Ιστορίες απο την Κολιμά

Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter
0
Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter

Είναι αποδεδειγμένο ότι η ανθρώπινη δυστυχία αποτελεί το καλύτερο υλικό για το μυθιστόρημα. Όσο φανταστικά κι αν είναι τα εξιστορούμενα βάσανα, ο αναγνώστης μετέχει συχνά με παλμό καρδίας, ταυτίζεται με τα θύματα και την κατεστραμμένη ζωή, αλλά δεν χάνει -όπως λένε- ούτε σταλαγματιά αίμα. Το περιβόητο έπος του Σαλάμοφ, που αφηγείται με ανεπανάληπτο τρόπο την υπο-ανθρωπότητα των σταλινικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, είναι ένα έργο που, αν μη τι άλλο, ανανεώνει το είδος, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο. Ο συγγραφέας εξορίστηκε για ψύλλου πήδημα (διακίνησε το Γράμμα του Λένιν προς το Συνέδριο, όπου θιγόταν η προσωπικότητα του Στάλιν, και μετά, μια από τις ποινές του, τον καταδίκασε και πάλι επειδή ισχυρίστηκε ότι ο Ιβάν Μπούνιν ήταν κλασικός συγγραφέας!).

Η Κολιμά ήταν στρατόπεδο εξόντωσης στον Αρκτικό Βορρά, όπου πήγαιναν (για να μη γυρίσουν) οι «εχθροί του λαού», ήτοι οι κατηγορούμενοι ως τροτσκιστές. Το παράδοξο είναι οτι ο Σαλάμοφ, στις 1.968 σελίδες του, δεν αναπτύσσει το αναμενόμενο πολιτικό κατηγορητήριο κατά του σταλινισμού και του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άλλωστε, και ο ίδιος ηταν με τον τρόπο του «κομμουνιστής». Βρίσκουμε αναφορές εδώ κι εκεί, αλλά πουθενά - σε καμιά από τις 145 ιστορίες του-  ο σταλινισμός δεν γίνεται καθαυτό θέμα. Ο αφηγητής κατεβαίνει πολλά σκαλοπάτια για να βρεθεί στο ύψος του. Αυτό που ανακάλυψε στα στρατόπεδα ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος. Γράφει, για παράδειγμα: «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα -η αγάπη, η φιλία, η ζήλια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα- μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας. Σ’ αυτή την ασήμαντη μυϊκή στοιβάδα που παρέμενε ακόμα πάνω στα κόκαλά μας, που μας έδινε ακόμα τη δυνατότητα να τρώμε, να κινούμαστε και να αναπνέουμε, ακόμα και να πριονίζουμε κορμούς δέντρων και να γεμίζουμε με το φτυάρι τα καρότσια με χώμα και πέτρες, και μάλιστα να σπρώχνουμε τα καρότσια πάνω σε ένα ατελείωτο ξύλινο μονοπάτι μέσα στα ορυχεία του χρυσού (...), σε αυτή, λοιπόν, τη μυϊκή στοιβάδα είχε θέση μόνο ο θυμός, το πιο παλιό ανθρώπινο συναίσθημα». (σ. 76-77)

Αποκομμένοι ο ένας απ' τον άλλον πέθαιναν στη λευκή έρημο της Κολιμά από πείνα, κρύο, πολύωρη δουλειά, ξυλοδαρμούς κι αρρώστιες. Έμαθαν αμέσως να μην υπερασπίζονται τον συνάδελφό τους, να μη στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό ακριβώς επεδίωκαν και οι Αρχές. Οι ψυχές όσων επέζησαν υφίσταντο πλήρη αποσύνθεση και τα σώματά τους δεν διέθεταν τις αναγκαίες για σωματικό μόχθο ιδιότητες

