Η εισδοχή του ξένου με όρους συμπερίληψης ή ιδεολογικού και πολιτικού αποκλεισμού προσδιορίζει την ταυτότητα των κοινωνιών ήδη πριν από την εποχή των ομηρικών επών. Ο πολιτισμικός τους δείκτης συναρτάται με το αξιακό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται αρχικά οι άγραφοι εθιμικοί κανόνες και από το οποίο απορρέουν, πολύ αργότερα, οι δεσμεύσεις του νομικού θετικισμού ως προς το status του απάτριδος, του πρόσφυγα, του μετανάστη, του ξένου εν τέλει προς το ius soli της επικράτειας, όπου επιδιώκεται η ενσωμάτωσή του.
Στην πρόσληψη του ξένου, όπως επιχειρείται από τον Μ. Μαρμαρινό, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στις ραψωδίες ζ, η και θ της «Οδύσσειας» ως επιστροφή στις πηγές (ο ακριβής τίτλος: «ζ - η - θ , ο Ξένος - Μια επιστροφή στις πηγές: Επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας»), οφείλουμε πολλά. Κυρίως επειδή η οφειλή μας δεν εξαντλείται στο καλλιτεχνικό –θεατρικό και εν γένει εικαστικό– αποτύπωμα της συγκεκριμένης σκηνοθετικής προσέγγισης. Η ανάγνωση του Μ. Μαρμαρινού προσφέρεται και ως αξιόπιστη μέθοδος ερμηνείας για την κατανόηση σημαντικών επίκαιρων πολιτικών επίδικων – και όχι μόνο των εγχώριων. Η σημειολογική πυκνότητα του ξένου ως προσώπου αναφοράς υπερβαίνει τα συγκείμενα του αφηγηματικού χωρόχρονου των ομηρικών ραψωδιών. Ο ξένος της «Οδύσσειας» συνομιλεί με τους ξένους της ιστορικής διαχρονίας: από τους εκτοπισμένους του Πελοποννησιακού Πολέμου, τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τους καθημαγμένους των δύο παγκόσμιων συρράξεων του εικοστού αιώνα μέχρι τους σημερινούς Σύρους, Αφγανούς, τους βασανισμένους πληθυσμούς της σπαρασσόμενης Ουκρανίας, της μαρτυρικής Γάζας και πολλούς ακόμα πλάνητες-θύματα εν εξελίξει γενοκτόνων θηριωδιών.
Η δυναμική που αναπτύσσεται εντός των τοπικών κοινωνιών, κυρίως στις αστικές κοινότητες πρώτης υποδοχής, δεν είναι απαλλαγμένη –και ευλόγως μέχρις ενός σημείου– από αντίρροπες συμπεριφορές εκ μέρους των μονίμως διαβιούντων.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της χώρας μας ευθύνονται κατά κύριο λόγο για τις αδιάλειπτες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές που διέρχονται αιώνες τώρα από την ελληνική –θαλάσσια και χερσαία– μεθόριο. Πρόκειται για μια εκδοχή ιδιότυπης κανονικότητας, μια σχεδόν αφομοιωμένη εξαιρετικότητα, η οποία ωστόσο, ως προς τη διαχείρισή της, δεν παύει να παράγει εντάσεις στο πεδίο των δημόσιων πολιτικών. Με άλλα λόγια, η δυναμική που αναπτύσσεται εντός των τοπικών κοινωνιών, κυρίως στις αστικές κοινότητες πρώτης υποδοχής, δεν είναι απαλλαγμένη –και ευλόγως μέχρις ενός σημείου– από αντίρροπες συμπεριφορές εκ μέρους των μονίμως διαβιούντων.
Αυτό που, ωστόσο, διαφοροποιεί στα καθ’ ημάς την παρούσα συνθήκη ως προς τις εθνικές μεταναστευτικές και προσφυγικές πολιτικές είναι η υιοθέτηση αποτρεπτικών μέτρων που ευθέως προσκρούουν στις συνταγματικές και υπερεθνικές δεσμεύσεις της χώρας μας, καθώς επίσης και στις θεμελιώδεις αρχές του νομικού μας πολιτισμού. Ενδεικτικά θυμίζουμε την πρόσφατη απόφαση σχετικά με την αναστολή εξέτασης αιτήσεων ασύλου από προερχόμενους εκ Βορείου Αφρικής και αφιχθέντες στην ελληνική οριογραμμή διά πλωτών μέσων αιτούντες, καθώς επίσης και τη ρητορική υψηλόβαθμων αξιωματούχων περί «ψευτοανθρωπισμού», μυθευμάτων «με μωρομάνες», προνομιακού σιτηρεσίου, αναντίστοιχων ξενοδοχειακών υποδομών κ.ο.κ. Το δίλημμα «φυλακή ή επιστροφή», όπως απεικονίζεται στην αφίσα του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, υπό το εθνόσημο της ελληνικής δημοκρατίας, υπερβαίνει πολλά περισσότερα από το όριο των νομικών δεσμεύσεων της χώρας.
