ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Γιον Φόσε: «Η λογοτεχνία είναι ο μόνος άγνωστος Θεός»

Γιον Φόσε: «Η λογοτεχνία είναι ο μόνος άγνωστος Θεός» Facebook Twitter
«Όταν γράφω, προτιμώ να μην ξέρω τίποτα. Απλώς κάθομαι και γράφω. Κάπως εισέρχομαι σε αυτήν τη διαδικασία, σχεδόν αυθόρμητα, αφού αρνούμαι να προετοιμάσω κάτι εκ των προτέρων, ένα συγκεκριμένο πλάνο, και προτιμώ να αφήνομαι στο μυστήριο της γραφής».
0

Συναντώ τον Γιον Φόσε στο όμορφο καφέ Kaffistova, στέκι του εδώ και χρόνια, στο κέντρο του χιονισμένου Όσλο, με αυτό το αχνό φως που τόσο του αρέσει να μπαίνει από το παράθυρο του γωνιακού τραπεζιού, όπου κάθεται πάντα.

Όσο μιλάμε τον πλησιάζουν διάφοροι για να τον χαιρετίσουν, κάτι αναμενόμενο, αν σκεφτείς ότι θεωρείται ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Νορβηγίας μετά τον Ίψεν. Μάλιστα του έχει παραχωρηθεί ως φόρος τιμής η κατοικία που ανήκει στο νορβηγικό κράτος και βρίσκεται στις εγκαταστάσεις του βασιλικού παλατιού, όπου μπορεί να διαμένει διά βίου ‒ η χρήση του παραχωρείται από τον ίδιο τον βασιλιά της Νορβηγίας στον πιο σημαντικό καλλιτέχνη της χώρας.

Αμέτρητες είναι και οι τιμητικές διακρίσεις (Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής) και τα βραβεία που έχει λάβει, ενώ μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική, καθώς ήταν φιναλίστ για το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας του 2022 (στην κατηγορία «Μεταφρασμένη Λογοτεχνία») αλλά και για το Μπούκερ.

Μια εκτενέστατη συνέντευξή του καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου τεύχους του «New Yorker», όπου ο δημοσιογράφος περιγράφει την εμπειρία της ανάγνωσης των έργων του Φόσε ως «θεϊκή». Όσο για τα θεατρικά του έργα, μεταφράζονται και ανεβαίνουν σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Του φέρνω από την Ελλάδα ως δώρο κομποσκοίνια και λιβάνι, γιατί διάβασα μια υπέροχη περιγραφή γι’ αυτά στο Άλλο Όνομα, και μιλάμε για ώρα, πριν από τη συνέντευξη, για τα θεατρικά του έργα που έχουν ανέβει και εκδοθεί στην Ελλάδα, για τη φιλία του με τον Γιάννη Χουβαρδά, για τα ταξίδια του στην Ελλάδα, από τότε που πρωτοήρθε, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, κουβαλώντας μια γραφομηχανή με την οποία έγραφε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο με θέα την Ακρόπολη, για την αγάπη του για τους αρχαίους τραγικούς αλλά και για τη χαρά του που το μυθιστόρημά του Το άλλο όνομα, το πρώτο μέρος της Επταλογίας, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε ωραία μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη.

Άλλωστε, πώς μπορούμε να είμαστε αληθινοί και πραγματικοί στη γραφή μας αν ξεχνάμε τον θάνατο; Τι νόημα έχει να λέμε απλώς ιστορίες; Όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ, η μόνη αλήθεια είναι ότι κάποτε θα πεθάνουμε και αυτό είναι που μας κάνει να είμαστε ουσιαστικοί και να ακολουθούμε έναν αυθεντικό τρόπο ζωής.

