Το «Singapore Sling» του Νίκου Νικολαΐδη προκάλεσε σοκ όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1990. Η σουρεαλιστική, over-the-top μαύρη κωμωδία με την έντονη φιλμ νουάρ αισθητική, εμπνευσμένη από τη «Λάουρα» του Ότο Πρέμινγκερ, δέχτηκε τότε σφοδρή επίθεση από τους κριτικούς, ενώ το κοινό τής γύρισε την πλάτη. Η ακραία φύση της οδήγησε, μάλιστα, στην απαγόρευση προβολής της στη Μεγάλη Βρετανία. Παρ’ όλα αυτά, με το πέρασμα των χρόνων απέκτησε έναν ισχυρό καλτ χαρακτήρα που τη συνοδεύει έως σήμερα.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, με το ενδιαφέρον γύρω από την ταινία να παραμένει ζωντανό χάρη σε ένα νεότερο κοινό σε όλο τον κόσμο, το «Singapore Sling» επιστρέφει μέσα από ένα βιβλίο της Restless Wind. Είναι το πρώτο μιας σειράς αφιερωμένης στις ταινίες του σημαντικού Έλληνα δημιουργού, που φιλοδοξεί να «αποκαταστήσει την τιμή του» και να τοποθετήσει το έργο του στη θέση που του αξίζει, και θα παρουσιαστεί επίσημα στις 18 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.
Η υπόθεση της ταινίας ρίναι η εξής: ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο «Singapore Sling», κυνηγά μια χαμένη υπόθεση που αφορά μια γυναίκα (τη Λάουρα) και βυθίζεται στο εφιαλτικό και παρακμιακό σύμπαν δυο γυναικών που είναι γεμάτο βία, σεξ, σαδομαζοχισμό και πολλά εντόσθια.
«Οι κριτικοί τότε είχαν τεράστια δύναμη. Και, κατά τη γνώμη μου, κάπου κατέστρεψαν το ελληνικό σινεμά. Όμως ο Νίκος εκμεταλλευόταν τις κακές κριτικές. Έπαιρνε ατάκες και τις έκανε αφίσα!»
Προσωπικά, ήρθα σε επαφή με την ταινία μέσα από το Seven X τη δεκαετία του ’90, που πρόβαλλε διαρκώς το τρέιλερ. Ήμουν πολύ μικρή σε ηλικία για να γνωρίζω την ιστορία της και μου φαινόταν εντελώς εξωφρενική∙ για να είμαι ειλικρινής, πίστευα πως επρόκειτο για ταινία τρόμου, ένα είδος που δεν συγκαταλέγεται στα αγαπημένα μου.
Βλέποντάς την όμως σήμερα, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει στοιχεία που μοιάζουν εντυπωσιακά μπροστά από την εποχή τους: τις απίθανες camp ερμηνείες των Μέρεντιθ Χέρολντ και Μισέλ Βάλεϊ, την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Άρη Σταύρου και την τρομερή σκηνογραφία της Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου. Άνετα θα τη χαρακτήριζε κανείς προπομπό του Greek Weird Wave.
Δεν γυρίστηκε στη Σιγκαπούρη, όπως αφελώς είχε υποστηρίξει ένας κριτής της επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1990, στο οποίο τελικά η ταινία απέσπασε τα βραβεία Σκηνοθεσίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου για τη Μέρεντιθ Χέρολντ και Φωτογραφίας για τον Άρη Σταύρου. Το «Singapore Sling» γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, με μηδαμινά μέσα, στο σπίτι του ίδιου του Νικολαΐδη. Η ταινία βασίστηκε σε ένα παλιότερο σενάριο που είχε γράψει το 1974-75, το πρώτο της καριέρας του, το οποίο όμως δεν κατάφερε να υλοποιήσει τότε, καθώς περιείχε ιδιαίτερα τολμηρές σκηνές για την εποχή και οι γυναίκες ηθοποιοί δίσταζαν να αναλάβουν το ρίσκο του γυμνού. Αν, μάλιστα, είχε καταφέρει να το γυρίσει όπως το είχε αρχικά οραματιστεί, ως μιούζικαλ, σήμερα ίσως μιλούσαμε για ένα ελληνικό «Rocky Horror Picture Show» – διαφορετικό σε ύφος, αλλά με την ίδια διάθεση να ισορροπήσει ανάμεσα στην κωμωδία και τον τρόμο.
