Το ραντεβού μας ορίστηκε στο διώροφο νεοκλασικό που στεγάζει τις εκδόσεις Αιγόκερως, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα «τοπόσημα» της οδού Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Ανοίγοντας τη βαριά, διάστικτη από γκράφιτι ξύλινη πόρτα και ανεβαίνοντας την παλιά σκάλα, σε υποδέχεται ο Λουκάς, ο αρχοντικός γάτος των γραφείων που φιλοξενούν άπειρα βιβλία και διάφορα κινηματογραφικά memorabilia. Εδώ βρίσκεται δεκαετίες τώρα το «στρατηγείο» του συγγραφέα, σκηνοθέτη, θεωρητικού και εκδότη Γιάννη Σολδάτου, που έχει εντρυφήσει όσο ελάχιστοι άνθρωποι στο ελληνικό σινεμά· αυτό και άλλα βιβλία των εκδόσεων έχουν γίνει πηγή και σημείο αναφοράς για κάθε ενδιαφερόμενο.
«Ζωντανή ιστορία» και ο ίδιος, έχει γνωρίσει από κοντά πρόσωπα και πράγματα και καταγράψει πλήθος λόγια, γεγονότα και στιγμιότυπα στο πλαίσιο της μακροχρόνιας έρευνάς του. Μιλήσαμε γι’ αυτήν, καθώς επίσης για το ελληνικό σινεμά, παλιότερο και σύγχρονο, για τον τρόπο δουλειάς του, τις ταινίες, τους/τις σκηνοθέτες/τιδες και τους/τις ηθοποιούς που ξεχωρίζει, για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του κινηματογράφου που «ως λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει, αντίθετα με την κινούμενη εικόνα καθαυτή», για τα επόμενα εκδοτικά του εγχειρήματα, για το «χρέος» που θέλει να ξεπληρώσει, για την ταινία που τον συγκλόνισε πραγματικά, για τις αντιπάθειες αλλά και για τις μεγάλες του αγάπες – είναι ένας εξαιρετικός, γλαφυρός και πνευματώδης συζητητής.
«Μου λέγανε, ξέρεις, στα νιάτα μου "μην πάρεις αυτοκίνητο και μην παντρευτείς γιατί θα γίνεις μικροαστός, θα καταλήξεις να βγάζεις την πεθερά σου βόλτα". Ε, και αυτοκίνητο αγόρασα και οικογένεια έκανα και την πεθερά μου βόλτες την πήγαινα, αλλά μικροαστός ευτυχώς δεν έγινα, ούτε και δούλος κανενός, ανθρώπου ή μηχανήματος!»
— Υπάρχουν κάποιες μεταβολές στη συνοπτική έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου», πέραν του ότι προσθέσατε την παραγωγή των τελευταίων ετών;
Καταρχάς, αυτό είναι ένα σωστό βιβλίο. Η αρχική έκδοση ήταν ένα απλό βοήθημα για τους μαθητές της Σχολής Σταυράκου όπου δίδασκα τότε, το οποίο στη συνέχεια άρχισαν να ζητούν κι άλλες κινηματογραφικές σχολές, οπότε το ξαναδούλεψα, σουλουπώθηκε κάπως και έγινε δίτομο. Συνέχισα να το συμπληρώνω και να του βάζω «μπαλώματα» μέχρι και το 2020, οπότε έμοιαζε με ένα αυθαίρετο που σιγά σιγά φτιαχνόταν. Μπήκε μάλιστα και στα πανεπιστήμια, ως αποκλειστικό σχεδόν σημείο αναφοράς για τον ελληνικό κινηματογράφο και τότε πια κάθισα και το ξανάφτιαξα ως ένα ολοκληρωμένο βιβλίο για κάθε ενδιαφερόμενο.
