ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ για τις απαρχές του ελληνικού εθνικισμού –ή των εθνικισμών, όπως θα έλεγε ο Έρικ Χομπσμπάουμ – που δεν έχουν αναφορές στο έργο της Έλλης Σκοπετέα, μιας ιστορικού που επαναπροσδιόρισε τον σχετικό διάλογο στη μεταπολιτευτική ιστοριογραφία. Οι σχετικές παραπομπές στην ιδεολογική σύγκρουση της Ανατολής με τη Δύση, η θέση της Ευρώπης ως σημείου αναφοράς αλλά και παρατηρητή, οι μετα-αναγνώσεις των κυρίαρχων ιδεολογιών που διαμόρφωσαν τα ανάλογα αφηγήματα για τον ελλιπή εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους και για τον ανέφικτο αλυτρωτισμό έχουν ως βάση έναν διάλογο που άνοιξε με τις εθνοκεντρικές σχολές ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και παραμένει ανοιχτός μέχρι τις μέρες μας. Ακόμα και σήμερα, στις όποιες θεωρητικές διενέξεις και στα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του discours βλέπουμε ζωντανά τα ίχνη των καίριων επισημάνσεων που τόλμησε να καταθέσει η πανεπιστημιακός Έλλη Σκοπετέα με τα κορυφαία έργα της, που θα είχαν συνέχεια αν δεν έφευγε πρόωρα από τη ζωή το 2002 από καρκίνο. Το έργο της, όμως, και ο ζωντανός της λόγος που κατάργησε με θάρρος την ξύλινη γλώσσα των απρόσιτων επιστημονικών κειμένων, φέρνοντας νέο αέρα στη διαμόρφωση της καινοφανούς τότε ιστορίας των ιδεών στον ελληνικό χώρο, την κατέστησαν άκρως σημαντική στον χώρο της ιστοριογραφίας. Εξού και ότι το βιβλίο της Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα - Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880) είναι σταθερά το κείμενο αναφοράς σε όλες τις εργασίες, τις μελέτες και τους διαλόγους που αναφέρονται στο έθνος-κράτος και στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Το «μεγαλειώδες», «ανυπέρβλητο» και «μοναδικό», όπως έχει χαρακτηριστικά περιγραφεί, αυτό βιβλίο, που ουσιαστικά συνιστά τη διδακτορική διατριβή της και πρωτοκυκλοφόρησε το 1988 από τις εκδόσεις Πολύτυπο, εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνεται σταθερά στις βιβλιογραφικές λίστες των πανεπιστημιακών τμημάτων, και όχι μόνο.
Δεν είναι μόνο οι ανατρεπτικές μέχρι σήμερα ιδέες της Σκοπετέα, οι οποίες έχουν διαμορφώσει μια ολόκληρη σχολή ιστοριογραφίας που αντιπαρατίθεται στην κλασική εθνοκεντρική ανάγνωση του 19ου αιώνα, αλλά και η εύστοχη γλώσσα που ξεπερνά τα όρια της επιστημονικής ορθότητας και αντλεί από την ιστορία των ιδεών και τη λογοτεχνία.