— Το μυθιστόρημά σας με τον τίτλο Το άλλο όνομα είναι μέρος μιας πεζογραφικής σύνθεσης, της «Επταλογίας», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλέσατε, και αναρωτιέμαι κατά πόσο συνδέεται με τη συμβολική σημασία και την ιερότητα του αριθμού επτά (επτά μέρες της δημιουργίας, επτά θανάσιμα αμαρτήματα κ.λπ.).
Ξέρετε, όταν γράφω, προτιμώ να μην ξέρω τίποτα. Απλώς κάθομαι και γράφω. Κάπως εισέρχομαι σε αυτήν τη διαδικασία, σχεδόν αυθόρμητα, αφού αρνούμαι να προετοιμάσω κάτι εκ των προτέρων, ένα συγκεκριμένο πλάνο, και προτιμώ να αφήνομαι στο μυστήριο της γραφής.

Φυσικά και υπάρχει ένα υλικό βάσει του οποίου κινούμαι, μια φαντασία που το καθορίζει και το μετασχηματίζει σε κάτι άλλο, αλλά η βασική κινητήριος δύναμη είναι η μεταμόρφωση. Πάντα υπάρχουν κανόνες στη λογοτεχνία, είναι αυστηροί και έχουν τη δική τους λογική, και το μυθιστόρημα οφείλει να τους ακολουθεί, ωστόσο ποτέ δεν μπορείς ακριβώς να εξηγήσεις τι είναι αυτό που το έκανε να έχει τη συγκεκριμένη μορφή και όχι άλλη. Οπότε, δεν μπορώ να σας πω με ακρίβεια γιατί θεώρησα ότι η Επταλογία έπρεπε να έχει επτά μέρη, όπως ούτε και γιατί το συγκεκριμένο έργο αποφάσισα να είναι μεγαλύτερο σε έκταση από τα προηγούμενα.

Βέβαια και η Μελαγχολία είναι ένα μεγαλύτερης έκτασης έργο, που μοιράζεται σε μικρότερα μέρη. Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη είναι ότι μετά από δεκαπέντε χρόνια που έγραφα διαρκώς θεατρικά έργα, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο για τις παραγωγές, έπινα και ζούσα μια πολύ οριακή ζωή, αποφάσισα να αλλάξω: έκοψα το αλκοόλ και το τσιγάρο, ξαναπαντρεύτηκα, άρχισα να ξυπνάω πρωί και ξεκίνησα ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου.

Τότε ακριβώς ασπάστηκα τον καθολικισμό κι αυτό ήταν μια μεγάλη στροφή στη ζωή μου. Το μόνο που δεν άλλαξε ήταν η σχέση μου με τη γραφή, που για μένα παραμένει ουσιαστικός λόγος ύπαρξης και τρόπος ζωής. Αυτή ακριβώς την ανάγκη ικανοποιεί το ότι πλέον γράφω μυθιστορήματα και όχι θεατρικά έργα. Αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τον πώς ή το γιατί, η γραφή απλώς συμβαίνει.

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Γιον Φόσε, Το Άλλο Όνομα, Μτφρ.: Σωτήρης Σουλιώτης, εκδόσεις Gutenberg

— Αυτό που λέτε μου θυμίζει τη φράση που επαναλαμβάνει στο βιβλίο ο Άσλε, «η ζωγραφική συμβαίνει από μόνη της», ως τη βασική μεταφυσική αρχή που σχετίζεται με το ανεξήγητο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άλλωστε ο καλλιτέχνης μοιάζει να είναι ο μόνος που μπορεί να δει τον Θεό στα μάτια, έτσι δεν είναι;
Να σας πω την αλήθεια, ακόμα και όταν ήμουν άθεος, πίστευα σε κάτι μεγαλύτερο από τη ζωή, σε κάτι μαγικό που δεν μπορώ να το ελέγξω και με ξεπερνά. Και αυτό ήταν η λογοτεχνία, ίσως ο μόνος άγνωστος θεός για μένα.

Τελικά, αυτά τα ζητήματα επανέρχονται όταν γράφει κανείς, αφού πάντα θέτουμε αυτά τα μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα όταν γράφουμε. Άλλωστε, πώς μπορούμε να είμαστε αληθινοί και πραγματικοί στη γραφή μας αν ξεχνάμε τον θάνατο; Τι νόημα έχει να λέμε απλώς ιστορίες;

Όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ, η μόνη αλήθεια είναι ότι κάποτε θα πεθάνουμε και αυτό είναι που μας κάνει να είμαστε ουσιαστικοί και να ακολουθούμε έναν αυθεντικό τρόπο ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι και η γραφή μου έχει να κάνει με την ενσάρκωση της ζωής μέσω του θανάτου.

