O nimium caelo et pelago confise sereno
Nudus in ignota, Palinure, iacebis harena!
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγε από τη ζωή ο Αντώνης Σταυροπιερράκος. Μόλις τριάντα έξι χρονών, 12 Ιουλίου του 1996, στον ανήλιαγο Καναδά, στο χιονισμένο Τορόντο, στη γη των Κιμμερίων, όπως την αποκαλούσε, μόνος, σε παγερό νοσοκομείο, τυφλός και αποστεωμένος, χτυπημένος από επιπλοκές του AIDS. Είχα πάρει τηλέφωνο μια μέρα μετά και η νοσοκόμα απάντησε με βιασύνη: «Τony is not here anymore. He was sent back home». Τηλεφώνησα αμέσως στο σπίτι του. Άφησα μήνυμα. Σιωπή.
Με πήρε μέρες να καταλάβω τι σήμαινε η αμφισημία των αγγλικών στην έκφραση «he was sent back home». Ήμουνα στην άλλη μεριά της γης, φτωχός πολύ ακόμα για να αγοράσω εισιτήριο για Καναδά. Τηλεφωνώντας από το Σίδνεϊ σε γνωστούς και φίλους, κατόρθωσα να βρω τον καθολικό ιερέα που διάβασε τις διαβατήριες τελετές του. «Τον κοινώνησα δυο μέρες πριν», μου είπε. «Έφυγε με το βλέμμα στραμμένο στον Θεό. Είχε μεταστραφεί στον καθολικισμό για να είναι μαζί με εκείνον που αγαπούσε».
Χρόνια μετά ταξίδεψα στο Τορόντο να ιδώ τον τάφο του. Πήγα στο Δυτικό Κοιμητήριο όπου είχε ενταφιαστεί δίπλα στον σύντροφό του, Φλόιντ, αλλά δεν βρήκα τίποτε. Τον είχαν μεταφέρει αλλού, μια και το νεκροταφείο υπέστη μεγάλες καταστροφές στις πλημμύρες το 2004. Όσα λείψανα δεν αναζητήθηκαν από συγγενείς τα ενταφίασαν σε έναν κοινό λάκκο χωρίς ονόματα.
Διαβάζω ξανά και ξανά τα υπέροχα γράμματά του, ισάξια των καλύτερων επιστολών της ελληνικής γλώσσας, που ελπίζω κάποτε να δημοσιοποιήσω. Αυτά απομένουν ως τα μόνα τεκμήρια της ύπαρξής του, σκονισμένα και ξεχασμένα για χρόνια σε συρτάρια και κουτιά.
Δεν μπόρεσα να ανάψω κερί για εκείνον ούτε να του διαβάσω τη νεκρώσιμη ακολουθία στα ελληνικά όπως είχαμε συμφωνήσει. Όπου και αν είμαστε, είχαμε δώσει όρκο, αυτός που θα ζει να πάει να διαβάσει τα ιδιόμελα του Δαμασκηνού πάνω από τον τάφο του άλλου. Και το ελπιδοφόρο εδάφιο από την προς Θεσσαλονικείς επιστολή να ακουστεί πάνω από το άψυχό μας σκήνωμα. Αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, τι όνειρο κι αυτό!
Ήμασταν μόνο είκοσι δύο χρονών και δεν ξέραμε ότι θα χωρίζαμε για πάντα και ότι δεν θα βλεπόμασταν ξανά. Η φιλία όμως ξεπερνάει κάθε εμπόδιο, κάθε πρόσκομμα, κάθε αβουλία. «Φεύγω», μου είπε, «για Καναδά». Ήταν 29 Μαΐου 1984. Για προφανείς λόγους θυμάμαι την ημερομηνία της αναχώρησης. Ήμουνα στο στρατό και είχα βγει με άδεια. Ήμουνα πολύ στεναχωρημένος σαν αναλογιζόμουνα την Πτώση της Πόλης. Και σαν να γνωρίζαμε πως θα χανόμαστε και οι δύο στις απέραντες ερημίες της ξενιτιάς, διαβάσαμε μαζί την ώρα που έπεφτε ο ήλιος στην άκρη της προκυμαίας στο Πασαλιμάνι την ευλαβική ελεγεία της εφήμερης ύπαρξης: Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,/ και θα ξαναπλωθεί, και θα μας ξεριζώσει,/ και θα πεθάνουμε... «Πότε θα ξαναϊδωθούμε;» αναρωτήθηκε. «Ας αποχαιρετιστούμε με στίχους ωραίους ελληνικούς, της καρδιάς και της θλίψης».
