Οι επιθέσεις του Ισραήλ στο Ιράν απειλούν να διακόψουν τις κρίσιμες εμπορικές σχέσεις της Κίνας με βασικούς προμηθευτές πετρελαίου, αναδεικνύοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία και κλονίζοντας τις φιλοδοξίες του Πεκίνου για μεγαλύτερο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Εδώ και χρόνια, η Κίνα αξιοποιεί τη σχέση της με το Ιράν για να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, καθιστώντας το φθηνό ιρανικό αργό, καθώς και τις ευρύτερες παροχές από τον Κόλπο, ακρογωνιαίο λίθο στο ενεργειακό μείγμα της μεγαλύτερης χώρας-αγοραστή πετρελαίου. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δήλωσε αυτήν την εβδομάδα ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο Ισραήλ-Ιράν θα πρέπει «το συντομότερο να εργαστούν για την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης». Η Κίνα υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στις «κανονικές εμπορικές σχέσεις» με το Ιράν και αντιτάχθηκε στις κυρώσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
«Προφανώς, η Κίνα ανησυχεί [από τις τελευταίες επιθέσεις]», είπε ο Γενταλιάχ Άφτερμαν από το Ινστιτούτο Διπλωματίας Abba Eban. «Αν αυτή η κατάσταση συνεχίσει να κλιμακώνεται, χάνουν πολλά, τόσο στην ενεργειακή ασφάλεια όσο και στο Ιράν ως στρατηγική κάρτα που κρατά η Κίνα».
Από τότε που οι κυρώσεις των ΗΠΑ στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ενισχύθηκαν στα τέλη του 2018, το Πεκίνο και η Τεχεράνη εμβάθυναν τη συνεργασία τους. Η Κίνα έγινε πλέον ο σημαντικότερος οικονομικός πυλώνας για την Τεχεράνη, αγοράζοντας τη συντριπτική πλειονότητα των εξαγωγών πετρελαίου και προμηθεύοντας ηλεκτρονικά, οχήματα, μηχανήματα και εξοπλισμό πυρηνικής ενέργειας. Πέρυσι, έως και το 15% του ιρανικού αργού που εξήχθη στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου προήλθε από την Κίνα. Συνολικά, η χώρα εισήγαγε περίπου 11,1 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως. Οι κινεζικές αγορές ιρανικού αργού αυξήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2023 και ’24, αλλά άρχισαν να μειώνονται στα τέλη του 2024, καθώς αυξήθηκε ο κίνδυνος νέων αμερικανικών κυρώσεων, σύφωνα με δεδομένα των Kpler και Bernstein.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, το Ιράν εξήγαγε 2,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα – εκ των οποίων η Κίνα παραλάμβανε 1,6 εκατ. Από τον Απρίλιο τα φορτία μειώθηκαν σε 2,1 εκατ., με την Κίνα να λαμβάνει 740.000 βαρέλια. Η Μαλαισία συμμετέχει επίσης σημαντικά, με τα φορτία να «αλλάζουν επωνυμία εκ νέου» ή να μεταφέρονται για να αποφευχθούν κυρώσεις. Οι αναλυτές της Fitch Ratings τονίζουν ότι, «ακόμα κι αν χαθούν ολοσχερώς οι ιρανικές εξαγωγές, υπάρχει διαθέσιμη εφεδρική χωρητικότητα από παραγωγούς του OPEC+».
Ωστόσο, μια πιο σοβαρή διαταραχή θα ήταν ο αποκλεισμός του Στενού του Oρμούζ, που μετέφερε δισεκατομμύρια δολάρια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο από κράτη του Κόλπου (όπως η Σαουδική Αραβία – ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής της Κίνας μετά τη Ρωσία). Η Κίνα δεν δημοσιεύει επίσημα τα αποθέματα στρατηγικού πετρελαίου, αλλά η Michal Meidan (Oxford Institute of Energy Studies) τα εκτιμά σε κάλυψη 90–100 ημερών. Η εξάρτηση από το σαουδαραβικό πετρέλαιο ενισχύεται: πάνω από 25% της εισαγόμενης από την Κίνα LNG προερχόταν πέρυσι από Κατάρ & ΗΑΕ, με 15 συμβόλαια LNG σε ισχύ. Οι εισαγωγείς κινδυνεύουν να αναγκαστούν σε spot αγορά με υψηλότερα τιμολόγια.
Για την Κίνα η κρίση Ισραήλ–Ιράν έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή ενεργειακού μετασχηματισμού. Η χώρα, παραδοσιακά ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου, υπό τον Σι αυξάνει τον ρυθμό ενεργειακής αυτοδυναμίας, μέσω ανανεώσιμων και ηλεκτροκίνησης. Η παραγωγή από ηλιακή και αιολική ενέργεια έφτασε το 56% της εγκατεστημένης ισχύος πέρυσι, από περίπου 33% πριν μια δεκαετία. Σύμφωνα με τον Neil Beveridge (Bernstein), το βασικό δίδαγμα για την κυβέρνηση Σι είναι να εντείνει ακόμη περισσότερο την πορεία προς την ενεργειακή αυτάρκεια. «Αν δεν προχωρούσε αρκετά γρήγορα πριν, πλέον θα επιταχυνθεί». Βραχυπρόθεσμα, η Κίνα μπορεί να επωφεληθεί καθώς η προσοχή της Ουάσινγκτον επικεντρώνεται στη Μέση Ανατολή. Μακροπρόθεσμα όμως, η αποδυνάμωση του Ιράν θα υπονομεύσει τη διπλωματική επιρροή του Πεκίνου στην περιοχή και θα μπλοκάρει την προσπάθειά του να προβάλει τον εαυτό του ως ενδιάμεσο σε παγκόσμιες συγκρούσεις.
Το 2021 υπεγράφη 25ετές πρόγραμμα συνεργασίας Κίνας–Ιράν. Το Ιράν εντάχθηκε επίσης στην πρωτοβουλία Σαγκάης το 2023, τμήμα της στρατηγικής του Πεκίνου να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη δύναμη και να προσφέρει εναλλακτική στα δυτικά θεσμικά όργανα. Το Πεκίνο διαμεσολάβησε πρόσφατα και στη συμφωνία Σαουδικής Αραβίας–Ιράν, ενώ έστειλε δωδεκάλογη ειρηνευτική πρόταση για τον πόλεμο Ουκρανίας–Ρωσίας. Παρόλα αυτά, παραμένει επιφυλακτικό: όπως συνέβη με τη Συρία, η κινεζική διπλωματία έχει όρια παρέμβασης στις περιφερειακές κρίσεις.
Η Τζίνγκντονγκ Γιουάν (SIPRI) χαρακτηρίζει στάση Πεκίνου «ρητορικά υποστηρικτική σε χώρες που θεωρούνται θύματα δυτικής πίεσης ή αδικίας, αλλά στην πράξη πάντα προσεκτική». Η Κίνα ανησυχεί επίσης για τους συμμάχους της, όπως η Σαουδική Αραβία: «Η κατάρρευση του ιρανικού συστήματος (…) δεν είναι καλή είδηση για την Κίνα», λέει η Γιουν Σαν (Stimson Center). «Σημαίνει έμμεσα επέκταση της αμερικανικής επιρροής».
Με πληροφορίες από Financial Times