στιγμή της καριέρας του, άρχισε να εργάζεται με αγόρια με αναπηρία − μια βασική δραστηριότητα που θα διαμόρφωνε το θεατρικό του όραμα. Ίδρυσε την Byrd Hoffman School of Byrds, μια πειραματική ομάδα που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της δεσποινίδας Hoffman, της δασκάλας του.
Ο Γουίλσον σπούδασε αρχιτεκτονική δίπλα στον Paolo Soleri στην Αριζόνα και στη Sibyl Moholy-Nagy, που τον έκανε να αγαπήσει το Bauhaus, αλλά και ζωγραφική κοντά στον George McNeil. Στο Ινστιτούτο Pratt, από το οποίο αποφοίτησε, άρχισε να καταλαβαίνει την έλξη που ασκούσε πάνω του το έργο των πρωτοπόρων χορογράφων George Balanchine, Merce Cunningham και Μάρθα Γκράχαμ και το πάθος του για το θέατρο και τον χορό. Έκανε θέατρο με παιδιά με εγκεφαλικές βλάβες και αναπηρίες στη Νέα Υόρκη και σκηνοθέτησε ένα μπαλέτο για ασθενείς που βρίσκονταν μέσα σε συσκευές τεχνητού πνεύμονα, στο οποίο οι συμμετέχοντες κινούσαν μια φωσφορίζουσα ταινία με το στόμα τους, ενώ ο θυρωρός χόρευε ντυμένος Μις Αμερική.
Αυτά τα πρώιμα έργα τον καθιέρωσαν στην ακμάζουσα πρωτοπορία του Μανχάταν και έμελλε να έχουν διαρκή επιρροή στο σύγχρονο θέατρο και την performance art. Από την ομάδα Byrd Hoffman School of Byrds προέκυψε το «Βλέμμα του κωφού» (1970), το έργο που καθιέρωσε τον Γουίλσον ως τον πιο πρωτότυπο σκηνοθέτη της γενιάς του. Στο επίκεντρο της σκηνής βρισκόταν ο Ρέιμοντ, ένα κωφό αγόρι. Για να επικοινωνήσει μαζί του, έπρεπε να επανεφεύρει την εκφραστική του γλώσσα, μετατρέποντας αυτή την πρόκληση σε σκηνικό θρίαμβο.

«Το πρώτο μου σημαντικό έργο στο θέατρο γράφτηκε μαζί με έναν 13χρονο Αφροαμερικανό, ένα αγόρι που δεν είχε πάει ποτέ σχολείο, δεν ήξερε καμία λέξη και ήταν κωφό». Όταν ο Γουίλσον ήταν 27 χρονών είδε στον δρόμο, στο Νιου Τζέρσεϊ, έναν αστυνομικό έτοιμο να χτυπήσει το αγόρι στο κεφάλι με ένα γκλομπ. «Έπιασα το χέρι του αστυνομικού και του είπα “Γιατί χτυπάς το αγόρι;”. Ο αστυνομικός απάντησε “Δεν είναι δική σου δουλειά”. “Είναι όμως. Είμαι υπεύθυνος πολίτης − γιατί χτυπάς αυτό το παιδί;”, είπα. Δεν είχε νόμιμο κηδεμόνα και δεν ήθελα να τον δω να καταλήγει σε ίδρυμα. Η κοινωνία πίστευε πως δεν μπορούσε να μάθει. Αλλά η ζωή μου άλλαξε με αυτό το παιδί. Πίστευα πως ήταν ευφυής − ίσως εξαιρετικά ευφυής. Και τότε έγινε φανερό πως σκεφτόταν με σημεία και σήματα: αυτό ήταν η αρχή των πάντων για μένα», έχει πει ο Γουίλσον, που αργότερα υιοθέτησε το παιδί.
