Ο ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ (1918-1990) αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και έρευνα της Ζακύνθου και, κατ’ επέκταση, της Επτανήσου. Το έργο του, ογκώδες και πρωτότυπο στο σύνολό του, έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία ιστορίας, κοινωνίας, πολιτισμού μιας περιοχής της νεότερης Ελλάδας που έζησε υπό τη διοίκηση ή την προστασία των μεγάλων δυνάμεων των Νέων Χρόνων, δηλαδή της Γαληνότατης Βενετικής Δημοκρατίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αγγλίας από την οποία παραδόθηκε στον βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α'. Θα λέγαμε πως η Επτάνησος συσσωρεύει την ευρωπαϊκή εξέλιξη και τις επιδράσεις της στον μεσογειακό χώρο.
Το έργο του Ντίνου Κονόμου οφείλει να θεωρηθεί θεμελιώδες και ισάξιο με εκείνο άλλων λογίων, ιστορικών και ερευνητών στην Επτάνησο, όπως ο Λεωνίδας Ζώης, ο Παναγιώτης Χιώτης, ο Ηλίας Τσιτσέλης, ο Ερμάννος Λούντζης. Το χαρακτηριστικό του ωστόσο είναι πως, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, αυτό το έργο αναπτύχθηκε και δημοσιεύτηκε ιδίοις αναλώμασιν. Όπου τέτοια δαπάνη ήταν δυσβάστακτη, ο Ντίνος Κονόμος κατάφερνε να βρίσκει συμπληρώματα είτε επειδή κάποιος φιλόπατρις έσπευδε να τον συνδράμει, είτε επειδή δημόσιοι οργανισμοί, όπως το Εθνικό Τυπογραφείο ή η Βουλή των Ελλήνων, αποφάσιζαν, μετά από πλείστες όσες ταλαιπωρίες, να βοηθήσουν τις εκδόσεις που προετοίμαζε, όπως, για παράδειγμα, τα «Ευρισκόμενα Έργα» του Σπυρίδωνος Τερτσέτη (έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, 1984). Η σοβαρότερη όμως συμβολή του στην έρευνα των στοιχείων που συγκέντρωνε ήταν η εκτός εμπορίου έκδοση των «Επτανησιακών Φύλλων» επί δύο δεκαετίες, που διένειμε σε φίλους, συνεργάτες, βιβλιοθήκες και που η επιβίωσή τους, πάντα στην κόψη του ξυραφιού, στηριζόταν σε χρηματικές δωρεές αφανών κυρίως υποστηρικτών του.
Ο Ντίνος Κονόμος έχει περιγράψει με αρκετή πειστικότητα τα «μαρτύριά» του (είναι η λέξη που χρησιμοποιούσε όταν περιέγραφε τη ζωή του στη Βιβλιοθήκη της Παλαιάς Βουλής) στο βιβλίο του «Οχτάβα Έργων και Ημερών», έκδοση του 1976. Παράλληλα, όμως, κάθε λίγο και λιγάκι έβρισκε αφορμές για να λείψει από τη δουλειά του και να τρέξει όπου είχε ανακαλύψει κάτι.
Ο Ντίνος Κονόμος, για την εξασφάλιση των βασικότερων αναγκών επιβίωσής του, βρέθηκε κάποια στιγμή υπάλληλος της Βιβλιοθήκης της Παλαιάς Βουλής από το 1952 κιόλας ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (1985 ή 1986), οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Λέγεται πως γι' αυτό τον διορισμό είχε μεσολαβήσει ο Διονύσιος Ρώμας και κάποιος πολιτευτής (ο Τάλμποτ Κεφαλληνός ή ο Μιχαήλ Μυριδάκης, γνωστός στη Βουλή ως «εδρανοκρούστης»), ο ίδιος ο Λεωνίδας Ζώης, όπως και μερικοί από τους «στουντιόζους» του νησιού. Αυτή η πολύπλευρη πολιτική υποστήριξη δεν ήταν της αρεσκείας του προσωπικού της Βιβλιοθήκης, το οποίο επιπλέον αδυνατούσε να ελέγξει τον Ντίνο Κονόμο, που περνούσε τις μέρες (και τις νύχτες) του ψάχνοντας χαρτιά, ανασκαλεύοντας αρχεία, παραμελώντας δηλαδή τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και ταράζοντας τον ύπνο των επί χρόνια υπαλλήλων της Βιβλιοθήκης. Οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν πως το πράγμα πήρε άσχημη τροπή, επειδή ο Ντίνος Κονόμος ερωτεύτηκε κάποια υπάλληλο (ανύπαντρη), διαταράσσοντας έτσι την ηρεμία και τα ήθη της Υπηρεσίας.
Λόγω αυτών, του έγιναν προφορικές παρατηρήσεις, κλήθηκε σε έγγραφη απολογία, του κοινοποιήθηκε επιτιμητική επιστολή με αριθμό πρωτοκόλλου, επίσημη σφραγίδα και δυσανάγνωστη υπογραφή, του αφαιρέθηκαν επιδόματα, του προτάθηκε σύμβαση εργασίας εξωτερικού συνεργάτη με ελάχιστες απολαβές, έγιναν αλλαγές στις κλειδαριές των χώρων που δεν έπρεπε πια να προσεγγίζει, του ζητήθηκε να δηλώσει τα πολιτικά του φρονήματα και να ομολογήσει τις ανήθικες προθέσεις του, κλήθηκε να υπογράφει την ώρα έλευσης, την ώρα αποχώρησης και να περιγράφει την καθημερινή του εργασία, του κοινοποιήθηκε κάποιο εξώδικο.
