TETOIEΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ από τριάντα πέντε χρόνια ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) έδινε στη δημοσιότητα μια προσωπική ποιητική ανθολογία, ξαναμοιράζοντας τα χαρτιά της παραδοσιακής μας ποίησης. Στο «Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς» που κυκλοφόρησε το 1990 από τις εκδόσεις Νεφέλη, ο Αναγνωστάκης ξεχώριζε από τους ομοτέχνους του εκείνους που μίλησαν στην καρδιά του –από τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Τέλλο Άγρα ως τον Καρυωτάκη, τον Σκαρίμπα και τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο– κι έφερνε στην επιφάνεια κάποιες «χαμηλές» αλλά παλλόμενες από ένταση φωνές, με μια κίνηση αλληλεγγύης και ευγένειας.
Στην πραγματικότητα, η «Χαμηλή φωνή» υπήρχε πολύ καιρό προτού εκδοθεί. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης την είχε παρουσιάσει ήδη από το 1987 στην Κρήτη, στους ακροατές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ηρακλείου, παρέα με τον επιστήθιο φίλο του και συνοδοιπόρο του στους «Φιλολογικούς περιπάτους στον Μεσοπόλεμο» του Α’ Προγράμματος, Γιώργο Ζεβελάκη. Κι ο ποιητής, ο τόσο φειδωλός στα λόγια, ιδιαίτερα όταν του ζητούσαν τη γνώμη του επί παντός επιστητού, ήταν παραπάνω από γενναιόδωρος σ’ αυτήν τη συνομιλία.
Ομολογημένος στόχος του Αναγνωστάκη ήταν ν’ αναδείξει αυτό «το εσωτερικό, το intime ή το φαντεζί στοιχείο που υπάρχει στους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας» και το οποίο συγκινούσε περισσότερο τον ίδιο στα τέλη του 20ού αιώνα, καθώς είχε κουραστεί από τις μεγαλοστομίες και τα διδάγματα μέσω της ποίησης.
«Από χρόνια μου ’χει παγιωθεί η εντύπωση», έλεγε ο Αναγνωστάκης, «πως η εκτίμησή μας για την ποιητική μας παράδοση και η κριτική μας αποτίμηση στηρίχτηκε περισσότερο σε ιδεολογικά παρά σε μορφολογικά κριτήρια. Αναζητούσαμε, λίγο ως πολύ, τι μας λέει ο ποιητής, σε βάρος του πώς μας το λέει. Απλουστεύω απελπιστικά τα πράγματα, δεν είναι απολύτως έτσι, αλλά είναι βέβαιο πως η ύπαρξη ενός μηνύματος, μιας πρόθεσης –άσχετα αν είναι πρόθεση πολιτική, θρησκευτική, κοινωνική ή όποια άλλη– θεωρείτο ένα συν στην ποιητική προσφορά. Κι έρχεται μια εποχή, η δική μας ας πούμε, που αυτό το συν μάς φαίνεται κάπως απλοϊκό, πρωτοβάθμιο, ξεπερασμένο. Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα; Ίσως μένει αυτό που λιγότερο προσέξαμε άλλοτε. Δηλαδή αυτό το λυρικό στοιχείο που υπάρχει σ’ όλους ανεξαίρετα τους ποιητές. Αλλά σ’ άλλους αυτοπαραμερίζεται και σ’ άλλους παραμερίζουμε εμείς σαν αναγνώστες ή σαν κριτικοί για ν’ αναδείξουμε άλλα στοιχεία που μας βολεύουν περισσότερο».
Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την έννοια του λυρισμού; Ο Μανόλης Αναγνωστάκης αποφεύγει τους σχολαστικούς ορισμούς. «Οπωσδήποτε», όμως, «ο λυρικός ποιητής δεν εμπνέεται κατ’ αρχήν από ιδέες, από κοσμοθεωρίες ή μεγάλα προβλήματα της εποχής μας. Πηγή της ποιητικής του δημιουργίας είναι ο εσωτερικός του κόσμος. Εγωιστικά… Όσο εγωιστικός είναι ο έρωτας, η ατομική στάση απέναντι στη φύση και τις εκφάνσεις της, η προσωπική ζωή, η καθημερινότητα απέναντι στα αιώνια και στα μεγάλα. Όταν ο Παλαμάς τραγουδά “εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά / που μ’ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ηύρε δίχως νιάτα”, ξεχνάει και τα μεγάλα προβλήματα και τα μεγαλεπήβολα οράματα και τις πατριωτικές εξάρσεις. Κι όμως, αν σήμερα μένει κάποιος Παλαμάς, μένει μέσα από τα εγωιστικά αυτά ποιήματα κι όχι από τις προφητικές του πατριδορητορείες. Αυτόν τον Παλαμά δεν τον ξέρουμε, γιατί αυτό το κομμάτι του το θεωρούμε πάρεργο, δεύτερο. Σαν άσκηση, παρά σαν δημιουργία. Αλλά με τα χρόνια, τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση».