Το ομώνυμο βιβλίο περιέχει ολόκληρο το σενάριο που έγραψε ο Νικολαΐδης το ’90, το ημερολόγιο της Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου από τα γυρίσματα καθώς και συνεντεύξεις του σκηνοθέτη από εκείνη την περίοδο. Παράλληλα, φιλοξενεί κείμενα γραμμένα ειδικά για την έκδοση από σκηνοθέτες όπως ο Αλέξης Αλεξίου και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, μαζί με πλήθος αδημοσίευτων φωτογραφιών από τα γυρίσματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κομμάτι του που είναι αφιερωμένο στις κριτικές που δέχτηκε η ταινία, τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές. Κάποιες από αυτές διαβάζονται σήμερα ως τραγικά διασκεδαστικές, λειτουργώντας όμως ταυτόχρονα ως πολύτιμο τεκμήριο του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο «Σιγκαπούρης», όπως αποκαλούσε ο Νικολαΐδης χαϊδευτικά τον ήρωα. Ήταν μια εποχή που, όπως αφηγείται η Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, ο κόσμος είχε γυρίσει την πλάτη του στο ελληνικό σινεμά στις αίθουσες. Η ταινία έκοψε μόλις 5.000 εισιτήρια την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας της και περίπου 15.000 συνολικά.
Θυμάται ένα περιστατικό στο σινεμά «Άστυ» όπου έτυχε να πάνε μια βδομάδα πριν από την κυκλοφορία της ταινίας και άκουσαν μια παρέα νεαρών να σχολιάζει το τρέιλερ. «Μας είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση με τον Νίκο τότε», μου λέει στο σπίτι της, όπου με υποδέχτηκε παρέα με τον πανέμορφο σκύλο της, τον Σκοτ. «Τα παιδιά δεν γούσταραν το ελληνικό σινεμά εκείνα τα χρόνια. Ήταν προκατειλημμένα και τρελάθηκαν με το τρέιλερ στα αγγλικά, μέχρι που άκουσαν ότι ήταν μια ταινία του Νίκου Νικολαΐδη και ότι ήταν ελληνική».
— Πώς προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο;
Χρόνια τώρα είχα στο μυαλό μου ως πρότζεκτ να φτιάξω την ιστορία γύρω από κάθε σενάριο ταινίας του Νικολαΐδη, κάτι σαν σενάριο-ντοκουμέντο με backstage υλικό, κριτικές και συνεντεύξεις. Σε κάθε ταινία είχα τη συνήθεια να κρατάω ημερολόγια και σημειώσεις. Δούλευα εξάλλου σε διάφορα πόστα, στην παραγωγή, ως βοηθός, ως σκριπτ, και φυσικά στα σκηνικά και τα κοστούμια, ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές. Έτσι, είχα καταγεγραμμένα τα πάντα, όπως, π.χ., πότε ξεκίνησε το γύρισμα, τι γυρίστηκε κάθε μέρα, πόσο κόστισε η ταινία, ποιοι ήρθαν, ποιοι έφυγαν, τι συνέβη. Παράλληλα, κρατούσα όλα τα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Ουσιαστικά, είχα ένα ολόκληρο αρχείο μέσα σε κουτιά. Πολλοί μου έλεγαν να τα παραδώσω όλα αυτά κάπου, π.χ. σ’ έναν οργανισμό. Όμως ήμουν σίγουρη ότι όλο το αρχείο του Νικολαΐδη θα εξαφανιζόταν σε μια αποθήκη. Προτιμούσα, και προτιμώ, όσο ζω, να διαχειρίζομαι η ίδια το αρχείο. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να αφιερωθεί ένα βιβλίο στην ιστορία κάθε ταινίας, και ξεκινήσαμε φυσικά με το «Singapore Sling». Σε αυτήν τη διαδικασία είχα πολύτιμη βοήθεια από την Έφη Παπαζαχαρίου και την Ελίζα Μπράτσου, φίλες που δακτυλογραφούσαν ακούραστα, μέχρι έναν ακόμα φίλο που ανέλαβε τα σκαναρίσματα. Σιγά σιγά αρχίσαμε να ψηφιοποιούμε τα πάντα – εφημερίδες, αποκόμματα, υλικό αρχείου. Καθοριστική ήταν και η συνεργασία μας με τον γραφίστα Πάνο Κασιάρη, που έκανε υπομονή όσο λίγοι.
