«Ο ΡΑΣΕ ΑΓΑΠΗΣΕ τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη» είναι ο τίτλος της κριτικής της Λουίζας Αρκουμανέα για την «Αντιγόνη» του Ούρλιχ Ράσε στην Επίδαυρο.
Δεν ξέρω αν αγάπησε την Αντιγόνη, σίγουρα όμως δεν αγάπησε την Ισμήνη. Και όχι μόνο δεν την αγάπησε αλλά την εξαφάνισε· και την Αντιγόνη, που αφαίρεσε το αντίβαρό της, την πετσόκοψε, χωρίς να εξηγηθεί ποτέ επαρκώς – τουλάχιστον δεν ήταν, όπως έχουμε διαβάσει στις συνεντεύξεις του, στις αρχικές του προθέσεις.
Για την παράσταση έχουν μιλήσει όλοι και τώρα που έσβησαν τα φώτα και οι καπνοί της περιστροφικής σκηνής ας ρίξουμε μια ματιά στο παρασκήνιο, στο έργο που εκτυλίχθηκε παράλληλα με αυτό της «Αντιγόνης», στην ιστορία της Ισμήνης.
Ο Ούρλιχ Ράσε επέστρεψε σκηνοθετικά στην Επίδαυρο τρία χρόνια μετά τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου που παρουσιάστηκε σε συμπαραγωγή με το Residenztheater του Μονάχου, και είχε πάρει διθυραμβικές κριτικές. Αυτήν τη φορά η προετοιμασία του για την «Αντιγόνη» κάπως «σκάλωσε» λίγο στα τεχνικά, αλλά το σοβαρό πρόβλημα δεν ήταν εκεί. Ήταν στην απόφασή του να μην έχει τελικά Ισμήνη, αφήνοντας έξω από την παράσταση την ηθοποιό του ρόλου.
Οι πρόβες ξεκίνησαν και κάποια στιγμή, αρκετά νωρίς, μετά από έναν μήνα περίπου, «κάτι δεν πήγαινε καλά» με την Κίττυ Παϊταζόγλου – αυτή ήταν η κάπως ασαφής διατύπωση που σημαίνει τι; Δεν συνεννοούνταν εύκολα; Δεν του άρεσε η ηθοποιός; Άλλαξε η δραματουργική γραμμή; Κανένας δεν θα μάθει.
Ο Γιάννης Μόσχος, τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, έκλεισε τον Ράσε για να σκηνοθετήσει την εναρκτήρια παράσταση των φετινών επετειακών Επιδαυρίων και την πολυαναμενόμενη παράσταση. Πρόκειται για μια ακριβή συμπαραγωγή στην οποία συμμετέχει το Εθνικό Θέατρο με 42% και το Φεστιβάλ Αθηνών με 58% και όποιος είδε τη σκηνική κατασκευή –η οποία στερεί και τη δυνατότητα στην παράσταση να κάνει περιοδεία– μπορεί να καταλάβει πόσο ακριβός είναι ο πολύπλοκος μηχανισμός της.
Σε αυτή την περιστροφική σκηνή στήριξε ο Ράσε όλη του τη σκηνοθεσία, το απόλυτο και οργανωμένο σχέδιό του –όπως έχει δηλώσει για τον τρόπο εργασίας του– για την παράσταση. «Ίσως ακουστεί κάπως παράξενο, αλλά η επιλογή μου δεν είχε να κάνει τόσο με τον χαρακτήρα της ίδιας της Αντιγόνης όσο με τη φιγούρα του βασιλιά Κρέοντα» και την απόφαση να ρίξει «μια ματιά στον βασιλιά και στα επιχειρήματά του», έλεγε ξεκαθαρίζοντας ποιον ρόλο θεωρούσε πρωταγωνιστικό εξαρχής. Για τους άλλους ρόλους δεν είχε μιλήσει.