Ως εκ τούτου, η επανακυκλοφορία του σε φροντισμένη επιτέλους έκδοση από τη σειρά «Αιχμές» των εκδόσεων Νήσος ήταν ένα αίτημα χρόνων της πανεπιστημιακής και αναγνωστικής κοινότητας. Η έκδοση συνοδεύεται από έναν κατατοπιστικό πρόλογο της καθηγήτριας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, Χριστίνας Κουλούρη, η οποία επισημαίνει πως «το γεγονός ότι η ανάλυση της Σκοπετέα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη μετά από τόσες δεκαετίες υπογραμμίζει την πρωτοτυπία και τη διεισδυτικότητα της ματιάς της». Ο λόγος δεν είναι μόνο οι ανατρεπτικές μέχρι σήμερα ιδέες της, οι οποίες, ωστόσο, έχουν διαμορφώσει μια ολόκληρη σχολή ιστοριογραφίας που αντιπαρατίθεται στην κλασική εθνοκεντρική ανάγνωση του 19ου αιώνα, αλλά και η εύστοχη γλώσσα που ξεπερνά τα όρια της επιστημονικής ορθότητας και αντλεί από την ιστορία των ιδεών και τη λογοτεχνία, παραπέμποντας στις ανοιχτές θεωρητικές συζητήσεις της βρετανικής σχολής των ιστορικών που με επικεφαλής τον Έρικ ξεπερνούσε τα αγγλοσαξονικά όρια του θετικισμού. Ο ίδιος ο Χομπσμπάουμ δεχόταν επιρροές από τις κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις της σχολής των Annales, ήταν, άλλωστε, από τους καίριους μελετητές των φαινομένων του εθνικισμού, έχοντας επισημάνει με το βρετανικό του χιούμορ πως οι «ιστορικοί είναι για τον εθνικισμό ό,τι είναι οι καλλιεργητές της παπαρούνας για τους ηρωινομανείς: παρέχουμε τις βασικές πρώτες ύλες για την αγορά» – μιλούσε για εθνικισμούς, αναφερόμενος στο φαινόμενο στον πληθυντικό, αφού συνδέονταν είτε με τα επαναστατικά κινήματα του 1848 είτε με τα ρομαντικά, εθνοκεντρικά οράματα που σφράγισαν τον 20ό αιώνα με τα τραγικά ακόμα και σήμερα φαινόμενα των εθνικών εκκαθαρίσεων. Με αντίστοιχα βρετανική ειρωνεία και φλεγματικό ταμπεραμέντο η Σκοπετέα επισημαίνει πως δεν μπορεί κανείς να μιλήσει μονοσήμαντα για τον εθνικισμό, εξετάζοντας ένα ιστορικό γεγονός έξω από το πλαίσιο διαμόρφωσης των κυρίαρχων ιδεολογιών, ούτε να διαχωρίσει τα ιδεολογικά φαινόμενα από τα κυρίαρχα πολιτικά γεγονότα, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως «αν, π.χ., ο φαύλος Κωλέττης της πολιτικής ιστορίας και ο αγνός οραματιστής της “ιστορίας των ιδεών” επιμένουν να αποτελούν δύο διαφορετικά πρόσωπα, γι’ αυτό δεν πρέπει να φταίει ο Κωλέττης».

Επομένως δεν πίστευε σε καμία περίπτωση, όπως άλλοι ιστορικοί, ότι ο Διαφωτισμός, που επηρέασε ως κίνημα τους διαμορφωτές της ελληνικής ταυτότητας, σταματά με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ούτε ότι είναι ενιαίες, γραμμικές ή ξεκάθαρες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις που θέλουν το ελληνικό κράτος να ταυτίζεται με την προοδευτική και απελευθερωτική λογική των πρώτων οραματιστών του. Αντικείμενο της τολμηρής τότε κριτικής της ήταν, εν προκειμένω, η σχολή του Κ.Θ. Δημαρά, στον οποίο αντιτάχθηκε με τόλμη, όπως και στο ιδεολογικό σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος επιπλέον εξέλαβε το Βυζάντιο ως τον κατεξοχήν συνδετικό πόλο μεταξύ του νεότερου, υπό διαμόρφωση, ελληνικού κράτους και της αρχαιότητας, την οποία υποστήριζαν οι εκφραστές του παραδοσιακού ρομαντισμού στην ιστοριογραφία.
