ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’90, ο διευθυντής του «Granta» −ενός από τα πιο σεβάσμια και επιδραστικά λογοτεχνικά περιοδικά στον αγγλόφωνο κόσμο− δήλωνε σε συνέντευξή του: «Ανάμεσα σ’ εκείνους που θα ξεχωρίσουν την επόμενη δεκαετία, πρέπει να υπολογίζουμε και τον Τζόναθαν Κόου, συγγραφέα ενός καταπληκτικού μυθιστορήματος πάνω στα χρόνια της Θάτσερ, με τίτλο “Τι ωραίο πλιάτσικο!”».
Από την παραπάνω δήλωση πληροφορήθηκε ο Νίκος Γκιώνης των εκδόσεων Πόλις την ύπαρξη του Βρετανού συγγραφέα κι έσπευσε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα αυτού του μεταμοντέρνου βιβλίου, του τέταρτου στη σειρά μυθιστορήματος του Κόου. Άρτια κατασκευασμένη σύνθεση που δεν μπάζει από πουθενά και αποκαλυπτικό ταυτόχρονα ρεπορτάζ για τη βρετανική κοινωνία, το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» κυκλοφόρησε εδώ το 1997 ενώ είχε ήδη σαρώσει τα βραβεία και αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και στη Γαλλία. Και, καθώς τα τελευταία χρόνια ήταν εξαντλημένο, μόλις επανεκδόθηκε στη γνωστή μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου.
Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Κόου, «απ’ οποιοδήποτε μυθιστόρημα λείπει το χιούμορ, λείπει ταυτόχρονα και ένα μέρος της ίδιας της ζωής, λείπουν η ειρωνεία της τύχης και οι συμπτώσεις που ταλανίζουν τις ζωές μας, και τελικά οι υπηρεσίες που προσφέρουν αυτού του είδους τα μυθιστορήματα στον αναγνώστη είναι πλημμελείς».
Πιστό στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος και ταυτόχρονα ανατρεπτικό, το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» είναι μια σάτιρα της βρετανικής άρχουσας τάξης που διαβάζεται μονορούφι. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη διεθνή σκηνή δεσπόζει ο πόλεμος του Κόλπου, τα μίντια έχουν αποχαλινωθεί και η βρετανική κοινωνία βιώνει τις καταστροφικές συνέπειες της φιλελεύθερης πολιτικής της Σιδηράς Κυρίας. Κεντρικός αφηγητής είναι ένας μελαγχολικός, εσωστρεφής και αγοραφοβικός νεαρός συγγραφέας ονόματι Μάικλ Όουεν, ο οποίος περνά τις νύχτες του κολλημένος στο βίντεο, βλέποντας και ξαναβλέποντας την ίδια, δεύτερης διαλογής, ταινία, αναπολώντας την αθωότητα των παιδικών του χρόνων και οργανώνοντας στο μυαλό του το καινούργιο του πόνημα.
Φέρελπις κάποτε μυθιστοριογράφος, βυθισμένος τώρα σε μια αβάσταχτη υπαρξιακή κρίση, ο Όουεν έχει αναλάβει έναντι αμοιβής να γράψει το χρονικό μιας αριστοκρατικής οικογένειας, των Γουίνσο. Κι ενώ έχει ξεκινήσει με τις καλύτερες των προθέσεων, όσο πιο πολλά ανακαλύπτει για τον βίο και την πολιτεία των Γουίνσο τόσο η αρχική του στάση απέναντί τους μεταστρέφεται.

Ο Όουεν γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τα πλούτη και το κύρος των Γουίνσο προέρχονται από κάθε είδους απάτες, εγκλήματα και λεηλασίες του δημόσιου χρήματος. Και τι δεν διαθέτει αυτή η οικογένεια στους κόλπους της! Καιροσκόπους πολιτικούς, αδίστακτους κεφαλαιούχους, κουφιοκέφαλους δημοσιογράφους, εγκληματίες μεγαλοκτηνοτρόφους, με δυο λόγια ανθρώπους μ’ εξουσία άκρως επικίνδυνους. Το μοναδικό μέλος της οικογένειας που δεν ευθύνεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι μια τρελή γριά, η τρέλα της οποίας αποδεικνύεται λυτρωτική! Ο επιβλητικός Πύργος των Γουίνσο θα γίνει τελικά ο τάφος όλων. Ένα λουτρό αίματος θα ξεπλύνει την απληστία ολόκληρης της δυναστείας…
Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Κόου, «απ’ οποιοδήποτε μυθιστόρημα λείπει το χιούμορ, λείπει ταυτόχρονα και ένα μέρος της ίδιας της ζωής, λείπουν η ειρωνεία της τύχης και οι συμπτώσεις που ταλανίζουν τις ζωές μας, και τελικά οι υπηρεσίες που προσφέρουν αυτού του είδους τα μυθιστορήματα στον αναγνώστη είναι πλημμελείς». Στο «Πλιάτσικο…», αντίθετα, το χιούμορ αφθονεί. Καυστικό, πικρόχολο, απογυμνώνει τους ήρωες από την αίγλη που οι κοινωνικές συμβάσεις και οι ταξικοί διαχωρισμοί τούς έχουν προσδώσει. Αντλώντας πραγματολογικό υλικό από την πρόσφατη βρετανική ιστορία, ο Κόου ανατρέπει εδώ για τα καλά έναν μύθο: η «αργόσχολη» τάξη δεν είναι και τόσο αργόσχολη, εργάζεται σκληρά για το Κακό!