O ΑΥΣΤΡΑΛΟΣ Ντόμινικ Αμερένα ήρθε στην Αθήνα πριν από έξι χρόνια για έναν έρωτα, διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα, και δεν ξανάφυγε ποτέ. «Έμεινα από αγάπη για την πόλη», λέει τακτοποιώντας τα πράγματά του στο διαμέρισμα της Κυψέλης όπου έχει μόλις μετακομίσει – το προηγούμενο ήταν στα Εξάρχεια.
«Υπάρχει ένας δυναμισμός στην Αθήνα και στους ανθρώπους της που πάντα τον έβρισκα εξαιρετικά ελκυστικό. Χωρίς να την εξιδανικεύω, με έχει εντυπωσιάσει βαθιά το αίσθημα αποφασιστικότητας και αφοσίωσης πολλών Ελλήνων στην πολιτική ή στην τοπική κοινωνία, που με τον καιρό με επηρέασε κι εμένα. Λατρεύω και τα τηγανητά κολοκυθάκια, υπάρχει καλύτερος λόγος να μείνει κανείς; Η ζωή εδώ δεν είναι πάντα εύκολη, ιδίως για τους Έλληνες. Και η αίσθηση του ανήκειν ήταν πάντα περίπλοκη για μένα, λόγω της ταξικής μου θέσης ως ενός σχετικά ευκατάστατου ξένου. Τελικά, αυτό που με έκανε να νιώσω μέρος κάποιου συνόλου, κι όχι απλώς ένας επισκέπτης που κοιτάζει απ’ έξω, ήταν η γνωριμία με άλλους συγγραφείς και αναγνώστες – μπορείς να την πεις σκηνή ή κοινότητα».
Ο Ντόμινικ γράφει εδώ και χρόνια σε περιοδικά και λογοτεχνικές εκδόσεις, φέτος όμως, με το πρώτο του μυθιστόρημα καθιερώθηκε επίσημα ως συγγραφέας με ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο Summit Books στην Αυστραλία και πήρε διθυραμβικές κριτικές.
«Παράλληλα με μια σειρά από χάλια δουλειές, μερικές από τις οποίες κάνω ακόμα, έβγαζα χρήματα κυρίως συμμετέχοντας ως πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές που μου έδιναν χρόνο και ελευθερία να γράψω. Αυτό το βιβλίο είναι το απόσταγμα εκείνων των χρόνων αβεβαιότητας και δυσκολίας και είμαι πανευτυχής που κατάφερα να το βγάλω».
Το «Τα θέλω όλα» χαρακτηρίστηκε «αριστούργημα», «ένα σύγχρονο αυστραλιανό κλασικό μυθιστόρημα» και «ένα εξαιρετικό ντεμπούτο», ενώ τον Αύγουστο, που κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η «Guardian» το αποκάλεσε «μια παιχνιδιάρικη, απολαυστική ιστορία εξαπάτησης». Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γεννήτρια σε μετάφραση του Δημήτρη Καρακίτσου και η πορεία του στην παγκόσμια εκδοτική αγορά μόλις ξεκίνησε (έχει μεταφραστεί ήδη και στα ιταλικά).
Ντόμινικ Αμερένα, «Τα θέλω όλα», μτφρ: Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Γεννήτρια
Το βιβλίο, που ακολουθεί έναν φιλόδοξο νεαρό συγγραφέα που λέει ένα «αθώο» ψέμα για να εξασφαλίσει μια αποκλειστική ιστορία και διερευνά την επιθυμία, την εξαπάτηση, την αυθεντικότητα και το τίμημα της δημιουργικής φιλοδοξίας, βραβεύτηκε με το Readings Prize 2025, ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Αυστραλίας, και έχει αποκτήσει ήδη φανατικούς αναγνώστες. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Ντόμινικ έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, υποτροφίες και προγράμματα φιλοξενίας συγγραφέων (υποτροφία Hawthornden, Alan Marshall Short Story Award, Speculate Prize, επιχορήγηση New Work από το Australia Council).
«Γράφω σε όλη μου τη ζωή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά άρχισα να παίρνω στα σοβαρά το γράψιμο στα 20, όταν πήρα την παρανοϊκή και επικίνδυνη απόφαση να το βάλω στο κέντρο της ζωής μου», λέει ο Ντόμινικ. «Παράλληλα με μια σειρά από χάλια δουλειές, μερικές από τις οποίες κάνω ακόμα, έβγαζα χρήματα κυρίως συμμετέχοντας ως πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές που μου έδιναν χρόνο και ελευθερία να γράψω. Αυτό το βιβλίο είναι το απόσταγμα εκείνων των χρόνων αβεβαιότητας και δυσκολίας και είμαι πανευτυχής που κατάφερα να το κυκλοφορήσω. Το γιατί γράφω είναι πιο δύσκολο να το εξηγήσω. Γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο; Γιατί μου φαινόταν επείγον και αναγκαίο; Γιατί είναι μια δύσκολη απόλαυση που δεν μοιάζει με καμιά άλλη».