Ανάμεσα στους ηθοποιούς που επέλεξε μετά από κλειστή ακρόαση που έκανε, και έχοντας δει πολλούς Έλληνες ηθοποιούς, ήταν και η Κίττυ Παϊταζόγλου για τον ρόλο της Ισμήνης, μια ηθοποιός συνεπής και ταλαντούχα και με καλό όνομα στην αγορά – το γράφω αυτό γιατί ο χαρακτήρας ή οι δυστροπίες ή το πώς στέκεσαι σε μια δουλειά έχουν σημασία στην παρακάτω πλοκή.
Οι πρόβες ξεκίνησαν και κάποια στιγμή, αρκετά νωρίς, μετά από έναν μήνα περίπου, «κάτι δεν πήγαινε καλά» με την Κίττυ – αυτή ήταν η κάπως ασαφής διατύπωση που σημαίνει τι; Δεν συνεννοούνταν εύκολα; Δεν του άρεσε η ηθοποιός; Άλλαξε η δραματουργική γραμμή; Κανένας δεν θα μάθει. Ένα είναι βέβαιο: αν είχε «ερωτευθεί» την ηθοποιό θα την κρατούσε, θα έβρισκε τον τρόπο. Αν άλλαξε η δραματουργική γραμμή, αυτό συνέβη στις πρόβες. Αυτό είναι κάτι που, φυσικά, μπορεί να συμβεί και σχετίζεται και με την καλλιτεχνική ελευθερία, και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει σκηνοθέτης και ηθοποιός να μη βρίσκονται στην ίδια σελίδα. Και μπορεί να μην αναπτύξουν καμία σχέση μεταξύ τους, αλλά ως επαγγελματίες φέρνουν και τα δυο μέρη σε πέρας την αποστολή τους, δηλαδή την παράσταση.
Εδώ πρόκειται και για κάτι πιο σοβαρό, γι’ αυτό τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στο περιστατικό της απομάκρυνσης της Παϊταζόγλου. Πρόκειται για την έναρξη των Επιδαυρίων και τα περιθώρια για διαφωνία είναι ελάχιστα, αν αναλογιστούμε το μελάνι που χύνεται σε κάθε στραβοτιμονιά, ακόμα και για μια παράσταση που δεν αρέσει και παίρνει μπάλα πρόσωπα και χαρακτήρες που δικάζονται από «ειδικούς» και κυρίως από «μη ειδικούς».
Η ατμόσφαιρα μεταξύ Ράσε και Παϊταζόγλου δεν ήταν ευχάριστη. Έφτασε στ’ αυτιά των καλλιτεχνικών διευθυντριών ότι ο Ράσε θέλει να πάει στην Επίδαυρο χωρίς Ισμήνη –το είπε ο ίδιος δηλαδή–, και τόσο η Κατερίνα Ευαγγελάτου, που του είπε περίπου «ξέχνα το», όσο και η Αργυρώ Χιώτη, που είπε περίπου «εμείς δεν σπάμε συμβόλαιο, βρες λύση», προς τιμήν τους έκαναν τα πάντα για να παραμείνει η ηθοποιός που είχε ήδη φωτογραφηθεί, να πάρει μέρος στην προώθηση της παράστασης και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση.
Προφανώς η απόφαση του Ράσε ήταν αμετάκλητη. Και από αυτό το σημείο και μετά δεν βελτιώθηκε τίποτα, το κλίμα ήταν τεταμένο και τα σύννεφα πύκνωσαν.
Ξέρετε, αν εγώ δεν γράψω ένα καλό κομμάτι, ακόμα και αν δεν δημοσιευθεί, αν δεν το θέλουν, υπάρχει μια ιδιωτικότητα και μια σχέση που με προστατεύει.
Αν είσαι ηθοποιός, άρα η δουλειά σου είναι να εκτίθεσαι δημοσίως, εκτίθεσαι καθημερινά και στους συναδέλφους, τους ομότεχνους· είναι πολύ βαρύ, τραγικό, να μη σε θέλουν και, ως γνωστόν, όταν δεν σε θέλουν, ακόμα και ο πιο ευγενικός τρόπος συμπεριφοράς είναι, θα το πω ωμά, «απαίσιος» και σιωπηλά, υπόκωφα κακοποιητικός.