Γιάννης Σολδάτος, «Συνοπτική ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», εκδόσεις Αιγόκερως
— Αναθεωρήσατε, άραγε, στην πορεία κάποια πράγματα σε σχέση με την αρχική έκδοση;
Αφότου ξεκίνησε η συγγραφή αυτής της «Ιστορίας», από το 1975 δηλαδή, οπότε μου το ζήτησε ο αείμνηστος Θανάσης Ρεντζής –ασχολούμουν κυρίως με το θέατρο ως τότε–, σε κάθε νέα έκδοση προσετίθεντο και αναθεωρούνταν πράγματα, είτε γιατί ανακάλυπτα καινούργια στοιχεία είτε επειδή γνώριζα περισσότερο ανθρώπους του σινεμά. Δεν υπήρχαν ουσιαστικά τότε γραπτές πηγές, πέρα από το βιβλίο του μακαρίτη φίλου μου, του Φρίξου Ηλιάδη –που με κατηγορούσε κιόλας ότι τον αντέγραψα, αλλά αδίκως– κι ένα ακόμα της Αγλαΐας Μητροπούλου στα γαλλικά, τα οποία δεν μιλούσα, και κυκλοφόρησε στα ελληνικά μετά το δικό μου. Δεν υπήρχε φυσικά ούτε ίντερνετ, ενώ οι κριτικές ελάχιστα αναφέρονταν στις ελληνικές ταινίες πέρα από την περίοδο 1970-75. Στις παλιότερες αφιέρωναν μόλις μερικές αράδες, αν έπαιζε κάποιο μεγάλο όνομα το ανέφεραν, αλλά μέχρι εκεί. Δεν υπήρχε κάποια συγκροτημένη άποψη για τον ελληνικό κινηματογράφο συνολικά και το κενό αυτό θέλησα να καλύψω στο βιβλίο αυτό, όπου αξιολογώ όλες τις ταινίες, καλές ή κακές, όπως εγώ νομίζω – σχετικά είναι άλλωστε όλα αυτά. Κυκλοφορούν πια πολλά βιβλία σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο –μόνο στις εκδόσεις Αιγόκερως έχουμε εκδώσει τα μισά από αυτά–, αλλά κανείς δεν βγήκε να αμφισβητήσει ταινίες-ορόσημα όπως ο «Δράκος» και η «Ευδοκία» – σχεδόν κανείς, γιατί διατυπώθηκαν και κάποιες διαφορετικές απόψεις, όπως αυτές του μακαρίτη του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη ή του φίλου μου του Βρασίδα Καραλή.
Ο οποίος Βρασίδας χαρακτήριζε σε μια συνέντευξή του τον Γιάννη Δαλιανίδη κορυφαίο σκηνοθέτη, παρότι εξέδωσε βιβλίο για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και πρόσφατα ένα άλλο σημαντικό βιβλίο για τον ελληνικό κινηματογράφο. «Ο Δαλιανίδης κορυφαίος; Μα είσαι με τα καλά σου;» τον είχα ρωτήσει, αλλά εκείνος απάντησε ότι άλλο εννοούσε. Μου παρέθεσε μάλιστα αποσπάσματα από το «Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», όπου στον Δαλιανίδη αφιερώνει μόλις 7,5 αράδες, ενώ στον Αγγελόπουλο σελίδες ατέλειωτες.
Παρατηρώ, επίσης, τελευταία ότι μερικοί χαρακτηρίζουν πολύ σημαντική σκηνοθέτιδα τη Μαρία Πλυτά, κάτι με το οποίο διαφωνώ. Διότι είναι μεν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε σε ένα επάγγελμα ανδροκρατούμενο ως τότε, αλλά δεν έκανε κάτι σπουδαίο, κάτι μελοδράματα γύρισε, με εξαίρεση την «Εύα», που έχει μεν κάποιο φεμινιστικό ενδιαφέρον, αλλά όχι φιλμικό. Δεν συγκρίνεται καν με τον Κούνδουρο, τον Κακογιάννη ή τον Τζαβέλλα. Είναι σαν να βάζουμε στην ίδια κατηγορία στο Champions League τη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα με τον Ολυμπιακό, που έχει μεν καλή ομάδα, οι άλλες όμως είναι μεγαθήρια!
