Ποια μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί είναι η καλύτερη;

Ποια μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί είναι η καλύτερη; Facebook Twitter
H Ιζαμπέλ Υπέρ ως Μαντάμ Μποβαρύ, στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Φλομπέρ από τον Κλοντ Σαμπρόλ (1991)
0

«Με τη δουλειά του Φλομπέρ η πεζογραφία έχασε τον στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την τέχνη της ποίησης», γράφει στο Αστείο ο Μίλαν Κούντερα για τον συγγραφέα που έμελλε να μετατρέψει τους απλούς πρωταγωνιστές της καθημερινότητας σε δραματικούς ήρωες, γεμάτους ποιητικά οράματα και εμμονές, ακριβώς όπως ο ίδιος. Κανένα θρησκευτικό δίδαγμα και κανείς δικαστής, σύζυγος ή ιερέας δεν μπορεί, για παράδειγμα, να περιορίσει την ανεξέλεγκτη φαντασιοκοπία της πρωταγωνίστριας του πλέον εμβληματικού βιβλίου του Μαντάμ Μποβαρί, η οποία άρχισε να στήνει από νωρίς τις δικές της νοερές ιστορίες μέσα στο εξομολογητήριο, φέρνοντας από εκείνο το σημείο κι ύστερα τον δημιουργό της αντιμέτωπο με το θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Για εκείνον, όμως, το μόνο μέτρο και όριο, ικανό να τον περιορίσει, ήταν η λογοτεχνική ακρίβεια. «Θέλω να χωρέσω τον ωκεανό σε μια καράφα», έλεγε με περίσσιο ενθουσιασμό στην ξαδέλφη του Ναπολέοντα, πριγκίπισσα Ματθίλδη, μιλώντας για την τέχνη του, καθώς επέστρεφαν από ένα δείπνο αμέσως μόλις είχε εκδώσει το εκρηκτικό Σαλαμπό, με αυτές τις ευεργετικά πλούσιες περιγραφές από μακρινές χώρες της Ανατολής, ποιητικές ενοράσεις και έντονες αισθησιακές συνάφειες, σαν αυτές που είχαμε δει προηγουμένως να ψηλώνουν τον νου της κυρίας Μποβαρί και αποτέλεσαν έναν από τους λόγους που παραπέμφθηκε ο δημιουργός της σε δίκη.

Οι υπόλοιποι λόγοι της παραπομπής είναι ακριβώς αυτοί που καθιστούν το έργο ένα μοντέρνο αριστούργημα. Αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς των ρομαντικών μυθιστορημάτων της εποχής του ο Φλομπέρ στέκεται με ουδετερότητα απέναντι στα πάθη και τις απιστίες της ηρωίδας του, ενώ τολμά να της παραχωρήσει, αν και γυναίκα, το δικαίωμα στην ερωτική επιθυμία. Είναι προφανές πως και αυτό εξόργισε τους δικαστές, που καταφέρθηκαν με δριμύτητα εναντίον του βιβλίου, το ότι οι ασωτίες της Μαντάμ Μποβαρί με τον Ροντόλφ και τον Λεόν βασική αιτία δεν είχαν κάποιον καταπιεστικό σύζυγο –ακριβώς το αντίθετο– αλλά τη σωματική και συναισθηματική της ανάγκη για παραπάνω περιπέτειες και για διεκδίκηση ενός κόσμου που η ίδια μέχρι τότε απολάμβανε αποκλειστικά μέσα από τη λογοτεχνία. Η σύγκρουση του κόσμου της ποιητικής φαντασίας με την πραγματικότητα είναι, άλλωστε, ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά του βιβλίου που δικαιολογούν και την άμεση σύνδεση του Φλομπέρ με την ηρωίδα του (το γνωστό «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ»). Η ρηξικέλευθη απόφαση του συγγραφέα να της χαρίσει έναν ρομαντικό θάνατο με αρσενικό την ώρα που στον καλοκάγαθο σύζυγό της Σαρλ απλώς επιφυλάσσει μια ασήμαντη τελευτή, συνδέοντάς την έτσι με έναν πιο ποιητικό τρόπο ζωής, δείχνει την προνομιακή σχέση που είχε ο Φλομπέρ με την τολμηρή του πρωταγωνίστρια μέχρι τέλους.

Αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς των ρομαντικών μυθιστορημάτων της εποχής του ο Φλομπέρ στέκεται με ουδετερότητα απέναντι στα πάθη και τις απιστίες της ηρωίδας του, ενώ τολμά να της παραχωρήσει, αν και γυναίκα, το δικαίωμα στην ερωτική επιθυμία.

Επομένως, είναι αυτή η διαρκής ακροβασία μεταξύ του ακραίου ρεαλισμού και της ποίησης, οι αριστοτεχνικές περιγραφές του εξωτερικού κόσμου που πολλές φορές είναι ανάλογος με τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, ο τρόπος που η φύση μεταμορφώνεται στα μάτια της μετά από κάθε ερωτική συνεύρεση, αποδεικνύοντας την ένταση της πράξης, η αισθαντικότητα κάθε θρησκευτικής περιγραφής που προμηνύει τις περιγραφές στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου αλλά και οι αμφισημίες των εννοιών και των λέξεων που απαιτούν έναν πολύ ικανό μεταφραστή, ο οποίος θα πρέπει να προσεγγίζει με λεπτή φροντίδα αλλά και λεκτική ακρίβεια το πρωτότυπο.

ΜΑΝΤΆΜ ΜΠΟΒΑΡΙ
Η πρώτη έκδοση της Μαντάμ Μποβαρί

Είναι γνωστή η εμμονή του Φλομπέρ όχι μόνο με την ακρίβεια της λέξης –η περίφημη θέση του για τη mot juste– αλλά και με τη μουσικότητα του ύφους και την «άψογα λειασμένη φράση», όπως θα έλεγε αργότερα σε κριτική του ο Τιερί Λαζέ. Δεν είναι να απορείς που ο Γάλλος συγγραφέας θα παρέδιδε τις 500 σελίδες της Μαντάμ Μποβαρί για δημοσίευση σε συνέχειες στην «Επιθεώρηση του Παρισιού» το 1856, ύστερα από μια πενταετία εντατικής συγγραφής και ένα σύνολο 4.500 χειρογράφων. Όσο για τη σύλληψη του βιβλίου, τον απασχολούσε χρόνια, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Λίβανο, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία αλλά και την Ελλάδα, με τις μεστές εμπειρίες του να αποτυπώνονται με διαφορετικούς τρόπους στις σελίδες της.

Ως εκ τούτου, καμία λεπτομέρεια δεν πρέπει να προσπερνιέται με βιασύνη και καμία λέξη να προσεγγίζεται ανυποψίαστα χωρίς να εξετάζονται οι πολλαπλές της συνδηλώσεις, όταν πρόκειται για τη μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί. Ωστόσο, έχει κανείς την εντύπωση ότι στις περισσότερες από αυτές –γιατί κυκλοφορούν πλέον αρκετές στα ελληνικά– το εν λόγω έργο αντιμετωπίζεται απλώς ως η περίπτωση της εξιστόρησης του δράματος, προσωπικού και οικονομικού, μιας απελπισμένης γυναίκας στην επαρχιακή Γαλλία του 19ου αιώνα και των ερωτικών ή οικονομικών της ατασθαλιών, ως ένα ακόμα κλασικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα άλλα. Κάποιες, μάλιστα, μεταφραστικές απόπειρες δείχνουν να μην έχουν κανένα σχέδιο, να μη συνοδεύονται από πολύτιμα για τον αναγνώστη πραγματολογικά σχόλια ή να μην εμπλουτίζονται από κείμενα που θα αναδείκνυαν τη σπουδαιότητα του αριστουργηματικού αυτού κειμένου σήμερα. Ειδικά μετά τις διαφορετικές ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στο κείμενο, με την τελευταία να φέρνει την Έμα κοντά στα φεμινιστικά κείμενα, είναι χαρακτηριστική η επίγνωση που δείχνει η πρωταγωνίστρια για τον ρόλο της γυναίκας στην εποχή της, όπως οι σκέψεις που εκφράζει όταν φέρνει στη ζωή τη κόρη της – που πραγματικά απορείς όταν δεν αντιλαμβάνονται πόσο μοντέρνο μπορεί να αντηχεί το κείμενο αυτό στις μέρες μας. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδοξο αρκετές μεταφράσεις, αν και πιο πρόσφατες, να μοιάζουν εντελώς αναχρονιστικές, ενώ άλλες, αν και γραμμένες σε μοντέρνο και σύγχρονο ύφος, να έχουν σοβαρές παρανοήσεις.

