Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

65’ με τον Ντομινίκ Αμαρένα Facebook Twitter
«Η εξωτερική επιβεβαίωση είναι ασφαλώς συναρπαστική και σε ενθουσιάζει, αλλά ένας συγγραφέας θα πεθάνει χίλιες φορές αν αντλεί από εκεί την αυτοεκτίμησή του».. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
0


O ΑΥΣΤΡΑΛΟΣ Ντόμινικ Αμερένα ήρθε στην Αθήνα πριν από έξι χρόνια για έναν έρωτα, διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα, και δεν ξανάφυγε ποτέ. «Έμεινα από αγάπη για την πόλη», λέει τακτοποιώντας τα πράγματά του στο διαμέρισμα της Κυψέλης όπου έχει μόλις μετακομίσει – το προηγούμενο ήταν στα Εξάρχεια.

«Υπάρχει ένας δυναμισμός στην Αθήνα και στους ανθρώπους της που πάντα τον έβρισκα εξαιρετικά ελκυστικό. Χωρίς να την εξιδανικεύω, με έχει εντυπωσιάσει βαθιά το αίσθημα αποφασιστικότητας και αφοσίωσης πολλών Ελλήνων στην πολιτική ή στην τοπική κοινωνία, που με τον καιρό με επηρέασε κι εμένα. Λατρεύω και τα τηγανητά κολοκυθάκια, υπάρχει καλύτερος λόγος να μείνει κανείς; Η ζωή εδώ δεν είναι πάντα εύκολη, ιδίως για τους Έλληνες. Και η αίσθηση του ανήκειν ήταν πάντα περίπλοκη για μένα, λόγω της ταξικής μου θέσης ως ενός σχετικά ευκατάστατου ξένου. Τελικά, αυτό που με έκανε να νιώσω μέρος κάποιου συνόλου, κι όχι απλώς ένας επισκέπτης που κοιτάζει απ’ έξω, ήταν η γνωριμία με άλλους συγγραφείς και αναγνώστες – μπορείς να την πεις σκηνή ή κοινότητα».

Ο Ντόμινικ γράφει εδώ και χρόνια σε περιοδικά και λογοτεχνικές εκδόσεις, φέτος όμως, με το πρώτο του μυθιστόρημα καθιερώθηκε επίσημα ως συγγραφέας με ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο Summit Books στην Αυστραλία και πήρε διθυραμβικές κριτικές.

«Παράλληλα με μια σειρά από χάλια δουλειές, μερικές από τις οποίες κάνω ακόμα, έβγαζα χρήματα κυρίως συμμετέχοντας ως πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές που μου έδιναν χρόνο και ελευθερία να γράψω. Αυτό το βιβλίο είναι το απόσταγμα εκείνων των χρόνων αβεβαιότητας και δυσκολίας και είμαι πανευτυχής που κατάφερα να το βγάλω».

Το «Τα θέλω όλα» χαρακτηρίστηκε «αριστούργημα», «ένα σύγχρονο αυστραλιανό κλασικό μυθιστόρημα» και «ένα εξαιρετικό ντεμπούτο», ενώ τον Αύγουστο, που κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η «Guardian» το αποκάλεσε «μια παιχνιδιάρικη, απολαυστική ιστορία εξαπάτησης». Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γεννήτρια σε μετάφραση του Δημήτρη Καρακίτσου και η πορεία του στην παγκόσμια εκδοτική αγορά μόλις ξεκίνησε (έχει μεταφραστεί ήδη και στα ιταλικά).

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ:
Ντόμινικ Αμερένα, «Τα θέλω όλα», μτφρ: Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Γεννήτρια

Το βιβλίο, που ακολουθεί έναν φιλόδοξο νεαρό συγγραφέα που λέει ένα «αθώο» ψέμα για να εξασφαλίσει μια αποκλειστική ιστορία και διερευνά την επιθυμία, την εξαπάτηση, την αυθεντικότητα και το τίμημα της δημιουργικής φιλοδοξίας, βραβεύτηκε με το Readings Prize 2025, ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Αυστραλίας, και έχει αποκτήσει ήδη φανατικούς αναγνώστες. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Ντόμινικ έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, υποτροφίες και προγράμματα φιλοξενίας συγγραφέων (υποτροφία Hawthornden, Alan Marshall Short Story Award, Speculate Prize, επιχορήγηση New Work από το Australia Council).