— Άλλες αντιδράσεις υπήρξαν με τη δική σας «Ιστορία», τύπου «δεν έγραψες καλά εκείνο» ή «ξέχασες το άλλο»;
Η αλήθεια είναι ότι όταν άρχισα να ρωτάω παλιούς στον χώρο, άκουγα πολλές διαφορετικές εκδοχές. Ο αείμνηστος Γιώργος Τζαβέλλας, πρόεδρος τότε του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, μου έλεγε, θυμάμαι, «τι να σου πω, όλοι βρίζουν όλους και να δεις που σε πενήντα χρόνια πάλι το ίδιο θα γίνεται». Ψέματα; Αρκετά, βέβαια, από όσα μου έλεγαν προσπαθούσα να τα διασταυρώσω γιατί δεν ίσχυαν όλα, καθένας τα έβλεπε από τη δική του σκοπιά – όταν κυκλοφόρησε αρχικά το βιβλίο, με έπιανε π.χ. ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου και μου έλεγε «μαλακίες σού έλεγε ο Τζαβέλλας για την τάδε ταινία, άλλος τη σκηνοθέτησε», πήγαινα σε έναν άλλο ο οποίος μου έλεγε τα αντίθετα και ούτω καθεξής. Διόρθωνα ό,τι μπορούσα και υπόψη ότι, όπως είπα, δεν υπήρχαν γραπτές πηγές, ενώ δεν γινόταν και να δω ταινίες από μια εποχή και πριν, γιατί δεν υπήρχαν πουθενά. Μόνο φωτογραφίες έβρισκες και κάτι χαρτονάκια – ποιος να σου έδινε την κόπια και πού να την έβλεπες, χρειαζόσουν μουβιόλα! Ακόμα και για τη «Στέλλα», ξέρετε, υπήρχαν διαφωνίες. Ο Κακογιάννης επέμενε ότι εκείνος έγραψε το σενάριο και όχι ο Καμπανέλλης και αντιστρόφως, άντε βρες άκρη! Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, χάρη στο βίντεο, γράφαμε πλέον από την τηλεόραση παλιές ταινίες και τις ξαναβλέπαμε με την ησυχία μας, είχαμε επίσης ακριβείς πληροφορίες για σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους κ.λπ.
— Πλέον, βέβαια, βρίσκεις τις περισσότερες ταινίες στο διαδίκτυο, αρκεί ένα link ή ακόμα κι ένα στικάκι να σ’ τη γράψουν.
Ναι, και εκτός από τα στοιχεία, έχεις πρόσβαση σε κριτικές, βιβλία, έντυπα κ.λπ. Για τις ταινίες όμως πριν από το 1975 δεν έβρισκες ούτε κριτικές, ώστε να παραθέσεις τις διάφορες γνώμες. Έγκριτοι έπειτα κριτικοί όπως ο Ραφαηλίδης, ο Μπακογιαννόπουλος ή ο Σταματίου δεν αναφέρονταν καθόλου σε αυτές ή τις έβριζαν. Βρήκα π.χ. κάποιες κριτικές του Σταματίου και του Αντώνη Μοσχοβάκη που γράφανε να βρεθεί ένας εισαγγελέας να απαγορεύσει την έξοδο του «Δράκου» από τη χώρα γιατί τη δυσφημούσε! Τα δημοσίευσα στο βιβλίο όλα αυτά και τότε ο Κώστας Σταματίου μού έγραψε μια εγκωμιαστική κριτική στα «Νέα» και δικαιολογούσε εκείνη τη στάση του λέγοντας ότι «άνθρωποι σαν εμάς, μπλεγμένοι τότε στα “γρανάζια” της αριστεράς, πιστεύαμε ότι οι ταινίες πρέπει να αναδεικνύουν τα “γνήσια” λαϊκά θέματα, όχι να δείχνουν νέα παιδιά να παίζουν μπαρμπούτι, να πίνουν το αίμα τους και να πουλάνε κολόνιες»!
— Έχει, ξέρετε, ενδιαφέρον πώς από την κυριαρχία του εμπορικού σινεμά της Φίνος Φιλμ περνάμε σε ένα σινεμά πολύ προσωπικό, για να ακολουθήσει, με την έλευση και του βίντεο, μια ύφεση προτού φτάσουμε να μιλάμε για «Greek weird wave», αν τα λέω καλά. Είναι, πιστεύετε, κάποια περίοδος υποτιμημένη ή υπερτιμημένη;
Όλες είναι ταυτόχρονα και υποτιμημένες και υπερτιμημένες! Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, ας πούμε, είναι υπερτιμημένος από το κοινό και υποτιμημένος από τους θεωρητικούς του σινεμά. Αργότερα δεχτήκαμε ότι ναι, έχει κι αυτός αξία, καταγράφει ντοκιμαντερίστικα, μέχρι έναν τουλάχιστον βαθμό, μια περασμένη εποχή. Ανέδειξε, επιπλέον, σπουδαίους κωμικούς και τεράστιους ηθοποιούς όπως ο Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, το μέγεθος των οποίων φάνηκε όταν έπαιξαν σε ταινίες του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη. Είχε πάει μάλιστα ο Παπαγιαννόπουλος στο γραφείο του Θόδωρου μετά το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και καθώς μιλούσαν, ο Αγγελόπουλος τού είπε με θαυμασμό: «Πο πο, τι σπουδαίοι ηθοποιοί είστε, πού κρυβόσασταν τόσα χρόνια;» για να αποκριθεί εκείνος με το γνωστό του φλέγμα: «Εδώ ήμασταν, Θόδωρε, εσύ δεν μας έβλεπες!».