Ο Μπομπ Γουίλσον έλεγε πως αν είχε σπουδάσει θέατρο, δεν θα έκανε το είδος του θεάτρου που κάνει. «Το δικό μου θέατρο προέκυψε από τη ζωή. Το πρώτο μου έργο που είχε κείμενο γράφτηκε με ένα άλλο 13χρονο αγόρι, τον Christopher Knowles, ο οποίος πέρασε 11 χρόνια της ζωής του σε ένα ίδρυμα για παιδιά με εγκεφαλική βλάβη και συνέθετε κείμενα που ήταν διατεταγμένα μαθηματικά και είχαν να κάνουν με τη γεωμετρία. Με γοήτευε το μυαλό του και ο τρόπος που συνέθετε λέξεις. Δεν ήταν μόνο ενδιαφέρον να το ακούς, αλλά ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρον να το βλέπεις. Δεν θα ήταν απαραίτητα σωστό για κάποιον άλλο, αλλά εμένα ήταν κάτι που με τράβηξε. Προέκυψε από τη ζωή, όχι διαβάζοντας ένα βιβλίο».


Ο Γουίλσον κοίταζε το θέατρο πάντα ως αρχιτέκτονας. Ξεκινώντας με μια δομή, είχε πάντα μια ισχυρή φόρμα ή πλαίσιο. «Είναι σαν ένας αρχιτέκτονας να χτίζει μια πολυκατοικία: μπορείς να ζήσεις στο κτίριο, μπορώ να ζήσω στο κτίριο, άλλοι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν στο κτίριο. Ο καθένας έχει το διαμέρισμά του σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, αλλά το κτίριο έχει συνοχή επειδή το έχει κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας», έλεγε.
Μετά τις πρώτες του παραστάσεις, «Ο Βασιλιάς της Ισπανίας» και «Η ζωή και οι καιροί του Σίγκμουντ Φρόιντ», γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με το έργο «Ο Αϊνστάιν στην παραλία» που καταργούσε κάθε παραδοσιακή αφήγηση, αντικαθιστώντας τη με οπτικές και μουσικές λούπες, αριθμούς που απαγγέλλονταν, επαναλαμβανόμενα σύμβολα και μια άνευ προηγουμένου ένταση. Ήταν μια πεντάωρη όπερα για τον Αϊνστάιν, αλλά και για τον χρόνο, την αντίληψη και τη γλώσσα. Αντιμετωπίστηκε τόσο με ενθουσιασμό όσο και με δυσπιστία, δημιούργησε ένα σκάνδαλο που μετατράπηκε σε λατρεία και θεωρείται ορόσημο για το σύγχρονο θέατρο και την όπερα.
Ο Γουίλσον συνέχισε να αναπτύσσει ένα θέατρο που επικεντρωνόταν στο φως, στην εικόνα και στη βραδύτητα. Κάθε σκηνικό στοιχείο ήταν τοποθετημένο με σχεδόν επιστημονική αυστηρότητα. Στις παραστάσεις του μπορούσε κανείς να δει το χέρι του αρχιτέκτονα και το μάτι του ζωγράφου. Όλα ήταν μορφή, ρυθμός, δομή.
Όταν ταξίδεψε στη Γαλλία το 1971 με την πεντάωρη «σιωπηλή όπερα» «Το βλέμμα του κωφού» («Deafman Glance»), εδραιώθηκε η σχέση του με την όπερα. Τότε ο Λουί Αραγκόν απηύθυνε μια επιστολή στον Αντρέ Μπρετόν –που είχε ήδη πεθάνει− στην οποία ανέφερε ότι ο Γουίλσον «είναι αυτό που εμείς, από τους οποίους γεννήθηκε ο σουρεαλισμός, ονειρευόμασταν ότι θα ερχόταν μετά από εμάς και θα ξεπερνούσε τα όνειρά μας».