Το βιβλίο ξεκινάει με την ανακάλυψη της καταξιωμένης Αυστραλής μυθιστοριογράφου Μπρέντα Σέιλς, η οποία θεωρείται εξαφανισμένη για πολλά χρόνια. Αφού κυκλοφόρησε δύο εκρηκτικά, αμφιλεγόμενα βιβλία που διαμόρφωσαν τον λογοτεχνικό κανόνα της χώρας για δεκαετίες, κατηγορήθηκε για λογοκλοπή προκαλώντας ένα τρομερό νομικό σκάνδαλο και χάθηκε εντελώς από τον εκδοτικό χάρτη. Μέχρι που, κάποια μέρα, ένας απογοητευμένος νεαρός συγγραφέας βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα να κολυμπά σε πισίνα της Μελβούρνης και επιβεβαιώνει το αδιανόητο: ότι είναι Μπρέντα Σέιλς, στα γεράματα, εγκλωβισμένη σε ένα γηροκομείο.
Αποφασισμένος να τη βρει, προσπαθεί να ανακαλύψει τι της συνέβη όλα αυτά τα χρόνια και, ίσως, να εκπληρώσει τα όνειρά του για λογοτεχνική δόξα μέσα από μια αποκαλυπτική βιογραφία. Όταν όμως τελικά τη συναντά, μια υπόθεση εσφαλμένης ταυτότητας και τα ίδια τα φοβερά μυστικά της Μπρέντα αρχίζουν να εκτροχιάζουν τις φιλοδοξίες του – και, στο τέλος, ολόκληρη τη ζωή του. Οι συνεχείς ανατροπές και αποκαλύψεις έχουν ως αποτέλεσμα να χάσεις κάπως την αίσθηση του ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός ήρωας – και δυστυχώς δεν μπορείς να πεις πολλά για την υπόθεση χωρίς να κάνεις σπόιλερ. Τον ρωτάω αν είχε κάποια πραγματική συγγραφέα στο μυαλό του ως μοντέλο για την Μπρέντα Σέιλς.
«Πρόσεξα πολύ να μη μοιάζει η Μπρέντα υπερβολικά με κάποια συγκεκριμένη συγγραφέα, αλλά να αποτελεί σύνθεση πολλών φεμινιστριών συγγραφέων από μια συγκεκριμένη εποχή και έναν συγκεκριμένο τόπο –την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία της δεκαετίας του ’70– που διαμόρφωσαν τη δουλειά και τη σκέψη μου», λέει. «Τα ημερολόγια της Έλεν Γκάρνερ ήταν πολύ σημαντικά για να δημιουργήσω τον τόνο της φωνής της Μπρέντα, ενώ το βιογραφικό της παρελθόν βασίστηκε στη θεσμική βία που ασκήθηκε σε συγγραφείς όπως η Τζάνετ Φρέιμ. Τέλος, το σκοτεινό και σαγηνευτικό συγγραφικό έργο της Μπρέντα συνομιλεί με πρωτο-φεμινιστικά μυθιστορήματα όπως το "Πηγάδι" της Ελίζαμπεθ Τζόλεϊ. Χωρίς το έργο αυτών των συγγραφέων, η Μπρέντα και το βιβλίο μου δεν θα υπήρχαν.
Το "Τα θέλω όλα" ξεκίνησε ως μέρος της υπόθεσης ενός πολύ μεγαλύτερου, πολύ πιο ενοχλητικού μυθιστορήματος, το οποίο με είχε τρελάνει. Αποτελούνταν από μερικές σκηνές με έναν cult συγγραφέα και έναν νεαρό, φανατικό ακόλουθο. Λίγες χιλιάδες λέξεις το πολύ. Όμως η ενέργεια και η ένταση της γραφής, η αντίστιξη μεταξύ αυτών των δύο χαρακτήρων, μου επέτρεψαν να πετάξω όλο το υπόλοιπο, μαζί και χρόνια δουλειάς. Εμβάθυνα στη σχέση τους, τους έστησα τον έναν απέναντι στον άλλο και το μυθιστόρημα αναδύθηκε με μια σχεδόν απροσδόκητη γρηγοράδα.