Η ανάγκη να ιδρυθεί κράτος ήταν ως εκ τούτου αναπόφευκτα συνδεδεμένη με ένα εθνικό αφήγημα που ήταν κυρίαρχο τον 19ο αιώνα, μόνο που αυτό δεν ήταν ούτε συνεκτικό ούτε ενιαίο: από τους οπαδούς της εκσυγχρονιστικής λογικής, που ήθελαν την Ελλάδα να βαδίζει στα ευρωπαϊκά πρότυπα και να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βασιλεία, την κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη, μέχρι τους οπαδούς της «απελευθέρωσης» των κατοίκων της ευρύτερης, εκτός των συνόρων της τότε Ελλάδας, άρα με τους οπαδούς της Μεγάλης Ιδέας, εμφανίστηκαν διαφοροποιήσεις και εσωτερικές συγκρούσεις που αποδεικνύουν ότι οι εσωτερικές ρωγμές ήταν σαφείς από νωρίς. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα εξουσιαστικό πλέγμα που δεν αφορούσε μόνο τους κρατούντες αλλά και παράλληλα κέντρα εξουσίας καθώς και συγκεκριμένες έξεις, όπως συνήθιζε να λέει η Σκοπετέα, οι οποίες αφορούσαν την πάντοτε προβληματική υπό διαμόρφωση «ελλαδική» ή «ελληνική», ανάλογα με την οριοθέτηση εντός ή εκτός συνόρων, ταυτότητα. Πολύ γρήγορα, άλλωστε, τα ραγδαία γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του λεγόμενου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα άρχισαν να ξεπερνούν ακόμα και αυτούς που τα στήριξαν. Για παράδειγμα, η εκσυγχρονιστική βάση που συνδεόταν με τον βασιλιά σύντομα άρχισε να αμφισβητεί την επάρκεια του γένους και την απελευθερωτική προοπτική –βλέπε σχετικές θέσεις Φαλμεράιερ– γι’ αυτό και οι οπαδοί της βασιλείας ήδη από την εποχή του Γεωργίου αμφέβαλλαν για το κατά πόσο οι Έλληνες συγκέντρωναν τα προσόντα που όριζε ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία. Μελετώντας κατεξοχήν τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής εκείνης, η Σκοπετέα εντοπίζει τα κρούσματα αμφισβήτησης σε μια ανθελληνική δημοσιογραφία που «αποκτούσε έτσι μια όψη στενά συνδεδεμένη με την ασφυχτική παρουσία της ευρωπαϊκής διπλωματίας μέσα στο Βασίλειο». Αυτό ήταν προφανές, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της, τόσο στην περίπτωση του Κριμαϊκού Πολέμου όσο και στη σφαγή στο Δήλεσι, που η Ελλάδα βρέθηκε από εκφραστής της εθνεγερσίας να απολογείται για άλλου είδους σφάλματα. Δεν ήταν, ωστόσο, η πρώτη φορά ούτε η μόνη, αφού έκτοτε το αφήγημα για το κατά πόσο «δεν δύναται να αξιώσει η Ελλάς» τις προσδοκίες των Δυτικών επαναλαμβάνεται.
Εξετάζοντας, επομένως, την επιτακτική αναγκαιότητα της κατασκευής ενός ενιαίου αφηγήματος που προσπαθούσε να αντλήσει καρπούς είτε από το αρχαιοελληνικό, είτε από το βυζαντινό παρελθόν, είτε από τις ρωγμές και τις αντιθέσεις που εμφανίστηκαν στους κόλπους του εκάστοτε αφηγήματος, η Σκοπετέα φωτίζει όχι μόνο τις κεντρικές θέσεις αλλά και τα «εκκωφαντικά παράσιτα», όπως συνήθιζε να τα αποκαλεί, στη διαμόρφωση ενός συνεκτικού ιδεολογικού λόγου. Αυτό δεν μπορεί να μη σχετίζεται με μια «αιφνίδια πολυφωνία στον ελλαδικό χώρο», σύμφωνα με τα λόγια της, που «είναι συγχρόνως μια θορυβώδης έκφραση της ρήξης της συνέχειας στην πνευματική κίνηση, ρήξης που συντελέστηκε με την επανάσταση». Τα εκρηκτικά αποτελέσματα που έφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η επανάσταση προκάλεσε τέτοιες γεωγραφικές μετατοπίσεις που άλλαξαν ουσιαστικά και συμβολικά τον κοινωνικό χάρτη της Ελλάδας και τις φωνές που τον εξέφραζαν. Αυτό το νέο μωσαϊκό, με νέα κοινωνικά μορφώματα να διεκδικούν την ένταξή τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτους –βλέπε νεήλυδες– συνοδεύτηκε αντίστοιχα από άλλες διεκδικήσεις και αντιθέσεις. Πρόκειται για ρήξεις που εμφανίστηκαν ακόμα και στους κόλπους αυτών που προκάλεσαν την επανάσταση – π.χ. ο Κοραής υποστήριξε ότι η επανάσταση έγινε είκοσι χρόνια νωρίτερα από ό,τι έπρεπε. Αυτές είναι που μελετά η Σκοπετέα μέσα από τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής, εξετάζοντας τις ιδεολογικές αντιθέσεις στους κόλπους των θιασωτών του Βασιλείου από τη μια και της Μεγάλης Ιδέας από την άλλη, τονίζοντας πως «αν η κριτική του “προτύπου Βασιλείου” διεκτραγωδούσε την αδυναμία εκπλήρωσης του εφικτού, η κριτική της Μεγάλης Ιδέας διεκτραγωδούσε την αδυναμία εκπλήρωσης του ανέφικτου”» – μια φράση που υπογραμμίζει με έμφαση ως κομβική και η Χριστίνα Κουλούρη στην εισαγωγή της.