— Ακόμα και τον Θανάση Βέγγο, για τον οποίο έχετε γυρίσει και ντοκιμαντέρ, στο τέλος τον αναγνώρισαν οι κριτικοί.
Πράγματι, μέχρι τότε υπήρχαν μόνο μια δυο μικρές κριτικές του Τάκη Παπαγιαννίδη στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» και κάποιες σημειώσεις του Μπακογιαννόπουλου. Κλασική περίπτωση ηθοποιού υπερτιμημένου από το κοινό, που ακόμα γελά με τις κωμωδίες του, και υποτιμημένου από τους κριτικούς. Με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο από την «Αναπαράσταση» και έπειτα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, υπερτιμούνταν από την κριτική και υποτιμούνταν από το κοινό. Έβλεπες έτσι ολοσέλιδα εγκώμια σε εφημερίδες και περιοδικά για ταινίες που ζήτημα να έκοβαν 10.000 εισιτήρια, ακόμα και για κάποιες που δεν ξεπερνούσαν τις μερικές εκατοντάδες. Το «Άσπρο-Μαύρο» του Θανάση Ρετζή π.χ., που δεν ήταν κάτι, εγκωμιάστηκε απείρως περισσότερο από τη «Λόλα» του Δημόπουλου ή τη «Στεφανία» του Δαλιανίδη. Στην πορεία δεν άλλαξε τίποτε, συνέχισαν οι θεωρητικοί να μιλάνε για αυτές τις ταινίες και συνέχισε το κοινό να αδιαφορεί, ενώ δεν τις έπαιζε ούτε η τηλεόραση, οπότε λίγο πολύ χάθηκε μια σειρά ταινιών του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70.
— Και ο νεότερος, ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος;
Είναι νωρίς ακόμα για να τον κρίνουμε, παρότι προσωπικά δεν βλέπω να υπάρχει πράγματι κάποιο «νέο κύμα». Τα περί «Greek weird wave» ήταν μια εξυπνάδα ενός Εγγλέζου. Ναι, βγήκε πράγματι το 2009, στο ξεκίνημα της μεγάλης κρίσης, μια ταινία-σταθμός, ο «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου, ο οποίος έχει πολύ ενδιαφέρον ως επίθεση και δουλειά πάνω στη γλώσσα, γι’ αυτό και τον θεωρώ εφάμιλλο της «Αναπαράστασης» του Αγγελόπουλου – η τελευταία βέβαια ξεχωρίζει επειδή συνιστά μεγάλη τομή. Στις «114 ταινίες που σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο, 1914-2024» έβαλα στο εξώφυλλο ακριβώς τις δύο αυτές ταινίες. Εντάξει, δεν είναι η «Αναπαράσταση» η πρώτη ταινία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, είναι όμως ένα ορόσημο, σαν την 25η Μαρτίου του ’21 κι ας είχε ξεκινήσει η Επανάσταση νωρίτερα, κι ας μη σήκωσε ο Γερμανός κανένα λάβαρο στην Αγία Λαύρα! Εγκαινίασε, έπειτα, μια καινούργια εποχή – όταν τον είδα, είπα «ξεβαλτώσαμε». Κάτι ανάλογο είπα και για το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, που αρχικά τον κατέκρινα για όλο αυτό το βρισίδι και τη λεκτική του πενία, όταν όμως είδα και τις επόμενες ταινίες του αναθεώρησα, αντιλαμβανόμενος ότι εδώ έχουμε έναν μεγάλο σκηνοθέτη – δεν παρουσιάζει μια φτωχή γλώσσα αλλά την τραγωδία ενός μικροαστού με φτωχή γλώσσα.
— Ο «Κυνόδοντας» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης ορόσημο;
Όχι ακριβώς, διότι προϋπήρχαν ο Οικονομίδης, ο Κούτρας, ο Αβδελιώδης και άλλοι. Δεν τον μιμήθηκαν έπειτα τον Λάνθιμο πολλοί, η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη και κάνα δυο ακόμη. Ο ίδιος την κοπάνησε για το εξωτερικό και κάνει πια διεθνή καριέρα, ενώ ο Θόδωρος έμεινε εδώ, έκανε άλλες 10-15 ταινίες very very ελληνικές και προσπάθησε να «εξαγάγει» την Ελλάδα. Ο Γιώργος δεν εξάγει καμιά Ελλάδα, μας «εισάγει» το εξωτερικό με τις ταινίες του που παίζονται εδώ, κάνουν εισιτήρια, συζητιούνται, βραβεύονται, και καλά κάνουν!
