ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ, καρποί πολύχρονης κι ενδελεχούς έρευνας, που δεν αφήνουν στιγμή του βιογραφούμενου ανέγγιχτη και θυμίζουν πανεπιστημιακά διδακτορικά. Υπάρχουν όμως και άλλες που, χωρίς να στέκονται στις λεπτομέρειες, αποτυπώνουν στις σελίδες τους όλο το εύρος της προσωπικότητας με την οποία καταπιάνονται, κορφολογώντας από τον βίο και το έργο τους τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά. Τέτοιου είδους βιογραφία είναι αυτή που υπέγραψε ο Άντονι Μπέρτζες (1917-1993) –ο Βρετανός στον οποίο χρωστάμε το περίφημο «Κουρδιστό πορτοκάλι» που μετέφερε ο Κιούμπρικ στο σινεμά– για τον κορυφαίο ομότεχνό του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Πλημμυρισμένο από φωτογραφικό υλικό, το βιβλίο «Έρνεστ Χέμινγουεϊ - Μια ζωή σαν μυθοπλασία», αν και γραμμένο από το 1977, στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2006 από τον Καστανιώτη, σε μετάφραση Κωστή Καλογρούλη, ταυτόχρονα με την επανέκδοση από τον ίδιο οίκο δυο μυθιστορημάτων του Αμερικανού νομπελίστα, του θρυλικού «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» και του λιγότερο γνωστού «Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα», για τα οποία ο Μπέρτζες φωτίζει με μαστοριά κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκαν.
Ωμό, αντικειμενικό, «αντι-λογοτεχνικό». Αυτό ήταν το τυπικό ύφος του Χέμινγουεϊ, ο οποίος, αν και δέχτηκε πυρά από την αμερικανική αριστερά ως «ουδέτερος ηδονιστής», παρέμεινε δεσμευμένος στο μοναδικό δικαίωμα του συγγραφέα «να παρουσιάζει τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι, χωρίς ιδεολογικό χρωματισμό».
Ακόμα κι αν ο Χέμινγουεϊ (1899-1961) ήταν «ένα μικρόσωμο απολειφάδι, ασθματικό και φθισικό, που ζούσε τη φαντασίωση του δυνατού άντρα στη λογοτεχνία που παρήγαγε», ακόμα και τότε, υπογραμμίζει ο Μπέρτζες, θα εξακολουθούσε να είναι ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Όμως, δεν ήταν απολειφάδι. Ήταν ψηλός, ευρύστερνος και φωνακλάς, πολεμιστής, κυνηγός, ψαράς και πότης. Και από την εποχή που, παλικαράκι ακόμα, αναλάμβανε τα πρώτα δημοσιογραφικά του καθήκοντα στην εφημερίδα «Kansas City Star», στόχος του ήταν ν’ αφαιρέσει «την αισθητική κλίση της γλώσσας από τις παραδοσιακές της θέσεις στο κεφάλι και την καρδιά και να τη συνάψει στα νεύρα και τους μυς»…

Ωμό, αντικειμενικό, «αντι-λογοτεχνικό». Αυτό ήταν το τυπικό ύφος του Χέμινγουεϊ, ο οποίος, αν και δέχτηκε πυρά από την αμερικανική αριστερά ως «ουδέτερος ηδονιστής», παρέμεινε δεσμευμένος στο μοναδικό δικαίωμα του συγγραφέα «να παρουσιάζει τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι, χωρίς ιδεολογικό χρωματισμό».