Επομένως, είναι σημαντικό που σε εποχές κατά τις οποίες η ιστοριογραφία ήταν ακόμα συνδεδεμένη με κραταιές συνεκτικές αφηγήσεις εθνοκεντρικών οραμάτων και συγκεκριμένων διπόλων η Σκοπετέα έβαλε το λιθαράκι για μια κοινωνικά εστιασμένη ιστοριογραφία που δεν διαχώριζε τα ιδεολογικά προτάγματα από τα πολιτικά γεγονότα και τολμούσε να ερμηνεύσει τις διαρκείς αλλαγές και ρήξεις, εστιάζοντας στην ερμηνευτική προσέγγιση των ετερόκλητων πολλές φορές όρων που περιέγραφαν την βαρύτητά τους. Δεδομένου ότι το ανατολικό ζήτημα προκάλεσε πολλαπλούς ιδεολογικούς πολέμους που συνδέονταν με την επανάσταση την οποία θα μπορούσε, όπως επισημαίνει η Σκοπετέα, να πει κανείς ότι “ξεκίνησαν Γραικοί, συνέχισαν Έλληνες και ολοκλήρωσαν Ελλαδίτες”, είναι αντίστοιχα πολύπλοκα τα ζητήματα που καλείται να εξετάσει ο/η ιστορικός ακόμα και σήμερα. Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί ότι στο βιβλίο της δεν αρκείται στην κριτική της επιστημονικής αυθαιρεσίας των ιστορικών αλλά περνάει και σε αυτή των νομικών, αμφισβητώντας τον τρόπο που θεσπίστηκε στην Ελλάδα η θεωρία του δικαίου.
Εξακτινώνοντας, επομένως, την κριτική της στον τρόπο που διαρθρώνεται επιστημονικά η θεωρία την εποχή που άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι ανατρεπτικές θέσεις του Λιοτάρ, η Σκοπετέα, χωρίς να είναι μεταμοντέρνα, τολμάει να καταθέσει μια συνεκτική μελέτη, αγνοώντας επιδεικτικά την εγκυρότητα της κυρίαρχης βιβλιογραφίας και συνομιλώντας εποικοδομητικά και άμεσα με τη γλώσσα των πηγών. «Το “αιρετικό” στοιχείο, ωστόσο, αυτής της μεθόδου, που μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση θετικιστική, έγκειται στο γεγονός ότι η συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τις πηγές ως φορείς “αλήθειας”, δεν θεωρεί ότι κυριολεκτούν ούτε ότι αποδίδουν συγκροτημένα διανοητικά σχήματα», καταλήγει στον πρόλογό της η Χριστίνα Κουλούρη. Σε αυτόν τον άκρως τον τολμηρό δρόμο η σπουδαία ιστορικός εμφάνισε ξεχωριστή επιστημονική επάρκεια, κερδίζοντας αναγνώριση που μπορεί να είχε τις βάσεις της στον ακαδημαϊκό κύκλο της Θεσσαλονίκης αλλά σύντομα επεκτάθηκε σε όλη τη βαλκανική επικράτεια και στους ιστοριογραφικούς κύκλους σε όλη την Ευρώπη. Σε έναν χώρο που ακόμα συγκρούεται για τα απόλυτα πολλές φορές ερμηνευτικά όρια, το ανοιχτό πνεύμα της Σκοπετέα, που ξεπερνούσε επιστημονικούς κλάδους και προκαταλήψεις, μοιάζει σήμερα, αν μη τι άλλο, μοντέρνο, ανατρεπτικό και, κυρίως, απαραίτητο.