— Ίσως να μην είναι τυχαίο το ότι ο Σπένγκλερ έλεγε πως ο δυτικός πολιτισμός άρχισε να παρακμάζει όταν ξέχασε πώς να πενθεί. Και οι δικοί σας νεκροί, ωστόσο, είναι διαρκώς παρόντες στις ιστορίες σας. Στο Άλλο Όνομα η νεκρή Άλες έχει ενεργή παρουσία στη ζωή του Άσλε ‒ ή μήπως όχι;
Έχετε απόλυτο δίκιο που το επισημαίνετε. Προφανώς με αυτόν τον τρόπο ήθελα να απαντήσω στον προτεσταντικό τρόπο ζωής που θέλει να ξεχνάει τους νεκρούς και να τους κρύβει, μια αντίληψη που πραγματικά δεν με αφορά.

Όταν ζούσα για μια περίοδο στην Αυστρία, στα προάστια της Βιέννης, χαιρόμουν που έβλεπα τους ανθρώπους να επισκέπτονται το νεκροταφείο, να επιστρέφουν διαρκώς στους νεκρούς τους, να τους δοξάζουν στην καθημερινότητά τους ‒ μου φαίνονταν όλα πολύ διαφορετικά από τον προτεσταντικό τρόπο, απ’ όπου ο θάνατος απουσιάζει.

Στο πρώτο μου κιόλας έργο, το And we’ll never be parted (Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ), βάζω δυο ήρωες, μια γυναίκα και έναν άνδρα, να συζητούν και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είναι αυτός που έχει φύγει από τη ζωή και ποιος είναι ο ζωντανός.

Στην Επταλογία αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο, αφού η σχέση των ηρώων είναι τόσο ζωντανή που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, είναι πιο παρούσα και από τη ζωή την ίδια.

— Θυμάμαι ότι και στο έργο σας Η καιόμενη πρωταγωνίστρια είναι μια χήρα ‒και πάλι η Άλες‒, η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει τον νεκρό άνδρα της, τον Άσλε.
Παίζω με αυτά τα ονόματα, τα οποία επαναφέρω σκόπιμα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιώ καθόλου ονόματα. Αυτός είναι ο δικός μου ιδιοσυγκρασιακός τρόπος έκφρασης ‒ αυτήν τη λέξη δεν χρησιμοποιείτε στην Ελλάδα;

Γιον Φόσε: «Η λογοτεχνία είναι ο μόνος άγνωστος Θεός» Facebook Twitter
«Η πρόθεσή μου, όταν ξεκίνησα να γράφω, ήταν να συνθέσω ένα θεατρικό έργο που να είναι διαμετρικά αντίθετο από τα «γρήγορα» έργα που βλέπαμε μέχρι τότε, να δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και να ξεδιπλώνεται σε αργό χρόνο, ώστε να μη βγάζει κανείς εύκολα και άμεσα συμπεράσματα, να δίνει χρόνο στον θεατή να σκεφτεί».

— Ναι, είναι πολύ όμορφη λέξη.
Αυτό που ήθελα να πω είναι πως η πρόθεσή μου, όταν ξεκίνησα να γράφω, ήταν να συνθέσω ένα θεατρικό έργο που να είναι διαμετρικά αντίθετο από τα «γρήγορα» έργα που βλέπαμε μέχρι τότε, να δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και να ξεδιπλώνεται σε αργό χρόνο, ώστε να μη βγάζει κανείς εύκολα και άμεσα συμπεράσματα, να δίνει χρόνο στον θεατή να σκεφτεί. Κατόπιν ονόμασα αυτό τον τρόπο «αργή πρόζα» (slow prose).