— Και όταν πάντως προσπάθησε να βάλει μια ελληνική «νότα» στην τελευταία ταινία του ζητώντας να γυρίσει μια σκηνή στην Ακρόπολη, «έφαγε πόρτα».
Α, καλά, αυτό συγκαταλέγεται στα γραφικά της ελληνικής πραγματικότητας. Σαν την ιστορία με την Κατίνα Παξινού που πήγε μια φορά να μπει στην Επίδαυρο όπου είχε παράσταση και ένας φύλακας εκεί που δεν τη γνώριζε, την εμπόδισε. «Μα είμαι η Κατίνα Παξινού», του είπε, κι εκείνος της απάντησε: «Δεν πα ’να ’σαι και η Μάγια Μελάγια, δεν περνάς χωρίς εισιτήριο!». Όσο λοιπόν καταλάβαινε ο φύλακας αυτός τι είναι η Επίδαυρος και ποια είναι η Παξινού, τόσο καταλαβαίνουν οι αρμόδιοι ποιος είναι ο Λάνθιμος! Θα μου πεις, είναι καινούργια όλα αυτά που κάνει στις ταινίες του ο Γιώργος; Όχι, καθόλου.
— Κάνει επιτυχημένες «αντιγραφές», ας πούμε;
Κοιτάξτε, δεν θα πω ότι αντιγράφει αλλά ότι μεταγράφει. «Το ψυγείο είναι μέσα στην τούρτα», λέει ο Γκοντάρ, το ίδιο λέει ο Λάνθιμος, το ίδιο κι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ακόμα και ο Αγγελόπουλος επηρεάστηκε από τον Μίκλος Γιάντσο και τους αδελφούς Ταβιάνι. Δεν υπάρχει κάτι μεμπτό εδώ. Σημασία δεν έχει αν αντέγραψες κάποιον αλλά πόσο δημιουργικά το έκανες. Άμα ψάξεις π.χ. όλον τον Σαίξπηρ, θα δεις ότι κι εκείνος «κλέβει» προγενέστερους, είναι όμως ο Σαίξπηρ. Γιατί, μήπως οι μεγάλοι τραγικοί μας, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, δεν είχαν κατακλέψει τον Όμηρο; Τι έφτιαξαν, όμως, με βάση αυτόν!
— Η κρίση ή μάλλον οι αλλεπάλληλες κρίσεις που ζήσαμε από το 2008 και μετά άφησαν κάποιο ευδιάκριτο αποτύπωμα στην εγχώρια κινηματογραφία;
Δεν θα το έλεγα. Αυτό που συνέβη ήταν ότι κλειστήκαμε περισσότερο μέσα, ειδικά με την καραντίνα, η οποία ανάγκασε μια βιομηχανία θεάματος να διακινηθεί μέσα από άλλα κανάλια στο σπίτι.
— Αυτή η εξέλιξη δεν είναι σε βάρος της μεγάλης οθόνης;
Σίγουρα, ο κινηματογράφος ως λαϊκό θέαμα όπως τον γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα έχει σχεδόν τελειώσει. Οι αίθουσες έχουν συρρικνωθεί, τα εισιτήρια επίσης. Λίγες οι εξαιρέσεις. Δεν θα πεθάνει εντελώς βέβαια, όπως δεν πέθανε το θέατρο όταν εφευρέθηκε ο κινηματογράφος –δεν πεθαίνει εύκολα μια τέχνη με 25 αιώνες ιστορία!– ούτε το έντυπο βιβλίο όταν ήρθε το ηλεκτρονικό, γιατί το πρώτο είναι ένα πολύ χρηστικό αντικείμενο: το βάζεις στη βιβλιοθήκη, το παίρνεις στην παραλία, γράφεις επάνω σημειώσεις, το κάνεις βάση για λάπτοπ, το πετάς και σε κάνα κεφάλι αν χρειαστεί! Να πούμε, βέβαια, πως η κινούμενη εικόνα καθαυτή καθόλου δεν παράκμασε, αντιθέτως «καλπάζει» – έχω τώρα μπροστά μου δύο οθόνες υπολογιστή και παρακολουθώ ταυτόχρονα ένα σωρό πράγματα, εξάλλου πάντα ήμουν «παιδί» της τεχνολογίας.
