Η δημοσιογράφος Μέρι Χάρινγκτον αφηγείται πως όταν ήταν παιδί τη δεκαετία του 1980, πριν από τα smartphone, οι γονείς της την έστειλαν σε σχολείο Waldorf στην Αγγλία, όπου τότε οι γονείς ενθαρρύνονταν να περιορίζουν την τηλεθέαση των παιδιών και να δίνουν έμφαση στην ανάγνωση, στη βιωματική μάθηση και στο παιχνίδι σε εξωτερικούς χώρους.
Παρότι τότε η ίδια αντιδρούσε σε αυτούς τους περιορισμούς, σήμερα αναγνωρίζει πως είχαν δίκιο: δεν παρακολουθεί πολύ τηλεόραση και εξακολουθεί να διαβάζει αρκετά. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, μια πιο ύπουλη και εθιστική μορφή τεχνολογίας κυριαρχεί, αυτή του διαδικτύου μέσω των smartphones. Η ίδια παρατηρεί πως πλέον χρειάζεται να βάζει το κινητό της σε άλλο δωμάτιο, αν θέλει να συγκεντρωθεί για παραπάνω από λίγα λεπτά.
Η Μέρι αναφέρει πως, από τότε που ανακαλύφθηκαν οι δοκιμασίες ευφυΐας πριν από περίπου έναν αιώνα, τα διεθνή αποτελέσματα αυξάνονταν σταθερά στο φαινόμενο που ονομάζεται «Εφέ Φλιν». Παρ‘ όλα αυτά, πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως η ικανότητά μας να εφαρμόζουμε αυτή την ευφυΐα – ιδίως μέσα από την ανάγνωση και το βάθος σκέψης – μειώνεται σταδιακά, με ορισμένες χώρες να παρουσιάζουν πτώση στον αλφαβιτισμό, ιδιαίτερα στις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες και στα παιδιά.
Η ίδια επισημαίνει, αναφερόμενη και σε έρευνες, ότι η εξάπλωση της χρήσης smartphone οδηγεί σε μια νέα «μετα-αναγνωστική» κουλτούρα, όπου τα μέσα ενημέρωσης καταναλώνονται κυρίως μέσω εικόνων και σύντομων βίντεο, αποφεύγοντας το πυκνό κείμενο. Παρατηρεί επίσης πως η υπερβολική χρήση αυτών των συσκευών σχετίζεται με συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής (ADHD) σε έφηβους, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ενηλίκων υποψιάζεται πως πάσχει από αυτήν την κατάσταση.
Η Μέρι αναφέρει πως λόγω αυτών των αλλαγών, οι εκπαιδευτικοί αναθέτουν λιγότερα ολόκληρα βιβλία και ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όπως δείχνουν τα στοιχεία στις ΗΠΑ, δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο μέσα στον χρόνο.
Τονίζει πως αυτή η αλλαγή δεν είναι απλά θέμα ατομικής ευθύνης, αλλά ότι η «μετα-αναγνωστική» κουλτούρα ενισχύει μια νέα μορφή κοινωνικής ανισότητας, καθώς τα παιδιά από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα περνούν περισσότερο χρόνο μπροστά στις οθόνες, με αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη γνωστικών δεξιοτήτων.
Η δημοσιογράφος εξηγεί πως η βαθιά ανάγνωση είναι μια δεξιότητα που δεν είναι έμφυτη αλλά μαθαίνεται και απαιτεί προσπάθεια. Αναφέρεται στο έργο της ειδικού Maryanne Wolf, που δείχνει πως η «ειδική ανάγνωση» μακρού κειμένου αναδομεί τον εγκέφαλο, βελτιώνει το λεξιλόγιο και την ικανότητα συγκέντρωσης, λογικής και βαθιάς σκέψης – δεξιότητες που, στην ιστορία, συνέβαλαν στην ανάδυση της επιστήμης, της ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας.
Σε αντίθεση, η χρήση των ψηφιακών μέσων διαμορφώνει μοτίβα εγκεφαλικής λειτουργίας βασισμένα στην επιφανειακή κατανάλωση σύντομου και αποσπασματικού περιεχομένου, όπως επισημαίνει και ο Cal Newport στο βιβλίο του «Deep Work». Η κουλτούρα των social media κλιμακώνει τον εθισμό και μειώνει την προσοχή σε βάθος ανάγνωσης.
Η Μέρι εξισώνει αυτή την κατάσταση με την επίδραση των πρόχειρων τροφών σε κοινωνίες, αναδεικνύοντας πως το ψηφιακό «junk food» ωθεί στη δημιουργία ενός χάσματος μεταξύ των πλουσιότερων που μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους και των φτωχότερων που εκτίθενται περισσότερο.
Τελικά, επισημαίνει πως όσο οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε έναν κόσμο απαλλαγμένο από την ανάγκη για συγκέντρωση και βαθιά σκέψη, αναμένεται μια κοινωνική πόλωση μεταξύ μιας μικρής ελίτ που καλλιεργεί τον «βαθύ» γραμματισμό και μιας μεγάλης «μετα-αναγνωστικής» μάζας με μειωμένη νοητική διαύγεια.
Προβλέπει ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ικανότητα των πολιτών να συμμετέχουν σε ορθολογικούς δημόσιους διαλόγους, αυξημένη πολιτική φυγοκεντρότητα και ευπάθεια σε δημαγωγούς και θεωρίες συνωμοσίας.
Καταλήγει πως η ικανότητα ελέγχου και αντίστασης σε αυτή τη νέα πραγματικότητα συνήθως ανήκει σε ελίτ κοινωνικές ομάδες, ενώ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μένει ευάλωτο σε χειραγώγηση και διαφθορά, ενισχύοντας περαιτέρω τις κοινωνικές ανισότητες.
Με πληροφορίες από New York Times