ΑΚΟΥΩ ΤΗ φωνή του στο σκοτάδι.
Τον καθησυχάζω πως έχω κινητό. Το πέρασα από τον έλεγχο, χωμένο σε ένα ζευγάρι λευκές Nike κάλτσες.
Ύστερα μένουμε σιωπηλοί. Κοιτάζουμε ευθεία μπροστά. Προς τον απέναντι καταυλισμό, που απλώνεται πέρα από τα όρια του στρατοπέδου.
«Λες να είναι αλήθεια;» με ρωτάει ο Μυλωνάς. Λένε ότι, πριν από χρόνια, κάποιοι από τον καταυλισμό έκαναν κρυφά επίθεση σε αυτό εδώ το φυλάκιο και πήραν τα όπλα από τους φαντάρους που είχαν σκοπιά.
Όχι. Ιστορίες για αγρίους που τις αναπαράγουν κυρίως οι μόνιμοι, για να δώσουν νόημα στη στολή και στην παρουσία τους.
«Πες μου την πιο ωραία Πρωτοχρονιά σου». O αδερφός μου να βάζει πάντα το «My Way» του Σινάτρα. Η μητέρα μου να έχει κόκκινα μάγουλα από το κρασί και την υπερένταση. Ο πατέρας μου να ρωτάει αν η χρονιά που πέρασε ήταν καλή χρονιά.
Λίγα λεπτά μετά μού λέει πως θέλει να δει πυροτεχνήματα όταν αλλάξει ο χρόνος. Του εξηγώ πως αποκλείεται να έχει πυροτεχνήματα εδώ γύρω. «Κρίμα», αναστενάζει.
Ο Μυλωνάς είναι είκοσι δύο χρονών, με καταγωγή από τα Τρίκαλα. Το κρεβάτι του είναι ακριβώς κάτω από το δικό μου. Από τη δεύτερη εβδομάδα στον θάλαμο μερικοί άρχισαν να του λένε διάφορα. «Αδερφάρα, πούστρα» και τα συναφή.
Εκείνος δεν έδινε σημασία· άκουγε Dalida στο Spotify, όπως είχα δει στην οθόνη του κινητού του. Φορούσε ένα ζευγάρι λευκά Airpods και έφευγε μακριά, τα μάτια του άλλαζαν χρώμα. Αλλά του τα πήραν σε μια έφοδο την προηγούμενη εβδομάδα και από τότε κοιμάται περισσότερο. Ψηλός, με δύο μεγάλα, γαλάζια μάτια και μια λεπτή ουλή στο δεξί μάγουλο. Και ξανθά μαλλιά, μπούκλες, που φαίνεται πως κόπηκαν βίαια λίγες μέρες πριν παρουσιαστεί.
«Το βράδυ ο θάλαμός μας μυρίζει πολύ όμορφα», μου λέει. Κάθε τόσο μιλάει. Βαριέται.
«Ο δικός μας ο θάλαμος;» «Ναι, ο δικός μας». Το μύρισε, λέει, χτες που έκανε θαλαμοφύλακας, τέσσερις τη νύχτα. Πήγαινε πάνω-κάτω για να μην αποκοιμηθεί και τα κρεβάτια ανέδιδαν μια μυρωδιά ανδρικού σαμπουάν και αφρόλουτρου που τον ησύχαζε.
Διαφωνώ, αλλά αποφεύγω να μιλάω, γιατί μόλις ανοίγω το στόμα μου, μπαίνει κρύος αέρας και μου παγώνει τα ούλα.
«Πες μου την πιο ωραία Πρωτοχρονιά σου».
Σκέφτομαι για λίγο. Του απαντώ πως δεν έχω πιο ωραία Πρωτοχρονιά. Όλες μοιάζουν: ο αδερφός μου να βάζει πάντα το «My Way» του Σινάτρα. Η μητέρα μου να έχει κόκκινα μάγουλα από το κρασί και την υπερένταση. Ο πατέρας μου να ρωτάει αν η χρονιά που πέρασε ήταν καλή χρονιά.
«Εσύ;»
Η αγαπημένη του ήταν πέρυσι. Τραγουδούσε σε ένα νυχτερινό κέντρο, στα Τρίκαλα. Στα «ASTRA LIVE». «Ήταν η πρώτη Πρωτοχρονιά που, επιτέλους, έκανα χωρίς τους δικούς μου». Δεν ήξερα πως τραγουδάει.