Δεν νομίζω ότι ένας συγγραφέας ξέρει τι πραγματικά πραγματεύεται το βιβλίο του μέχρι να το τελειώσει – τουλάχιστον όχι ένας συγγραφέας σαν εμένα. Πρέπει να αφήσει το ασυνείδητο να δουλέψει, να πλησιάσει το μυθιστόρημα στις μύτες των ποδιών, για να μην το τρομάξει. Ακόμα ανακαλύπτω τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο, κάθε φορά που το διαβάζω.
Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γεμάτο ανατροπές και μετατοπίσεις, όπου ο αναγνώστης δεν είναι ποτέ σίγουρος πού στέκεται. Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης, αυτή η αστάθεια παραπέμπει και στις εύθραυστες ταυτότητες των χαρακτήρων. Μπορούμε άραγε να ξέρουμε πραγματικά τι θέλουμε ή ποιοι είμαστε; Πρέπει αυτή η αστάθεια να είναι πάντα πηγή άγχους ή θα μπορούσε να είναι μια μορφή δυνητικής ελευθερίας;».
«Έχεις πει ότι το βιβλίο αφορά τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας για να δικαιολογήσουμε τις επιθυμίες μας. Ποιο σου ήταν πιο άβολο να διερευνήσεις;» τον ρωτάω. «Νομίζω ότι και οι δύο χαρακτήρες μπορούν να διαβαστούν ως διαφορετικές εκφάνσεις της καλλιτεχνικής επιθυμίας. Της επιθυμίας να σε βλέπουν, να σε εκτιμούν, να σε λατρεύουν και, από την άλλη, της επιθυμίας να μένεις κρυφός, να μιλά το έργο αντί για σένα. Αυτές οι δύο τάσεις συνυπάρχουν σε κάθε συγγραφέα. Ελπίζω το βιβλίο μου να αναδείξει αυτή την ένταση, όχι να βγάλει ετυμηγορίες».
«Η Αυστραλία έχει μια περίεργη εμμονή με τις λογοτεχνικές απάτες. Γιατί η απάτη και η προσποίηση είναι τόσο κεντρικές στην αυστραλιανή λογοτεχνική ιστορία;»
«Υπάρχει ένα βαθύ και σε μεγάλο βαθμό άλυτο αίσθημα μη ανήκειν στους λευκούς εποίκους της Αυστραλίας. Ζουν σε μια γη που βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν τους ανήκει. Αυτή η αγωνία είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Δεν είναι περίεργο που καταλήγει στην τέχνη. Η λογοτεχνική μας ιστορία είναι γεμάτη κλεμμένες ταυτότητες, εγγαστριμυθία, αμηχανία απέναντι στην ιστορία και στον τόπο. Όπως και ο αφηγητής μου, έτσι και η αίσθηση που έχουν οι Αυστραλοί συγγραφείς για τον εαυτό τους είναι επισφαλής και ρευστή, όσο κι αν προσποιούνται το αντίθετο. Προσπάθησα να δραματοποιήσω αυτές τις αγωνίες με έναν τρόπο ψυχαγωγικό και συναρπαστικό.
Νομίζω ότι ο αφηγητής μου ενσαρκώνει μια μορφή σύγχρονης αρρενωπότητας. Είναι παθητικός, αναποφάσιστος, βαθιά αβέβαιος και πληγώνει τους άλλους επειδή δεν είναι σε επαφή με όσα θέλει και χρειάζεται. Αντί να αισθάνεται ότι τον εκφοβίζουν οι γυναίκες συγγραφείς, βλέπει σε εκείνες το θάρρος και τη βεβαιότητα που ο ίδιος θα ήθελε να έχει. Είναι μια μορφή αγάπης – αν και είναι μια τοξική αγάπη. Η Ρουθ και η Μπρέντα είναι οι γυναίκες που εύχεται να μπορούσε ο ίδιος να είναι».
«Το βιβλίο θέτει ένα επικίνδυνο ερώτημα: σε ποιον ανήκει μια ιστορία; Έχεις απάντηση;»
«Το βιβλίο διερευνά την ένταση ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις. Ο αφηγητής βλέπει την ιστορία της Μπρέντα με το βλέμμα του αποικιοκράτη, ως έναν πόρο προς εκμετάλλευση, ενώ εκείνη τη βιώνει ως μορφή δύναμης που ασκείται πάνω σ’ εκείνον και την πορεία της ζωής της. Είναι μια ιστορία κάτι που μπορεί να κατέχεται, να χρησιμοποιείται ή να γίνεται αντικείμενο κακοποίησης; Ας αποφασίσει ο αναγνώστης».