Στην Ελλάδα μετράμε ήδη δέκα μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί, εκτός από την πολυσυζητημένη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, η οποία κυκλοφόρησε το 1923 (κυκλοφορούσε επί μία δεκαετία σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς»), με τον β’ τόμο να τον αναλαμβάνει άλλος μεταφραστής, καθώς ο Θεοτόκης είχε εν τω μεταξύ πεθάνει, και σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στις ήδη καταγεγραμμένες μεταφράσεις της Μαντάμ Μποβαρί περιλαμβάνονται αυτή του Νίκου Σαρλή (Δαμιανός), του Κώστα Κουλουφάκου (αδελφοί Συρόπουλοι & Κ. Κουμουνδουρέας), της Αλίκης Βρανά (Δαρεμά), του Ιάνη Λο Σκόκκο (Πάπυρος), του Μπάμπη Λυκούδη (Εξάντας), της Τζένης Μπαριάμη (De Agostini), της Βασιλικής Κοκκίνου (Μίνωας)· πιο πρόσφατες είναι αυτή του Athens Review of Books από τη Μαρίνα Κουνεζή, η οποία διατηρεί και τον αρχικό υπότιτλο, Επαρχιακά Ήθη, και της Ρίτας Κολαΐτη για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την αναζήτηση των σχετικών υφιστάμενων μεταφράσεων του βιβλίου σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας με έκπληξη διαπιστώσαμε πως η μόνη διαθέσιμη σε μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων ήταν αυτή των εκδόσεων Υδροπλάνο, χωρίς να αναγράφεται καν το όνομα του μεταφραστή(!).

Μέχρι σήμερα η πιο ιστορική μετάφραση είναι αυτή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με τον τίτλο Κυρία Μποβαρύ, καθώς ήταν και η πρώτη που έγινε στην Ελλάδα και μάλιστα από έναν αναγνωρισμένο μεταφραστή και συγγραφέα. Παρά τις παρανοήσεις που δικαιολογούνται από τα ελλιπή μέσα που είχε ο μεταφραστής στη διάθεσή του, ο Θεοτόκης, δείχνοντας ενθουσιασμένος από το πρωτότυπο, αποδίδει το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του έργου. Υπάρχουν, φυσικά, παρανοήσεις καθώς σε κάποια σημεία μπλέκονται οι χρόνοι, με τους οποίους πειραματίζεται ο Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές η γλαφυρότητα του ύφους αποδίδεται μέσα από τοπικά, ελληνικά ιδιώματα και από μεταφορές που εμπνέονται από τα επτανησιακά πειράγματα. ενώ υπάρχουν αναλογίες με τις δικές καθημερινές κοινωνικές και εκκλησιαστικές συνήθειες που καμία σχέση δεν έχουν με τη γαλλική κοινωνία και την καθολική θρησκεία.