Ίσως τελικά δεν κατάφερα να αφήσω απέξω την ένταση, η οποία λειτουργεί ως αντίστιξη στη δράση επειδή ακριβώς ήθελα το έργο να μην έχει δράση αλλά η ένταση να βγαίνει από τα συναισθήματα. Από αυτό δεν μπόρεσα, και μάλλον δεν ήθελα να ξεφύγω. Και αυτό ακριβώς είναι το αίσθημα που ήθελα να αποδίδεται, μια ένταση που ευτυχώς συμπεριέλαβα.

— Πάντως, η ένταση στα έργα σας μοιάζει να αφορά πολύ το άγνωστο, το επερχόμενο. Κάπως έτσι είναι και οι φοβίες και δεν ξέρω αν, για παράδειγμα, η φοβία για τη θάλασσα, που φαίνεται να υπάρχει στο Άλλο Όνομα, είναι και δική σας φοβία.
Τη φοβάμαι τη θάλασσα, αν και την αγαπώ πολύ.

— Έχετε μια υπέροχη φράση στο βιβλίο: «Υπάρχει πιο πολύ θεός στη θάλασσα απ’ ό,τι στη στεριά». Μου ακούγεται τόσο Μέλβιλ αυτό.
Ξέρετε, το νιώθω πολύ αυτό. Μεγάλωσα στα φιόρδ, δίπλα στη θάλασσα, σε ένα υπέροχο τοπίο, στο δυτικό μέρος της Νορβηγίας, βροχερό, με τις εναλλαγές του φωτός να μοιάζουν με εκείνες που περιγράφω στο μυθιστόρημα.

Μοιάζει πολύ με τον πίνακα «Η νυφική πομπή στο Χάρντανγκερ» (σ.σ. ένας από τους πιο γνωστούς νορβηγικούς πίνακες ζωγραφικές των Adolph Tidemand & Hans Gude) που αναφέρω στο βιβλίο. Γιατί μπορεί να αλλάζω τόπους, αλλά πάντοτε εκεί θα επιστρέφω. Μάλιστα, αγόρασα ένα σκάφος και ζούσα κυριολεκτικά εκεί μέσα: έπαιρνα ένα ψυγειάκι με τα απαραίτητα και έφευγα. Πήγαινε αργά, αλλά δεν με πείραζε γιατί απολάμβανα καλύτερα το τοπίο.

Κάποια στιγμή, όμως, βαρέθηκα τη μοναξιά και την απομόνωση και το πούλησα. Δεν κρατήθηκα, βέβαια, για καιρό και αγόρασα ένα πιο γρήγορο αλλά και πάλι κουράστηκα από τις τεχνικές λεπτομέρειες, τη φροντίδα που απαιτούσε ένα τέτοιο πλοίο. Και επειδή δεν είμαι καθόλου καλός στα οργανωτικά θέματα, το κληροδότησα στον γιο μου.

Η νυφική πομπή στο Χάρντανγκερ Facebook Twitter
«Η νυφική πομπή στο Χάρντανγκερ», Adolph Tidemand & Hans Gude

— Οπότε είναι αυτός ο καπετάνιος του πλοίου τώρα;
Α, όχι, δεν του παραχωρώ τον ρόλο. Τον έχουμε από κοινού. Εν ολίγοις, αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις και απολαμβάνω τα προνόμια.

— Πάντως, φαίνεται ότι βαριέστε τα καθημερινά ζητήματα, γιατί από τα βιβλία σας απουσιάζουν οι λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα.
Ναι, αλήθεια είναι, τα βαριέμαι πολύ όλα αυτά.

— Η σχέση σας με τη μουσική παραμένει ζωντανή; Γιατί το Άλλο Όνομα μου δίνει την αίσθηση της φούγκας, όσον αφορά την κατασκευή του.
Όταν ήμουν μικρός λάτρευα τη μουσική, άκουγα πολλή, έπαιζα κιόλας. Ξεκίνησα, άλλωστε, γράφοντας στίχους για τραγούδια ‒ η μουσική μπορεί να ήταν ωραία, αλλά τα στιχάκια ήταν τόσο χάλια που δεν θέλω καν να τα θυμάμαι. Ντρέπομαι γι’ αυτά, αλλά ήμουν πολύ μικρός τότε.

