Το 2002 ο Νίκος Καραθάνος κλήθηκε να καλύψει τις απροσμέτρητες αποστάσεις που χωρίζουν τον «Οιδίποδα Τύραννο» από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή σε μια παράσταση-τελετουργικό δρώμενο στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Όταν το θυμόμαστε στη συνάντησή μας με αφορμή την παράσταση «Οιδίπους» που θα ανέβει στην Επίδαυρο στις 25 και 26 Ιουλίου σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά μου λέει ότι τότε ήταν 30 χρονών και τα πήγε καλά, έχοντας πλήρη άγνοια για τον Κολωνό. «Τώρα, δεν έχει σημασία αν είσαι μικρός ή μεγάλος», λέει για την αφήγηση της συγκλονιστικής ιστορίας του Οιδίποδα που θα επιχειρήσει, κρατώντας τον ομώνυμο ρόλο, σε μια παράσταση που ξεκινά από το τέλος και πάει προς τα πίσω, στην αρχή του κακού.
Είναι η στιγμή που ο Οιδίποδας, μαζί με τους στενούς του συγγενείς, φτάνει σε έναν τόπο μυστηρίου, διάσπαρτο με ταφικά μνημεία, τον αρχαίο Κολωνό, όπου θα γνωρίσουν, μέσω θεϊκής αποκάλυψης, τα ιερά απόκρυφα που θα τους εξηγήσουν γιατί έζησαν μια τόσο βασανισμένη ζωή. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης αναβιώνουν τα συνταρακτικά συμβάντα του «Τυράννου» και, μέσα από τα στάδια προσέγγισης του θεϊκού πνεύματος όπως παρατίθενται στον «Επί Κολωνώ», οδηγούμαστε στην τελική ανύψωση και ανάληψη του ήρωα στους ουρανούς.
«Αυτή η μικρή ιστορία αυτού του αρχέγονου μύθου του ογκώδους πόνου συμβαίνει σε κάθε σπίτι. Τον ίδιο όγκο πόνου έχεις μέσα σου που είναι σαν βουνό και δεν μετριέται. Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι. Και αν το καταλαβαίναμε ακόμα και παραστασιακά, θα κάναμε τρομερά πράγματα».
— Πώς βρίσκει τρόπο ένας ηθοποιός να υποδυθεί το τέλος, τον θάνατο, όπως συμβαίνει στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ»;
Πάρε χίλιους επιστήμονες να σου μιλήσουν για το τι είναι ο Κολωνός και τι είναι ο Οιδίποδας ‒υπάρχουν πολλοί που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη του‒ και θα σου πουν ωραία πράγματα, ο καθένας τη δική του προσέγγιση, για να τον υποδυθείς. Και πάρε και το μυαλό ενός λαϊκού ανθρώπου ‒ με αυτό το κλειδί θα βρεις πολλά. Τι να καταλάβεις από αυτόν τον ρόλο; Δεν θέλει γνώσεις για να καταλάβεις πώς βρίζει ένας γέρος το παιδί του γιατί δεν τα βρήκαν στα κληρονομικά. Ο Σοφοκλής έγραψε το έργο όταν ήταν 90 χρονών και ο γιος του τον πήγε στα δικαστήρια ως ανίκανο να διαχειριστεί τις υποθέσεις του, έτσι ώστε να αναλάβει εκείνος την περιουσία του. Όταν πας να ψάξεις αυτά τα μεγάλα πράγματα, να τα παίξεις, αρκεί να κοιτάξεις δίπλα σου, ίσως και στην οικογένειά σου, και θα τα καταλάβεις. Όλοι έχουμε πάντα το θάμπος της θνητότητάς μας, από αυτό το υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Φεύγουν τα πράγματα χωρίς να μας ρωτήσουν. Πάντα φανταζόμαστε περιστατικά που σχετίζονται με το τέλος, ότι μπορεί να μην έχουμε το χέρι που ακουμπάμε κάθε βράδυ δίπλα μας. Απλώς, όταν ήμασταν νέοι βάζαμε τα γέλια, δεν αντέχαμε, φεύγαμε, τώρα που μεγαλώσαμε βάζουμε τα κλάματα. Αυτό το τέλος κανείς δεν θέλει να το ζήσει. Αλλά πόσο λάμπει, πόσο συμπυκνώνεται η αγάπη όλου του κόσμου πάνω από το κρεβάτι ενός νεκρού, την τελευταία στιγμή, πώς ένας αποχαιρετισμός είναι ο λόγος που ζήσαμε μια ζωή μαζί! Το τέλος φωτίζει τα προηγούμενα και τους δίνει αξία, στη μνήμη πρώτα απ’ όλα, το νεκροταφείο του κεφαλιού μας.