Και μήτε θα βρεθεί για μας κανένα μνήμα / του διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήσει / μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμα / με νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίσει / και θα είναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα./ Και θα φανείς εσύ στην ξαφνισμένη χτίση / σαν ένα χρυσοπράσινο καινούριο αστέρι./ Και μήτ’ εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρει…
Δεν έδωσα σημασία στους όρκους μας τότε. Νόμιζα πως θα ζούσαμε για πάντα. Στην πραγματικότητα, εγώ τουλάχιστον δεν είχα ακόμα γεννηθεί. Γεννιόμαστε μόνο μέσα από τους θανάτους όσων αγαπήσαμε. Έτσι, ήμουνα έρμαιο των περιστάσεων, χαμένος σε αυτό που ονόμαζε ο Συκουτρής «τα σκοτεινά ορμήματα της ψυχής μας, τ’ αντίρροπα αναταράγματά της», που δεν με άφηναν να ακούσω και να δω τον άλλο, και όσα έλεγε χωρίς να βγάζει λέξη, με το απλό αίνιγμα της παρουσίας του. Ούτε φανταζόμουνα ποτέ ότι θα διαβάζαμε Παλαμά σε τέτοιες στιγμές. Ούτε νόμιζα πως θα χωρίζαμε για πάντα. Και όμως, έτσι είπαμε αντίο. Ο μαγευτικός Πειραιάς της νιότης μας δρόσιζε το πρόσωπό μας με μια γλυκιά αύρα θαλασσινή, μια μυρωδιά αλατιού, τις κραυγές των γλάρων. «Αυτό το γαλάζιο πού θα το ξαναδούμε», αναστέναξε ο Αντώνης – και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του πρόσωπο με πρόσωπο.
Μήνες πριν, είχε συναντήσει τον Φλόιντ. Γεννημένοι την ίδια μέρα και ώρα με είκοσι χρόνια διαφορά, 13 Απριλίου 1940 και 13 Απριλίου 1960. Οκτώ περίπου το πρωί και οι δύο. Στο Τορόντο ο ένας, στον Πειραιά ο άλλος. Μέσα στα πλούτη ο ένας, μέσα στη φτώχια ο άλλος. Συναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στις 13 Απριλίου του 1983. Τέτοιες συμπτώσεις μόνο η αστρολογία μπορεί να τις εξηγήσει. Και από εκείνη την προκαθορισμένη από καταβολής κόσμου συνάντηση ακολούθησαν τα παράδοξα που σφράγισαν τη ζωή τους.
Γύρω μας σερνόταν και απλωνότανε χωρίς να το ξέρουμε ακόμα η φοβερή εποχή του AIDS. Ο Φλόιντ είχε ταξιδέψει στην Αφρική προτού πάει στην Ελλάδα. Δεν έπαιρνε προφυλάξεις όταν επισκεπτόταν χαμαιτυπεία στο Μαρόκο και στη Νιγηρία. Κι έτσι από την πρώτη επαφή μεταξύ τους υπέβοσκε το μικρόβιο. Οκτώ χρόνια αργότερα, το ανοσοποιητικό σύστημα του Φλόιντ κατέρρευσε. Μερικά από τα πειραματικά φάρμακα που υπήρχαν τότε επέτειναν την αγωνία του θανάτου. Κι όσο πορευόταν προς το τέλος, έχανε τα μυαλά του, φώναζε, ούρλιαζε, χτυπιόταν: «Who did this to me?». Έφυγε το 1994, αφήνοντάς τον Αντώνη μόνο σε ξένο τόπο, αυτόν τον αγαθό αισθηματία από τον Πειραιά, που όλη του τη ζωή έψαχνε για σύμβολα και πατέρα. «Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στην πατρίδα», μου έγραφε. «Ντρέπομαι, έχω κακό όνομα. Τι θα πει η μάνα μου;»
Δεν δέχτηκε να πάρει φάρμακα. Προσπάθησε να ξαναρχίσει τη ζωή του, πούλησε το σπίτι που μένανε, έπιασε μια καινούργια σχέση, αλλά δεν άντεξε και παραιτήθηκε. Περίμενε τον θάνατο μόνος του στον Τορόντο. Το μόνο πράγμα που τον κρατούσε στη ζωή ήταν να παίρνει τηλέφωνο τον παλιό του φίλο που είχε κι αυτός χαθεί στην απεραντοσύνη της Αυστραλίας, και να του μιλάει για την πρόοδο της αρρώστιας. Να την περιγράφει σαν να ήταν ζωγραφικός πίνακας. Σαν να ήταν μια αποκάλυψη. Ένα δράμα λυτρωτικό. Μερικές φορές διάβαζε στίχους από το αγαπημένο του ποίημα, τον «Κρητικό» του Σολωμού. Ή από τον Καβάφη, ή τον Σεφέρη και τον Ρίτσο. Ακόμα και στίχους του Οβίδιου που είχε μεταφράσει. Ή τραγουδάγανε μαζί, Λέοναρντ Κοέν, «Dance me to the end of love». Και μόνος περίμενε τον Χάρο να τον πάρει. Και δεν φοβόταν. Δεν έκλαιγε. Δεν παραπονιόταν. «Ήταν φυσικό όλα να έλθουν όπως ήλθαν», έλεγε. «Και να τελειώσουν όπως θα τελειώσουν. Δεν έπρεπε να γεννηθώ. Δεν έπρεπε να έχω δει το φως της ημέρας. Δεν μου δόθηκε τίποτα. Από την πρώτη μέρα που άνοιξα τα μάτια μου με έτρωγε το σαράκι της ανυπαρξίας που με περίμενε τόσο νωρίς. Η κατάρα της γέννησής μου. Η τιμωρία τού να δω το φως της ημέρας».