Η μουσική ήταν κυριολεκτικά ο κόσμος μου, όμως δεν ξέρω τι έγινε και εκεί, κάπου στα δεκαέξι, σταμάτησα να ασχολούμαι και τότε ήταν που καταπιάστηκα με τη γραφή ‒ έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μπορεί να μην εκδόθηκε ποτέ και κανείς να μην το διάβασε εκτός από εμένα, αλλά είχα κάνει το πρώτο βήμα.

Προσπάθησα, μάλιστα, να μεταφέρω σε λέξεις την εμπειρία που είχα όταν άκουγα μουσική, δηλαδή να φτιάξω μια μουσική σύνθεση μέσω των λέξεων και, για να είμαι ειλικρινής, αυτός που είχα πάντα στο μυαλό μου και συνέχισα να ακούω εμμονικά ακόμα και τότε ήταν ο Μπαχ. Κυρίως γιατί είχε έναν συναισθηματισμό που δεν ήταν υποβλητικός, όπως στους άλλους συνθέτες ‒ γιατί η αλήθεια είναι ότι κλαίω πάντα όταν ακούω συγκεκριμένα κομμάτια. Εν ολίγοις ο Μπαχ με βοήθησε να βάλω σε λέξεις τη μουσική που είχα μέσα μου.

— Και ο Σελίν έλεγε ότι για να γράψεις καλά πρέπει να ακούς την petite musique μέσα σου.
Ναι, αλλά πολλοί συγγραφείς δεν έχουν ιδέα από μουσική, οπότε δεν ξέρω αν είναι απαραίτητο, αν και συμφωνώ πως η μουσική καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη γραφή μου, γιατί το κείμενο πρέπει να ακολουθεί έναν ρυθμό ‒ αλλιώς δεν είμαι ευχαριστημένος.

— Μα νομίζω ότι και η πλοκή ακολουθεί τις εντάσεις της φόρμας, τις αυξομειώσεις που κάνουν τα κείμενά σας να μοιάζουν με παρτιτούρα.
Προφανώς, επειδή ήμουν κακός μουσικός και δεν είχα πραγματικά ταλέντο στράφηκα στη γραφή. Αλλά είμαι άνθρωπος της μουσικής 100% και πάντα θα είμαι. Γι’ αυτό ακριβώς ήθελα αυτήν τη μουσικότητα να τη μετουσιώσω στη γραφή μου.

— Πείτε μου τώρα γιατί κάνετε τον ήρωά σας, τον Άσλες ‒ή μάλλον τους δυο Άσλες που μοιάζουν με έναν‒, να μοιάζει τόσο πολύ με εσάς; Γιατί έχω την αίσθηση ότι χρησιμοποιείτε τα χαρακτηριστικά του autofiction για να το υπονομεύσετε;
Ναι, ακριβώς αυτό συμβαίνει, μου αρέσει που το λέτε. Μου είναι αδύνατο, για λόγους αρχής, να γράψω την αυτοβιογραφία μου, γι’ αυτό προσπαθώ να τη σατιρίσω ως είδος, παίζω με αυτό. Οι βασικές αρχές της λογοτεχνίας, που είναι η μεταμόρφωση και η φαντασία, καμία σχέση δεν έχουν με τη βιογραφία, γιατί ένας συγγραφέας, όταν γράφει καλή λογοτεχνία, αναβαθμίζεται, ανεβαίνει πολλά επίπεδα πάνω από τη γη και πηγαίνει κάπου αλλού, εκεί όπου κατοικούν οι άγγελοι, ανέρχεται στη δική τους τάξη. Δεν γίνεται αλλιώς.

Και πρέπει να σας εξομολογηθώ πως όταν προσπάθησα, πριν από χρόνια, να γράψω ένα είδος αυτοβιογραφικής πρόζας με τον τίτλο Πρόζα από την παιδική ηλικία, μου ήταν αδύνατο να το κάνω έξω από τη λογοτεχνική φόρμα, γιατί η αυθόρμητη τάση μου ήταν να βελτιώνω τη γραφή μου. Έφτασα σε σημείο να καταστρέφω τις βελτιώσεις μου για να μπορέσει να εκδοθεί ως αυτοβιογραφία.