Γιάννης Σολδάτος,
«114 Ταινίες που σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο»,
εκδόσεις Αιγόκερως
— Δεν είναι σε βάρος της κοινωνικοποίησης και της διαπροσωπικής επικοινωνίας όλο αυτό;
Δεν νομίζω, προσωπικά νιώθω πιο επικοινωνιακός από ό,τι ήμουν πριν από το ίντερνετ και τα σόσιαλ. Ανεβάζω φωτογραφίες, συνδέομαι με ανθρώπους, συμμετέχω σε συζητήσεις, βλέπω ταινίες, σίριαλ…
— Είναι ωστόσο μια πιο μοναχική εμπειρία το να βλέπεις ταινίες σε online συνδρομητικές πλατφόρμες, όχι;
Όχι απαραίτητα. Μπορείς π.χ. να δεις μαζί με την οικογένεια ή την παρέα σου μια ταινία στο Netflix. Δεν νομίζω, άλλωστε, ότι μας έκλεισαν μέσα οι ψηφιακές οθόνες, αν βγεις μια βόλτα στην πόλη γίνεται χαμός, όλοι έξω είναι! Απλώς το «έξω» αυτό σπάνια πια περιλαμβάνει τον κινηματογράφο, διότι εισπράττουν πλέον αλλιώς αυτή την εμπειρία.
— Ενδιαφέρον έχουν, επιπλέον, οι ιστορικές κοινωνικοπολιτικές αναφορές που κάνετε στο βιβλίο.
Δεν θα είχε νόημα να έγραφα για τον ελληνικό κινηματογράφο χωρίς τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις που τον συνόδευαν και που βεβαίως τον επηρέασαν. Ένα βιβλίο που φτιάχνω τώρα και που σίγουρα λείπει είναι «Οι εικόνες της γυναίκας στον ελληνικό κινηματογράφο». Και εκεί δεν αναφέρομαι π.χ. απλώς στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, λέω «Η Βουγιουκλάκη στη χώρα της Φρειδερίκης». Διότι εμφανίστηκε στα δημόσια πράγματα μαζί σχεδόν με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, άλλο «ιερό τέρας» που συγκρούστηκε με τη Φρειδερίκη, ο γιος της οποίας επιχείρησε να πιάσει γκόμενα την Αλίκη. Και πίσω από τις κοσμικές στήλες και τα κουτσομπολιά παιζόταν η μοίρα του τόπου, που τελικά δεν απέφυγε την πολιτική εκτροπή.
— Ποιες ταινίες θα συστήνατε καταρχάς σε έναν νέο άνθρωπο που θέλει να γνωρίσει τον ελληνικό κινηματογράφο;
Σαφώς αυτές που και η ΠΕΚΚ ανακηρύσσει κάθε δεκαετία ως κορυφαίες, τον «Δράκο», την «Ευδοκία» και την «Αναπαράσταση» που προαναφέραμε, βεβαίως και τις άλλες του Αγγελόπουλου, γιατί όλες είναι σπουδαίες και ισοϋψείς. Τον παραγνωρισμένο «Μπάιρον» του Κούνδουρου επίσης, που θεωρώ ισάξιο του «Δράκου» του, αλλά και τον «Ηνίοχο», ένα «μεγαθήριο» που ο Δαμιανός δεν κατάφερε δυστυχώς να ολοκληρώσει, τον πρόλαβε η άνοια.
— Αρκετός λόγος έχει γίνει και για το «Κιέριον» του Δήμου Θέου.
Είναι κι αυτή μια ξεχωριστή, παρότι «τραυματισμένη» ταινία, όπως όλες του Θέου. Ο Δήμος υπήρξε ο πρώτος μου δάσκαλος και είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος διανοούμενος του ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήταν ωστόσο πολύ της πρακτικής. Μια άλλη πολύ αξιόλογη ταινία που δεν την προσέξαμε στην εποχή της είναι ο «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη, ο οποίος έκανε μερικές ακόμα ενδιαφέρουσες δουλειές, αλλά τελικά δεν άντεξε το σύστημα και χάθηκε. Δείχνουν τώρα οι καθηγητές τον «Φόβο» στις σχολές κινηματογράφου και οι φοιτητές εκστασιάζονται! Ήταν σπουδαίος ο Μανουσάκης και θεωρώ μεγάλο μου λάθος ότι δεν επιδίωξα να τον γνωρίσω όσο ζούσε, ούτε σκέφτηκα να του κάναμε ένα αφιέρωμα την περίοδο που ήμουν βασικός παράγοντας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Έμαθα τελευταία ότι τουλάχιστον τρεις φοιτητές κινηματογραφικών σχολών κάνουν την πτυχιακή τους πάνω σε αυτόν και μήνυσα να μου φέρουν την καλύτερη να την εκδώσω, να βγάλω κι εκείνο μου το χρέος.