Στη «Χαμηλή φωνή» ανθολογούνται τριάντα δύο ποιητές. Ανάμεσά τους οι Ρώμος Φιλύρας, Ιωάννης Γρυπάρης, Κλέων Παράσχος, Κώστας Καρθαίος, Λορέντζος Μαβίλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, κι ακόμα οι Γ. Κοτζιούλας, Λ. Πορφύρας, Μ. Παπανικολάου και Μ. Πολυδούρη. Ο Βάρναλης απουσιάζει, αν και «έχει γράψει μερικά λυρικά ποιήματα που σήμερα μπορούν να διαβαστούν καλύτερα και να λειτουργήσουν. Γιατί η πολιτική επικάλυψη πάνω στον θρύλο Βάρναλη έκανε ώστε τα ποιήματά του αυτά και στην εποχή του να μη διαβαστούν σωστά και έντιμα. Ας πούμε το παράδειγμα ενός άλλου ποιητή, του Μαβίλη. Ενός κατεξοχήν “σχολικού” ποιητή, πατριδολάτρη, που ηρωικά έπεσε για την ελευθερία του έθνους κ.λπ. Σωστά είναι όλα αυτά, αλλά δεν είναι μόνο εκεί ο Μαβίλης. Σήμερα, ένα ποίημα που έγραψε το 1911, το “Φάληρο”, κι όπου υπάρχουν λέξεις όπως μπαρ, αυτοκίνητο, σοφέρ, μιλάει περισσότερο στον αναγνώστη απ’ όλα τα υπόλοιπα πατριωτικά του ποιήματα».
Πέρα από τον Παλαμά και τον Βάρναλη, κι άλλα ονόματα που συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε κορυφαία δεν περιλαμβάνονται στη «Χαμηλή φωνή». Ο Αναγνωστάκης περιορίστηκε «στη γενιά των επιγόνων, αυτών που συνειδητά, όσο και ιδιοσυγκρασιακά ήταν έξω από το κλίμα κάθε μορφής υψηλής ποίησης κι έξω από τις προθέσεις μιας τέτοιας ποίησης. Κανείς από αυτούς δεν φιλοδόξησε να γίνει προφήτης ή εκφραστής μιας εποχής ή κοινωνικός αναμορφωτής. Είναι κατ’ εξοχήν ελάσσονες, με τη γραμματολογική κι όχι με την ποιοτική σημασία του όρου. Και θα έλεγα, μετριοπαθείς στους στόχους τους. Πάλι από ιδιοσυγκρασία και αντίληψη ποιητικής λειτουργίας».
Ομολογημένος στόχος του Αναγνωστάκη ήταν ν’ αναδείξει αυτό «το εσωτερικό, το intime ή το φαντεζί στοιχείο που υπάρχει στους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας» και το οποίο συγκινούσε περισσότερο τον ίδιο στα τέλη του 20ού αιώνα, καθώς είχε κουραστεί από τις μεγαλοστομίες και τα διδάγματα μέσω της ποίησης. «Βέβαια», παραδεχόταν ευθαρσώς στον Ζεβελάκη, «προσωπικά δεν πιστεύω, με την εξαίρεση δυο τριών περιπτώσεων, ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα ονόματα στην ποίησή μας. Ο λυρισμός δεν είναι αισθηματολογία. Λίγοι είναι οι ποιητές που κατόρθωσαν –χωρίς να το επιδιώξουν, απλώς ήταν ποιητές– να υπερβούν αυτήν την αισθηματολογία ή ακόμα και γλυκερότητα. Έχουμε λοιπόν σπουδαία ποιήματα. Δεν έχουμε όμως εξίσου σπουδαίους ποιητές. Κι αυτό, γιατί από τους περισσότερους έλειψε η βαθύτερη ποιητική συνείδηση. Αυτό το τάξιμο, που λέμε, η αφοσίωση στην ποιητική λειτουργία. Όχι σαν ένας τρόπος προέκτασης της ανάγκης για έκφραση –αυτό υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους, δεν υπάρχει κανείς που να μην έγραψε ποίημα στα νιάτα του– αλλά σαν ένα πρόβλημα προς επίλυση. Αυτό το πρόβλημα τσάκισε, για παράδειγμα, τον Σολωμό, που μπορούσε να γράψει χιλιάδες στίχους, αλλά δεν κατόρθωσε παρά να μας δώσει σπαράγματα. Οι περισσότεροι αφέθηκαν σε μια φυσική τους ροπή που μόνο σ’ ελάχιστες περιπτώσεις αληθινά προικισμένων μπορεί από μόνη της να κρυσταλλωθεί σε τελειωμένο έργο».
*Η ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Η χαμηλή φωνή» παρουσιάζεται στις 10 Δεκεμβρίου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στις 19:30, από νέους ποιητές και ποιήτριες, όπως οι Ορφέας Απέργης, Στέλλα Βοσκαρίδη, Φοίβη Γιαννίση, Π. Ιωαννίδης, Δ. Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Όλγα Παπακώστα και Χρ. Σιορίκης.