«….Δεν έχω ξαναδεί τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από τότε που γεννήθηκα. Ποτέ, ποτέ κανένα θεατρικό έργο δεν πλησίασε αυτό, γιατί είναι ταυτόχρονα η ζωή με ανοιχτά και με κλειστά μάτια, η σύγχυση ανάμεσα στην καθημερινότητα και τη ζωή κάθε νύχτας… η πραγματικότητα συγχέεται με το όνειρο, όλα όσα είναι ανεξήγητα στη ζωή ενός κωφού ανθρώπου… Ποτέ άλλοτε, όπως εδώ, από μια σκοτεινή τρύπα στο θέατρο, δεν ένιωσα αυτό το συναίσθημα, ότι αν ποτέ αλλάξει ο κόσμος και πάψει να είναι αυτή η κόλαση που βλέπει κανείς στο τέλος των σχεδόν τεσσάρων ωρών πάνω στη σκηνή −και είναι η κόλαση όπου υπάρχει ο βόθρος και το ορυχείο−, αν ποτέ αλλάξει ο κόσμος και οι άνθρωποι γίνουν όπως ο χορευτής για τον οποίο μίλησα, ελεύθεροι, ελεύθεροι, ελεύθεροι… ο άνθρωπος θα έχει αλλάξει μέσα από την ελευθερία. Την ελευθερία, τη λαμπερή ελευθερία της ψυχής και του σώματος», γράφει ο Αραγκόν.

Ο Γουίλσον ανέβασε δεκάδες όπερες και θεατρικά έργα στα πιο φημισμένα θέατρα του κόσμου. Ασχολήθηκε με τον Σαίξπηρ, τον Ρακίνα, τον Μπρεχτ, καθώς και με ιερά και μυθολογικά κείμενα. Οι παραστάσεις του συχνά κυριαρχούνταν από μια ιερατική βραδύτητα. Οι ηθοποιοί κινούνταν σαν να βρίσκονταν σε έκσταση, οι ατάκες είχαν αφύσικο ρυθμό, τα φώτα έκοβαν τον χώρο σαν λεπίδες. Η σκηνοθεσία του Γουίλσον ήταν αμέσως αναγνωρίσιμη: έντονες σκιές, μινιμαλιστικά σκηνικά, πρόσωπα βαμμένα σαν μάσκες και, πάνω απ’ όλα, εξαιρετική ακρίβεια στο οπτικό και ηχητικό μοντάζ. Το 1983-84 σχεδίασε το «The Civil Wars», ένα διεθνές, πολυμελές πρότζεκτ σε συνεργασία με διάφορους καλλιτέχνες, ως μέρος των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας ανεπαρκούς χρηματοδότησης.
Η Ευρώπη αγάπησε τον Μπομπ Γουίλσον ίσως περισσότερο από την Αμερική. Το 1986 ανέβασε το «Hamletmaschine» («Μηχανή Άμλετ») του Χάινερ Μίλερ στο Kunsthalle, στο Αμβούργο. Η φιλία του με τον Ανατολικογερμανό θεατρικό συγγραφέα δεν ήταν μόνο θρυλική αλλά και εξαιρετικά παραγωγική. Ο Μίλερ έγραψε κείμενα για τα «The Civil Wars» (1984), «The Forest» (1988) και «The Death of Molière» (1994). Επιπλέον, κείμενα του Μίλερ χρησιμοποιήθηκαν στα έργα «Μήδεια» (1984), «Άλκηστις» (1986) και «Ωκεάνια Πτήση» (1998). To 1987 σκηνοθέτησε το «Κουαρτέτο» του Μίλερ, πρώτα στη Γερμανία και αργότερα στη Γαλλία. Το 1990 η όπερα «The Black Rider», σε συνεργασία με τους Τομ Γουέιτς και Γουίλιαμ Μπάροουζ, ένα σκοτεινό παραμύθι βασισμένο σε γερμανικό λαϊκό μύθο, έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στο Thalia Theater του Αμβούργου, ενώ την επόμενη χρονιά ανέβασε τον «Βόιτσεκ» του Μπίχνερ με μουσική του Τομ Γουέιτς στο Betty Nansen Theater της Κοπεγχάγης.




