ΑΝ Ο ΤΟΜΑΣ ΧΑΡΝΤΙ έγραφε σήμερα ένα queer μυθιστόρημα για έναν απελπισμένο εφηβικό έρωτα, αν ο Αντρέ Ασιμάν τοποθετούσε τη δράση του «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» στην αγγλική εξοχή των αρχών του 2000 αντί για τη βόρεια Ιταλία των ’80s και αν όλα αυτά διαποτίζονταν από την ευαισθησία του Σέιμους Χίνι, το αποτέλεσμα θα ήταν το «Ανοίξτε, oυρανοί» του Σον Χιούιτ.
Πρόκειται για το εντυπωσιακό ντεμπούτο στην πεζογραφία του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ (γεν. 1990). Με δύο ποιητικές συλλογές («Tongues of Fire» και «Rapture’s Road») και ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο («All down darkness wide») στο ενεργητικό του, ο 35χρονος συγγραφέας θεωρείται σήμερα μία από τις σημαντικότερες ανερχόμενες φωνές της σύγχρονης ιρλανδικής λογοτεχνίας. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Laurel και Rooney, ενώ έχει συμπεριληφθεί και στη βραχεία λίστα των «Sunday Times» για το Young Writer of the Year.
Queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης και ταυτόχρονα μια τρυφερή και πολύ ειλικρινής απεικόνιση του πρώτου έρωτα –ένας ύμνος στην αγάπη και τη φιλία–, το «Ανοίξτε, ουρανοί» του Σον Χιούιτ, που εκδόθηκε την άνοιξη του 2025, κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε έξοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Ο λυρικός τίτλος («Open, Heaven») αντλεί την έμπνευσή του από το εκτενές ποίημα «Milton» του Ουίλιαμ Μπλέικ, απ’ όπου προέρχεται και το μότο στην αρχή του βιβλίου, το οποίο καταλήγει στον –απόλυτα αντιπροσωπευτικό για όσα ακολουθούν– στίχο: «Οι άνθρωποι από αγάπη αρρωσταίνουν».
Στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενήλικης ζωής, το βιβλίο αποτυπώνει με εξαιρετική ακρίβεια αυτήν τη μεταβατική ηλικία: τις προσδοκίες και τις ονειροπολήσεις, τους φόβους και τις ανασφάλειες, τη σεξουαλική αφύπνιση, την ανάγκη για αποδοχή και την αναζήτηση ταυτότητας, καθώς και την queer εμπειρία αυτοπροσδιορισμού.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εκτυλίσσεται το 2002, σε ένα απομονωμένο χωριό της βόρειας Αγγλίας, το φανταστικό Θορνμίαρ, όπου ζει ο 16χρονος Τζέιμς με την οικογένειά του. Ο Τζέιμς έχει συνειδητοποιήσει πως έλκεται από τα αγόρια, κάτι που έχει αποκαλύψει στους γονείς του, γεγονός που μεγαλώνει την αμηχανία και την απόσταση μεταξύ τους. Η γνωριμία με τον 17χρονο Λουκ, που πρόκειται να μείνει μαζί με τους θείους του για έναν χρόνο στο χωριό, θα βοηθήσει τον Τζέιμς να ανακαλύψει τον εαυτό του και θα τον σημαδέψει ανεξίτηλα. Ο Τζέιμς θα βιώσει έναν βασανιστικό όσο και απελευθερωτικό έρωτα με τον Λουκ, τα αισθήματα του οποίου παραμένουν διφορούμενα. Ο Λουκ είναι ένας χαρισματικός έφηβος αλλά κι ένα παιδί παραμελημένο και ουσιαστικά εγκαταλειμμένο από τους γονείς του, με τον πατέρα του στη φυλακή και τη μητέρα του να ζει μακριά με τον νέο της σύντροφο. Τον γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια του Τζέιμς: ήταν «πολύ φωτεινός, πολύ ανέμελος για τούτο το καταχνιασμένο βορινό χωριό». Δείχνει θρασύς και ατίθασος, αλλά είναι εξίσου μοναχικός κι εσωστρεφής με τον Τζέιμς, κι ας φορά την πανοπλία του «cool αγοριού».