— Πώς ξεκίνησε αυτό το σενάριο;
Ήταν το πρώτο σενάριο που έγραψε ο Νίκος. Προσπαθήσαμε τότε να βρούμε ηθοποιούς, κυρίως γυναίκες, αλλά καμία δεν δεχόταν να παίξει. Φοβούνταν την έκθεση, δεν ήθελαν να ρισκάρουν. Έτσι, το έβαλε στην άκρη. Άλλωστε, ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα: είχε τη μορφή μιούζικαλ και ήταν ξεκάθαρα κωμωδία. Υπήρχε, για παράδειγμα, μια καταπληκτική σκηνή με μια εικονική εκτέλεση του πρωταγωνιστή. Τον οδηγούν σε μια λαιμητόμο για να του κόψουν το κεφάλι, αλλά όλη αυτή η πορεία συνοδεύεται από το εμβατήριο του Ροσίνι «William Tell overture final», φοβερό κομμάτι! Ήταν ξεκαρδιστικό. Όμως δεν βρέθηκε κανείς να το στηρίξει τότε, κι έτσι το άφησε στην άκρη. Στη συνέχεια έγραψε την «Ευρυδίκη», την πιο στέρεη ταινία του, όπως έλεγε, η οποία παίχτηκε στους κινηματογράφους μετά τα «Κουρέλια» και έκανε πολύ λίγα εισιτήρια. Μετά ήρθαν το «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», ταινία που βγήκε στο σινεμά και του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας. Ακολούθησαν οι υπόλοιπες. Ο Νίκος είχε πάρει συνολικά πέντε βραβεία σκηνοθεσίας σε οκτώ ταινίες.
— Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές του;
Αγαπούσε βαθιά το φιλμ νουάρ, τα b-movies, τα γουέστερν και τη Ρίτα Χέιγουορθ! Είχαμε κοινά γούστα και βλέπαμε αμέτρητες ταινίες μαζί. Το ίδιο συνέβαινε όταν έρχονταν οι συνεργάτες, οι ηθοποιοί, οι βοηθοί∙ ο Νίκος τούς δίδασκε σινεμά. Τους έδειχνε σκηνές για να καταλάβουν, να δουν τις λεπτομέρειες, ανέλυε τα πάντα, τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, το μοντάζ ή τη σκηνογραφία. Είχε, μάλιστα, μια εμμονή με τον ήχο, να είναι πάντα άψογος, κάτι σπάνιο για εκείνη την εποχή... Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τότε, ακόμη και σε βραβευμένες ταινίες, ο ήχος συχνά ήταν προβληματικός. Ο Νίκος, όμως, ήταν τελειομανής και τον πρόσεχε εξαντλητικά. Το ίδιο και το μοντάζ. Για εκείνον, όλα έπρεπε να λειτουργούν με ακρίβεια. Η βάση του σεναρίου ήταν η «Λάουρα» του Ότο Πρέμινγκερ, μια ταινία που αγαπούσε πάρα πολύ. Του άρεσαν ιδιαίτερα η Τζιν Τίρνεϊ και ο Ντέινα Άντριους. Εκεί υπάρχει η ιδέα της γυναίκας που θεωρείται νεκρή και ο ντετέκτιβ που ερωτεύεται ουσιαστικά ένα «πτώμα». Κάπως έτσι λειτουργεί και το «Singapore Sling». Φυσικά, δεν ήθελε να αντιγράψει τη «Λάουρα», το είχε αλλιώς στο μυαλό του. Από την αρχή υπήρχε το μοτίβο της ταινίας, αλλά περασμένο μέσα από ένα κωμικό φίλτρο, με ακραία στοιχεία, ακόμα και σπλάτερ. Κάποιοι έχουν διαβάσει και τη σχέση μάνας-κόρης με ψυχαναλυτικό τρόπο, ίσως επηρεασμένοι και από τη δική μου σχέση με τη μητέρα μου, που ο Νίκος, εκ των πραγμάτων, τη ζούσε από κοντά. Υπήρξαν άνθρωποι που το είδαν κι έτσι.