«Υπάρχουν ελληνικά στοιχεία στο βιβλίο;» «Το μυθιστόρημά μου ασχολείται με την αποικιακή ιστορία της Αυστραλίας, τις πολιτικές αναταράξεις της δεκαετίας του ’70 και φυσικά την ιστορία της μετανάστευσης, που είναι άρρηκτα δεμένη με την Ελλάδα. Υπάρχουν σκόρπιες αναφορές στην ελληνική ιστορία, όπως μια αρκούδα που λέγεται Μπουμπουλίνα, όμως το βιβλίο, καλώς ή κακώς, είναι βαθιά αυστραλιανό στη ματιά, στους ήχους και στις πολιτικές του ευαισθησίες. Ζω μακριά από την πατρίδα πολύ καιρό, έτσι ίσως αυτό το μυθιστόρημα να είναι ένας τρόπος να ξαναβρώ εκείνον τον τόπο που άφησα πίσω.
Θωρώ ότι η ελληνική σκηνή δεν έχει κέντρο, κάτι που έχει τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες του. Στην Αυστραλία είναι "ή μεγάλοι εκδοτικοί ή τίποτα", όλοι ανταγωνίζονται για τη στήριξη μεγάλων οίκων ή ιδρυμάτων (με συμπεριλαμβάνω κι εμένα σ’ αυτό). Αυτή η στήριξη σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχει στην Ελλάδα, και στη θέση της έχει αναπτυχθεί μια ζωντανή DIY κουλτούρα μικρών εκδοτικών (όπως η Γεννήτρια) και περιοδικών (όπως το υπέροχο Κατσαρίδες Press). Μπορεί να είναι δύσκολο να επιβιώσεις, αλλά είναι συναρπαστικό ότι υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό γι' αυτές τις λογοτεχνικές προσπάθειες που παράγουν απαιτητικό, ενδιαφέρον έργο, λιγότερο καθοδηγούμενο από τους νόμους της αγοράς. Η ζωή εδώ μού δημιούργησε την επιθυμία να γράφω κι εγώ με αυτόν τον τρόπο: χωρίς να σκέφτομαι τα χρήματα και ασυμβίβαστα».
«Έχεις αποκαλέσει τη φιλοδοξία “βρόμικη λέξη” στη λογοτεχνία. Γιατί οι συγγραφείς παριστάνουν ότι δεν θέλουν την επιτυχία;» «Επειδή υπάρχει πολύ λίγη για να φτάνει για όλους. Δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα, υπάρχει λίγη στήριξη, υπάρχουν λίγοι αναγνώστες. Μαθαίνουμε ότι η επιτυχία είναι παιχνίδι με μηδενικό άθροισμα – με καθαρούς νικητές και χαμένους. Δεν μου φαίνεται περίεργο που ορισμένοι τη θεωρούν βρόμικη λέξη. Ίσως και να είναι. Αλλά η καχυποψία απέναντι στην επιτυχία μπορεί να λειτουργήσει και ως μορφή αυτοπροστασίας».
«Η βράβευση με το Readings Prize άλλαξε τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου ως συγγραφέα – ή απλώς κοιμάσαι καλύτερα;». «Η εξωτερική επιβεβαίωση είναι ασφαλώς συναρπαστική και σε ενθουσιάζει, αλλά ένας συγγραφέας θα πεθάνει χίλιες φορές αν αντλεί από εκεί την αυτοεκτίμησή του. Εκείνο που ένιωσα ως πιο αυθεντική επιτυχία ήταν η ανταπόκριση αναγνωστών κάθε είδους, αυτό μετράει πιο πολύ για μένα».
«Ποια είναι η γνώμη σου για τους ερημίτες συγγραφείς (Πίντσον, Σάλιντζερ, Ίβαν Ντάρα);» «Το σύμβολο του ερημίτη συγγραφέα με γοήτευε πάντα. Η κεντρική σχέση στο μυθιστόρημά μου διαμορφώθηκε από την ντροπιαστική στάση απέναντι στην Έλενα Φεράντε, που αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν εγκληματίας επειδή προσπάθησε να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Στην οικονομία της προσοχής, η άρνηση της δημοσιότητας είναι μια ισχυρή πράξη, την οποία κάποιοι ερμηνεύουν ακόμη και ως μια μορφή βίας. Η βιογραφία απεχθάνεται το κενό. Όμως το διάβασμα ενός βιβλίου είναι μια βαθιά οικεία εμπειρία και καταλαβαίνω την επιθυμία των αναγνωστών να θέλουν να μάθουν ποιος είναι ο συγγραφέας πέρα από τις σελίδες».
«Τι θα ήθελες να νιώσουν οι αναγνώστες όταν κλείσουν αυτό το βιβλίο;» «Ενθουσιασμό, ανατριχίλα και έκπληξη. Να έρθουν σε επαφή με την απώτερη επιθυμία τους, να σκεφτούν τι θέλουν πραγματικά και τι είναι διατεθειμένοι να κάνουν για να το αποκτήσουν».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.