«Γράφω σε όλη μου τη ζωή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά άρχισα να παίρνω στα σοβαρά το γράψιμο στα 20, όταν πήρα την παρανοϊκή και επικίνδυνη απόφαση να το βάλω στο κέντρο της ζωής μου», λέει ο Ντόμινικ. «Παράλληλα με μια σειρά από χάλια δουλειές, μερικές από τις οποίες κάνω ακόμα, έβγαζα χρήματα κυρίως συμμετέχοντας ως πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές που μου έδιναν χρόνο και ελευθερία να γράψω. Αυτό το βιβλίο είναι το απόσταγμα εκείνων των χρόνων αβεβαιότητας και δυσκολίας και είμαι πανευτυχής που κατάφερα να το κυκλοφορήσω. Το γιατί γράφω είναι πιο δύσκολο να το εξηγήσω. Γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο; Γιατί μου φαινόταν επείγον και αναγκαίο; Γιατί είναι μια δύσκολη απόλαυση που δεν μοιάζει με καμιά άλλη».

Το βιβλίο ξεκινάει με την ανακάλυψη της καταξιωμένης Αυστραλής μυθιστοριογράφου Μπρέντα Σέιλς, η οποία θεωρείται εξαφανισμένη για πολλά χρόνια. Αφού κυκλοφόρησε δύο εκρηκτικά, αμφιλεγόμενα βιβλία που διαμόρφωσαν τον λογοτεχνικό κανόνα της χώρας για δεκαετίες, κατηγορήθηκε για λογοκλοπή προκαλώντας ένα τρομερό νομικό σκάνδαλο και χάθηκε εντελώς από τον εκδοτικό χάρτη. Μέχρι που, κάποια μέρα, ένας απογοητευμένος νεαρός συγγραφέας βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα να κολυμπά σε πισίνα της Μελβούρνης και επιβεβαιώνει το αδιανόητο: ότι είναι Μπρέντα Σέιλς, στα γεράματα, εγκλωβισμένη σε ένα γηροκομείο.

Αποφασισμένος να τη βρει, προσπαθεί να ανακαλύψει τι της συνέβη όλα αυτά τα χρόνια και, ίσως, να εκπληρώσει τα όνειρά του για λογοτεχνική δόξα μέσα από μια αποκαλυπτική βιογραφία. Όταν όμως τελικά τη συναντά, μια υπόθεση εσφαλμένης ταυτότητας και τα ίδια τα φοβερά μυστικά της Μπρέντα αρχίζουν να εκτροχιάζουν τις φιλοδοξίες του – και, στο τέλος, ολόκληρη τη ζωή του. Οι συνεχείς ανατροπές και αποκαλύψεις έχουν ως αποτέλεσμα να χάσεις κάπως την αίσθηση του ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός ήρωας – και δυστυχώς δεν μπορείς να πεις πολλά για την υπόθεση χωρίς να κάνεις σπόιλερ. Τον ρωτάω αν είχε κάποια πραγματική συγγραφέα στο μυαλό του ως μοντέλο για την Μπρέντα Σέιλς.

«Πρόσεξα πολύ να μη μοιάζει η Μπρέντα υπερβολικά με κάποια συγκεκριμένη συγγραφέα, αλλά να αποτελεί σύνθεση πολλών φεμινιστριών συγγραφέων από μια συγκεκριμένη εποχή και έναν συγκεκριμένο τόπο –την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία της δεκαετίας του ’70– που διαμόρφωσαν τη δουλειά και τη σκέψη μου», λέει. «Τα ημερολόγια της Έλεν Γκάρνερ ήταν πολύ σημαντικά για να δημιουργήσω τον τόνο της φωνής της Μπρέντα, ενώ το βιογραφικό της παρελθόν βασίστηκε στη θεσμική βία που ασκήθηκε σε συγγραφείς όπως η Τζάνετ Φρέιμ. Τέλος, το σκοτεινό και σαγηνευτικό συγγραφικό έργο της Μπρέντα συνομιλεί με πρωτο-φεμινιστικά μυθιστορήματα όπως το "Πηγάδι" της Ελίζαμπεθ Τζόλεϊ. Χωρίς το έργο αυτών των συγγραφέων, η Μπρέντα και το βιβλίο μου δεν θα υπήρχαν.