— Εσένα αυτό σε αφορά σταθερά και όταν παίζεις και όταν σκηνοθετείς: αντλείς από αυτό που βλέπεις γύρω μας, σήμερα.
Πώς αλλιώς; Ξέρεις, αυτό νομίζω είναι και το δυστύχημα του ελληνικού θεάτρου, το ψάχνεις αλλιώς, σε κάποια τοπία μακρινά που δεν τα έχεις περπατήσει. Μου έφερες αυτό το βιβλίο, το «Στ’ αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Λοιπόν, εγώ μέσα εκεί μεγάλωσα, στα αμπέλια ‒ αν δεν πάρω από αυτά, από πού θα πάρω; Αν δεν αντλήσω από την παιδική μου ηλικία, τότε που όλα τα έβλεπα από τις πατούσες των γονιών μου, από αυτό το ύψος ‒μέχρι που ψήλωσα και βλέπω τώρα τη μάνα μου, που δεν μπορεί να μιλήσει, και τη χαϊδεύω, όπως με χάιδευε εκείνη μωρό‒, πού αλλού να στραφώ; Από τη ζωή μας παίρνουμε. Έχω ανακαλύψει ότι πολλές φορές θυμώνω με τον πατέρα μου που φέρεται με έναν τρόπο και την επόμενη μέρα γίνομαι ακριβώς ο ίδιος, ολόιδιος. Αυτή η ομοιότητα, αυτή η σχέση σε κάνει να πέφτεις στα ίδια ακριβώς λάθη, εσύ που λες «είμαι ελεύθερος, δεν έχω καμία σχέση, θα κάνω τη ζωή μου». Αυτό συμβαίνει στην παράσταση που ξεκινάει με το τέλος του «Οιδίποδα επί Κολωνώ», σαν μια αναδρομή, για να καταλάβει κάποιος γιατί έγιναν όλα. Όταν έκανα τον «Προμηθέα», ήθελα και τον έβαλα σε ένα σπίτι, να τρώει πρωινό με μια σφίγγα. Εμείς είμαστε οι μύθοι οι αρχαιοελληνικοί, με αυτούς ζούμε και αυτοί ζουν στην κουζίνα μας, στα όνειρά μας, στο υπνοδωμάτιό μας ‒ επαναλαμβανόμενες ιστορίες πόνου και μεταμφίεσης της αλήθειας.
— Ζούμε, λοιπόν, κοιτάζοντας διαρκώς το παρελθόν, ό,τι υπάρχει πίσω μας;
Υπάρχει στο έργο η φράση «… μου είπε ο θεός, εγώ σε οδηγώ προς τα πίσω, αλλά εσύ θα κοιτάζεις μπροστά…»: αυτό είναι σχεδόν όλη μας η ζωή. Σχεδόν πάντα, μεγαλώνοντας, κοιτάμε προς τα πίσω. Από πού ήρθα, ποιοι είναι αυτοί πίσω μου και τι σχέση έχω μαζί τους. Πας να ξεφύγεις, ο χρόνος σε πηγαίνει μπροστά και κάνεις έναν κύκλο· επιστρέφεις σε αυτήν τη ρίζα για να καταλάβεις γιατί έγιναν όλα, γιατί έζησες όπως έζησες, γιατί όλα έγιναν λάθος. Είναι ένα πισωγύρισμα, σαν να είσαι ένα κολιμπρί που πετάει με την όπισθεν, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω αλλιώς. Είναι αναπόδραστο, μεγαλώνοντας όμως το λέω και συγκινούμαι: μιλάμε για τους γονείς μας για να καταλάβουμε το «ποιος είμαι» και πού πάω, πού έφτασα και γιατί είμαι έτσι. Και πολλές εξηγήσεις δυσκολεύομαι να τις δώσω.