Πράγματι, στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, ο Χέμινγουεϊ κυνηγούσε λιοντάρια και ξιφίες και πήγαινε σε ταυρομαχίες, αλλά δεν είχε γράψει τίποτε υπέρ των χιλιάδων θεωριών των επαναστατών. Ως το 1936 που ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος, είχε υπάρξει εθελοντής στον Α' Παγκόσμιο, όπου και τραυματίστηκε, είχε καλύψει δημοσιογραφικά τη Μικρασιατική Καταστροφή, είχε ζήσει από κοντά τους λαμπρούς εκπροσώπους της «χαμένης γενιάς» στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, είχε ήδη δυο γάμους πίσω του και βιβλία σαν τα «Κι ο ήλιος ανατέλλει» και «Αποχαιρετισμός στα όπλα», ενώ η δημόσια εικόνα του ήταν ενός φιλικού, μαυρισμένου και μυώδη νταή, έτοιμου να επιδεικνύει ασταμάτητα τον ανδρισμό του. Κάτι που «δεν αποτελεί βασικό γνώρισμα των αυθεντικά ανδροπρεπών», όπως παρατηρεί ο Μπέρτζες, πάντα επιφυλακτικός μπροστά στη «φιλοσοφία του ηρωισμού» που καλλιέργησε ο Χέμινγουεϊ για όλη του τη ζωή, ως την εθελούσια έξοδό του.
Τον Δεκέμβριο του 1936, ωστόσο, ο Χέμινγουεϊ γνωρίζει μια ευφυή, πολιτικοποιημένη και κατάξανθη δημοσιογράφο, τη Μάρθα Γκέλχορν και, παρασυρμένος από την έλξη που του ασκεί, ταξιδεύει μαζί της στη φλεγόμενη Ισπανία για να καλύψει δημοσιογραφικά τα γεγονότα. Στη Μάρθα, μια γυναίκα που ουδέποτε προθυμοποιήθηκε να τον κανακέψει και η οποία έγινε η τρίτη σύζυγός του, είναι αφιερωμένο το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» (1940), το δημοφιλέστερο από τα μυθιστορήματά του, που προέκυψε από την εμπειρία του εκεί. Κι ενώ ήταν αφοσιωμένος στο πλευρό των Δημοκρατικών, ο Χέμινγουεϊ παρέμεινε γι’ άλλη μια φορά «ο αντικειμενικός καλλιτέχνης που σκιαγραφεί τις ανθρώπινες αδυναμίες αυτού που οι αριστεροί προπαγανδιστές ήθελαν να βλέπουν να παρουσιάζεται ως αδιάφθορος και λαμπρός ιπποτισμός».

Στο «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου), παρακολουθούμε τέσσερις μέρες από τη ζωή ενός Αμερικανού εθελοντή που έχει σταλεί για ν’ ανατινάξει μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα στα δάση γύρω από τη Σεγκόβια. Τέσσερις μέρες, την άνοιξη του 1937, στη διάρκεια των οποίων, στρατευμένος στον αγώνα ενάντια στον φασισμό και με τον θάνατο να ελλοχεύει γύρω του, θα γίνει ένα με την ομάδα των ανταρτών, μοιραζόμενος τη φιλία, τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες τους, και βιώνοντας ταυτόχρονα έναν συγκλονιστικό έρωτα για μια πανέμορφη και βασανισμένη κοπέλα. Η απόπειρα του Χέμινγουεϊ να πει την αλήθεια για τον έρωτα, τον πόνο και το θάρρος σε μια παραδοσιακή, υψηλή, ρομαντική κλίμακα, βρήκε τεράστια απήχηση και στο κοινό και στην κριτική, ενώ αντίστοιχη ανταπόκριση γνώρισε και η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου με πρωταγωνιστές τους Γκάρι Κούπερ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Κατίνα Παξινού, η οποία, ερμηνεύοντας την εκρηκτική αντάρτισσα Πιλάρ, απέσπασε Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου.
Το «Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος) που ακολούθησε (1950), το αμέσως επόμενο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Χέμινγουεϊ, ύστερα από μια δεκαετία συγγραφικής απραξίας, είναι κι αυτό αντλημένο από τα βιώματά του. Ευτυχισμένος στα πενήντα του με τον τέταρτο πια γάμο του, αλλά «ξοφλημένη λογοτεχνική δύναμη για τους θαυμαστές του», σύμφωνα με τον Μπέρτζες, επέστρεψε στην Ευρώπη, για την ακρίβεια στη Βενετία, από ανάγκη να ερεθίσει τη δημιουργική φαντασία του. Εκεί, στη σχέση του μ’ ένα δεκαεννιάχρονο αιθέριο κορίτσι, την Αντριάνα Ίβανσιτς, βρήκε την αναζωογονητική σπίθα μιας σχέσης με μια υποκατάστατη κόρη. Κι ενώ η στάση του απέναντί της έμοιαζε να είναι εντελώς πατρική, την έκανε ηρωίδα ενός μυθιστορήματος με έντονο το αιμομικτικό ερωτικό στοιχείο: ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα για τον τελευταίο ερωτικό σπασμό ενός κουρασμένου μαχητή, ενός συνταγματάρχη που ερωτεύεται με πάθος μια νεαρή Ιταλίδα κόμισσα και γεύεται από τα νιάτα της στο τελευταίο Σαββατοκύριακο της ζωής του.