Το "Τα θέλω όλα" ξεκίνησε ως μέρος της υπόθεσης ενός πολύ μεγαλύτερου, πολύ πιο ενοχλητικού μυθιστορήματος, το οποίο με είχε τρελάνει. Αποτελούνταν από μερικές σκηνές με έναν cult συγγραφέα και έναν νεαρό, φανατικό ακόλουθο. Λίγες χιλιάδες λέξεις το πολύ. Όμως η ενέργεια και η ένταση της γραφής, η αντίστιξη μεταξύ αυτών των δύο χαρακτήρων, μου επέτρεψαν να πετάξω όλο το υπόλοιπο, μαζί και χρόνια δουλειάς. Εμβάθυνα στη σχέση τους, τους έστησα τον έναν απέναντι στον άλλο και το μυθιστόρημα αναδύθηκε με μια σχεδόν απροσδόκητη γρηγοράδα.

Δεν νομίζω ότι ένας συγγραφέας ξέρει τι πραγματικά πραγματεύεται το βιβλίο του μέχρι να το τελειώσει – τουλάχιστον όχι ένας συγγραφέας σαν εμένα. Πρέπει να αφήσει το ασυνείδητο να δουλέψει, να πλησιάσει το μυθιστόρημα στις μύτες των ποδιών, για να μην το τρομάξει. Ακόμα ανακαλύπτω τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο, κάθε φορά που το διαβάζω.

65’ με τον Ντομινίκ Αμαρένα Facebook Twitter
«H αίσθηση του ανήκειν ήταν πάντα περίπλοκη για μένα, λόγω της ταξικής μου θέσης ως ενός σχετικά ευκατάστατου ξένου. Τελικά, αυτό που με έκανε να νιώσω μέρος κάποιου συνόλου, κι όχι απλώς ένας επισκέπτης που κοιτάζει απ’ έξω, ήταν η γνωριμία με άλλους συγγραφείς και αναγνώστες – μπορείς να την πεις σκηνή ή κοινότητα». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γεμάτο ανατροπές και μετατοπίσεις, όπου ο αναγνώστης δεν είναι ποτέ σίγουρος πού στέκεται. Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης, αυτή η αστάθεια παραπέμπει και στις εύθραυστες ταυτότητες των χαρακτήρων. Μπορούμε άραγε να ξέρουμε πραγματικά τι θέλουμε ή ποιοι είμαστε; Πρέπει αυτή η αστάθεια να είναι πάντα πηγή άγχους ή θα μπορούσε να είναι μια μορφή δυνητικής ελευθερίας;».

«Έχεις πει ότι το βιβλίο αφορά τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας για να δικαιολογήσουμε τις επιθυμίες μας. Ποιο σου ήταν πιο άβολο να διερευνήσεις;» τον ρωτάω. «Νομίζω ότι και οι δύο χαρακτήρες μπορούν να διαβαστούν ως διαφορετικές εκφάνσεις της καλλιτεχνικής επιθυμίας. Της επιθυμίας να σε βλέπουν, να σε εκτιμούν, να σε λατρεύουν και, από την άλλη, της επιθυμίας να μένεις κρυφός, να μιλά το έργο αντί για σένα. Αυτές οι δύο τάσεις συνυπάρχουν σε κάθε συγγραφέα. Ελπίζω το βιβλίο μου να αναδείξει αυτή την ένταση, όχι να βγάλει ετυμηγορίες».