— Τι είναι αυτά που θυμάται σε όλη αυτήν τη αναδρομή αυτός ο άνθρωπος που έχει υποστεί όλες τις κατάρες και τις καταστροφές, τα πάνδεινα;
Λέει κάποια στιγμή «ποια μαύρη και άραχλη συνείδηση, ποιος νους διεστραμμένος με συνέλαβε προτού ακόμα γεννηθώ;». Θυμάται τα πάντα. Τον πατέρα του, που τον είδε μια φορά και τον σκότωσε, τα ίδια του τα πόδια τα πληγωμένα, την ερημιά που καθόρισε τη μοίρα του όταν τον πέταξαν, βρέφος, πάνω στα βουνά, στον Κιθαιρώνα, να πεθάνει, τους βοσκούς που τον έσωσαν.
Καλύτερα να μην έψαχνε τίποτε από όλα αυτά, γιατί τα έπαθε όλα. «Τα έργα μου», λέει, «είναι πάθη, όχι πράξη, πρώτα τα έπαθα, μετά τα έπραξα». Θυμάται αυτή την πρώτη γέννηση, το πρώτο πράγμα, το σημείο που καθόρισε τη μοίρα του. Ο μύθος είναι συγκλονιστικός.
Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι ένα άλλο στυλ έργου, έχει μια άλλη διάθεση από τον «Τύραννο», είναι ένα πάρα πολύ κοντινό μας έργο, σχεδόν σημερινό. Ένας γέρος άνθρωπος, ο Οιδίποδας, ζητάει από τους θεούς να έρθουν και να δώσουν ένα τέλος στον βίο του. « Ήρθε η ώρα, μου χρωστάς ένα τέλος, δώσ’ το μου», αυτό θέλει. Αυτός ο άνθρωπος που έχει πάθει όλα αυτά μπροστά στους θεούς ζητάει επιτακτικά, σαν ζητιάνος, «δώσε μου το τέλος», γιατί κανείς δεν πεθαίνει αν δεν το επιτρέψουν οι θεοί. Γι’ αυτό και ο Θησέας λέει στο τέλος «μην πάει κανείς στον τάφο του, μην κλάψει κανείς», το μέρος είναι ιερό. Όποιος έχει το σώμα αυτού του ανθρώπου είναι ευλογημένος, αυτό το σώμα που έχει πάθει τα πάντα, όσο κανείς άλλος, είναι ο ανθρώπινος πόνος στην αγιοποίησή του. Για εμάς μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, οι άνθρωποί μας που πάθανε, πονέσανε πολύ και έχουμε ακόμα το σκήνωμά τους στο μυαλό μας ως κάτι ιερό. Είναι αυτό το σκήνωμα που στους Αρχαίους έδινε δύναμη και ευλογία. Εμείς δεν έχουμε μάθει να παίρνουμε δύναμη από τους νεκρούς μας, να τους αγιάζουμε μέσα μας. Για τον Οιδίποδα δεν έχει σημασία αυτό που πέρασε στη ζωή του, βλέπει το τέλος μόνο, εκεί όπου συγκεντρώνονται τα πάντα· εκεί μας καλεί να πάμε, στο τέλος του. Αν ήταν πρόσωπο του χριστιανισμού, θα του κάναμε λιτανεία, θα τον γιορτάζαμε γιατί έτσι του πρέπει, αυτόν που πόνεσε τόσο χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει. Αυτή η μικρή ιστορία αυτού του αρχέγονου μύθου του ογκώδους πόνου συμβαίνει σε κάθε σπίτι. Τον ίδιο όγκο πόνου έχεις μέσα σου που είναι σαν βουνό και δεν μετριέται. Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι. Και αν το καταλαβαίναμε ακόμα και παραστασιακά, θα κάναμε τρομερά πράγματα.