To 1993 στην Opera National στο Παρίσι σκηνοθετεί τη «Madama Butterfly» σε μια παράσταση εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από το Butoh, που χαρακτηρίζεται από αργή κίνηση, ποίηση και μινιμαλισμό, μια εκδοχή έξω από όλα τα παραδοσιακά κλισέ της ιαπωνικής κουλτούρας. Το 1995 ερμηνεύει τον «Άμλετ», με παραστάσεις σε δεκάδες θέατρα σε όλο τον κόσμο. Το κείμενο του Σαίξπηρ, σύμφωνα με τον Γουίλσον, είναι «αυτός ο άφθαρτος βράχος». «Λένε ότι δεν με ενδιαφέρουν οι λέξεις, οπότε πριν από μερικά χρόνια είπα: “Εντάξει, θα κάνω τον ‘Άμλετ’”. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση και νομίζω ότι συχνά είναι σημαντικό να την αντιμετωπίζουμε. Ο “Άμλετ” μπορεί να είναι το σπουδαιότερο έργο που έχει γραφτεί ποτέ, το σπουδαιότερο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ. Αρχικά, σκέφτηκα να το κάνω με μια ομάδα ηθοποιών, αλλά τελικά αποφάσισα να το κάνω μόνος μου, ως πρόκληση: πρώτον, επειδή είναι ένα κλασικό κείμενο, και στη συνέχεια επειδή είναι ένα έργο όπου η εστίαση είναι κυρίως στο κείμενο, εκτός από τις εικόνες».
Το 2009 θα ανέβει ξανά στη σκηνή για να ερμηνεύσει το κλασικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ», το δεύτερο έργο του Μπέκετ που ανέβασε, μετά τις «Ευτυχισμένες μέρες». Θεωρείται ότι απελευθέρωσε το έργο του Μπέκετ από τις προκαταλήψεις που τόσο συχνά το καθορίζουν, με την ερμηνεία του να το κατατάσσει σε ένα από τα πιο λιτά αλλά βαθιά συγκινητικά έργα του συγγραφέα. «Ο Γουίλσον έχει συχνά συγκριθεί με τον Μπέκετ, καθώς και οι δύο είναι δάσκαλοι της απόλυτης απλότητας, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Τίποτα δεν είναι περιττό, ούτε μια λέξη, ούτε μια κίνηση», γράφει η Sue Jane Stoker.
Το 2007 ένωσε τις δυνάμεις του με το παγκοσμίου φήμης Berliner Ensemble σε μια τολμηρή παραγωγή της «Όπερας της Πεντάρας» των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, ένα πρωτοποριακό έργο του μουσικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Η παραγωγή του Γουίλσον αναδιατυπώνει την ιστορία των Πίτσαμ και του Μακχίθ, με επιρροές από εντυπωσιακά σχέδια του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου και από τον συγκλονιστικό, σαγηνευτικό κόσμο του καμπαρέ της εποχής της Βαϊμάρης. Θα συνεργαστεί ξανά με το Berliner Ensemble για να παρουσιάσει μια σύγχρονη εκδοχή 25 ειδικά επιλεγμένων σονέτων του Σαίξπηρ με σαρωτική μουσική του Rufus Wainwright, υιοθετώντας την ανατροπή των έμφυλων συμβάσεων που εμπεριέχεται στα σονέτα, στα οποία το φύλο του αντικειμένου του πόθου είναι πότε θηλυκό και πότε αρσενικό.

Το 2011 σκηνοθετεί το «The Life and Death of Marina Abramović» σε συνεργασία με τη διάσημη εικαστικό και περφόρμερ, μια σκηνική «βιογραφία», μια διασταύρωση του θεάτρου, της όπερας και των εικαστικών τεχνών. Επί σκηνής τη συνόδευαν ο Γουίλεμ Νταφόε και ο τραγουδιστής Antony, ερμηνεύοντας πρωτότυπη μουσική και τραγούδια που δημιουργήθηκαν γι’ αυτή την «οιονεί όπερα».
Το φθινόπωρο του 2025, η μούσα του Γουίλσον, Ιζαμπέλ Ιπέρ, με την οποία είχαν συνεργαστεί το 1993 στη γαλλική εκδοχή του «Ορλάντο», θα περιοδεύει στην Ιαπωνία με την παραγωγή «Mary Said What She Said», μια από τις τελευταίες δουλειές του Γουίλσον. Πρόκειται για τη μαρτυρία της βασίλισσας της Σκωτίας, η οποία αντλείται από τις επιστολές της, σχετικά με τη συμμετοχή της σε μερικές από τις πιο διαβόητες πλεκτάνες της εποχής της.
