ΓΡΑΦΩ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ από το ξενοδοχείο μου στο Λας Βέγκας. Γύρω μου φώτα, καζίνο, άνθρωποι που κινούνται ασταμάτητα, μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Όλα κινούνται, ανεβαίνουν, πέφτουν, σαν σε ένα ατελείωτο roller coaster, σαν εκείνο που από μικρός ονειρευόμουν και το έκανα εδώ.
Μια τρέλα με έφερε εδώ. Χωρίς σχέδιο, μια απλή παρόρμηση. Ένα ταξίδι επαναδιαπραγμάτευσης του εαυτού και της ζωής μου. Μια διαδρομή ανασκόπησης για όλα όσα έφυγαν και για όλα όσα θα έρθουν. Για τις συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν και κρύφτηκαν κάτω από το μαξιλάρι, αλλά και για εκείνες που δεν λάβαμε ποτέ και που ακόμη μας πονάνε.
Δεν ξέρω πόσο θα μείνω εδώ. Το πιο πιθανό είναι να κάνω Πρωτοχρονιά σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο της Αμερικής. Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκομαι εκεί που πάντα θα ήθελα να είμαι.
Σκέφτηκα πως η ζωή μοιάζει με τα ζάρια. Τα ρίχνεις, χάνεις, κερδίζεις, τα ξαναρίχνεις. Και αξίζει να το κάνεις ξανά και ξανά. Να ρισκάρεις. Το δύσκολο δεν είναι να παίξεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις πότε να αποσυρθείς.
Δεν ξέρω πόσο θα μείνω εδώ. Το πιο πιθανό είναι να κάνω Πρωτοχρονιά σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο της Αμερικής. Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκομαι εκεί που πάντα θα ήθελα να είμαι.
Κι όμως, αν σκεφτώ την πιο μαγική Πρωτοχρονιά ανά τον κόσμο, δεν ήταν σε κάποιον εξωτικό προορισμό. Ήταν μέσα στην οικονομική κρίση, όταν η οικογένειά μου περνούσε δύσκολα. Ο πατέρας μου δούλευε παραμονή και ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Ήταν η πρώτη φορά που το τραπέζι μας δεν ήταν πλήρες.
Μετά το φαγητό και πριν βγω με τους φίλους μου, το μόνο που ήθελα ήταν να του ευχηθώ. Στις δώδεκα και δέκα, όταν με είδε, δάκρυσε. Με αγκάλιασε και με ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ;». Του απάντησα:
«Ήρθα για να σου φέρω φαγητό και να σου πω “καλή χρονιά”».
Και τότε κατάλαβα πως ο πιο μακρινός και ο πιο μαγικός προορισμός είναι εκεί που είναι η καρδιά σου. Εκεί που δεν λείπει καμία θέση από το τραπέζι.