— Δεν ζούμε διαρκώς με τους νεκρούς μας; Πώς τους κουβαλάμε μαζί μας σε μια παράσταση;
Από τη στιγμή που γεννήθηκα, θυμάμαι τη μάνα μου να πλένει τα πιάτα και να λέει «ωχ, μανούλα μου» ‒ και να αναρωτιέμαι «γιατί κάνει έτσι;». Ακόμα και η αγάπη, η βουβή αγάπη, η τόσο δυνατή και εκκωφαντική που δείχνουν οι γονείς στα παιδιά, είναι σαν να επιθυμούν μια ανάσταση από τον θάνατό τους. Ακόμα και όταν ο γονιός σου είναι ανήμπορος, η αγάπη αυτή σας κάνει να επικοινωνείτε με τα μάτια ‒ αυτή είναι η πιο δύσκολη στιγμή, και η πιο ιδιωτική. Ιδιωτική σημαίνει για μένα ότι τη ζούμε όπως θέλουμε. Λέει ο Οιδίποδας «άσε να ζήσουμε και να πεθάνουμε όπου και όπως θέλουμε». Αυτή είναι η δική σου περιουσία: να νιώσεις ό,τι θέλεις και να πενθήσεις, ή να τραγουδήσεις, ή να χαρείς, ή να ντυθείς στα άσπρα επειδή εσύ και μόνο θέλησες να το συλλάβεις έτσι. Όταν λέγονται και στον «Επί Κολωνώ» και στον «Τύραννο» δημόσια τέτοια πράγματα, ξεπερνάνε την έννοια της υποκριτικής. Εκεί χάνονται οι δεξιότητές σου. Λέω στον εαυτό μου «πες τα έστω και γαβγίζοντας, πες τα γιατί αυτή είναι η μοίρα μας, αυτό είναι το απόλυτο, δεν μπορείς να το παίξεις αυτό, μίλα τον σαν άνθρωπος τον ρόλο. Γιατί όταν λέγονται αυτά τα λόγια, νιώθεις ευτυχής, είσαι στην κορυφή. Δεν ανεβαίνεις κάθε μέρα σε τέτοια ύψη. Και άμα ανέβεις, θα δεις ότι όλοι οι άλλοι είναι εκεί, δεν είναι από κάτω, αυτή είναι η διαφορά. Είσαι μαζί με δέκα χιλιάδες άλλους, μαζί παρηγοριέστε, γιατί αυτές οι στιγμές χτυπάνε στην καρδιά και στη ζωή του καθενός. Κυρίες και κύριοι, αυτή είναι η ανθρωπότητα. Πάντα θα είσαι καταδικασμένος να είσαι άνθρωπος, σε ανθρώπινες ιστορίες. Θα γυρίσεις από αυτό το θάμπος του Οιδίποδα και θα ασχοληθείς με το πού θα φας, πού θα κοιμηθείς, τι έκανε το παιδί σου, οικογενειακές ιστορίες, αυτά που λέμε όλοι. Καμιά φορά τρομάζουμε κι εμείς οι ίδιοι με αυτά που λέμε γιατί δεν εμπεριέχονται στο κουτί της τέχνης και της δεξιότητας, το ταξίδι σου είναι ο λόγος και η επαφή με το κοινό και όσο τρομακτικό κι αν είναι αυτό που λέγεται, πάντα υπάρχει κάτι πιο ψηλά από εμάς, αυτό νιώθεις.
— Στον «Οιδίποδα» ξεχωρίζεις τέτοιες στιγμές;
Στον «Οιδίποδα» υπάρχουν στιγμές, όπως στη σκηνή με την Ιοκάστη, που η υποκριτική από μόνη της δεν σε βγάζει στην απέναντι όχθη. Λες, τι συναντάω και πώς να το πω και να το παίξω; Πρέπει να συναντήσω κάτι βαθύτερο και πρέπει να συναντήσω κι εμένα, και να νιώσω κάτι βαθύτερο, την ίδια στιγμή που είμαι στα πιο βαθιά νερά, και να δείξω αυτό που είμαι, ακόμα κι αν είμαι παράταιρος. Όλη την αλήθεια μας την καταλαβαίνουμε μεταμφιεσμένη ή τραγουδισμένη. Γιατί αυτός είναι ένας τρόπος να τη συλλάβεις, να την αντέχεις. Δεν είναι μία, ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια, τη δική του ιστορία. Και, φυσικά, είναι άλλο να παίζεις στην Επίδαυρο.