Ο τιμημένος με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου Μπομπ Γουίλσον ανέβασε στη διάρκεια της καριέρας του περισσότερες από 80 παραστάσεις. Η πιο πρόσφατη εμφάνισή του στη σκηνή έγινε με τις «Διαλέξεις για το Τίποτα», μια ανάθεση για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας του John Cage στην Τριενάλε της Ρουρ του 2012, ενώ το 2013, σε συνεργασία με τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και με συμπρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφόε, έκαναν το «The Old Woman», μια διασκευή του έργου του Ρώσου συγγραφέα Daniil Kharms. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει σκηνοθετήσει αναβιώσεις των πιο διάσημων παραγωγών του σε όλο τον κόσμο.



Σε μια συζήτηση με τον Bruce Duffie, λέει ανάμεσα σε άλλα: «Γενικά θα έλεγα ότι τα τελευταία χρόνια έρχομαι στις πρόβες με πολύ λίγες ιδέες στο μυαλό μου. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο θέατρο, σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω πολλή δουλειά και πολλή μελέτη, και ότι έπρεπε να έχω πολλές ιδέες όταν ερχόμουν στις πρόβες… Διαπίστωσα ότι συχνά έχανα χρόνο επειδή είχα κάνει τόσο πολλή προετοιμασία και προσπαθούσα να διαμορφώσω μια κατάσταση σε μια προκαταρκτική ιδέα. Προτιμώ, πραγματικά, να μπαίνω στην αίθουσα της πρόβας με μια γενική ιδέα −ίσως την κατεύθυνση προς την οποία νομίζω ότι θα μπορούσε να πάει ένα έργο− αλλά να κοιτάζω τους ανθρώπους, να κοιτάζω το θέατρο, τον χώρο, και να κάνω τη δουλειά μαζί τους έτσι ώστε να προέρχεται και να εξελίσσεται πραγματικά από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι, όχι από εμένα μόνον μου σε ένα δωμάτιο, να ονειρεύομαι και να σκέπτομαι πώς θα μπορούσε να είναι».
O τελειομανής Μπομπ Γουίλσον χαρακτηρίστηκε συχνά ως «ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης φωτισμού της εποχής μας». Το φως στις παραστάσεις του ρέει «σαν μουσική παρτιτούρα». Εξέφραζε την πεποίθησή του ότι το φως είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στη σκηνή και φώτιζε κάθε σκηνή και κάθε έργο με ατέλειωτες ώρες δουλειάς. Στο έργο του ο φωτισμός ανάγεται σε αυτόνομο δραματουργικό εργαλείο, είναι μια μορφή «θεατρικής γλώσσας», ισάξια με το κείμενο, την κίνηση και τη μουσική, που λειτουργεί ως «παρατήρηση του χρόνου», με κάθε σκηνή να μετατρέπεται σε tableau vivant ή εγκατάσταση.
Στο πολύπλευρο έργο του εργάστηκε σε όλα τα καλλιτεχνικά μέσα, με τη διαδικασία της δημιουργίας να βρίσκει διέξοδο στο αρχέτυπο μιας όπερας, στην αρχιτεκτονική ενός κτιρίου, στους λεκέδες σε ένα σχέδιο ακουαρέλας, στο σχέδιο μιας καρέκλας, σε μια χορογραφία, στον ρυθμό ενός σονέτου ή στις πολλαπλές δυναμικές που αποκαλύπτονται σε ένα βιντεο-πορτρέτο. Το 1993 τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας για μια γλυπτική εγκατάσταση που απεικόνιζε ένα δάπεδο με ρωγμές και μια φιγούρα που αναδυόταν από αυτό. Η διεπιστημονική του προσέγγιση στην τέχνη ενσωμάτωσε τη γλυπτική, τα σχέδια και το design.