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σαλάμοφ αντιμετωπίζει με κάποια υποτίμηση τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων. Ο Ντοστογιέφσκι, τονίζει ο αφηγητής, δεν συνάντησε και δεν γνώρισε ανθρώπους του αυθεντικού κόσμου των κακοποιών (σ. 280). Επίσης, παρατηρεί με μαύρο χιούμορ: «Η εποχή του Ντοστογιέφσκι ήταν διαφορετική, και το τότε κάτεργο δεν είχε φτάσει σε τέτοια αναβάθμιση, σαν αυτή που διηγήθηκα εδώ. Ό,τι συμβαίνει εδώ είναι υπερβολικά ασυνήθιστο, απίστευτο, και το φτωχό ανθρώπινο μυαλό δεν είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένη μορφή στην εδώ ζωή...». (σ. 179) Περί τίνος ακριβώς πρόκειται; Ενώ θα περίμενε κανείς να διαβάσει για στυγνούς ανθρωποφύλακες του καθεστώτος -που δεν λείπουν βέβαια-, εκείνο που ανακαλύπτει είναι οι κακοποιοί, τα απίθανα ανθρωπάρια (φονιάδες, κλέφτες, ανώμαλοι, αποσαθρωμένες ψυχές, ανθρωποφάγοι στην κυριολεξία) που είχαν ειδικό ρόλο στο στρατόπεδο. Οι κακοποιοί ήταν οι «φίλοι του λαού», ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι αποτελούσαν την απεχθή μάζα των «εχθρών του λαού». Ο τρόμος, με άλλα λόγια, πήγαζε από την καθημερινή συνύπαρξη με τα κατακάθια της κοινωνίας που είχαν ειδικά δικαιώματα στην Κολιμά. Όσο για τους πολιτικούς εξόριστους, αυτούς που υπόκεινταν στην «Γκαρανιάδα», ήτοι την εκκαθάριση των τροτσκιστών, είχαν να αντιμετωπίσουν δυο μέτωπα: τους κακοποιούς που σκότωναν με το έτσι θέλω, και βέβαια τις Αρχές.

«Η απουσία ενιαίας συνδετικής άποψης αποδυνάμωνε εξαιρετικά την ηθική αντοχή των κρατουμένων. Δεν ήταν ούτε εχθροί της εξουσίας ούτε κρατικοί εγκληματίες, και πεθαίνοντας δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να πεθάνουν. Ο εγωισμός τους, ο θυμός τους, δεν είχε πού να στηριχθεί. Κι αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον πέθαιναν στη λευκή έρημο της Κολιμά από πείνα, κρύο, πολύωρη δουλειά, ξυλοδαρμούς κι αρρώστιες. Έμαθαν αμέσως να μην υπερασπίζονται τον συνάδελφό τους, να μη στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό ακριβώς επεδίωκαν και οι Αρχές. Οι ψυχές όσων επέζησαν υφίσταντο πλήρη αποσύνθεση και τα σώματά τους δεν διέθεταν τις αναγκαίες για σωματικό μόχθο ιδιότητες». (σ. 602)

Το πλέον αποτρόπαιο βασανιστήριο του στρατοπέδου ήταν η αδυναμία του κρατουμένου ν’ απολαύσει έστω και μια ώρα μοναξιάς. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, την ώρα της εργασίας και του φαγητού, στο νοσοκομείο ή οιαδήποτε άλλη στιγμή τη ζούσε κάτω απο τα μάτια των συγκρατουμένων. Το ζήτημα του φαγητού ήταν κι αυτό απίθανο μαρτύριο, καθότι, λιμοκτονώντας, δεν έτρωγαν για να επιβιώσουν, αλλά για να μην πεθάνουν. Οι σελίδες του Σαλάμοφ για την τροφή αξίζουν ειδικό ανθολόγιο. Ακολουθούν φυσικά οι ασθένειες, η ηθική κατάπτωση και οι φόνοι.

Στο στρατόπεδο μόνο οι Ούρκα (οι κακοποιοί στην αργκό των ποινικών) ζουν σχετικά καλά. Αυτούς τους υπολογίζουν, αυτούς φοβάται η πολυάνθρωπη διοίκηση. Αυτοί είναι πάντα ντυμένοι, χορτασμένοι και υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Ενίοτε σφάζουν κιόλας κάποιον αντίπαλο. «Οι ποινικοί έχουν υπερβολική ροπή προς τη θεατρικότητα και την εισάγουν στη ζωή τους με τρόπο που θα τον ζήλευε κι ο Γιβρέινοφ (ο θεατρικός σκηνοθέτης). Αποφασίστηκε να σκοτώσουν τον ομαδάρχη και η πρόταση ενός απο τους ποινικούς να κόψουν με το πριόνι το κεφάλι του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Το κεφάλι πριονίστηκε μ’ ένα συνηθισμένο οριζόντιο πριόνι. Γι’ αυτό υπήρχε τώρα διαταγή που απαγόρευε να μένουν στους κρατούμενους τη νύχτα τσεκούρια και πριόνια» (σ. 705).