Αρκετά είναι τα προβλήματα που προκύπτουν και στην πιο έγκυρη μέχρι πρότινος μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί, του Μπάμπη Λυκούδη, με το ύφος να μοιάζει αρκετά πιο τραχύ για τα δεδομένα του Φλομπέρ, ενώ πολλές φορές ακυρώνονται και οι κρίσιμες αμφισημίες (για παράδειγμα, με το «suffoquant» ο Φλομπέρ αναφέρεται στο ασφυκτικό περιβάλλον και όχι στο «πλάνταγμα», το επαναλαμβανόμενο irritation, εν προκειμένω, έχει να κάνει με την ερωτική αναστάτωση και τον ερεθισμό και όχι τόσο με τον θυμό, όπως το αποδίδει.). Προβλήματα, επίσης, εμφανίζει η μετάφραση της Βασιλικής Κοκκίνου, η οποία αν και μοιάζει η πιο άρτια όσον αφορά το νεοελληνικό ύφος που συνάδει με τη γλώσσα της εποχής μας, έχει σοβαρότατες παρερμηνείες, παραλείψεις και προβλήματα που αφορούν την έλλειψη έρευνας. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αποδίδεται λάθος η αφιέρωση του βιβλίου στον Λουί Μπουγιέ αντί για Μπουιλέ, γιατί είναι σαν να αποτρέπει τον αναγνώστη εξαρχής από την ανάγνωσή του. Τα πιο σοβαρά, όμως, θέματα απ’ όλες τις μεταφράσεις έχει αυτή του Νίκου Σαρλή, καθώς όχι μόνο αποδίδονται λάθος εκφράσεις και τοπωνύμια αλλά παραλείπονται καίριες φράσεις και δεν εξυπηρετούνται καν οι ανάγκες του ύφους, ενώ δεν υπάρχει καν πιστότητα στην ορολογία (π.χ. τα περίφημα ηράνθεμα, «primevère» στα γαλλικά, που συναντώνται σε διαφορετικά σημεία, αποδίδονται ως πασχαλιές!).

Φλομπέρ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γκιστάβ Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί, Μετφ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Ψυχογιός.

Γι’ αυτό η πρόσφατη κυκλοφορία της νέας μετάφρασης του εμβληματικού έργου της Μαντάμ Μποβαρί από τη Ρίτα Κολαΐτη στη σειρά «Τα Κλασικά» των εκδόσεων Ψυχογιός συνιστά εκδοτικό γεγονός, καθώς έρχεται να συμπληρώσει διάφορες ελλείψεις, να αποκαταστήσει παρανοήσεις και κυρίως να αποσαφηνίσει αρκετά προβληματικά σημεία του πρωτότυπου κειμένου. Η μεταφράστρια προσφεύγει σε υποσημειώσεις, όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, ενώ φαίνεται να γνωρίζει με ακρίβεια πού ακριβώς αναφέρεται ο συγγραφέας του «Μπουβάρ και Πεκισέ» με το ενίοτε ειρωνικό του ύφος, προαναγγέλλοντας το ημιτελές αυτό τελευταίο του έργο όταν θέλει να ειρωνευτεί την αβελτηρία και τα λογοτεχνικά ήθη της εποχής. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η μεταφράστρια αφουγκράζεται τη μουσικότητα του ύφους του συγγραφέα, ακολουθώντας τον ρυθμό του και αποδεικνύοντας ότι ο βασικότερος λόγος για να μεταφράσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο σήμερα είναι από βαθιά αγάπη γι’ αυτό (ο Στάινερ δεν είχε πει τυχαία ότι η μετάφραση πρέπει πρωτίστως να γίνεται από ένα βαθύ χρέος αγάπης). Μοναδική μας ένσταση είναι κάποιες μεταφραστικές επιλογές που αντιστοιχούν σε μια απαρχαιωμένη δημώδη ελληνική γλώσσα, η οποία ελάχιστα έχει θέση στον σύγχρονο νεοελληνικό λόγο (π.χ. «κοτάει να σταυρώσει τα πόδια του», «κουτσούβελα», «μαγερειό», «περπατησιά» ή ακόμα «μετρέσα», μια επιλογή στην οποία επέμενε μεταφραστικά και ο Μπάμπης Λυκούδης).