Δεν είναι τεκμηριωμένο πώς, πότε και με ποια σειρά έγιναν όλα αυτά. Το βέβαιο είναι πως αυτά έγιναν καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Βιβλιοθήκη. Τα υπάρχοντα τεκμήρια είναι κάποια έγγραφα της διοίκησης της Βιβλιοθήκης σε φωτοαντίγραφο δύσκολα αποκρυπτογραφούμενο σήμερα, πρόχειρα σημειώματα του Ντίνου Κονόμου για την υπεράσπισή του και, κυρίως, επιστολές του προς φίλους για να διεκτραγωδήσει τα βάσανά του και να ζητήσει συμβουλές. Τέτοιες επιστολές θα βρίσκονται στο αρχείο του φίλου του, φιλόλογου Τάκη Μαρίνου. Είναι επίσης πιθανό πως επιστολές με παραπλήσιο περιεχόμενο στέλνονταν στον Κ. Πορφύρη, διευθυντή της «Επιθεώρησης Τέχνης», μελετητή του Κάλβου, γεννημένο στη Ζάκυνθο.
Στα χέρια μου βρίσκονται σημειώματα σε φύλλα σημειωματάριου που αναφέρουν:
Παράδειγμα πρώτο (1979): «Φιλίππο μου, είμαι άρρωστος και με βαρεί ο πονοκέφαλος. Σκέφτουμαι τι θα πάθω αύριο, που μακάρι να μην ξημέρωνε. Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου. Τι θα γένει όμως που εγώ πρέπει να έχω τα χαρτιά μου; Τι θα γένει τώρα που βρήκα την άκρη για την ισπανική παρουσία στα Επτάνησα;»
Παράδειγμα δεύτερο (1980): «Κάνει γιάτσο [κρύο] και φορώ το παλτό μου, καλοριφέρ τίποτα. Ανοίγουν το παράθυρο και βρίσκουμαι στο ρεύμα. Τι να κάμω! Γράφω. Θα τελειώσω την ιστορία [τότε έγραφε την πεντάτομη Ιστορία της Ζακύνθου]».
Παράδειγμα τρίτο (1981): «Κάλλιο να ξεκουμπιστώ, αφού δεν ξεκουμπίζουνται. Ποιος θα πιστέψει πως εγώ έχω ανάγκη να κλέψω τη δουλειά τους. Μου είπανε να προσέχω γιατί θα με καταγγείλουν. Πού στο διάοτσο θα με καταγγείλουν;»
Ο Ντίνος Κονόμος έχει περιγράψει με αρκετή πειστικότητα αυτά τα «μαρτύριά» του (είναι η λέξη που χρησιμοποιούσε όταν περιέγραφε τη ζωή του στη Βιβλιοθήκη) στο βιβλίο του «Οχτάβα Έργων και Ημερών», έκδοση του 1976. Παράλληλα, όμως, κάθε λίγο και λιγάκι έβρισκε αφορμές για να λείψει από τη δουλειά του και να τρέξει όπου είχε ανακαλύψει κάτι. Κατάφερε έτσι να στοιχειοθετήσει ότι έπασχε από διάφορες ασθένειες, ότι χρειαζόταν περιποίηση, ότι έπρεπε να ακολουθήσει θεραπείες, οπότε οι απουσίες του από τα καθήκοντά του τού δημόσιου υπάλληλου ήταν δικαιολογημένες.
Διευκολύνθηκε να πιστέψει ότι όλα αυτά του συνέβαιναν πράγματι και, με την πάροδο των χρόνων, έπειθε πως ποτέ δεν ήταν καλά στην υγεία του. Όταν όμως κουβαλούσε αντίτυπα των βιβλίων του στα γνωστά του βιβλιοπωλεία της Αθήνας, τον έβλεπες να τρέχει χαρούμενος και να έχει όρεξη για κουβέντα. Δεν θα ήταν παράλογο να υποστηρίξει κανείς πως ο Ντίνος Κονόμος δεν θα ήταν σε θέση να ασχοληθεί με το έργο του αν δεν πίστευε πως τίποτα και κανείς δεν ήταν με το μέρος του. Αυτή η πεποίθηση τον έκανε να εργάζεται πυρετωδώς. Η ίδια πεποίθηση τον έκανε να διαμαρτύρεται για ό,τι στραβό συνέβαινε. Παράδειγμα η έκδοση των «Απάντων» του Κεφαλλήνα ποιητή Ιουλίου Τυπάλδου (1814-1883), που λίγο έλειψε να καταλήξει σε δικαστική διαμάχη, επειδή τα παροράματα της έκδοσης ήταν περισσότερα από όσα είχε υπολογίσει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο σπιτάκι της οδού Λέρου όπου διέμενε, στην Αγία Παρασκευή, περίμενε τη συντροφιά του επισκέπτη, που έπρεπε να έχει το κουράγιο να τον ακούει να μιλάει για ό,τι τον απασχολούσε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, παρουσιάζοντας, σαν ταχυδακτυλουργός, χαρτάκια κιτρινισμένα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες, έντυπα σαρακοφαγωμένα, ολάκερος βουτηγμένος σε τέτοιες μυρουδιές του παρελθόντος, προς επιβεβαίωση ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν του κόσμου τούτου.