Πέρα από τον Ατλαντικό, οι εκτοπίσεις μεταναστών που περιλαμβάνονται πλέον στα τρέχοντα καθήκοντα των αμερικανικών υπηρεσιών καταστολής, κατά παρέκκλιση κάθε έννοιας due process και κανόνων ταυτισμένων με τα κανονιστικά, νομολογιακά και αξιακά minima της ιστορικής και πολιτισμικής γενεαλογίας των ΗΠΑ, επιβεβαιώνουν τη μη γραμμική εξέλιξη του δόγματος περί απαράγραπτων δικαιωμάτων. Το διαβόητο κολαστήριο ποινικού σωφρονισμού ή mega jail CECOT (Centre for the Confinement of Terrorism), στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου παραπέμπονται με όρους outsourcing οι μη έχοντες διασφαλίσει άδεια παραμονής στις ΗΠΑ και φερόμενοι ως ύποπτοι για την εθνική ασφάλεια της χώρας, αναιρεί τα (εικαζόμενα ως) κεκτημένα του ανθρωπισμού. Συμβάλλει δε πειστικά στην υπόμνηση ότι το Άουσβιτς ως ακρότατο όριο της ανθρώπινης συνθήκης δεν αποτελεί ιστορικό απολίθωμα, καθώς ο κίνδυνος αναπαραγωγής ή προσομοίωσής του παραμένει απειλητικά υπαρκτός.

Σ’ ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του W. Shakespeare, το «The book of Sir Thomas More», χρονολογούμενο περί τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, απαντάται μια ακόμη σπουδαία συνηγορία υπέρ των ευάλωτων, υπό αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών. Οι ιστορικές αναγωγές της υπόθεσης που αφηγείται ο Shakespeare συνδέονται με την έλευση εξήντα και πλέον χιλιάδων μεταναστών από τις περιοχές της Λομβαρδίας και της Φλάνδρας στα βρετανικά εδάφη. Απευθυνόμενος στο εξαγριωμένο επιχώριο πλήθος που διεκδικεί τη βίαιη απομάκρυνση των «εξαθλιωμένων ξένων» από τον οικείο τόπο, ο Sir Thomas More, αντί άλλων επιχειρημάτων, προτρέπει τους εξεγερμένους γηγενείς να φανταστούν τους εαυτούς τους στη θέση των επηλύδων, με την προοπτική ανάλογων δεινών με εκείνα που δοκιμάζουν τους τελευταίους. Και ο ακριβοδίκαιος και βαθιά ενσυναισθητικός Sir Thomas More καταλήγει ως εξής: «This is the stranger’s case – and this is your mountainish inhumanity».
Ο παιδαγωγικός λόγος του σαιξπηρικού κορυφαίου αξιωματούχου στοιχεί –όσο κι αν τα συγκείμενα διαφέρουν– με το υπόδειγμα φιλοξενίας που έργω παρέχει η βασιλική οικογένεια των Φαιάκων στον εξουθενωμένο ομηρικό ήρωα. Και στα δύο εμβόλιμα, οι φορείς των ύπατων αξιωμάτων δεν παρατηρούν από καθέδρας, δεν αποφεύγουν την ευθύνη, ούτε απειλούν με ατιμωτικούς εγκλεισμούς τους εμπερίστατους της ιστορίας. Τουναντίον, συντρέχοντας έργω τους ικέτες, διαμορφώνουν πολιτικό ήθος και ανάγουν τη φιλοξενία σε θεσμική δέσμευση της οργανωμένης πολιτείας. Αντιστρέφοντας το αρχοντικό υπόδειγμα, είναι σαφές συνεπώς ότι η πρόσφατη άρνηση εισόδου Παλαιστίνιου πρόσφυγα ως συνοδού πολιτικού αρχηγού στην επετειακή δεξίωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας δεν συνιστά ουδέτερη επιλογή.
Υπό αυτή την έννοια, η οπτική του Μ. Μαρμαρινού, κατά τη σκηνοθετική αναδίφησή του στις ομηρικές πηγές, είναι διαφωτιστική ως προς την «υπόθεση του ξένου». Κυρίως επειδή δυσκολεύει εμφανώς τις συνειδήσεις, υποβάλλοντας άβολους συνειρμούς και παρωθώντας σε ασκήσεις συλλογικής αυτογνωσίας. Ό,τι, δηλαδή, δικαιούται να αναμένει κανείς από τη θεατρική πράξη ως τέχνη που επιχειρεί να αναμετρηθεί «ηδυσμένω λόγω» με τις βαθύτερες οδύνες του αδικαίωτου βίου. Και ως γνήσια τιμή που μόνο οι εμπνευσμένοι αυτουργοί της σκηνής ξέρουν να αποτίνουν στην αλήθεια και στην ποίηση της ανθρώπινης περιπέτειας.
* Dr Αικατερίνα Παπανικολάου, δικηγόρος, μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών