Η ΦΑΛΛΟΚΡΑΤΙΑ, η ματσίλα και ο αντιφεμινισμός φαίνεται να επιστρέφουν δυναμικά. Είχαν φύγει όμως ποτέ στην πραγματικότητα; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο δύο νέων βιβλίων που διερευνούν τον ρόλο των γυναικών στην κουλτούρα και τις αντιδράσεις που τόσο συχνά εμπνέει. Το βιβλίο της Σόφι Γκίλμπερτ «Girl on Girl: How Pop Culture Turned a Generation of Women Against Themselves» [«Κορίτσι με κορίτσι: Πώς η ποπ κουλτούρα έστρεψε μια γενιά γυναικών ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό»] εξετάζει τη μουσική, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση των αρχών της δεκαετίας του 2000 για να δείξει πώς η σεξουαλικότητα, που πουλήθηκε ως κάτι απελευθερωτικό για τις νεαρές γυναίκες της εποχής, χρησιμοποιήθηκε συχνά ως όπλο εναντίον τους. Η Τίφανι Γουότ Σμιθ από την πλευρά της, ως ιστορικός, βλέπει πιο μακροπρόθεσμα το θέμα στο βιβλίο «Bad Friend: How Women Revolutionized Modern Friendship» [«Κακή φίλη: Πώς οι γυναίκες έφεραν την επανάσταση στη μοντέρνα φιλία»], μια εξέταση της γυναικείας φιλίας και των επί αιώνες προσπαθειών ελέγχου και περιφρούρησής της.
Η Γκίλμπερτ, τακτική αρθρογράφος στο Atlantic, καταγράφει σχολαστικά την έκρηξη του σεξουαλικού περιεχομένου στη mainstream αμερικανική κουλτούρα. Καθώς κατέστη εύκολα και άμεσα διαθέσιμη στο διαδίκτυο, η πορνογραφία διείσδυσε σε κάθε πτυχή της πολιτιστικής ζωής: «Η κυριαρχία του πορνό στη μαζική κουλτούρα συνέβη περίπου όπως η χρεοκοπία, σύμφωνα με τη φράση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: πρώτα σταδιακά, μετά ξαφνικά».
Το σεξ θα μπορούσε να είναι πραγματικά απελευθερωτικό για τα millennial κορίτσια της χιλιετίας αν ήταν κάτι που αντανακλούσε τις δικές τους επιθυμίες και όχι εκείνες των ανδρών. Αντ' αυτού, η πορνογραφία κυριαρχήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ανδρικές φαντασιώσεις.
Η μόδα πρωτοστάτησε στη διαδικασία αυτή. Στο βιβλίο της, η Γκίλμπερτ δείχνει πώς μια βιομηχανία που κυριαρχείται από άνδρες φωτογράφους και βασίζεται στην εκμετάλλευση (κυρίως ανίσχυρων και νεαρών) γυναικείων σωμάτων αποτέλεσε ένα πειραματικό θερμοκήπιο για την ενσωμάτωση του πορνό στη μαζική κουλτούρα. Πολλές φωτογραφήσεις ακροβατούσαν στα όρια μεταξύ πορνό και τέχνης, καθώς οι φωτογράφοι χρησιμοποιούσαν το σεξ, μερικές φορές χωρίς προσομοίωση, ως τρόπο για να σηματοδοτήσουν την παραβατική τους ταυτότητα.