Tα γόνατά μου είναι σφιγμένα σαν σωλήνες από την υγρασία και στηρίζομαι στο G3 που έχω ακουμπήσει στο έδαφος.
Μου λέει πως μια μέρα θα γεμίζει στάδια, θ’ ανάβουν καπνογόνα στα ρεφρέν του, θα έχει κοινό κάθε ηλικίας –από παιδιά μέχρι ηλικιωμένους– και η φωνή του ξαφνικά γεμίζει από χρώμα, πιστεύει κάθε λέξη, οι κόρες του γυαλίζουν από επιθυμία μες στο σκοτάδι.
Ύστερα μου διηγείται μια Πρωτοχρονιά που ο θείος του, μεθυσμένος τελείως, έσερνε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο για ώρες στο κέντρο της πόλης.
«Ο θείος ο Τάσος. Είχε ένα κακό διαζύγιο και τρελάθηκε». Μου εξηγεί πως έπινε κάθε μέρα. Το πρωί ήταν στεναχωρημένος, αλλά τα βράδια γινόταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο γιατί ξεχνούσε. «Έτσι χάλασε το συκώτι του». Αλλά έσωσε την ψυχή του.
Ξαφνικά από τον καταυλισμό απέναντι ακούμε φασαρία. «Το ακούς;» Διακρίνουμε μερικές σκοτεινές φιγούρες να ξεπροβάλλουν. Όλο και περισσότερες. «Βλέπεις ρε; Εγώ δεν βλέπω». Ύστερα, ξαφνικά, μουσική. Κλαρίνα και νταούλια. Ο Μυλωνάς χαμογελάει, ενώ τους κοιτάμε ν’ ανάβουν μια φωτιά. Εγώ είμαι πιο ανήσυχος, «πρέπει να πούμε κάτι, να ενημερώσουμε;» «Μπα» μου απαντάει ήσυχα.
Μαύρα σώματα –κάποια μικρά και κάποια μεγαλύτερα– μετακινούνται γρήγορα. Ύστερα ακόμη μια φωτιά και οι μορφές τους καθαρίζουν περισσότερο. Τριάντα άτομα χορεύουν κυκλικά γύρω από δύο φωτιές.
«Άλλαξε;»
Βγάζω το κινητό από την τσέπη, το χέρι μου τρέμει από το κρύο.
«Σε δύο λεπτά».
Για δύο λεπτά τούς κοιτάζουμε να φωνάζουν όλο και πιο δυνατά, ο αέρας σπρώχνει τον ήχο από τα κλαρίνα τους μακριά.
«Πέντε δευτερόλεπτα».
Μετράω πέντε δευτερόλεπτα αντίστροφα και κλείνω τα μάτια. Σκέφτομαι τα μάτια της, γαλάζια και μεγάλα, να με κοιτάζουν και να λένε το όνομά μου.
Ύστερα, ακούω τη σιγανή, μελωδική φωνή του Μυλωνά να ξεκινάει μες στο σκοτάδι. And now, the end is near.
Μόλις ανοίγω τα μάτια, βλέπω τα χείλη του να κινούνται.
My friend, I'll say it clear, I'll state my case, of which I'm certain.
Αρχίζει να βρέχει, ενώ εκείνος συνεχίζει να τραγουδάει ήσυχα, αλλά σίγουρα. Ψιλόβροχο. Το βλέπω να πέφτει πλάγια, να γυαλίζει κάτω από το ελάχιστο φως. Μερικές φορές νιώθω πως όσα μου συμβαίνουν είναι ιστορίες. Όχι σπουδαίες, όχι γνωστές, αλλά από μερικές παλιές συλλογές διηγημάτων που διακοσμούν σαλόνια παλιών ξενοδοχείων. Πρέπει να ψάξεις, να αντέξεις τη σκόνη για να βρεις αυτό που αξίζει.
I traveled each and every highway. And more, much more than this, I did it my way.
Σκέφτομαι πως έτσι θέλω να αλλάζει ο χρόνος. Χωρίς να τον καταλαβαίνω.
Απέναντι συνεχίζουν να χορεύουν. Κύκλοι μέσα σε κύκλους, φωτιές που τρεμοπαίζουν στο βλέμμα μας.
Νιώθω πως έτσι θέλω να κυλάει ο χρόνος. Με στιγμές γεμάτες από μια ανεξήγητη, παράδοξη ομορφιά.
Καλή χρονιά σε όλους, με υγεία και σπάνια ομορφιά.