Ο Δρόμος. Η μία του άκρη φτάνει μέχρι τη θάλασσα, στο λιμάνι του Σίδνεϊ. Κάποτε κυριαρχούσαν εκεί σκουριασμένες προβλήτες και ένα άσχημο κτιριακό σύμπλεγμα που λειτουργούσε ως γηροκομείο της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αργότερα στη θέση του χτίστηκε συγκρότημα υπερπολυτελών διαμερισμάτων. Η άλλη άκρη φτάνει μέχρι τον κινηματογράφο Valhalla. Στα όριά του κινούνται καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι που κατοικούν στους Αντίποδες, λιγότερο ή περισσότερο χαρακτηριστικοί. Ένας ολόκληρος κόσμος που βρέθηκε στην άλλη άκρη της γης, μακριά από τόπους και πατρίδες που δεν είχαν τίποτα να τους προσφέρουν ή μάλλον που τους είχαν προσφέρει απόγνωση και αδιέξοδα. Βεβαίως επρόκειτο για ανθρώπους που τους διακατείχε το αίσθημα της περιπέτειας και της αναβάπτισης, της τόλμης και της επιθυμίας για ιλιγγιώδεις αλλαγές.
Ο Βρασίδας Καραλής, έχοντας διανύσει 30 χρόνια ζωής «στην πόλη που είναι γνωστή και ως Μέγα Πλατωνικό Έτος», κατέγραψε και ανέπλασε με πολύ προσωπικό και ιδιότυπο τρόπο τη ζωή γύρω, μέσα και έξω από τα μαγαζιά, τα βιβλιοπωλεία, τα πάρκα, τα διαμερίσματα, τις καταλήψεις της εμβληματικής οδού Γκλιμπ Πόιντ. Ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν στην Αυστραλία κατά λάθος, που τους ώθησε εκεί η Ιστορία, που θέλησαν να αποδράσουν από την Ευρώπη, να αναζητήσουν καταφύγιο, μια νέα ζωή, τον θεό και την Ώρα της Κρίσης.
Μέσα από όλες αυτές τις παράδοξες βιογραφίες, θραύσματα ενός κόσμου που αποτελεί μακρινό παρελθόν, που ο συγγραφέας τις περνάει μέσα από ένα πολύ προσωπικό φίλτρο, εντάσσοντάς τες σε αυτό το πολύχρωμο σύμπαν, δεν παύει να γίνεται και ο ίδιος εξομολογητικός.
Το βιβλίο «Τα μπλουζ της οδού Γκλιμπ Πόιντ σε πρόζα και στίχο», όπως είναι ο τίτλος του νέου του πονήματος, έχει τη μορφή συλλογής διηγημάτων-σύντομων προφίλ προσώπων, τα οποία ουσιαστικά συνθέτουν ένα σύγχρονο μετά-μυθιστόρημα, όπου η κάθε ιστορία δίνει τη σκυτάλη στην επόμενη, ισορροπώντας σε μια όλο και πιο επικίνδυνη ακροβασία. Πρόκειται για ένα βαθιά ποιητικό κείμενο που οδηγεί σε ένα αφηγηματικό παραλήρημα. Μια αποκαλυπτική εξιστόρηση που ξεκινάει ως ανθρωπογεωγραφία καθημερινού ρεαλισμού η οποία εξελίσσεται, με όρους μυθιστορήματος μυστηρίου, σε ένα κρεσέντο με διαστάσεις μεταφυσικής εποποιίας.