Είκοσι χρόνια μετά, το 2022, ο Τζέιμς, πρόσφατα διαζευγμένος από τον σύζυγό του, επιστρέφει στο μέρος όπου μεγάλωσε, αναπολώντας τη γνωριμία του με τον Λουκ και τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς. Όλα δείχνουν πως δεν ξεπέρασε ποτέ τον εφηβικό του έρωτα, ο οποίος τον καθόρισε: «Πιστεύω πως κάτω απ’ το δικό του φως πλάστηκαν από την αρχή το μυαλό και το σώμα μου, χυτεύτηκαν κάποια στιγμή εκείνη τη χρονιά, και τώρα έφεραν το αποτύπωμά του, το σχήμα του χεριού του».
Ο Χιούιτ τοποθετεί την αφήγησή του σε ένα χωριό στο πουθενά, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει κάπου στις αρχές του 19ου αιώνα. Η βουή του σύγχρονου κόσμου ακούγεται πολύ μακρινή, ενώ επιβιώνουν ακόμα μεσαιωνικές αγγλικές γιορτές. Τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου αντιστοιχούν στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Η γνωριμία των δύο εφήβων γίνεται το φθινόπωρο και ο οριστικός χωρισμός καλοκαίρι. Το τέλος του καλοκαιριού σηματοδοτεί και το τέλος της φιλίας τους, το τέλος της εφηβείας αλλά και το τέλος της αθωότητας. Και οι δύο αυτές επιλογές του συγγραφέα αποδεικνύονται απόλυτα λειτουργικές: η στασιμότητα του τοπίου συνάδει με τον ατελείωτο χρόνο της εφηβείας, ενώ οι εναλλαγές των εποχών ακολουθούν την πορεία της αέναης μεταμόρφωσης και των μεταβολών που διαπερνούν τόσο την εφηβική ηλικία των ηρώων όσο και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενήλικης ζωής, το βιβλίο αποτυπώνει με εξαιρετική ακρίβεια αυτήν τη μεταβατική ηλικία: τις προσδοκίες και τις ονειροπολήσεις, τους φόβους και τις ανασφάλειες, τη σεξουαλική αφύπνιση, την ανάγκη για αποδοχή και την αναζήτηση ταυτότητας, καθώς και την queer εμπειρία αυτοπροσδιορισμού, τη σύγκρουση με τις ετεροκανονικές νόρμες, τη διαφορετικότητα, την ανάγκη ένταξης σε μια κοινότητα και την αναγκαστική προσποίηση που επιβάλλει στα queer άτομα ένα κλειστό, περιοριστικό περιβάλλον: «Ο Ντέιβιντ προσπαθούσε να μου πιάσει κουβέντα για γυναίκες ή για ποδόσφαιρο, κι έπρεπε να επιστρατεύσω ένα σωρό ψέματα για να τα βγάλω πέρα, επινοώντας βαρετές ιστορίες για να καλύψω το γεγονός ότι δεν με ενδιέφερε τίποτα απ’ όλα αυτά, ότι δεν ήμουν άντρας με τον τρόπο που ήταν άντρας εκείνος».
Ο Τζέιμς νιώθει ένας αποσυνάγωγος, ένας παρείσακτος και απόμακρος από όλα. Το coming out του θα καταλύσει ένα ταμπού: «Είχα παραδεχτεί ότι είχα επιθυμίες, ότι δεν ήμουν πια αθώος». Η απόσταση ανάμεσα στη μητέρα του θα μεγαλώσει κι άλλο: «Είχα φέρει στο φως την απόσταση ανάμεσα στον γιο που γνώριζε και στον γιο που πραγματικά ήμουν, κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσαμε ύστερα απ’ αυτό, φαινόταν αδύνατο να καταφέρουμε να συμβιβάσουμε τις δύο εκδοχές».
Εκτός από το μεταίχμιο μιας ηλικίας, βρισκόμαστε και στο μεταίχμιο μιας εποχής. Αρχές της νέας χιλιετηρίδας, το ίντερνετ, τα κινητά και οι οθόνες δεν έχουν ακόμα εισβάλει ολοκληρωτικά στην απομακρυσμένη αγγλική επαρχία, οι ήρωες βλέπουν DVD και ακούνε CD, παρακολουθούν τηλεόραση και παίζουν παιχνίδια σε κονσόλες. Η πολιτική ορθότητα και η ορατότητα δεν είναι ακόμα εκεί, είναι όμως το bullying, η περιθωριοποίηση, η ντροπή, το αίσθημα ασφυξίας και η βαθιά μοναξιά.