— Θα συστήνατε, φαντάζομαι, και τον «Κυνόδοντα».
Φυσικά, όπως και την «Εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων» του Αβδελιώδη. Θα σύστηνα επίσης οπωσδήποτε μια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη –οποιαδήποτε, την ίδια ταινία κάνει πάντα, αλλά είναι σπουδαία ταινία!– και του Πάνου Κούτρα, που πέρα από τη «Στρέλλα» μου άρεσε πολύ και η πρόσφατη, το «Dodo».
— Είναι, λέτε, ο Οικονομίδης και ο Κούτρας ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει σήμερα ο ελληνικός κινηματογράφος;
Βεβαίως, μαζί με τον Φίλιππο Κουτσάφτη και την Εύα Στεφανή στον χώρο του ντοκιμαντέρ. Σημαντική θεωρώ, επίσης, την τελευταία ταινία του Άγγελου Φραντζή «Ακίνητο Ποτάμι». Άλλα αξιοπρόσεκτα ονόματα είναι ο Δημήτρης Κουτσαμπασιάκος και ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος – ο «Κόκκινος Δάσκαλος» είναι μια πολύ αξιόλογη ταινία.
— Τα ντοκιμαντέρ γνωρίζουν μια άνθηση τα τελευταία χρόνια.
Ναι, γιατί έχουν και χαμηλό κόστος. Κυκλοφόρησαν πράγματι κάποιες καλές δουλειές, αλλά άντε να βιοποριστείς από αυτά. Είχα κάνει και ο ίδιος το 2004 ένα ντοκιμαντέρ για τον Θανάση Βέγγο που το έχει δει όλη η Ελλάδα αφότου βγήκε στην τηλεόραση, χώρια οι προβολές σε διάφορες λέσχες. Οικονομικά όμως το «Ένας άνθρωπος παντός καιρού» δεν απέφερε τίποτα, ζήτημα να έκοψε 5.000 εισιτήρια, κι ας παιζόταν έναν ολόκληρο μήνα σε τέσσερις αίθουσες. Και μιλάμε για ένα πολύ γνωστό πρόσωπο όπως ο Βέγγος, φαντάσου τι γίνεται σε άλλες περιπτώσεις – η «Αγέλαστος Πέτρα» του Κουτσαφτή ήταν από τις εξαιρέσεις. Τον καιρό αυτόν στήνω ένα ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Κούνδουρο με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως δεν πέθανες». Το ετοίμαζα πολλά χρόνια, από όταν ακόμα ζούσε και ήμουν δίπλα του, θα δούμε πώς θα πάει. Υπόψη ότι ο Νίκος είχε γράψει πάνω από 400 σενάρια για ταινίες, ασχέτως του αν δεν θα γύριζε ποτέ τόσες.
— Έχουμε, γράφετε, μεγάλη παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα αναλογικά με τον πληθυσμό.
Σύμφωνα με τις καταμετρήσεις του Δημήτρη Πολυδήμου, μόνο πέρσι στην Ελλάδα ολοκληρώθηκαν χίλιες ταινίες κάθε είδους. Φανταστείτε ότι 2.500 ταινίες είχαν γυριστεί στη χώρα μέχρι το 1980 συνολικά. Λέγαμε ότι τη δεκαετία του ’60 που βγάζαμε εκατό τόσες ταινίες τον χρόνο ήμασταν η πρώτη παραγωγός χώρα στον κόσμο –αναλογικά, πάντα, με τον πληθυσμό– και τώρα έχουμε αυτό το επίσης πελώριο νούμερο. Το οποίο, βέβαια, οφείλεται και στο ότι έχει πέσει πολύ το κόστος. Καταργήθηκαν και τα συνεργεία, μπορείς να γυρίσεις ολόκληρη ταινία μόνο με το smartphone σου κι ένα λάπτοπ. Και αν διαθέτεις στη σκηνοθεσία το ταλέντο ενός Ελύτη στην ποίηση, έχεις φτιάξει ένα κινηματογραφικό «Άξιον Εστί» με το ίδιο σχεδόν κόστος που το έκανε εκείνος – που τι ξόδεψε; Ένα πάκο χαρτιά κι ένα μολύβι!
