ΟΙ ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ ΘΕΑΤΕΣ των «Σοπράνος» θα τον αναγνώριζαν σίγουρα. Γεννημένος στο Βερμόντ, με πτυχίο φιλοσοφίας και σπουδές στο Actor's Studio, ο Ρίτσαρντ Ρομάνους (1943-2023) έπαιξε στα νιάτα του πλάι στον Ντε Νίρο στους «Κακόφημους δρόμους» κι έκτοτε υποδύθηκε αναρίθμητους δεύτερους ρόλους σε κινηματογραφικές, θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές. «Δεν ήμουν σταρ», παραδεχόταν, «μόνο ένας απλός ηθοποιός του Χόλιγουντ, αρκετά καλοπληρωμένος για να φτάνει στο πλατό νωρίς το πρωί, όπου κάποιος θα τον ξύριζε ενώ εκείνος θα λαγοκοιμόταν και κάποιος θα του έφερνε το πρωινό της προτίμησής του, ενώ καθόταν στο καμαρίνι του διαβάζοντας, βλέποντας τηλεόραση ή παίρνοντας κανέναν υπνάκο και περιμένοντας την κάμερα μπρος στην οποία θα υποδυόταν για μερικά λεπτά τον γκάνγκστερ ή τον αστυνομικό»...
Ο κυκεώνας της εγχώριας γραφειοκρατίας, η χαλαρή μας σχέση με τον χρόνο, οι συμφωνίες που κλείνονται διά χειραψίας, η ριζική μεταμόρφωση της Σκιάθου τους καλοκαιρινούς μήνες, όλα περνάνε στο βιβλίο από τη σκοπιά ενός καλοπροαίρετου παρατηρητή.
Οι Σκιαθίτες, πάντως, όταν τον βαρύ χειμώνα του 2002 πρωτοαντίκριζαν τον Ρομάνους και τη γυναίκα του –την ξεκομμένη από τις ελληνικές της ρίζες Άνθεα, ενδυματολόγο σε ταινίες όπως η «Τσαϊνατάουν» και το «Μωρό της Ρόζμαρι»–, δεν είχαν ιδέα ακόμη για το βιογραφικό τους. Βρίσκονταν απέναντι σ' ένα συμπαθέστατο ζεύγος Αμερικανών, αποφασισμένων να περάσουν το τελευταίο κομμάτι της ζωής τους μέσα στη φύση, σ' ένα τοπίο που τους θύμιζε Τοσκάνη, μίλια μακριά από κοσμικότητες και φρενήρεις καθημερινούς ρυθμούς. Εκείνες τις μέρες η δραχμή έδινε τη θέση της στο ευρώ, με ό,τι συνέπειες είχε αυτό στις τραπεζικές συναλλαγές, και οι δύο νεοφερμένοι είχαν μείνει με τις τσέπες άδειες. Όμως όλοι, από τον βενζινοπώλη ως τον ταβερνιάρη, έσπευσαν να τους καθησυχάσουν –«κι αύριο μέρα είναι»– και να πιουν μαζί τους ένα ποτήρι κρασί.

Και να που το 2011 ο Ρίτσαρντ Ρομάνους δημοσίευσε την «Τρίτη πράξη» (εκδ. Αιώρα), ξεδιπλώνοντας το χρονικό της μετεγκατάστασής τους στη γενέτειρα του Παπαδιαμάντη, με όλες τις εκπλήξεις της κι όλες της τις ανατροπές. Μια μαρτυρία που συναγωνίζεται εκείνη που έδωσε παλιότερα η Αγγλορωσίδα Σόφκα Ζινόφιεφ για τη σύγχρονη Αθήνα στο «Οδός Ευρυδίκης» (εκδ. Διόπτρα), ως προς την αφηγηματική άνεση, τη γενναιοδωρία των αισθημάτων, το χιούμορ και τη διορατική ματιά. Ο κυκεώνας της εγχώριας γραφειοκρατίας, η χαλαρή μας σχέση με τον χρόνο, οι συμφωνίες που κλείνονται διά χειραψίας, η ριζική μεταμόρφωση της Σκιάθου τους καλοκαιρινούς μήνες, η συμπεριφορά των ντόπιων προς τους μετανάστες, το δέσιμό τους με τη θρησκεία, την παράδοση, την Ιστορία και την πολιτική, όλα περνάνε στο βιβλίο από τη σκοπιά ενός καλοπροαίρετου παρατηρητή. «Εμείς κλείσαμε τα μάτια, εμπιστευτήκαμε την καλοσύνη των ανθρώπων και προχωρήσαμε» ομολογεί ο Ρομάνους, ανακαλώντας την αγορά του οικοπέδου όπου υψώνεται σήμερα το σπίτι του: «Το συμβόλαιο το ίδιο μού έδωσε να καταλάβω μια ενδιαφέρουσα πτυχή ενός λαού που επί αιώνες κρατούσε διπλά βιβλία, ένα για όποιον τον είχε υπό την κατοχή του και ένα για τον ίδιο. Μόνο που τώρα η δύναμη κατοχής ήταν η ελληνική κυβέρνηση»...
Διαβάζοντας την «Τρίτη πράξη», παρακολουθείς τους Ρομάνους να ενσωματώνονται στη σκιαθίτικη κοινωνία, να υποδέχονται στενούς τους φίλους –όπως η Γκόλντι Χον και ο Κερτ Ράσελ– και ν' αποκτούν καινούργιους –μανάβηδες, ψαράδες, βοσκούς–, ν' αποτιμούν το παρελθόν τους και να συμφιλιώνονται με τον πραγματικό τους εαυτό. Κι αρπάζεις την ευκαιρία να επανεκτιμήσεις την αξία μιας Ελλάδας που πολλοί ανάμεσά μας λατρεύουν να μισούν.