Το 2004 δημιούργησε δεκάδες βίντεο υψηλής ευκρίνειας, γνωστά ως «Voom Portraits». Εκτός από διασημότητες, τα πορτρέτα απεικόνιζαν μέλη βασιλικών οικογενειών, ζώα, νομπελίστες, ακόμα και αστέγους. Το 2013 η Lady Gaga ανακοίνωσε ότι θα συνεργαζόταν με τον Γουίλσον στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Artpop». Της πρότεινε να ποζάρει για τα «Voom Portraits», για τα οποία χρειάστηκε να μένει ακίνητη για 14-15 ώρες κάθε φορά. Όπως σε όλη την πολυεπίπεδη δημιουργική διαδικασία του Γουίλσον, τα βιντεο-πορτρέτα εμπλουτίζονται με αναφορές στη ζωγραφική, τη γλυπτική, το design, την αρχιτεκτονική, τον χορό, το θέατρο, τη φωτογραφία, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και την ποπ κουλτούρα.
Το τελικό αποτέλεσμα στην οθόνη HD μοιάζει με φωτογραφία, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει την εξαιρετικά ανεπτυγμένη θεατρική γλώσσα του Γουίλσον σε συνδυασμό με την εκπληκτική καθαρότητα και ακρίβεια του βίντεο. Ενσωματώνοντας μια πληθώρα δημιουργικών στοιχείων, φωτισμό, κοστούμια, μακιγιάζ, χορογραφία, χειρονομία, κείμενο, φωνή, σκηνικά και αφήγηση, τα βιντεο-πορτρέτα λειτουργούν ως μια πλήρης σύνθεση όλων των μέσων της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γουίλσον.


Ο Μπομπ Γουίλσον πέθανε στο σπίτι του στο Watermill. Εκεί το 1992 ίδρυσε το The Watermill Center, σε εγκαταστάσεις οι οποίες προηγουμένως στέγαζαν ένα εργαστήριο τηλεπικοινωνιών της Western Union, και άρχισε να ανεβάζει εκεί πειραματικές παραστάσεις με συνεργάτες του την Trisha Brown και τη Susan Sontag, τον Philip Glass και τη Lucinda Childs. Εκεί έκανε πρόβες η Ιζαμπέλ Ιπέρ για το «Ορλάντο» το 1993, εκεί επέστρεψε το 2006 για να παίξει στο «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ. Το 2000, το Watermill ήταν το σημείο εκκίνησης για το επικό θεατρικό έργο του Γουίλσον «I La Galigo» με ένα καστ 53 Ινδονήσιων ηθοποιών.
Από τη δημιουργία του, το Watermill ενθαρρύνει την έρευνα στις παραστατικές τέχνες, παρέχοντας σε νέους και ανερχόμενους καλλιτέχνες ένα μοναδικό περιβάλλον για δημιουργία και εξερεύνηση του θεάτρου και όλων των μορφών τέχνης, αναπτύσσοντας ένα ισχυρό παγκόσμιο δίκτυο που υπερβαίνει την ηλικία, την εμπειρία, το κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο. Το Watermill υποστηρίζει έργα που ενσωματώνουν διαφορετικά είδη και μορφές τέχνης, σπάνε τις παραδοσιακές μορφές αναπαράστασης και αναπτύσσουν δημοκρατικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις. Εκεί στεγάζεται η συλλογή έργων τέχνης του Γουίλσον, ενώ βιβλία, φωτογραφίες, ταινίες και άλλα έγγραφα από το αρχείο του είναι ανοιχτά σε ερευνητές και καλλιτέχνες.
«Το θέατρο είναι κάτι ζωντανό, οπότε είναι πάντα συναρπαστικό. Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, αυτός ο κίνδυνος ότι κάτι μπορεί να αποτύχει, κάτι μπορεί να μη λειτουργήσει», έλεγε ο Μπομπ Γουίλσον και συχνά ανέφερε μια φράση της Diana Vreeland: «Κάποιες χρονιές σε αγαπούν και κάποιες άλλες σε μισούν. Δεν έχει σημασία: απλώς συνέχισε να δουλεύεις!»
Πηγές: Μatt & Andrej Koymasky, Famous GLTB – Robert Wilson, The Talks, Robert Wilson in Absolute Wilson: The Biography, Robert Wilson.com