— Ήταν δίκαιη η αντιμετώπιση της ταινίας από την κριτική τότε;
Οι κριτικές, κατά τη γνώμη μου, ήταν για γέλια – «η κόπρος του Νικολαΐδη» και άλλα τέτοια. Έγραφαν πράγματα όπως «ο Νικολαΐδης χρειάζεται ψυχίατρο». Δεν έπιασαν τίποτα από το κωμικό στοιχείο. Σήμερα, όμως, αρχίζουν να το καταλαβαίνουν, κυρίως οι νεότεροι. Όταν έγινε το αφιέρωμα στον θερινό κινηματογράφο «Στέλλα» πριν από δύο χρόνια και προβλήθηκαν όλες οι ταινίες του, τα παιδιά κάθονταν κάτω, στα χαλίκια, γιατί δεν υπήρχαν θέσεις. Ήθελαν να δουν όλες τις ταινίες: όχι μόνο το «Singapore Sling» αλλά και τη «Συμμορία», τα «Κουρέλια», την «Κόλαση», ακόμα και το «Zero Years», που επίσης είναι παρεξηγημένο. Τότε τα έπαιρναν όλα πολύ στα σοβαρά και οι περισσότεροι κριτικοί είχαν τον Νίκο στην μπούκα. Ελάχιστοι τον εκτιμούσαν πραγματικά: η Σώκου, ο Μπακογιαννόπουλος. Άλλοι, όπως ο Δανίκας ή ο Μικελίδης, έμοιαζαν να είναι μόνιμα οργισμένοι μαζί του. Η μόνη ταινία για την οποία έγραψαν σχεδόν όλοι θετικά ήταν η «Πρωινή Περίπολος». Εκεί δεν μπορούσαν να πουν πολλά – το πολύ-πολύ να έλεγαν ότι ήταν αργή. Οι κριτικοί τότε είχαν τεράστια δύναμη. Και, κατά τη γνώμη μου, κάπου κατέστρεψαν το ελληνικό σινεμά. Όμως ο Νίκος εκμεταλλευόταν τις κακές κριτικές. Έπαιρνε ατάκες και τις έκανε αφίσα!
— Αν δει κανείς την ταινία σήμερα, μένει κυρίως στις ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών. Πώς δούλευε με τους ηθοποιούς;
Οι οδηγίες που είχε δώσει ο Νίκος στη Μέρεντιθ ήταν ξεκάθαρες: «Θα περπατάς, θα στέκεσαι, ό,τι κάνεις θα είναι σαν να βρίσκεσαι μόνιμα σε έναν οργασμό». Κάτι αντίστοιχο διέκρινα πρόσφατα στο «Poor Things» του Λάνθιμου – και μάλιστα σ’ ένα φεστιβάλ στην Αυστραλία έγινε μεγάλη συζήτηση για το αν η ερμηνεία της ηρωίδας θυμίζει την ατμόσφαιρα του «Singapore Sling».
— Γιατί πιστεύετε ότι τότε δεν έγινε κατανοητή η ταινία;
Όταν προβλήθηκε, το 1990, ήταν κάτι τελείως ξένο. Αν σκεφτείς τι έβγαινε γύρω στο ’80, καταλαβαίνεις πόσο εκτός πλαισίου ήταν. Δεν μπορούσαν να την εντάξουν πουθενά. Τι ήταν; Πορνό; Όχι. Κωμωδία; Όχι ακριβώς. Θρίλερ; Ούτε. Αυτό τους εξόργιζε. Στη Θεσσαλονίκη όταν παίχτηκε, έπεσε το σινεμά. Στην αρχή υπήρξε παγωμάρα. Μετά κάποιοι χειροκροτούσαν, άλλοι φώναζαν «ντροπή». Ο Νίκος, απτόητος: σηκώθηκε, χαιρετούσε, γελούσε. Ρωτούσαν αν οι εμετοί ήταν αληθινοί. Ο κόσμος, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, δυσκολευόταν να σκεφτεί πέρα από τα στενά του όρια.
— Κατά πόσο αντικατοπτρίζει την εποχή που γράφτηκε και γυρίστηκε;
Όταν έγραψε το πρώτο σενάριο, είχαμε ακόμα χούντα. Ο Νίκος ήταν γενικά απογοητευμένος από την εποχή και από όλη την κατάσταση. Ήδη από τη «Γλυκιά Συμμορία» τον είχαν στο στόχαστρο, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, η ΕΡΤ... Στο «Singapore Sling» ήμασταν εντελώς μόνοι μας. Κάναμε την ταινία χωρίς καμία βοήθεια και μόνο αφού ολοκληρώθηκε δόθηκαν κάποια χρήματα για να τελειώσει. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ο Νίκος δεν ήταν ποτέ μέσα σε κυκλώματα. Δεν πήγαινε να γλείψει, ήταν ανεξάρτητος, δεν τους είχε ανάγκη. Κάναμε low budget ταινίες που, με τον τρόπο τους, «σκίζανε», ενώ άλλοι έπαιρναν εκατομμύρια και δεν κατάφερναν τίποτα. Ο Νίκος κατάφερνε να δείξει το μοναδικό ταλέντο του με τα ελάχιστα.