Τι μέτρα μπορεί να πάρει το Εθνικό Θέατρο ή το Φεστιβάλ Αθηνών, οι θεσμοί πώς σε προστατεύουν; Γιατί εδώ δεν πρόκειται για τον μπακαλόγατο παραγωγό που κατεβάζει μια παράσταση με το έτσι θέλω ή διώχνει όποιον δεν του αρέσει. Πώς θα επιβάλεις να υπάρχει μια ηθοποιός σε μια παράσταση αν δεν τη θέλει ο σκηνοθέτης; Διαλύεις την παράσταση; Όχι. Του την επιβάλλεις; Μα πώς; Εδώ δεν μιλάμε για τα εργασιακά αλλά για την ηθική πλευρά του θέματος, για το πώς αναλαμβάνει ένας σκηνοθέτης την ευθύνη της επιλογής του και τι κάνει με αυτό αν αλλάξει γνώμη.
Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά, η ηθοποιός έχει σύμβαση με το Εθνικό, είναι αυτονόητο ότι πληρώνεται μέχρι τη λήξη της, αλλά δεν συζητάμε μόνο γι’ αυτό, το πολύ σοβαρό θέμα, το οικονομικό, αλλά και για το ηθικό, το πώς νιώθει ένας άνθρωπος όταν τον διώχνουν από μια δουλειά χωρίς να εξηγηθεί επακριβώς και ο λόγος.
Σε όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο που ούτε ψύλλος στον κόρφο σου να σου συμβεί πριν ξεκινήσει η σεζόν, αποφασίζουν όλοι πως «κρατάμε χαμηλά τους τόνους», χωρίς ελπίδα πλέον να λυθεί το θέμα. Γίνεται η συνέντευξη τύπου για την παράσταση στις 20 Μαΐου. Η Κίττυ Παϊταζόγλου ήταν παρούσα. Αν διαβάσει κάποιος προσεκτικά όσα δήλωσε, ευχαρίστησε «τις δυο καλλιτεχνικές διευθύντριες για την ουσιαστική τους βοήθεια», ευγενικά λόγια που αποκτούν άλλη σημασία αν φωτιστούν τα γεγονότα. Την επόμενη μέρα ακριβώς η Κίττυ Παϊταζόγλου ήταν εκτός προβών. Νομίζω ο Ράσε περίμενε να γίνει η συνέντευξη τύπου, για να μη γίνει χαμός με τους δημοσιογράφους, και την απομάκρυνε ή την «έδιωξε» την επόμενη κιόλας μέρα.

Το γράφει η ίδια στην ανάρτησή της στο fb πως «η μη συμμετοχή μου στην παράσταση “Αντιγόνη” δεν οφείλεται σε προσωπική μου βούληση αλλά σε απόφαση του σκηνοθέτη. Και ήμουν εκτός προβών από τις 21/5/25», κάτι που έκανε προς άρση κάθε παρεξήγησης, κυρίως για να ξεκαθαρίσει ότι δεν εγκατέλειψε με δική της βούληση την παράσταση.
Ακολούθησε μια σημείωση στη σελίδα της παράστασης, τόσο στην ιστοσελίδα του Εθνικού όσο και του Φεστιβάλ. «Η ηθοποιός Κίττυ Παϊταζόγλου δεν θα συμμετάσχει στην παραγωγή “Αντιγόνη” σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε, που θα πραγματοποιηθεί στις 27, 28 και 29 Ιουνίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Εθνικό Θέατρο την ευχαριστούν θερμά για την άρτια συνεργασία.
Ο χαρακτήρας της Ισμήνης πρόκειται να αντιμετωπιστεί δραματουργικά από την υπάρχουσα καλλιτεχνική ομάδα». (Όπως έγινε φανερό, δεν «αντιμετωπίστηκε»).