Αυτή και μόνο η εμπειρία μού έδειξε ότι η μεταμόρφωση του λόγου που συνδέεται με τη λογοτεχνία δεν έχει σχέση με τη ζωή σου, είναι αυτόνομη πράξη και ανεξάρτητη από τα καθημερινά γεγονότα, έχει σχέση μόνο με το βίωμα.

Έτυχε, μάλιστα, να έχω μαθητή, όταν δίδασκα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, τον Κνάουσγκορντ και τον είχα συμβουλεύσει να χρησιμοποιεί το βίωμα μόνο ως αφορμή για να το μεταμορφώσει σε κάτι άλλο, σε κάτι ανώτερο που είναι το μυθιστόρημα, αλλιώς δεν μιλάμε για μορφή τέχνης.

Αυτός, βέβαια, έκανε ακριβώς το αντίθετο ‒ και αυτή είναι μάλλον η απόδειξη ότι ήταν εξαιρετικός μαθητής, γιατί δεν άκουσε τίποτε από ό,τι του είπα. Αλλά στον βαθμό που η λογοτεχνία σχετίζεται με τη φαντασία, την αναβάθμιση του λόγου και τη μετουσίωσή της σε κάτι άλλο, δεν μπορώ να φανταστώ τι σχέση μπορεί να έχει η καθημερινότητα του καθενός με τη λογοτεχνία.

Άλλωστε, μέσα από τη λογοτεχνία πρέπει να μεταμορφώνεις τον εαυτό σου σε κάτι βιώσιμο και ανοιχτό για να μπορείς να τον αντέξεις. Και αν δεν μπορείς να μεταποιήσεις το υλικό που έχεις στα χέρια σου, αναιρείς τον ύψιστο σκοπό σου που είναι η καλλιτεχνική πράξη και η δημιουργία: είναι σαν τον γλύπτη που εμφυσά στο έργο κάτι ανώτερο γιατί έτσι του δίνει ψυχή.

— Επίσης, έχω την αίσθηση ότι οι ήρωές σας πάντοτε αναζητούν κάτι ανώτερο, αλλά με ένα Αngst και ένα Furcht (άγχος και φόβο), όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, που τους κάνει να μοιάζουν ότι ουρλιάζουν εσωτερικά, σαν τον πίνακα του Μουνκ, χωρίς όμως να ακούγονται. Είναι έτσι;
Ναι, γιατί κι εγώ τρέφω πολύ έντονο άγχος, φόβο και μελαγχολία μέσα μου και αυτό αντικατοπτρίζεται στη γραφή μου, συνιστώντας κατά κάποιον τρόπο σήμα κατατεθέν της.

Φυσικά, κανείς καλλιτέχνης, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να γλιτώσει από τον εαυτό του, απλώς πρέπει να έχει μια ιδιοσυγκρασιακή σφραγίδα που θα δίνει το δείγμα της τέχνης του, κι αυτό, νομίζω, είναι βασικό, π.χ. βλέποντας έναν πίνακα, καταλαβαίνεις τον ζωγράφο του χωρίς να δεις το όνομα. Η ταυτότητα του συγγραφέα ενυπάρχει στη γραφή του, στον τρόπο έκφρασης, και τη χαρακτηρίζει.

— Γι’ αυτό υπάρχουν και τόσα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα σας, όπως το ότι οι ήρωες σας ατενίζουν πάντα από το παράθυρο, όπως εσείς καλή ώρα;
Ναι. Επιπλέον, όταν γράφει κανείς τόσα χρόνια, όπως εγώ, αυτά τα μοτίβα επανέρχονται, όπως στους ζωγράφους, ίσως γιατί εκφράζουν την αρχέγονη και θεμελιώδη κατάσταση του ανθρώπου.