Η εμπειρία του πρώτου έρωτα διαγράφεται στο βιβλίο ως οδυνηρή αλλά ταυτόχρονα και ως εκστατική και μεταμορφωτική: «Κι όμως, είχα βρει επιτέλους την αγάπη, το όραμά της, τη συντροφιά της, ώστε ν’ αλλάξω χάρη σ’ αυτήν, να απελευθερωθώ μέσα στην παθιασμένη ισορροπία της, γνωρίζοντας ότι θα με απομυζούσε αλλά και θα με στήριζε, ότι θα με βασάνιζε αλλά θα έκανε τη ζωή, την οποία βύθιζε καθημερινά σε αγωνία, άξια να τη ζήσω».
Ο πρώτος έρωτας είναι μια πόρτα στο μέλλον αλλά και μια σύγκρουση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, φόβου και επιθυμίας. Είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο από αμηχανίες και αδεξιότητες, ανεπαίσθητες κινήσεις, μικρολεπτομέρειες, τυχαία αγγίγματα, φευγαλέα χαμόγελα, σιωπές, δισταγμούς και υπεκφυγές. Ο Σον Χιούιτ παραδίδει με βάθος και ένταση ένα πολύ αντιπροσωπευτικό πορτρέτο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, γεμάτου δυνατότητες, που δεν έχει ακόμα συνθλιβεί στις μυλόπετρες της πραγματικότητας και τις διαψεύσεις της ενηλικίωσης.
Η φύση είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, με εκθαμβωτικής ομορφιάς ειδυλλιακές περιγραφές της αγγλικής εξοχής σε όλες τις εποχές του χρόνου: χωράφια νοτισμένα από τον παγετό ή την πρωινή πάχνη –που θυμίζουν πίνακες του Τέρνερ–, δάση και σπηλιές, ιτιές και αγριοκαστανιές, κανάλια με λευκή και κίτρινη γύρη στα νερά όπου πλέουν κύκνοι, λιθόστρωτα δρομάκια, σπιτάκια από κόκκινα τούβλα, αγροτόσπιτα και αχυρώνες. Η φύση ακολουθεί τις ψυχικές διακυμάνσεις του ήρωα, άλλοτε υποδαυλίζοντας την ερωτική του έξαψη και άλλοτε υπογραμμίζοντας αντιστικτικά την αγωνία του: «Εκείνο το απομεσήμερο ήταν σαν να περπατούσα μέσα σ’ ένα παραδοσιακό τραγούδι – τα κοτσύφια και οι τσίχλες, η γλυκύτητα των λουλουδιών, το αγόρι που αγαπούσα, και ίσως μ’ αγαπούσε κι εκείνο, και με περίμενε ανάμεσα στα δέντρα».
Το «Ανοίξτε, ουρανοί» είναι κι ένα βιβλίο για τον χρόνο, τη μνήμη και τα υλικά που τη συνθέτουν. Ο τόπος είναι ταυτόχρονα και χρόνος στο μυθιστόρημα. Επιστρέφοντας στο παρελθόν, τόσο γεωγραφικά, όσο και χρονικά, ο Τζέιμς συνειδητοποιεί πως η ζωή του στο παρόν δεν ανταποκρίνεται σε όσα θα ήθελε. «Ήταν ο μόνος τόπος όπου είχα ζήσει πραγματικά. Πού θα μπορούσα να βρω τον εαυτό μου τώρα; Πού θα πήγαινα;». Ποιος θα μπορούσε να βγει αλώβητος από έναν τέτοιο έρωτα; Μπροστά στο δέος της πρώτης αγάπης, όταν διατηρείς ακόμη ίχνη από την αθωότητα και το έκπληκτο βλέμμα της παιδικής ηλικίας και ανακαλύπτεις για πρώτη φορά τις ηδονές της ενηλικίωσης, όλα βιώνονται με μια μεγαλοπρέπεια που αργότερα θα σβήσει. Το θάμβος μιας χαμένης μεγαλοπρέπειας μάς αποκαλύπτει κι ο Σον Χιούιτ στο μυθιστόρημά του. Στην πραγματικότητα, ο εφηβικός έρωτας του Τζέιμς για τον Λουκ δεν ήταν παρά η υπόσχεση μιας διαφορετικής ζωής που άστραψε σαν δυνατότητα, το «φαντασιακό θεμέλιο της ζωής» του, που τροφοδοτούσε τις ελπίδες και τα όνειρά του, προτού τα ξεθωριάσουν η ενηλικίωση και οι απογοητεύσεις της.
* Στίχοι της Λένας Κιτσοπούλου για την Γκόλφω που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος στο Εθνικό Θέατρο