Θα θυμίσω εδώ τι έχει δηλώσει ο Ράσε για τους Έλληνες ηθοποιούς: «Στη δουλειά των τελευταίων εβδομάδων με απασχολεί βαθιά –και ειλικρινά με συγκλονίζει– η τεράστια οικονομική πίεση υπό την οποία βρίσκονται ιδίως οι νέοι ηθοποιοί. Χωρίς δουλειά σε κινηματογράφο ή τηλεόραση, χωρίς μια δεύτερη ή τρίτη δουλειά, είναι σχεδόν αδύνατο για πολλούς να ζήσουν μόνο από το θέατρο. Είναι μια πραγματικότητα για την οποία στον χώρο του πολιτισμού μιλάμε εκπληκτικά λίγο. Και βρίσκεται σε ανησυχητική δυσαναλογία με τη σωματική, συναισθηματική και χρονική αφοσίωση που περιμένουμε από αυτούς τους ανθρώπους. [...]». Μοιάζουν λίγο λόγια του αέρα. Και αναρωτιέμαι αν θα έπαιρνε αβρόχοις ποσί την ίδια απόφαση να απομακρύνει έναν ηθοποιό σε ένα ευρωπαϊκό θέατρο.
Η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη, τα πράγματα είναι ζόρικα και για τις δυο πλευρές, και του θεάτρου-φεστιβάλ από τη μια και του σκηνοθέτη από την άλλη, που δεν θέλουν να τραβήξουν το σκοινί – έχει ήδη τραβηχτεί και με το παραπάνω και το κουτσομπολιό είναι αχρείαστο.
Στο επόμενο επεισόδιο ο Ράσε επιχειρεί να πείσει τις καλλιτεχνικές διευθύντριες ότι η απομάκρυνση της Παϊταζόγλου ήταν μια κοινή απόφαση όλων των μερών για το «καλό της παράστασης» και πιέζει με κάθε τρόπο να φανεί και να δημοσιοποιηθεί ότι «είναι όλοι μαζί σε αυτό». Είναι προφανές ότι δεν θέλει να φανεί η δική του ανικανότητα να χειριστεί μια κατάσταση που, επαναλαμβάνω, δεν συμβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο ούτε πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία. Εκεί οι δυο καλλιτεχνικές διευθύντριες διαχωρίζουν τη θέση τους, φτάνουν σχεδόν σε ρήξη μαζί του και αυτό είναι το σημείο στο οποίο δέχτηκαν και τη μεγαλύτερη πίεση από τον Γερμανό σκηνοθέτη και πολύ συνειδητά δεν υποχώρησαν ούτε βήμα.
Έχοντας ξεκαθαρίσει και στην ηθοποιό ότι είναι με το μέρος της και τη στηρίζουν, οι δυο καλλιτεχνικές διευθύντριες –δυο γυναίκες που εργάζονται στο θέατρο έχοντας πλήρη αντίληψη αυτών των καταστάσεων και έχοντας αντιμετωπίσει κρίσεις– της δήλωσαν ξεκάθαρα ότι προέχει εκείνη ως πρόσωπο, ως επαγγελματίας, ως ηθοποιός, έχοντας επίγνωση της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Η Κίττυ Παϊταζόγλου πολύ διακριτικά δεν μιλά, θέλει να αφήσει την ιστορία πίσω της. Είναι μια ενεργή, εξαιρετική καλλιτέχνιδα στο ελληνικό θέατρο και θα την απολαύσουμε σε επόμενες δουλειές. Αυτή δεν είναι μια ήττα της –στη δουλειά που έχει επιλέξει δοκιμάζεται καθημερινά–, είναι μια στιγμή στη ζωή και την καριέρα ενός ηθοποιού δυσάρεστη, αλλά όχι αξεπέραστη.
Οι παραστάσεις τελείωσαν, Εθνικό και Φεστιβάλ εισέπραξαν 526.318 στο κοινό τους ταμείο. Η απουσία της Ισμήνης σημειώθηκε και συζητήθηκε, η παράσταση σε γενικές γραμμές δεν ενθουσίασε. Κρίνονται όλοι εκ του αποτελέσματος και από τη συμπεριφορά τους. Και για να μιλήσω με τα λόγια του Ράσε: «Όπως ξέρουν καλά οι Έλληνες, η δημοκρατία είναι μια κατάκτηση που σφυρηλατήθηκε μέσα στους αιώνες, θεμελιωμένη σε ατομικές ελευθερίες αλλά και υποχρεώσεις».