— Αντίστοιχο μοτίβο δεν είναι και το παιχνίδι ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως που διαπερνά το έργο σας; Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στον νου όταν διάβασα για το «λαμπερό σκοτάδι» που αναφέρει ο Άσλε στο Άλλο Όνομα ήταν οι μαύροι πίνακες του Ρόθκο.
Σας ευχαριστώ που το λέτε, είστε εξαιρετική αναγνώστρια, γιατί είναι ακριβώς αυτό. Το πρώτο πράγμα που έκανα τώρα που πήγα στη Νέα Υόρκη ήταν να δω τους πίνακες του Ρόθκο ‒ και έμεινα, και πάλι, να τους κοιτάω για ώρες. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά οι πίνακές του μου μιλάνε πολύ, έχουν ένα βαθύ νόημα που σχετίζεται με αυτό που έχω ως έκφραση στο μυαλό μου, έχουν τη δική μου γλώσσα. Οπότε σίγουρα υπάρχει σύνδεση.

Η αλήθεια είναι ότι αγαπάω την τέχνη και πάντοτε είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία στον αμερικανικό εξπρεσιονισμό, αλλά ο Ιάπωνας μεταφραστής μου μου μίλησε πρώτη φορά για τον Ρόθκο και έτσι τον ανακάλυψα, βρήκα στους πίνακές του ακριβώς αυτό που ήθελα να πω. 

Untitled (Black on Gray), Mark Rothko Facebook Twitter
Untitled (Black on Gray), Mark Rothko

— Για να μιλήσουμε, όμως, για το «περιεχόμενο» ‒άλλη μοδάτη έκφραση‒, διακρίνω μια ιδιαίτερη τρυφερότητα στο έργο σας που πόρρω απέχει από συναισθηματισμούς, όπως η σκηνή όπου ο Άσλε ψάχνει εναγωνίως να δει πού θα κοιμίσει τον σκύλο του φίλου του. Είναι, αλήθεια, το Άλλο Όνομα το πιο τρυφερό βιβλίο σας;
Υπάρχει μια έκφραση που λέει ότι ο συναισθηματισμός έρχεται επειδή ακόμα και οι δαίμονες του δράματος έχουν ανάγκη από διακοπές. Ο τρόπος που καταλαβαίνω το συναίσθημα είναι μάλλον αυτός του Χάιντεγκερ, ο οποίος, αναιρώντας το, μιλούσε για ψυχικό γεγονός ή, καλύτερα, για τη διάθεση (Stimmung) του Είναι στα πράγματα.

Επιπλέον, η γλώσσα, στα δικά μου μάτια, γράφεται με έναν τρόπο που δεν μπορεί να γλιτώσει από αυτό που συμβαίνει και σίγουρα δεν χρειάζεται ούτε τους εύκολους χαρακτηρισμούς ούτε τον προσδιορισμό του συναισθήματος.

Για μένα η Επταλογία είναι πολύ κοντά στο Dasein (Εν-τω-κόσμω-Είναι) του Χάιντεγκερ, ο οποίος με έχει επηρεάσει περισσότερο απ’ όλους θα έλεγα, αφού άρχισα να τον διαβάζω πολύ μικρός, όταν ακόμα δεν ήξερα καλά γερμανικά. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερα να τελειώσω το Είναι και ο Χρόνος, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση στο έργο μου. Με είχε πραγματικά ενθουσιάσει το ότι ο Χάιντεγκερ είχε φτιάξει δική του γλώσσα και τον δικό το κόσμο.

— Τα βραβεία πώς τα βλέπετε; Έχετε συλλέξει ήδη πολλά, ενώ φέτος θεωρούσαν ότι θα συγκαταλεγόσασταν ανάμεσα στους υποψηφίους για το βραβείο Νόμπελ. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κατά πόσο ο ανταγωνισμός των βραβείων επηρεάζει τη δουλειά σας.
Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερός που έχω συλλέξει ήδη αρκετά. Πρέπει να σας πω ότι όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα και το πρώτο θεατρικό είχα πάρει τόσο κακές κριτικές, που θα έπρεπε να τα έχω παρατήσει. Αλλά είχα εμπιστοσύνη στη δουλειά και τις ικανότητές μου και αποφάσισα να μην τις λάβω υπόψη και να συνεχίσω να γράφω.

