ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1970, ο αγώνας για να αποφύγει την χρεοκοπία ήταν μόνο ένα από τα προβλήματα της Νέας Υόρκης, όπως θα θυμάται όποιος περπατούσε στους γεμάτους εγκληματικότητα και σκουπίδια δρόμους της πόλης εκείνες τις μέρες. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο κάτοικοι έφυγαν κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας, άλλοι ως θύματα της ανεργίας, άλλοι φοβούμενοι για την ασφάλειά τους. Ωστόσο, μια δημογραφική ομάδα παρουσίαζε σημαντική αύξηση: οι νέοι καλλιτέχνες που ξαφνικά διαπίστωσαν ότι η στέγαση ήταν προσιτή και η καθημερινότητα δεν ήταν τόσο τρομακτική αν πίστευες ότι άξιζε το ρίσκο.
Ανάμεσά τους ήταν τρεις νεαροί μουσικοί ενός σχήματος με το όνομα Talking Heads, το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στις 5 Ιουνίου 1975 στη μικρή σκηνή του θρυλικού CBGB στο Lower East Side του Μανχάταν. Ήταν τόσο διαφορετικοί από ένα τυπικό ροκ γκρουπ όσο ένα φτέρνισμα από έναν τυφώνα. Η μπασίστρια Tina Weymouth φαινόταν ιδιαίτερα αβέβαιη για τον εαυτό της, πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη, αφού έπαιζε για λιγότερο από έξι μήνες. Οι δεξιότητες του ντράμερ Chris Frantz ήταν στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδεις, όπως και εκείνες του τραγουδιστή-κιθαρίστα David Byrne – όταν ο Byrne άνοιγε το στόμα του για να τραγουδήσει, όπως είχε πει τότε ένας κριτικός, «η φωνή του υψώνεται σαν να είναι έτοιμος να φωνάξει στη μητέρα του».
Ο Harrison μπορεί να προσέδωσε βαρύτητα στον μινιμαλιστικό ήχο του συγκροτήματος, αλλά ήταν η άφιξη του παραγωγού Brian Eno που τους μετέτρεψε από τους αγαπημένους των μικρών κλαμπ της Νέας Υόρκης σε διεθνή αστέρια.
Το διεισδυτικό βιβλίο «Burning Down the House» του Jonathan Gould παρακολουθεί το συγκρότημα από τις αδέξιες πρώτες μέρες του μέχρι το είδος εκείνο της μεθυστικής επιτυχίας που συνήθως έρχεται με μια σειρά από δικά της προβλήματα. Τα τρία μέλη του γκρουπ είχαν γνωριστεί στο Rhode Island School of Design και ο Byrne θυμάται ότι αρχικά ήταν «λιγότερο μια μπάντα παρά ένα περίγραμμα για μια μπάντα», καθώς σκάρωναν ιδιόρρυθμα τραγούδια και φορούσαν ρούχα που έμοιαζαν σαν να τα είχαν διαλέξει οι μαμάδες τους.

Παραδόξως, η αμήχανη παρουσία τους απεδείχθη ένα σημαντικό κομμάτι της γοητείας τους. Δεδομένου ότι η Weymouth είχε μάθει μόλις πρόσφατα να παίζει μπάσο, κοιτούσε διαρκώς επί σκηνής τον Byrne με τέτοια ένταση σα να υποδηλώνει στο κοινό ότι ήταν κάποιος που άξιζε πραγματικά να τον παρακολουθεί κανείς. Μέσα σε ένα χρόνο, στο γκρουπ προστέθηκε ο Jerry Harrison, ο οποίος είχε θητεύσει στους Modern Lovers και επίσης είχε κάνει μαθήματα πιάνου όταν ήταν παιδί. Το παίξιμό του στα πλήκτρα και την κιθάρα «πύκνωσε» τον ήχο του συγκροτήματος, για να χρησιμοποιήσουμε την όρο του Gould, μετατοπίζοντας τους Talking Heads από την «ανήσυχη ένταση ενός κιθαριστικού τρίο» στο τέμπο και το ύφος της soul και της funk ιδιοσυγκρασίας.