Η Γκίλμπερτ υποστηρίζει το δικαίωμα στη δημιουργία και στην κατανάλωση πορνογραφίας. Αμφισβητεί το αντιφατικό μήνυμα που στέλνει το πορνό στα κορίτσια στην τρέχουσα εκδοχή του: «Πώς μπορούν να απελευθερωθούν ενώ είναι γονατισμένες;». Το σεξ θα μπορούσε να είναι πραγματικά απελευθερωτικό για τα millennial κορίτσια της χιλιετίας αν ήταν κάτι που αντανακλούσε τις επιθυμίες τους και όχι εκείνες των ανδρών. Αντ' αυτού, η πορνογραφία κυριαρχήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ανδρικές φαντασιώσεις, και η άρνηση της έντονης σεξουαλικότητας δεν θεωρείτο επιλογή, αλλά σημάδι σεμνότυφης οπισθοδρόμησης ή, ακόμα χειρότερα, άρνηση των θεόσταλτων δικαιωμάτων των ανδρών.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου αφορά τις «αγορίστικες» ταινίες των αρχών της δεκαετίας του 2000. Ξαναβλέποντας τώρα ταινίες όπως το «American Pie» ή το «Eurotrip», είναι αδύνατο να αγνοήσεις το τρελό πορνογραφικό γαϊτανάκι που παρουσιάζουν, από γυμνές γυναίκες που παρακολουθούνται εν αγνοία τους μέχρι την αιμομιξία. Όπως επισημαίνει η Γκίλμπερτ, στις ταινίες αυτές, οι γυναίκες είναι συνένοχες – η ιδέα είναι ότι κατά βάθος θέλουν να κατασκοπεύονται, να αναστατώνονται, να υποτάσσονται και η σαθρή και «δήθεν» αντίστασή τους είναι απλώς ένα τέχνασμα για να κάνουν τη ζωή των ανδρών πιο δύσκολη: «Το σεξ είναι ο στόχος, η παρθενία ο εχθρός και τα κορίτσια οι φύλακες των πυλών... που στέκονται εμπόδιο στο ένδοξο και δίκαιο πεπρωμένο των αγοριών».

Το βιβλίο της Γουότ Σμιθ μας «Bad Friend: How Women Revolutionized Modern Friendship» ταξιδεύει στον χρόνο και στον χώρο για να δείξει πώς ο γυναικείος δεσμός έχει συχνά αντέξει τις πολιτισμικές και κοινωνικές αντιδράσεις και έχει καταφέρει να βγει ανέπαφος, αν και μερικές φορές αλλαγμένος, από τις πιέσεις. Μαθαίνουμε ότι τα κορίτσια σχολικής και κολεγιακής ηλικίας στα τέλη του 19ου αιώνα ανέπτυξαν τόσο ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με τις συμμαθήτριές τους, ώστε ορισμένα ιδρύματα πανικοβλήθηκαν, απαγορεύοντας το κράτημα των χεριών και το κοινό λούσιμο των μαλλιών. Η Αγγλίδα συγγραφέας και πρωτοπόρος ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών Μαίρη Γουόλστονκραφτ είχε τέτοια εμμονή με την καλύτερή της φίλη που μετά τον θάνατο της δεύτερης, φορούσε ένα πένθιμο δαχτυλίδι φτιαγμένο από τα μαλλιά της φίλης της, μέχρι και τον δικό της θάνατο.
Ακολούθως, μεταφερόμαστε στην Αμερική των προαστίων της δεκαετίας του 1950, όπου η συγγραφέας ανατρέπει τα αρνητικά στερεότυπα που έχουμε για τις μητέρες της εποχής, δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό πίσω από τη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της παιδικής μέριμνας. Ανακαλύπτουμε επίσης μια αμιγώς γυναικεία χριστιανική αίρεση του 12ου αιώνα, η οποία έδωσε στις μεγαλύτερες γυναίκες τη σπάνια ελευθερία να ζουν χωρίς τη συνοδεία ανδρών, προτού προχωρήσουμε στα μοντέλα συγκατοίκησης για τις single μεσήλικες γυναίκες σήμερα. Όλες αυτές οι εκδοχές της γυναικείας φιλίας έλαβαν το δικό τους μερίδιο μίσους στην κουλτούρα της εποχής τους. Αυτές οι φιλίες διαλύθηκαν βίαια, λογοκρίθηκαν στις ταινίες ή απλώς εγκαταλείφθηκαν από τις ίδιες τις γυναίκες μπροστά στα κυρίαρχα πατριαρχικά πρότυπα.
Με στοιχεία από The Los Angeles Times