«Η Αυστραλία έχει μια περίεργη εμμονή με τις λογοτεχνικές απάτες. Γιατί η απάτη και η προσποίηση είναι τόσο κεντρικές στην αυστραλιανή λογοτεχνική ιστορία;»

«Υπάρχει ένα βαθύ και σε μεγάλο βαθμό άλυτο αίσθημα μη ανήκειν στους λευκούς εποίκους της Αυστραλίας. Ζουν σε μια γη που βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν τους ανήκει. Αυτή η αγωνία είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Δεν είναι περίεργο που καταλήγει στην τέχνη. Η λογοτεχνική μας ιστορία είναι γεμάτη κλεμμένες ταυτότητες, εγγαστριμυθία, αμηχανία απέναντι στην ιστορία και στον τόπο. Όπως και ο αφηγητής μου, έτσι και η αίσθηση που έχουν οι Αυστραλοί συγγραφείς για τον εαυτό τους είναι επισφαλής και ρευστή, όσο κι αν προσποιούνται το αντίθετο. Προσπάθησα να δραματοποιήσω αυτές τις αγωνίες με έναν τρόπο ψυχαγωγικό και συναρπαστικό.

Νομίζω ότι ο αφηγητής μου ενσαρκώνει μια μορφή σύγχρονης αρρενωπότητας. Είναι παθητικός, αναποφάσιστος, βαθιά αβέβαιος και πληγώνει τους άλλους επειδή δεν είναι σε επαφή με όσα θέλει και χρειάζεται. Αντί να αισθάνεται ότι τον εκφοβίζουν οι γυναίκες συγγραφείς, βλέπει σε εκείνες το θάρρος και τη βεβαιότητα που ο ίδιος θα ήθελε να έχει. Είναι μια μορφή αγάπης – αν και είναι μια τοξική αγάπη. Η Ρουθ και η Μπρέντα είναι οι γυναίκες που εύχεται να μπορούσε ο ίδιος να είναι».

«Το βιβλίο θέτει ένα επικίνδυνο ερώτημα: σε ποιον ανήκει μια ιστορία; Έχεις απάντηση;»

«Το βιβλίο διερευνά την ένταση ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις. Ο αφηγητής βλέπει την ιστορία της Μπρέντα με το βλέμμα του αποικιοκράτη, ως έναν πόρο προς εκμετάλλευση, ενώ εκείνη τη βιώνει ως μορφή δύναμης που ασκείται πάνω σ’ εκείνον και την πορεία της ζωής της. Είναι μια ιστορία κάτι που μπορεί να κατέχεται, να χρησιμοποιείται ή να γίνεται αντικείμενο κακοποίησης; Ας αποφασίσει ο αναγνώστης».

«Υπάρχουν ελληνικά στοιχεία στο βιβλίο;» «Το μυθιστόρημά μου ασχολείται με την αποικιακή ιστορία της Αυστραλίας, τις πολιτικές αναταράξεις της δεκαετίας του ’70 και φυσικά την ιστορία της μετανάστευσης, που είναι άρρηκτα δεμένη με την Ελλάδα. Υπάρχουν σκόρπιες αναφορές στην ελληνική ιστορία, όπως μια αρκούδα που λέγεται Μπουμπουλίνα, όμως το βιβλίο, καλώς ή κακώς, είναι βαθιά αυστραλιανό στη ματιά, στους ήχους και στις πολιτικές του ευαισθησίες. Ζω μακριά από την πατρίδα πολύ καιρό, έτσι ίσως αυτό το μυθιστόρημα να είναι ένας τρόπος να ξαναβρώ εκείνον τον τόπο που άφησα πίσω.

65’ με τον Ντομινίκ Αμαρένα Facebook Twitter
«Tο διάβασμα ενός βιβλίου είναι μια βαθιά οικεία εμπειρία και καταλαβαίνω την επιθυμία των αναγνωστών να θέλουν να μάθουν ποιος είναι ο συγγραφέας πέρα από τις σελίδες». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Θωρώ ότι η ελληνική σκηνή δεν έχει κέντρο, κάτι που έχει τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες του. Στην Αυστραλία είναι "ή μεγάλοι εκδοτικοί ή τίποτα", όλοι ανταγωνίζονται για τη στήριξη μεγάλων οίκων ή ιδρυμάτων (με συμπεριλαμβάνω κι εμένα σ’ αυτό). Αυτή η στήριξη σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχει στην Ελλάδα, και στη θέση της έχει αναπτυχθεί μια ζωντανή DIY κουλτούρα μικρών εκδοτικών (όπως η Γεννήτρια) και περιοδικών (όπως το υπέροχο Κατσαρίδες Press). Μπορεί να είναι δύσκολο να επιβιώσεις, αλλά είναι συναρπαστικό ότι υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό γι' αυτές τις λογοτεχνικές προσπάθειες που παράγουν απαιτητικό, ενδιαφέρον έργο, λιγότερο καθοδηγούμενο από τους νόμους της αγοράς. Η ζωή εδώ μού δημιούργησε την επιθυμία να γράφω κι εγώ με αυτόν τον τρόπο: χωρίς να σκέφτομαι τα χρήματα και ασυμβίβαστα».