— Πώς δουλέψατε πρακτικά την ταινία με τόσο λίγα μέσα;
Δουλεύαμε την ταινία έναν ολόκληρο χρόνο πριν γυριστεί. Πρόβες, κοστούμια, σκηνικά. Όταν ήρθε ο Άρης Σταύρου να κάνει τη φωτογραφία, μου έμαθε πώς γράφει το χρώμα στο ασπρόμαυρο: πώς θα «βγει» το κόκκινο, το κίτρινο. Έτσι, διάλεγα και τα υφάσματα ώστε να λειτουργούν σωστά στο ασπρόμαυρο φιλμ. Η φωτογραφία του Άρη Σταύρου είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές και από το εξωτερικό – κάποιοι έλεγαν πως θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ αν ήταν αμερικανική η ταινία. Όμως δεν υπήρχαν χρήματα, οπότε το σπίτι μας μετατράπηκε σε πλατό. Οι σκηνές της ταινίας στην κρεβατοκάμαρα γυρίστηκαν στο σαλόνι μας, που μετά μετατράπηκε σε τραπεζαρία. Ήταν δικά μας έπιπλα, τα οποία έντυνα, τα μετέτρεπα. Είχα πολλά κινηματογραφικά βιβλία και έπαιρνα ιδέες από φωτογραφίες, από τη vamp αισθητική. Είχα παλιά φορέματα της μητέρας μου –ήταν μανεκέν παλιά– και τα συνδύαζα με πιο φτηνά κομμάτια από την αμερικανική αγορά ή με ό,τι βρίσκαμε εδώ. Ο Νίκος έδινε τεράστια σημασία στη λεπτομέρεια. Με έβαζε να βλέπω το πλάνο για να αποφασίσουμε πού θα μπει το φυτό. Σήμερα, όταν βλέπω σειρές στην τηλεόραση, σκέφτομαι πόσο ψεύτικα φαίνονται τα ντεκόρ: σπίτια χωρίς ζωή, χωρίς προσωπικότητα. Εδώ ζούσαμε ένα δημιουργικό αλαλούμ, που όμως είχε ψυχή. Όταν πήρα το πρώτο μου βραβείο με την «Ευρυδίκη», η μητέρα μου με ρώτησε: «Πού το σπούδασες αυτό;». Της είπα: «Δεν το σπούδασα. Από ανάγκη το έκανα. Από ταινίες, βιβλία και φαντασία». Την αισθητική ή την έχεις ή δεν την έχεις – και είναι παντού: στον τρόπο που ζεις, που ντύνεσαι, που συμπεριφέρεσαι.
— Πώς βιώσατε την υποδοχή της ταινίας;
Δεν περιμέναμε τόσο κακή υποδοχή. Αυτό απογοήτευσε πολύ τον Νίκο. Ίσως γι’ αυτό η επόμενη ταινία του γυρίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1999. Είχε προηγηθεί και μια τηλεταινία με τον Λαζόπουλο, που κι αυτή παρεξηγήθηκε. Ο Νίκος έβαζε πάντα πολλά βιωματικά στοιχεία στη δουλειά του – και στα βιβλία και στις ταινίες. Δεν ήταν πράγματα «από το μυαλό του». Τα είχε ζήσει. Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε απ’ έξω. Στο Φεστιβάλ του Τορόντο, όπου μας κάλεσαν, μια θεατής βγήκε και έκανε εμετό – και αμέσως μετά τρεις παραγωγοί τσακώνονταν για το ποιος θα πάρει την ταινία. Δυστυχώς, την εμπιστευτήκαμε σε λάθος διανομέα και χάθηκε. Δεν βγάλαμε ούτε ένα δολάριο. Τώρα, όμως, τη ζητάνε ξανά. Παίζεται στην Αμερική και στην Αγγλία και την έχουν εκτιμήσει πραγματικά. Ο Νίκος έλεγε ότι το «Singapore Sling» είναι μια ταινία πολύ αστεία, πολύ σεμνή. Γελούσε πολύ μ’ αυτήν, αλλά γελούσε ακόμα περισσότερο με αυτούς που δεν κατάλαβαν ποτέ το χιούμορ της.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας. Θα ακολουθήσει η προβολή της ταινίας.