Ο Μάικλ Τσέχοφ έγραφε στο εγχειρίδιο υποκριτικής του για το αρχαίο δράμα ότι πρέπει να καταλάβεις πως ο ίδιος ο θεός είναι παρών. Είναι ωραίο να συναντάς τέτοια πράγματα, είναι ωραίο να βγαίνεις από το σπίτι σου κουστουμαρισμένος και να καταλήγεις γυμνός – πέφτουν τα ρούχα από μόνα τους γιατί πρέπει να το πάθεις, όχι να το παίξεις.




— Σκέφτομαι, όταν έκανες τη «Μέσα Χώρα», ο θάνατος, το επέκεινα, ήταν μια πανηγυρική συνάντηση κάτω από έναν πλάτανο στην πλατεία ενός χωριού, σαν να έδειχνες ότι ο θάνατος είναι πανηγυρικός.
Ο θάνατος θα είναι τόσο γλυκός, τόσο μονοιασμένος, τόσο ήσυχος, πανηγυρικός ‒ ωραία λέξη, που ταιριάζει και στον Οιδίποδα. Ο θάνατος είναι μια λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής, η αποκαθήλωση, μια υμνητική κατάβαση στον Άδη: όσο κατεβαίνεις τόσο υμνείς και δοξολογείς, τόσο ανυψώνεσαι.
— Θα ήθελα να μιλήσουμε και για το οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται, αυτό της αιμομιξίας.
Λέει ο Οιδίποδας στα παιδιά του «σας εύχομαι να έχετε μια ζωή από τον πατέρα του αδερφού σας πιο ανθρώπινη». Και μόνο η διατύπωση αυτή συνοψίζει το οικογενειακό δράμα, είναι πατέρας και αδερφός μαζί. Φυσικά και έχουμε και το θέμα της αιμομιξίας, ένα θέμα ταμπού ακόμα και σήμερα, που δεν είναι κάτι φανταστικό, το συναντάς. Πας σε κάτι χωριά, σε νησιά και βλέπεις φωτογραφίες με πρόσωπα παραλλαγμένα από την ενδογαμία. Θυμίζει τον «Κυνόδοντα» σε άλλα πράγματα αυτή η τραγωδία, οικογένειες που δεν φύγανε ποτέ από τον πυρήνα. Και είναι τρομερό αν σκεφτείς ότι αυτά συμβαίνουν σε εκείνον που λύτρωσε μια πόλη ολόκληρη από ένα τέρας, λύνοντας το αίνιγμα, απαντώντας «ο άνθρωπος», και έγινε Ο Άνθρωπος.

— Από αυτή την παλιά του εξουσία τι του έχει μείνει;
Με το μυαλό του τα έκανε όλα· πήγαινε ενάντια στους χρησμούς, έψαχνε, η ελεύθερη βούλησή του, αυτό τον έφαγε, το ότι είναι άνθρωπος, ότι είναι ελεύθερος, άρα μπορεί να γυρίσει, να ρωτήσει, να ψάξει και να μάθει. Όσο βαρύ είναι το θέμα, άλλο τόσο είναι και πανηγυρικό. Είναι ένα μακελειό ανάμεσα στα πεθαμένα και τα ζωντανά μας· τι πρεσβεύω, τι είμαι, πού πάω, πώς θέλω να ζήσω αυτό το ασταμάτητο ποτάμι που παράγει κάθαρση και είναι και ένας ατέλειωτος αγώνας πόνου.
— Ποια είναι η πιο συγκινητική στιγμή στον «Οιδίποδα»;
Το αντίο, η αποχώρησή του, το τελευταίο του περπάτημα. Μέσα σε αυτό εμπεριέχεται όλη η ζωή, οι πράξεις, η γεύση της ηδονής, αυτή είναι η έξοδος του Οιδίποδα. Μου έρχονται τα λόγια του Καβάφη από το «Σύνταγμα της ηδονής»:
«Όταν περάσει η κηδεία σου, αι Μορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι θεοί του Ολύμπου, και θα σε θάψουν εις το Κοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως».
Ο θάνατος είναι μια αποθέωση, αυτό είναι.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Οιδίπους» εδώ.