Με τον Αντώνη συναντηθήκαμε στην Α' Γυμνασίου. Καθώς πηγαίναμε στην ίδια τάξη και μέναμε κοντά, περπατούσαμε μαζί προς το σχολείο της οδού Θερμοπυλών, το Τέταρτο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. Εκείνος έμενε σε ένα ημιυπόγειο στην οδό Θεσσαλονίκης και εμείς σε μια πολυκατοικία στην οδό Μακεδονίας. Μια μέρα τόλμησε να ψιθυρίσει: «Μήπως περισσεύει λίγο φαγητό και για μένα στο σπίτι σας;». Πολλά έλειπαν από το σπίτι μας, αλλά ποτέ φαγητό. «Έλα, πάμε», του είπα χωρίς να σκεφτώ και να ρωτήσω γιατί.
«Δεν είχα ποτέ μια γωνιά να με περιμένει», είπε αργότερα, «μια καρέκλα για μένα, ένα πιάτο στο τραπέζι». Σε λίγο έτρωγε και πολλές φορές κοιμότανε μαζί μας. «Μια μέρα θα έλθεις και στο σπίτι μου», είπε, «αλλά όχι ακόμα». Πήγαμε στο σπίτι του χρόνια μετά, τα Χριστούγεννα του 1978. Μερικές μέρες πριν είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό χορού σε μια ντισκοτέκ στην Καστέλλα. «You can ring my bell, ring my bell», το τραγούδι της Aνίτα Γουόρντ. Χόρευε με ευλυγισία και απαλότητα, σαν να είχε αποφοιτήσει από τα Μπαλσόι. Ήτανε πολύ χαρούμενος. «Με πρόσεξαν», έλεγε και ξανάλεγε. «Κάτι πρέπει να αξίζω».
Στο σπίτι, η μητέρα του έκανε τη ζωή της αφού είχε διαζευχθεί από τον αξιωματικό άντρα της, τον οποίο ο Αντώνης έβλεπε μόνο μία φορά τον χρόνο. Ζούσαν με την αδελφή του και ένα υιοθετημένο κοριτσάκι από την Αφρική, την Κική, σε ένα στενό δωμάτιο. Εκεί εμφανιζόταν από καιρού εις καιρόν ένας τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών με το κλαρίνο του. Και μετά κάποιος άλλος οργανοπαίχτης. Και μετά ένας νεαρός αρρενωπός και βαρβάτος, που ο Αντώνης αντιπάθησε αμέσως.
Όταν τελειώσαμε το λύκειο, ο Αντώνης πέρασε πανεπιστήμιο στα Γιάννενα. Έφυγε αμέσως και δεν ήθελε να ξαναγυρίσει. Μετά πήγε για μεταπτυχιακά στη Θεσσαλονίκη με τον καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, όπου έγινε η μοιραία συνάντηση με τον Καναδό. Έκτοτε από τη Θεσσαλονίκη άρχισε η αλληλογραφία μας που διήρκεσε περίπου δώδεκα χρόνια, μέχρι μερικές εβδομάδες προτού φύγει για την πολιτεία των σκιών.