Το πλέον αποτρόπαιο βασανιστήριο του στρατοπέδου ήταν η αδυναμία του κρατουμένου ν' απολαύσει έστω και μια ώρα μοναξιάς. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, την ώρα της εργασίας και του φαγητού, στο νοσοκομείο ή οιαδήποτε άλλη στιγμή τη ζούσε κάτω απο τα μάτια των συγκρατουμένων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κανονιένκο, που σκότωνε για να τον δέχονται στο νοσοκομείο. «Με το που ερχόταν ο καιρός να βγει από το νοσοκομείο, ο Κανονιένκο σκότωνε κάποιον στη μεταγωγή, του ήταν αδιάφορο ποιον, ένα οποιοδήποτε κορόϊδο - τον στραγγάλιζε με μια πετσέτα. Η πετσέτα, μια κοινή πετσέτα του δημοσίου, ήταν το αγαπημένο όργανο δολοφονίας, η υπογραφή του. Τον συλλαμβάνανε, άνοιγαν εις βάρος του καινούργια υπόθεση, τον ξαναδίκαζαν, του έριχναν μια επιπλέον εικοσιπενταετή κάθειρξη στις πολλές εκατοντάδες χρόνια που είχε ήδη. Μετά τη δίκη, ο Κανονιένκο προσπαθούσε να βρεθεί στο νοσοκομείο για “ξεκούραση”, μετά ξανασκότωνε, κι όλα ξαναρχιζαν. Την εποχή εκείνη είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις των ποινικών. Επιτρεπόταν να εκτελούνται μόνο οι “εχθροί του λαού”, οι πενηνταοκτάρηδες - ήτοι οι τροτσκιστές». (σ. 555)

Το πρώτο πράγμα που δεν ισχύει στο στρατόπεδο είναι η φιλία. Ο ξεπεσμός είναι τόσο μεγάλος, ώστε ο πιο κοντινός σου είναι ικανός να σε «καρφώσει» για μια μπουκιά ψωμί, για ένα ζευγάρι κάλτσες, για ένα τσιγάρο. Η σατανική διοίκηση ανέχεται μόνο το κατώτερο δυνατό επίπεδο ζωής, ώστε ακόμη και οι ίδιοι οι κρατούμενοι να ζουν μεν, αλλά να μην καταλαβαίνουν τρόπον τινά τον εαυτό τους. Ανάμεσα στους κρατούμενους δεν υπήρχε ούτε ο παραμικρός δεσμός. Λίγο να έστρεφες την κεφαλή, κάτι θα σου έκλεβαν. Το στρατόπεδο ήταν ανθρωποφαγικό, ως εκ τούτου έπρεπε ν’ αναπτύξεις απίθανες δυνάμεις για να επιβιώσεις - περιέργως πώς, πρώτοι πέθαιναν οι άνθρωποι της Βαλτικής: Λετονοί, Λιθουανοί, Εσθονοί...