Βρασίδας Καραλής,
Τα μπλουζ της οδού Γκλιμπ Πόιντ σε πρόζα και στίχο, Μτφρ.: Σοφία Τρουλλινού, εκδόσεις Petites Maisons
Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, πολλοί από αυτούς σχιζοφρενείς ή βαθιά καταθλιπτικοί, μια διαστρωμάτωση απόκληρων του τέλους του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου, ιδιοφυΐες που αυτοακυρώθηκαν, Βρετανοί, Έλληνες, Ούγγροι, Βέλγοι, Γάλλοι, Κινέζοι, Νεοζηλανδοί, Κωνσταντινουπολίτες, Αλεξανδρινοί, Εβραίοι, Ναζί, τρανς σίριαλ κίλερ, απεγνωσμένες γυναίκες, σεξεργάτριες, θρησκόληπτες και θρησκόληπτοι, Μεσσίες, προφήτες, κομμουνιστές, τροτσκιστές, Αβορίγινες. Ο Πολ, η Κάρολ, ο Πασκάλ, ο Όμπυ, ο Τζακ, ο κύριος Γκρικ με την αστεία προφορά που όλοι κάποια στιγμή συναντούν και δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα. Δύο φίλοι σε μια συνάντησή τους λίγο πριν από το τέλος του ενός συμφωνούν σε ένα πράγμα σχετικά με τον Δρόμο, όπως επανειλημμένως και αποκλειστικά αναφέρεται η οδός Γκλιμπ Πόιντ: «Πολλοί εξαιρετικοί άνθρωποι κινούνται στις όχθες του. Φαίνονται συνηθισμένοι αλλά είναι πραγματικά παράδοξοι, σχεδόν απόκοσμοι. Ελπίζω πως κάποια μέρα κάποιος θα καταφέρει να απεικονίσει αυτόν τον περίεργο τόπο στον οποίο κατοικούν. Χρειάζεται η πνοή του Δαυίδ του ψαλμωδού και η υμνητική δύναμη του Πινδάρου. Αλλά όπως ξέρεις, ελάχιστοι άνθρωποι έχουν χρόνο να ασχοληθούν με την περιπέτεια κάποιου άλλου».
Φυσικά δεν πρόκειται για χρονογράφημα, αλλά για κάτι που το ξεπερνάει. Έχει φροντίσει γι’ αυτό ο Όμπυ, ένα από τα πρόσωπα αυτού του παράδοξου ανθρώπινου μωσαϊκού, ο οποίος πεθαίνοντας άφησε πίσω του ένα χειρόγραφο τόσο τρομερό που δεν πρέπει να διαβαστεί από κανέναν. Πράγματι, όποιος το διάβασε, μετά από λίγο πέθανε. Άλλωστε, ολόκληρος ο Δρόμος έχει Πύλες που συνδέουν τον Πάνω με τον Κάτω Κόσμο, όπως στην ελληνική αρχαιότητα που ο Αχέροντας οδηγούσε στον κόσμο των ψυχών. Η εσχατολογική διάθεση του βιβλίου τού δίνει έναν σχεδόν σουρεαλιστικό χαρακτήρα, αν και, όπως εξηγεί στον επίλογό του ο συγγραφέας, «οι άνθρωποι που περιγράφονται είναι ανα-πλάσεις πραγματικών προσωπικοτήτων. Είναι σύνθετες, ακαθόριστες οντότητες και δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε κανένα αρχέτυπο. Οι άνθρωποι είναι πιο σύνθετοι από οποιαδήποτε γλώσσα τούς περιγράφει. Είναι τα άφατα αρχέτυπα που εμείς επιθυμούμε να κάνουμε λεκτικά».
Μέσα από όλες αυτές τις παράδοξες βιογραφίες, θραύσματα ενός κόσμου που αποτελεί μακρινό παρελθόν, που ο συγγραφέας τις περνάει μέσα από ένα πολύ προσωπικό φίλτρο, εντάσσοντάς τες σε αυτό το πολύχρωμο σύμπαν, δεν παύει να γίνεται και ο ίδιος εξομολογητικός. Οι «Τρεις αποχαιρετισμοί στη μητέρα», μια μικρή παρένθεση μέσα σε αυτό το παράδοξο συνονθύλευμα στην οποία σαν να θέλει να ζητήσει συγγνώμη για την επιλογή του να βρίσκεται σε τόσο μεγάλη απόσταση από την πατρίδα του, ζώντας με όλο αυτό το παράξενο αλλά και ακραία ενδιαφέρον πλήθος, συμπληρώνονται από μια σειρά ποιημάτων «εις μνήμην της εκλιπούσας μητέρας»: «Το τραγούδι της μνήμης», «Ωδή στο Σίδνεϊ», «Η τρομερή παρουσία», «Το αγκάθι», «Αντιμέτωποι με τον Κύριο», «Το ένδοξο σκοτάδι», «Οι προσκυνητές» κ.ά. Είναι στίχοι συχνά συντονισμένοι με μια σχεδόν καβαφική θρησκευτικότητα, ανάμεικτη με ενδοσκόπηση και εξιλέωση.