ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΟΣ, 2011. Η Βερόνικα Κ., «ετών πενήντα οχτώ, μεσαίου αναστήματος, με πρόσωπο που αμύνεται σθεναρά στον χρόνο, προχωρεί, με βήμα βιαστικό προχωρεί». Τρέχει να προλάβει εν μέσω αντιμνημονιακών διαδηλώσεων το ραντεβού της με νεαρή δημοσιογράφο, και το μυαλό της, με ακόμα πιο ταχείς ρυθμούς, πηγαινοέρχεται στο παρελθόν.
Η Βερόνικα Κ., βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος της Έλενας Χουζούρη «Δυο φορές αθώα» (Κέδρος, 2013), παρά τους αρχικούς δισταγμούς της, έχει δεχτεί να δώσει συνέντευξη γύρω από την εμπειρία της ξενιτιάς και του επαναπατρισμού της, αλλά και πάλι κάτι κλοτσάει μέσα της. Πώς θα μπορούσε να εκμυστηρευτεί σε μια άγνωστη κοπέλα τόσους καημούς, τόσες προδοσίες, όταν ούτε η ίδια δεν μπορεί καλά καλά να τις αντιμετωπίσει κατάματα;
Αν στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» και στην «Πατρίδα από βαμβάκι» η Χουζούρη βασίστηκε σε ιστορίες που αφορούσαν μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της, για το «Δυο φορές αθώα» άντλησε υλικό από συνομιλίες της με ανθρώπους που είχαν ανάλογα βιώματα με της Βερόνικας. Και εδώ, ωστόσο, το ενδιαφέρον της παραμένει επικεντρωμένο σε ανάλογα θεματικά μοτίβα – «στην αίσθηση του ξεριζωμού, την απώλεια της πατρίδας, την προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους, την αναζήτηση ταυτότητας».
Δέσμια επιθυμιών και ανικανοποίητων πόθων που δεν ήταν δικοί της, η Βερόνικα δικαιούται επιτέλους να χειραφετηθεί. Μέχρι όμως να της προσφέρει η συγγραφέας αυτή την ευκαιρία, θα μπολιάσει το μυθιστόρημά της και με τους προβληματισμούς της νεαρής δημοσιογράφου, που με την έρευνά της πυροδοτεί στη Βερόνικα την επιθυμία για μια νέα αρχή.
Με πολύχρονη δημοσιογραφική θητεία, πέρα από τη συγγραφική, η Χουζούρη, αντιμέτωπη με τέτοιου είδους ζητήματα, καταφεύγει πάντα στην έρευνα. «Η φαντασία μας βαραίνει από τα ιδεολογήματά μας και ο κίνδυνος να γράψουμε τις δικές μας αλήθειες, ενώ αναζητάμε τις αλήθειες άλλων, είναι μεγάλος αν την εμπιστευτούμε άκριτα. Η Βερόνικα συγκεντρώνει χαρακτηριστικά πολλών συνομιλητών μου, στον εσωτερικό κόσμο των οποίων δυσκολεύτηκα να μπω. Ήταν σαν να προέρχονται από άλλο πλανήτη. Αλλιώς ήταν μαθημένοι. Κάποιοι άλλωστε δεν άντεξαν, αυτοκτόνησαν».
«Δύο φορές αθώα», εκδόσεις Κέδρος. Το βιβλίο είναι οριστικά εξαντλημένο από τον εκδότη.
Όπως η Βερόνικα του Κισλόφσκι, έτσι και της Χουζούρη έχει δυο ζωές πίσω της. Μία στο Ουζμπεκιστάν –στον απόηχο του ελληνικού εμφυλίου–, τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε υπό τη σκέπη ενός σκληρού και αυστηρού δικηγόρου-αντάρτη που υπήρξε γι’ αυτήν και πατέρας και μάνα μαζί, κι άλλη μία μετά το 1989, αφότου προσγειώθηκε απότομα σε μια εξιδανικευμένη πατρίδα, η οποία αποδείχτηκε άγνωστη, αν όχι εχθρική.
Σπέρνοντας την αφήγηση με μουσικές, κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές που συνόδευαν τη μεσόκοπη πια ηρωίδα στην εφηβεία της, η Χουζούρη αποκαλύπτει σταδιακά το μυστήριο που κάλυπτε τη μητρική απουσία από τον ορίζοντά της, ανασύρει τον μοναδικό όσο και άδοξο νεανικό της έρωτα και, παράλληλα, σκιαγραφεί με αδρές γραμμές τη θλιβερή, μονότονη καθημερινότητά της όσο γηροκομεί τον δεσποτικό πατέρα της και υπομένει μια αλυσίδα δυσάρεστων εκπλήξεων από την πάλαι ποτέ λατρεμένη Ελλάδα.
Δέσμια επιθυμιών και ανικανοποίητων πόθων που δεν ήταν δικοί της, η Βερόνικα δικαιούται επιτέλους να χειραφετηθεί. Μέχρι όμως να της προσφέρει η Χουζούρη αυτήν την ευκαιρία, θα μπολιάσει το μυθιστόρημά της και με τους προβληματισμούς της νεαρής δημοσιογράφου, που με την έρευνά της πυροδοτεί στη Βερόνικα την επιθυμία για μια νέα αρχή.
Η εφημερίδα στην οποία εργάζεται η τελευταία βρίσκεται στα πρόθυρα του λουκέτου και η ίδια, στα είκοσι επτά της, όσο κι αν δυσφορεί με την ιδέα, όσο κι αν την απωθεί η ανάμνηση της υγρασίας και της μούχλας που την τύλιγε όσο σπούδαζε στην Αγγλία, ετοιμάζεται να ξενιτευτεί ξανά. Όπως η Ελλάδα του Εμφυλίου, έτσι και η Ελλάδα των μνημονίων σπρώχνει μακριά τα παιδιά της, έχοντας όμως στο μεσοδιάστημα γίνει τόπος υποδοχής –και πίκρας– για στρατιές μεταναστών.
Τι σημαίνει πια πατρίδα; Το ερώτημα τίθεται στο βιβλίο διαρκώς. Νεότερη, η Χουζούρη αισθανόταν πολίτης του κόσμου, αλλά μεγαλώνοντας νιώθει περισσότερο δεμένη μ’ όσα την περιστοιχίζουν κι όσα την ενώνουν με τα Βαλκάνια. «Κυρίως αυτά! Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που καπηλεύονταν την έννοια της πατρίδας, αλλά στα χρόνια που προηγήθηκαν μεγαλοπιαστήκαμε σε τέτοιο σημείο, που δεν ξεχάσαμε απλώς την ταυτότητά μας, την κλοτσήσαμε».