ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ σε άθλια οικονομική κατάσταση, δέχεται την πρόσκληση ενός άντρα με τεράστια περιουσία, του γερμανού βιομηχάνου Αλεξάντερ φον Μπρίκεν, να μεταπλάσει σε μυθιστόρημα την ιστορία που εκείνος προτίθεται να του διηγηθεί ενώ θα τον φιλοξενεί στον πύργο του στη Βαυαρία. Αποσυρμένος εδώ και δυο δεκαετίες από το προσκήνιο, ο εβδομηντάχρονος κροίσος με το παρατσούκλι «Μέγας Αλέξανδρος», επιθυμεί πριν πεθάνει να καταστήσει δημόσιο κάτι πολύ προσωπικό, κάτι που έχει καταχωρηθεί ως έγκλημα στη συνείδησή του. Θύμα του εγκλήματος, η Σόφι, μονοχοκόρη βιοπαλαιστών, ο παιδικός του έρωτας από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έρωτας που, μια ζωή, έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτος. Και θύτης –ποιος άλλος;– ο ίδιος.
Aυτό είναι το πρόσχημα του Χέλμουτ Κράουσερ για να ξετυλίξει την πλοκή του «Έρως» (μτφρ. Ευαγγελία Τόμπορη, Ίνδικτος, 2008): ενός μυθιστορήματος όπου, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθεί κανείς το χρονικό μιας απίστευτης εμμονής, παράλληλα με την περιπέτεια της πατρίδας του Κράουσερ από το 1944 ως το γκρέμισμα του βερολινέζικου Τείχους. Πρόκειται για το μοναδικό και δυσεύρετο πια μυθιστόρημα του εξηντάχρονου συγγραφέα που έχει δημοσιευτεί στα ελληνικά, «το πιο δυνατό, το πιο ευαίσθητο και το πιο ποιητικό» απ' όλα του, σύμφωνα με τον ομότεχνό του –και γνωστό στα μέρη μας– Ντάνιελ Κέλμαν.
«Δεν υπήρξε ποτέ κάτι όμορφο στη ζωή μου, εκτός από τη Σόφι», παραδέχεται ευθύς εξαρχής ο φον Μπρίκεν στον –πάντα ανώνυμο– συνομιλητή του. «Ήταν κάτι περισσότερο από ένα οποιοδήποτε κορίτσι, ήταν η μοναδική πηγή υψηλής ομορφιάς. Κάτι που ήθελα να έχω, να απολαύσω, αλλά που ποτέ δεν ήθελα να βεβηλώσω κατέχοντάς το άχαρα…».
Ο δρόμος προς την κόλαση είναι σπαρμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Το αντικείμενο της λατρείας του μεγαλοβιομηχάνου δεν ήταν γραφτό να ευτυχήσει. Στο λυκόφως της ζωής του, ο αφοσιωμένος προστάτης-κυνηγός της Σόφι βλέπει πως το πάθος του μόνο δυστυχία έφερε και σ’ εκείνη και στον ίδιο.
Μεγαλωμένος μέσα σε χρυσό κλουβί ως γόνος οικογένειας εργοστασιαρχών με αμφίθυμες σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς, ο φον Μπρίκεν, λίγο πριν καταρρεύσει το μέτωπο, γίνεται μάρτυρας της αυτοκτονίας των γονιών του και μ' έναν μυστηριώδη τρόπο καταλήγει ως αγνοούμενος σε νοσοκομείο της Ιταλίας, δίχως μνήμη και φωνή. Ώσπου να τις επανακτήσει, ο πόλεμος έχει τελειώσει. Κι ο ίδιος, έχοντας διεκδικήσει μ’ επιτυχία από τους σφετεριστές την πατρική του κληρονομιά, βάζει σκοπό της ζωής του να εντοπίσει το κορίτσι που του είχε κλέψει την καρδιά όταν στριμώχνονταν πλάι πλάι στα αντιαεροπορικά καταφύγια, αυτό που για μία και μοναδική φορά είχε δεχτεί –με το αζημίωτο–να τον φιλήσει. Μισθώνει, λοιπόν, έναν ολόκληρο λόχο για να βρει τα χνάρια της Σόφι.

Η έρευνα, αν και πολύχρονη, έχει αίσιο τέλος, αλλά όταν φτάνει η στιγμή που την ξανασυναντά, διαπιστώνει πως η κοπέλα αντιμετωπίζει τα αισθήματά του με αποστροφή, τρέχοντας έντρομη μακριά του. Την αφήνει. Επί χρόνια, ωστόσο, οι μισθοφόροι του θα την κατασκοπεύουν, θα επηρεάζουν τις κινήσεις της και θα την βοηθούν όχι για να βιοποριστεί απλώς, αλλά και για να ξεφεύγει από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Γιατί, όσο διάστημα ο φον Μπρίκεν έπαιζε μαζί της τον «Θεό», η Σόφι δραστηριοποιούνταν στη Γερμανική Σοσιαλιστική Φοιτητική Ένωση συμμετέχοντας ψυχή τε και σώματι στα κινήματα διαμαρτυρίας κι αμφισβήτησης του ΄60 και του ΄70.
Ήταν τέτοια η ριζοσπαστικοποίησή της –λες κι υπήρχε μια μαύρη τρύπα μέσα της που έπρεπε να γεμίσει– ώστε καταλήγει να ληστεύει τράπεζες για «ιερό σκοπό», συστρατευμένη με ακροαριστερές τρομοκρατικές ομάδες. Μέχρι που οι σύντροφοί της, σε αγαστή συνεργασία με τη Στάζι, την ωθούν να περάσει τα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απ’ όπου θα τη γλιτώσει γι’ άλλη μια φορά ο φον Μπρίκεν, σκηνοθετώντας τον θάνατό της. «Γλιτώσει», τρόπος του λέγειν, καθώς μιλάμε πια για μια γυναίκα στερημένη από χυμούς, μόνη κι αποπροσανατολισμένη.
Ο δρόμος προς την κόλαση είναι σπαρμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Το αντικείμενο της λατρείας του μεγαλοβιομηχάνου δεν ήταν γραφτό να ευτυχήσει. Στο λυκόφως της ζωής του, ο αφοσιωμένος προστάτης-κυνηγός της Σόφι βλέπει πως το πάθος του μόνο δυστυχία έφερε και σ’ εκείνη και στον ίδιο. Ή μήπως όλα όσα αφηγείται επί οχτώ μέρες στον φιλοξενούμενό του δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας του, η δική του, έστω, εκδοχή της αλήθειας;
Γυρνώντας με ανυπομονησία τις σελίδες του «Έρως», δύσκολα απαλλάσσεσαι από την αμφιβολία. Όπως κι αν έχει, όμως, μέσα από αυτό το κολάζ του Χέλμουτ Κράουσερ, όπου η αφήγηση του ανώνυμου συγγραφέα εναλλάσσεται με τον απομαγνητοφωνημένο λόγο του φον Μπρίκεν και με αποσπάσματα από κλεμμένα ημερολόγια της κοπέλας, επανέρχονται μοτίβα που σ’ αιχμαλωτίζουν: ο έρωτας ως ψευδαίσθηση και ως εμμονή, το χρήμα ως πηγή παντοδυναμίας αλλά και μοναξιάς και καχυποψίας, η πολιτική δράση ως καταφύγιο αλλά και καταστροφή, η Ιστορία η ίδια ως παγίδα.