Υπάρχουν, όμως, άπειροι άλλοι λόγοι για να προτιμήσει κανείς την παρούσα έκδοση, καθώς συμπληρώνεται από το απολαυστικό προσάρτημα με όλα τα πρακτικά της δίκης κατά του έργου –κυρίως το κατηγορητήριο και τον υπερασπιστικό λόγο–, όπου καταλαβαίνει κανείς τη βαθιά επίδραση που άσκησε η Μαντάμ Μποβαρί στην εποχή της, καθώς και από ένα καίριο επίμετρο με το πολύ ωραίο κείμενο του Τιερί Λαζέ, όπου εντοπίζεται όλη η αισθησιακή και ποιητική ομορφιά του έργου. «Η αφηγηματική ύπνωση μες στην οποία δημιουργεί ο Φλομπέρ προέρχεται από την Ανατολή, της οποίας τα διδάγματα αφομοίωσε: συμπίπτει με την κυριαρχία των αντιθέσεων, αυτή την αρμονία ετερόκλητων πραγμάτων, όπου οσφραινόμαστε τη μυρωδιά των λεμονόδεντρων και συνάμα εκείνη των πτωμάτων», γράφει χαρακτηριστικά ο επίσης συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Λαζέ, για να συμπληρώσει αριστουργηματικά πως «μέχρι τότε, ο Φλομπέρ απολάμβανε αυτή την αέναη πρόσμειξη ψευδαίσθησης και πραγματικότητας μόνο σε ένα βιβλίο, ένα γιγάντιο έργο, αυτή την Ανατολή του μυθιστορήματος που είναι το έργο του Θερβάντες, κάτι ανάμεσα στην αναζήτηση του ιερού Γκράαλ και στην αναζήτηση του πραγματικού, αυτό τον Δον Κιχώτη τον οποίο ήξερε απέξω προτού καν μάθει να διαβάζει και του οποίου τις εικόνες χρωμάτιζε τότε που ήταν παιδί». Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια αλλά se non è vero, è bon trovato.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ ΕΔΩ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μπουβάρ και Πεκυσέ» του Γκ. Φλωμπέρ: Η αξία της συμπόρευσης

Λέσχη Ανάγνωσης: Φίλοι και παρέες / «Μπουβάρ και Πεκυσέ» του Γκ. Φλωμπέρ: Η αξία της συμπόρευσης

Η σημασία της φιλίας δύο ανθρώπων που συμπορεύονται επειδή συμπληρώνει ο ένας τον άλλον, επειδή αγαπούν τα ίδια πράγματα, επειδή το να μοιράζεσαι είναι αξία ανεξάντλητη.
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Το woke στο «καναβάτσο»

Βιβλίο / Τι είναι τελικά το woke; Δύο βιβλία εξηγούν

Δύο αξιόλογα βιβλία που εστιάζουν στην πολυσυζητημένή και παρεξηγημένη σήμερα woke κουλτούρα κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, εμπλουτίζοντας μια βιβλιογραφία περιορισμένη και μάλλον αρνητικά διακείμενη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»

Το πίσω ράφι / «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Ένα αριστούργημα. Δίχως υπερβολή

O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζωντανεύει την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της αμερικανικής αστικής τάξης, το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου και μαζί τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Βιβλίο / Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Η μυθιστορηματική περίπτωση της Ντε Γουίτ αποδεικνύει ότι οι καλοί συγγραφείς πάντα δικαιώνονται. Και το βιβλίο της «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», τη σπάνια ευφυΐα της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Προδημοσίευση / Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Μια αποκλειστική πρώτη δημοσίευση από το εν εξελίξει βιβλίο «Ανθός ΜεταΝοήματος» της Μαρίας Μήτσορα, μιας αθόρυβης πλην σημαντικότατης παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη μέσα στο 2026.
THE LIFO TEAM