Ο Harrison μπορεί να προσέδωσε βαρύτητα στον μινιμαλιστικό ήχο του συγκροτήματος, αλλά ήταν η άφιξη του παραγωγού Brian Eno που τους μετέτρεψε από τους αγαπημένους των μικρών κλαμπ της Νέας Υόρκης σε διεθνή αστέρια. Ο Gould υποστηρίζει ότι ο Eno «ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τον τραγουδιστικό ήχο του τραγουδιού παρά για το νόημα αυτού που τραγουδιέται», οπότε υποβάθμιζε την προεξέχουσα θέση των φωνητικών στην τελική μίξη ενός τραγουδιού. Η προσέγγιση του Eno είχε ιδιαίτερη απήχηση για τον ηγέτη του συγκροτήματος, και οι ολοκαίνουργιοι Heads απέκτησαν μια ζωτικότητα που τροφοδοτήθηκε από τη νέα προσωπικότητα που κατοχύρωσε ο David Byrne: «Το φωνητικό ύφος του Byrne», γράφει ο Gould, «είναι αυτό ενός ανθρώπου που τρομοκρατείται από τη νέα εμπειρία, αλλά έχει εμμονή με την ανάγκη να βουτήξει στα βαθιά έτσι κι αλλιώς».

Ο Eno ξεκίνησε τη συνεργασία του με τους Talking Heads το 1978, όταν έκανε την παραγωγή του δεύτερου άλμπουμ τους, «More Songs About Buildings and Food», και συνέχισε με την παραγωγή δύο ακόμη άλμπουμ που περιλάμβαναν μερικά από τα χαρακτηριστικά τραγούδια του γκρουπ: Το «Life During Wartime», το οποίο περιλαμβάνει τον στίχο «This ain't no party, this ain't no disco, this ain't no foolin' around», ο οποίος αποτυπώνει την αγωνία της εποχής για την αστική παρακμή και την πολιτική αναταραχή, και το «Once in a Lifetime», ένα κομμάτι που ο Eno διαμόρφωσε μέσω της επανάληψης και της διαστρωμάτωσης ήχων, προσθέτοντας grooves και πολυρυθμικά μοτίβα από Αφρικανούς καλλιτέχνες όπως ο Fela Kuti. Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια των Talking Heads δεν κατάφεραν να μπουν στο Top 100 του Billboard, παρόλο που έφεραν στο συγκρότημα αναγνώριση στην πρώιμη εποχή του MTV και σήμερα περιλαμβάνονται σε λίστες με τα καλύτερα τραγούδια του σύγχρονου ροκ. Όπως είχε πει ο Harrison στο απόγειο της φήμης του συγκροτήματος, «είμαστε περισσότερο διάσημοι παρά επιτυχημένοι».
Σταδιακά, ο δεσμός που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Byrne και τον Eno, αλλά και οι προσωπικές φιλοδοξίες και μονομανίες του ηγέτη του γκρουπ, έσπρωξαν τους άλλους τρεις στο περιθώριο. Χωρίς τον Byrne, όμως, δεν θα υπήρχαν οι Talking Heads. Οι Talking Heads πέτυχαν επειδή ο ηγέτης τους έδωσε σάρκα και οστά στην ιδέα ότι «η δημιουργικότητα πηγάζει από το μαρτύριο - το μαρτύριο, στην περίπτωσή του, ενός ισόβιου αγώνα να κατανοήσει έναν κόσμο του οποίου τα περιγράμματα, τα ήθη και τα έθιμα ήταν συχνά ένα μυστήριο γι' αυτόν».
Talking Heads - Once in a Lifetime (Official Video)
Με στοιχεία από The Washington Post