— Κάποιον Έλληνα/Ελληνίδα ηθοποιό που θα ξεχωρίζατε;
Για τον Θανάση Βέγγο έχω πει και γράψει πολλά. Θα ξεχώριζα επίσης τον Ανέστη Βλάχο που πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως οι «Παράνομοι», «Το ποτάμι», «Κιέριον», «Φόβος», «Η λάμψη στα μάτια». Τεράστιος ηθοποιός που χάθηκε στη δίνη της ιστορίας. Από γυναίκες, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πού είναι ίσως η σπουδαιότερη από τις ζώσες, όπως και η «γιαγιά» μας η Μπέττυ Αρβανίτη, που παίζει και στη «Σπασμένη Φλέβα» του Οικονομίδη. Υπόψη ότι θαυμάσιες ερμηνείες βλέπουμε πλέον και στα τηλεοπτικά σίριαλ, τα οποία έχουν ανέβει ποιοτικά χάρη και στο πρόγραμμα του ΕΚΚΟΜΕΔ, που επιστρέφει ένα 40% των εξόδων για την παραγωγή οπτικοακουστικών έργων, το οποίο αρχικά θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4487/2017. Η «τριβή» με τα σίριαλ αποφέρει αναγνωρισιμότητα και έσοδα, βοηθά παράλληλα τους ηθοποιούς να εξελιχθούν – στον «Σασμό», ας πούμε, και στα «Κόκκινα Φανάρια» εμφανίζονται σπουδαίοι ηθοποιοί. Το ίδιο ισχύει και για ηθοποιούς που παίζουν σε «δεύτερα» σίριαλ όπου λένε ανοησίες – εξάλλου, ακόμα και μεγάλοι σταρ του παρελθόντος έκαναν «αβαρίες». Ο ίδιος νόμος προσελκύει σημαντικές ξένες παραγωγές, όπως πρόσφατα ο «Οδυσσέας» του Κρίστοφερ Νόλαν, και γίνεται έτσι ένα τζέρτζελο που διαφημίζει στο εξωτερικό και τη χώρα.
— Από ξένο κινηματογράφο ποιες είναι οι προτιμήσεις σας;
Έχοντας αφοσιωθεί στον ελληνικό κινηματογράφο, δεν παρακολουθώ πια τόσο τον ξένο. Μόνο το 1995, χρονιά που είχε κάνει η Μελίνα ένα αφιέρωμα για τα 100 χρόνια του κινηματογράφου στο Παλλάς, είδα κάπου χίλιες ξένες ταινίες! Μετά άρχισα να αραιώνω, ασχολήθηκα με τα δικά μου και πλέον βλέπω ελάχιστες – από αυτές που ξεχώρισα τα τελευταία χρόνια ήταν «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» του Τόμι Λι Τζόουνς και οι «Υπέροχες Μέρες» του Βιμ Βέντερς. Δυστυχώς, οι περισσότεροι αγαπημένοι μου σκηνοθέτες, όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ και ο Βέρνερ Χέρτζοκ, δεν ζουν πια, έκαναν όμως ταινίες-αρχέτυπα.
— Μια ελληνική ταινία που σας συγκλόνισε πραγματικά;
Δύσκολα θα ξεχώριζα μία μόνο, αλλά, όπως αναφέρω σε ένα μυθιστόρημα που γράφω, όταν πρωτοπήγα να δω τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, στο πρώτο δεκάλεπτο άρχισα να κλαίω και δεν σταμάτησα μέχρι το φινάλε! «Μα αυτή η ταινία είναι ένα μεγαλοφυές μελόδραμα της αριστεράς», σκέφτηκα. Το ίδιο κλάμα είχα ρίξει στο θέατρο με την Κατίνα Παξινού όταν υποδυόταν τη «Μάνα Κουράγιο» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή (1971-72). Διότι ακριβώς αυτή είναι η αποστολή της τέχνης, να συγκινεί.
— Αν το σινεμά είναι η μεγάλη αγάπη σας, ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σας;
Ο μικροαστισμός. Μου λέγανε, ξέρεις, στα νιάτα μου «μην πάρεις αυτοκίνητο και μην παντρευτείς γιατί θα γίνεις μικροαστός, θα καταλήξεις να βγάζεις την πεθερά σου βόλτα». Ε, και αυτοκίνητο αγόρασα και οικογένεια έκανα και την πεθερά μου βόλτες την πήγαινα, αλλά μικροαστός ευτυχώς δεν έγινα, ούτε και δούλος κανενός, ανθρώπου ή μηχανήματος!