Ευτυχώς, τα έργα μου άρχισαν να ανεβαίνουν στο θέατρο και ο κόσμος να ανταποκρίνεται, οπότε σκέφτηκα ότι αν είναι ευχαριστημένοι ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί μού είναι αρκετό. Κάπως έτσι πορεύτηκα, προσπαθώντας, ως έναν βαθμό, να μένω ανεπηρέαστος από τα καλά και τα κακά που γράφονταν για τη δουλειά μου.

Δεν είναι τυχαίο ότι αποφάσισα να σταματήσω να γράφω θεατρικά τη στιγμή της ακμής μου και ενώ θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να ασχοληθώ με αυτά, αποφάσισα να αφοσιωθώ στη λογοτεχνία. Άλλαξα κατεύθυνση και άκουσα τη δική μου εσωτερική φωνή και ανάγκη. Ήταν τότε ακριβώς που προέκυψε η Επταλογία, ίσως γιατί την περίοδο της πανδημίας που την έγραψα ζούσα στα προάστια της Βιέννης, μακριά απ’ όλο τον θόρυβο που γινόταν γύρω από το έργο μου, σε ένα μέρος όπου δεν με ήξερε κανείς, έτσι μπόρεσα να πάρω τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να κατασταλάξω όσον αφορά το τι έπρεπε να κάνω, να στραφώ αποκλειστικά στην πεζογραφία και το μυθιστόρημα.

Η Επταλογία, εν ολίγοις, συνοψίζει την τέχνη και τους τρόπους μιας ζωής σε ένα έργο που γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση από κάποιον που φαινόταν να είναι πιο πάνω από μένα, ίσως από μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου.

Μου έκανε, επίσης, καλό το ότι ανάμεσα στα διαφορετικά της μέρη φρόντισα να μεταφράσω έργα του Κλάιστ και των αρχαίων τραγικών (Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή) που βοήθησαν να ξεκαθαρίσει ακόμα περισσότερο το τοπίο.

Τώρα γράφω μια νουβέλα που λέγεται Λευκότητα και είναι εντελώς διαφορετική και αντίθετη από την Επταλογία, η οποία είναι πιο φιλόδοξη. Όπως και να έχει, έτσι κι αλλιώς η γραφή είναι που σου υπαγορεύει τους δικούς της κανόνες κι εσύ οφείλεις να τους ακολουθείς.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.12.2022

Βιβλίο
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΡΙΤΗ 22/11-Πώς γράφεται σήμερα ένα μυθιστόρημα με θέμα τον πόλεμο;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πώς γράφεται σήμερα ένα μυθιστόρημα με θέμα τον πόλεμο;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Πάνο Καρνέζη για το μυθιστόρημά του «Ο λαβύρινθος» με θέμα την περιπλάνηση μιας αποδεκατισμένης ελληνικής μεραρχίας στα βάθη της Ανατολίας τον Σεπτέμβριο του 2022.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ: Διαβλέποντας την άβυσσο του 20ού αιώνα

Βιβλίο / «Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ: Διαβλέποντας την άβυσσο του 20ού αιώνα

Οι εκδόσεις Έρμα κυκλοφορούν το αριστούργημα του Χέρμαν Μπροχ σε νέα μετάφραση από τη Σοφία Αυγερινού, θυμίζοντάς μας γιατί άλλαξε την πορεία της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα προβλέποντας τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πασκάλ Μπρυκνέρ: «Βιώνουμε έναν νεοπουριτανισμό»

Βιβλίο / Πασκάλ Μπρυκνέρ: «Βιώνουμε έναν νεοπουριτανισμό»

Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας και διανοούμενος μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την Ευρώπη, την πολιτική ορθότητα, την πατριαρχία, τη λογοτεχνία και εξηγεί γιατί στις μέρες μας «ο έρωτας έχει μετατραπεί σε όργανο εξουσίας, η ευτυχία έχει γίνει μια καταστροφική αμφιβολία και η απόλαυση ένα συνεχές άγχος».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