Επίσης, ένα θλιβερό στοιχείο του στρατοπέδου ήταν οι ξυλοδαρμοί. Δεν μιλάμε μόνο για τους ξυλοδαρμούς των ανακρίσεων, παρά για τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς που εκμηδενίζουν το κύρος του αδύναμου. «Τον διανοούμενο-κρατούμενο τον τσακίζει το στρατόπεδο. Όλα όσα ήταν πολύτιμα ποδοπατούνται τώρα στη λάσπη, σε πολύ μικρό διάστημα, σε κάποιες λίγες εβδομάδες ο άνθρωπος χάνει τον πολιτισμό και την κουλτούρα του. Το επιχείρημα της συζήτησης είναι η γροθιά, το στειλιάρι. Μέσο προτροπής ο υποκόπανος, το χτύπημα κατευθείαν στο πρόσωπο. Έτσι, ο διανοούμενος μετατρέπεται σε δειλό κι ο εγκέφαλός του τού υπαγορεύει δικαιολογίες για τις πράξεις του. Μπορεί να πείσει τον εαυτό του για οτιδήποτε, να συνταχθεί με οποιαδήποτε από τις πλευρές σε μια συζήτηση. Μια σφαλιάρα, μια γροθιά μετατρέπει τον διανοούμενο σε πειθήνιο υπηρέτη κάποιου Σένιετσκα, Κόστετσκα. Η φυσική επίδραση γίνεται ηθική επίδραση. Ο διανοούμενος είναι φοβισμένος για πάντα. Το πνεύμα του έχει τσακιστεί. Αυτόν το φόβο και το τσακισμένο πνεύμα τα κουβαλάει και στην ελεύθερη ζωή του».

Ιστορίες απο την Κολιμά Facebook Twitter

Ο Σαλάμοφ επιμένει ψυχαναγκαστικά στην άποψη ότι ανέκαθεν η λογοτεχνία αντιμετώπιζε τον κόσμο του εγκλήματος με συμπάθεια, προσθέτοντάς του μάλιστα ένα ρομαντικό φωτοστέφανο, όπως συμβαίνει με τον Γιάννη Αγιάννη του Ουγκό και τους κατεργίτες του Ντοστογιέφσκι. Αποφασίζει, λοιπόν, να υποστηρίξει οτι ο άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος, καταλήγοντας Ούρκα, δηλαδή του σχοινιού και του παλουκιού. Σύμφωνα με το βίωμά του, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στους «άντρες», τα «αλάνια», στους «ζούκι ζούκι» και στα «κορόιδα», δηλαδή τους αδύναμους. Παρά τις απόψεις κάποιας λογοτεχνίας, «λόγος τιμής» δεν υφίσταται. Τα πάντα θυσιάζονται για τη σκοπιμότητα. Μέσα στο στρατόπεδο, αυτό που ρυθμίζει τη συμπεριφορά του κακοποιού είναι το ανατριχιαστικό «πέθανε εσύ και μετά εγώ». Όσο για τις σαρκικές τους συνήθειες, οι κακοποιοί είναι όλοι παιδεραστές. Γύρω από κάθε ξακουστό κακοποιό κυκλοφορούν νεαροί με πρησμένα, θολά μάτια και γυναικεία ονόματα: διάφορες Μάνκα, Ζόικα, Βέρκα, τις οποίες ταΐζει ο προστάτης και πλαγιάζει μαζί τους. Διόλου παράδοξο το γεγονός ότι σε κάποιο στρατόπεδο οι κακοποιοί διέφθειραν μια σκύλα και πλάγιαζαν μαζί της σαν να ήταν γυναίκα.

Η Κολιμά, μπορούμε να πούμε, είναι προσωπική ανακάλυψη του συγγραφέα που διασώζει κάτι αμιγώς ρώσικο, αμιγώς ανθρώπινο, που δεν το προέβαλαν άλλοι κατάδικοι, πιθανώς επειδή η πολιτική βάραινε περισσότερο από την ανθρωπογνωσία. Όπως γράφει, οι αντιλήψεις του ἀάλλαξαν τις έννοιες, υπερέβησαν τα όρια του καλού και του κακού.

                  

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ  περιοριστήκαμε σε αναφορές στις πρώτες χίλιες σελίδες, αφήνοντας το υπόλοιπο βιβλίο να το απολαύσει ο αναγνώστης με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, το βιβλίο -,που έφτασε σε μας με καθυστέρηση σαράντα ετών-, αντιπροσωπεύει ένα βαρυσήμαντο γεγονός στα εκδοτικά μας πεπραγμένα, καθώς αποτελεί κι έναν «εκδοτικό» άθλο, όπου οι 2.000 σελίδες χώρεσαν σ’ έναν τόμο μέσου μεγέθους και όγκου. Τυπώθηκε λοιπόν «σε χαρτί Σαμουά Βίβλου 40 γραμμαρίων απο την EBNER & SPIEGEL GmbH Γερμανίας τον Νοέμβρη του 2011». Και μόνο εκδοτικά ο τόμος είναι ένα πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη.