«Έχεις αποκαλέσει τη φιλοδοξία “βρόμικη λέξη” στη λογοτεχνία. Γιατί οι συγγραφείς παριστάνουν ότι δεν θέλουν την επιτυχία;» «Επειδή υπάρχει πολύ λίγη για να φτάνει για όλους. Δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα, υπάρχει λίγη στήριξη, υπάρχουν λίγοι αναγνώστες. Μαθαίνουμε ότι η επιτυχία είναι παιχνίδι με μηδενικό άθροισμα – με καθαρούς νικητές και χαμένους. Δεν μου φαίνεται περίεργο που ορισμένοι τη θεωρούν βρόμικη λέξη. Ίσως και να είναι. Αλλά η καχυποψία απέναντι στην επιτυχία μπορεί να λειτουργήσει και ως μορφή αυτοπροστασίας».

«Η βράβευση με το Readings Prize άλλαξε τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου ως συγγραφέα – ή απλώς κοιμάσαι καλύτερα;». «Η εξωτερική επιβεβαίωση είναι ασφαλώς συναρπαστική και σε ενθουσιάζει, αλλά ένας συγγραφέας θα πεθάνει χίλιες φορές αν αντλεί από εκεί την αυτοεκτίμησή του. Εκείνο που ένιωσα ως πιο αυθεντική επιτυχία ήταν η ανταπόκριση αναγνωστών κάθε είδους, αυτό μετράει πιο πολύ για μένα».

«Ποια είναι η γνώμη σου για τους ερημίτες συγγραφείς (Πίντσον, Σάλιντζερ, Ίβαν Ντάρα);» «Το σύμβολο του ερημίτη συγγραφέα με γοήτευε πάντα. Η κεντρική σχέση στο μυθιστόρημά μου διαμορφώθηκε από την ντροπιαστική στάση απέναντι στην Έλενα Φεράντε, που αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν εγκληματίας επειδή προσπάθησε να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Στην οικονομία της προσοχής, η άρνηση της δημοσιότητας είναι μια ισχυρή πράξη, την οποία κάποιοι ερμηνεύουν ακόμη και ως μια μορφή βίας. Η βιογραφία απεχθάνεται το κενό. Όμως το διάβασμα ενός βιβλίου είναι μια βαθιά οικεία εμπειρία και καταλαβαίνω την επιθυμία των αναγνωστών να θέλουν να μάθουν ποιος είναι ο συγγραφέας πέρα από τις σελίδες».

«Τι θα ήθελες να νιώσουν οι αναγνώστες όταν κλείσουν αυτό το βιβλίο;» «Ενθουσιασμό, ανατριχίλα και έκπληξη. Να έρθουν σε επαφή με την απώτερη επιθυμία τους, να σκεφτούν τι θέλουν πραγματικά και τι είναι διατεθειμένοι να κάνουν για να το αποκτήσουν».

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. 

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το πίσω ράφι / «Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» της Έρσης Σωτηροπούλου είναι χτισμένο στην εικόνα της «μοναξιάς που μοιράζονται πολλοί άνθρωποι μαζί». Επανεκδίδεται σε λίγες μέρες από τον Πατάκη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Το woke στο «καναβάτσο»

Βιβλίο / Τι είναι τελικά το woke; Δύο βιβλία εξηγούν

Δύο αξιόλογα βιβλία που εστιάζουν στην πολυσυζητημένή και παρεξηγημένη σήμερα woke κουλτούρα κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, εμπλουτίζοντας μια βιβλιογραφία περιορισμένη και μάλλον αρνητικά διακείμενη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»

Το πίσω ράφι / «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Ένα αριστούργημα. Δίχως υπερβολή

O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζωντανεύει την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της αμερικανικής αστικής τάξης, το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου και μαζί τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