Διαβάζω ξανά και ξανά τα υπέροχα γράμματά του, ισάξια των καλύτερων επιστολών της ελληνικής γλώσσας, που ελπίζω κάποτε να δημοσιοποιήσω. Αυτά απομένουν ως τα μόνα τεκμήρια της ύπαρξής του, σκονισμένα και ξεχασμένα για χρόνια σε συρτάρια και κουτιά. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη μονογραφία του «Από τον Ελπήνορα στον Παλίνουρο» που δούλευε για χρόνια. «Αυτός ο χαρακτήρας με συγκινεί», έλεγε. «Ο μικρός άνθρωπος που δεν κάνει τίποτε ιδιαίτερο στη ζωή του, τίποτε που να τον ξεχωρίζει. Είναι μικρός και ασήμαντος, για τούτο και τόσο συμπαθητικός, άνθρωπος δικός μας. Το πρότυπο της εποχής και της ύπαρξής μας».
Δεν τον καταλάβαινα πάντα. Άκεντρος και ανεμοδούρας που ήμουνα, είχα καταληφθεί από ιδεολογικές μονομανίες και φιλοσοφικές εμμονές, προφανώς για να ξεχάσω ποιος ήμουν και να θολώσω τα νερά σχετικά με τη διανοητική μου κατάσταση. Ο Αντώνης είχε μια καθαρότητα και μια ειλικρίνεια που πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά των πραγμάτων. Δεν καταδεχόταν να φοράει μάσκες, δεν ανεχόταν την προσποίηση, δεν παραδιδόταν στο παιχνίδι των κοινωνικών συναναστροφών. Διεκδικούσε τη μοναξιά του χωρίς να φοβάται ή να διστάζει. Μιλούσε με ευθύτητα και έλλειψη ρητορικής που σε άφηνε άφωνο και αμήχανο. «Σπαταλάς πολύ χρόνο σε ζητήματα επικαιρικά», μου είπε μια μέρα σαν βγήκαμε από τον κινηματογράφο Στούντιο, όπου είχαμε δει τον «Ιβάν τον Τρομερό» του Αϊζενστάιν. Και σε αυτόν τον άνθρωπο που γνοιαζόταν για τον χρόνο των άλλων δεν δόθηκε ο χρόνος να δημιουργήσει ό,τι μπορούσε να δημιουργήσει.
Το AIDS δεν τελείωσε απλώς μια ζωή, δεν έσβησε μόνο μια υπόσχεση, διέλυσε έναν ολόκληρο κόσμο δημιουργικότητας και ευαισθησίας, τη γενιά που είχε μεγαλώσει με την αισιοδοξία της Μεταπολίτευσης και τις φιλοδοξίες της αλλαγής. Όλα έσβησαν σε ψυχρά νοσοκομεία και σε απάνθρωπες εξορίες, αφήνοντας πίσω σύγχυση και αφωνία και παρακμή.
Όπως και τα σχέδιά του για μια ιστορία της Λατινικής Λογοτεχνίας, μια αισθητική μελέτη της «Αινειάδας» του Βιργιλίου, μια σπουδή στην έννοια της ξένης γης στα «Tristia» του Οβιδίου. Το θέμα του νόστου που είχε πάρει από τον Μαρωνίτη επανερχόταν στον λόγο του συνέχεια. Κάποιες νύξεις εδώ κι εκεί στα γράμματά του για το τι θα έκανε στο Trinity College του Τορόντο, αλλά τίποτε δεν ευδοκίμησε.
Το σώμα του άρχισε να καταρρέει το 1995 και ο ίδιος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Αγόρασε ένα κομπιούτερ για να συγκεντρώσει τα γραπτά του, αλλά τελικά άφησε πίσω μόνο σπαράγματα και σημειώσεις. «Τι κρίμα», μου είπε στο τηλέφωνο, «που δεν θα ολοκληρώσω τίποτε. Θα μείνω μόνο μια ενδιαφέρουσα υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε ποτέ, ένας ταλαντούχος νέος που χάθηκε προτού ωριμάσει».
Απομένουν, λοιπόν, αυτές οι επιστολές, και γνωρίζω πως αλληλογραφούσε με άλλους αφότου μετανάστευσε. Με εκείνη την ωραία μισο-βυζαντινή γραφή του κατέγραφε όσα συνέβαιναν καθημερινά στη ζωή του στο Τορόντο. Με απλά λόγια και χωρίς περιστροφές, όπως έλεγε, για να δείξει την ατμόσφαιρα και τα συμβάντα της ζωής του.
Για όλους εμάς που μας δόθηκε το προνόμιο να γεράσουμε, έρχεται κάποτε η στιγμή της αποτίμησης. Τότε πρέπει να πεις «ευχαριστώ» σε εκείνους που σε ευεργέτησαν, αμέσως ή εμμέσως, να συντάξεις την απολογία σου, να εκπληρώσεις τις υποσχέσεις σου και να διαβάσεις πάνω στο κενοτάφιο του άλλου, με τον δικό σου τρόπο και τόνο, τα ιδιόμελα του Δαμασκηνού.