Για τη μεταφράστρια Ελένη Μπακοπούλου έχουμε γράψει επανειλημμένα. Στην ίδια εκδοτική μορφή κυκλοφορούν ο Ηλίθιος και οι Αδερφοί Καραμάζοφ  της ιδίας κι ευχόμαστε ολοψύχως να έπεται συνέχεια.

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Βιβλίο / Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που έχει τίτλο “House of Cards”, ο Σουηδός πρώην διεθνής Γιόνας Έρικσον περιγράφει τις ταπεινωτικές μετρήσεις βάρους στα σεμινάρια διαιτητών της UEFA
THE LIFO TEAM
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Το Πίσω Ράφι / Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Ο Έλληνας σκηνοθέτης μάζεψε από «το καλάθι των αχρήστων» όλες τις εμπειρίες του κι έφτιαξε την αυτοβιογραφία του, μια ζωντανή αφήγηση γεμάτη ιστορίες, συναντήσεις, αποφθέγματα και κρίσεις, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: η ιστορία του underground περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»

Βιβλίο / «Ανοιχτή Πόλη»: Ένα από τα πιο επιδραστικά εναλλακτικά έντυπα της Ελλάδας

Οι δημιουργοί του Κώστας Μανδηλάς και Βλάσσης Ρασσιάς, καταγράφουν την πορεία του στο βιβλίο «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει το διήγημα «Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ» της Πατρίσια Χάισμιθ

Lifo Videos / Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει ένα διήγημα της Πατρίσια Χάισμιθ

«Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ»: Μια ιστορία έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, ανταγωνισμού, μίσους και φόνου μεταξύ ενός ζευγαριού και ενός σιαμέζικου γάτου, ένα μυστηριώδες διήγημα της δημιουργού των πιο σαγηνευτικών αντιηρώων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Βιβλίο / Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Ολοένα περισσότερο διευρύνεται η τάση έκδοσης κλασικών και σπάνιων κειμένων σε μικρό μέγεθος που τοποθετούνται δίπλα στο ταμείο και συνιστούν την προσπάθεια ενός εκδοτικού οίκου να φέρει σπουδαία έργα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Βιβλίο / I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Η θεωρητικός, εικαστικός, κριτικός, συγγραφέας και εκδότρια Κρις Κράους μπορεί να μην άλλαξε τα δεδομένα στον αγγλόφωνο κόσμο εκδίδοντας τα βιβλία των Γάλλων θεωρητικών αλλά προκάλεσε άπειρες συζητήσεις με το πρωτότυπο φεμινιστικό βιβλίο της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Βιβλίο / Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Ένα τολμηρό καλλιτεχνικό project έγινε η αφορμή για να κάνει ο εικαστικός René Habermacher ένα ταξίδι στη θάλασσα με πλήρωμα έξι ναύτες κι έναν καπετάνιο, απαθανατίζοντας μια σουρεαλιστική εμπειρία που κατέληξε σε ναυάγιο. Το βιβλίο «The Pleasure Principle» καταγράφει αυτό το ταξίδι μέσα από φωτογραφίες του René, κείμενα και εικαστικά έργα, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση.
M. HULOT
Νίκος Μάντης «Το χιόνι του καλοκαιριού»

Το πίσω ράφι / Για τις απουσίες που μας κάνουν αργούς στα αισθήματα

Καλοκαίρι στην Πελοπόννησο, στη σκιά της δεκαετίας του ’80: ένα πληγωμένο παιδί, μια μητέρα που επιστρέφει αλλαγμένη και μυστικά που βαραίνουν τη σιωπή των ενηλίκων - αυτά ξετυλίγει ο Νίκος Α. Μαντής στο πρώτο του μυθιστόρημα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Νέα βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος του χρόνου, και κάποιες επανεκδόσεις

Fall Preview 2025 / 13 βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος της χρονιάς

Ο πάντα επίκαιρος Καβάφης, νέα, σύγχρονα και παλιότερα ονόματα της λογοτεχνικής σκηνής και κάποιες ξεχωριστές επανεκδόσεις που δικαίως θα διεκδικήσουν χώρο στη βιβλιοθήκη όλων, βιβλιόφιλων και μη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