Εθνικός Ύμνος: Πώς φτιάχτηκε η αξέχαστη παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Ο Εθνικός Ύμνος αποτέλεσε μια αλησμόνητη εμπειρία για όσους βρέθηκαν εκεί, που πια έχει περάσει στη μυθολογία του ελληνικού θεάτρου, κάνοντας ποδαρικό στη νέα χιλιετία.
0

«Το έργο Εθνικός Ύμνος διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός γεύματος το οποίο μαγειρεύεται και σερβίρεται επί τόπου. Παίρνουν μέρος 7 ηθοποιοί, μια τραγουδίστρια, μια δημοσιογράφος και ένας μάγειρας. Κείμενα 33 Ελλήνων και ξένων συγγραφέων από θέατρο μέχρι προσωπικές αλληλογραφίες και από λογοτεχνία συνθέτουν τον λόγο της παράστασης […] Η παράσταση χιουμοριστικά, καυστικά, αλλά και συγκινητικά αναφέρεται σε μια σειρά από θέματα που αγγίζουν τον σύγχρονο Έλληνα, που εκείνος διστάζει να τα αγγίξει, αλλά βολεύεται να τα προσπερνάει, από τη χαμένη αθωότητα μέχρι την έλλειψη σκοπού και αξιών και από τον έρωτα και το “παιχνίδι” μέχρι την “ευτυχία” της κατανάλωσης».

Αυτά έγραφε ανάμεσα σε άλλα ένα πρώτο πρόχειρο δελτίο της παράστασης που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποτέλεσε μια πραγματικά καινούργια δραματουργική, σκηνοθετική, αισθητική πρόταση.

Για τον σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρμαρινό ήταν το αποτέλεσμα της αντιμετώπισης της σκηνοθεσίας ως δραματουργίας και του θεωρήματος της ομαδικότητας. Είναι η πρώτη φορά που το πειραματικό θέατρο βγαίνει από το περιθώριο και το ευρύ κοινό ανακαλύπτει ότι αυτού του είδους το θέατρο είναι νέο, φρέσκο, δεν αφορά τον θεατή έτσι απλά, αλλά τον κάνει συμμέτοχο, τον συγκινεί και τον εισάγει σε κοινές μνήμες και βιώματα, σε πρόσωπα, γεγονότα και αναφορές. Καθισμένοι σε ένα τραπέζι σε σχήμα πι οι θεατές είναι ενεργητικά παρόντες, έχουν καταλυθεί τα όρια μεταξύ πλατείας και σκηνής και τα θέματα που «πέφτουν στο τραπέζι» μας αφορούν όλους. Αυτά που λέγονται στον Εθνικό Ύμνο, πέρα από τα γνωστά και τα τετριμμένα, είναι επίσης πέρα από τα ασφαλή θεατρικά δεδομένα της εποχής του. Το ομαδικό αυτό πείραμα, παίρνοντας μεγάλο ρίσκο, κατάφερε να φορμάρει ένα πρωτότυπο σκηνικό όραμα δραματουργικά, σκηνοθετικά και υποκριτικά, συγκρότησε μια θρυλική παράσταση που έχει διδαχθεί στο πανεπιστήμιο, έχει αναλυθεί και συζητηθεί. Εν ολίγοις, αποτέλεσε μια αλησμόνητη εμπειρία για όσους βρέθηκαν εκεί, που πια έχει περάσει στη μυθολογία του ελληνικού θεάτρου, κάνοντας ποδαρικό στη νέα χιλιετία.

Στην Τιφλίδα, στο αποχαιρετιστήριο γεύμα, ο Μιχαήλ παρευρίσκεται σε ένα ακόμα από τα τραπέζια όπου εξελίσσεται αυτό που λέμε «ο πολιτισμός των προπόσεων» και εκεί του έρχεται «κλάμα κατά ριπάς». Τις προπόσεις τις έκανε η μητέρα, μια κλασική φιλόλογος. «Θέλω να πιούμε στον ουρανό».

«Παίζαμε τον Αγαμέμνονα στο Θησείον και ένα από τα ζεστάματα που κάναμε ήταν ένα τραγούδι που ήξεραν όλοι, ο Εθνικός Ύμνος. Τότε έπιασα τον εαυτό μου να ανιχνεύει ότι η κατάσταση που δημιουργούσε αυτό το υλικό μάς δημιουργούσε αμφιθυμία, έτσι θέλησα να ψάξω τι μπορεί να υπήρχε από αυτήν. Θα σου πω ένα περιστατικό που μου αφηγήθηκε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ωμά, όπως μου το είπε:

“Θυμάμαι έναν δάσκαλό μας, σκατόψυχο, όταν είμαστε στη Λαμία, παιδάκια, Α’-Β’ Δημοτικού, που μας είπε “αύριο να φέρετε το κολατσιό σας γιατί θα πάμε εκδρομή”. Μας παίρνει και μας πηγαίνει εκδρομή πίσω από το νεκροταφείο της πόλης όπου θα γινόταν η εκτέλεση κάποιων κομμουνιστών. Ξαφνικά, βλέπουμε στημένους απέναντι στον τοίχο αυτούς τους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ένας παπάς. Και συμβαίνει το εξής: λίγο πριν από την εκτέλεση αρχίσουν να τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και αυτοί που θα σκοτωθούν και αυτοί που θα τους σκοτώσουν. Αυτό μας έβαλε να ζήσουμε”.

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Καθισμένοι σε ένα τραπέζι σε σχήμα πι οι θεατές είναι ενεργητικά παρόντες, έχουν καταλυθεί τα όρια μεταξύ πλατείας και σκηνής και τα θέματα που «πέφτουν στο τραπέζι» μας αφορούν όλους.

Υπήρχε μια άλλη διαισθητική διερεύνηση προηγουμένως, ο Ρομαντισμός. Χωρίς αυτή την εσωτερική εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο Εθνικός Ύμνος. Αν ο Ρομαντισμός ήταν μια καλή συνθήκη για να ακούσουμε τη μουσική, ο Εθνικός Ύμνος ήταν μια αντίστοιχη για να διαβάσουμε/ακούσουμε ένα κείμενο», λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.

Αυτή ακριβώς η εμπειρία μιας τολμηρής πρότασης όπως ο Ρομαντισμός τού επέτρεψε να ξεκινήσει από κάτι που δεν ήταν ένα ήδη υπάρχον κείμενο. Έχει πει πολλές φορές ότι τον ενδιαφέρει εξαιρετικά η γραφή, αλλά ως παράγωγο της θεατρικής διαδικασίας, που με τη σειρά της παράγει κείμενο σε επίπεδο λογοτεχνικό, ακόμα και ποίηση, ως κάτι που μπορεί να παραχθεί μέσω αυτού που λέμε δράση ή σχέση πραγμάτων.

«Δεν με ενδιέφερε το θέατρο, με ενδιέφερε η θεατρικότητα των πραγμάτων και της Ιστορίας και μέσα από αυτήν η θεατρικότητα της μικροϊστορίας. Δεν υπάρχει στιγμή στην καθημερινότητα που δεν είναι θέατρο, εφόσον υπάρξει το κατάλληλο βλέμμα. Αυτή είναι η θεατρικότητα του αληθινού. Η παράσταση του Καστελούτσι στην Ελευσίνα ήταν ακριβώς αυτό, η επιτομή της, το βαθύ αφήγημα. Μια εμπειρία που δεν μεταβιβάζεται, αν δεν την έχεις δει», λέει.

Ο Εθνικός Ύμνος είχε μια περίοδο επώασης και προβών που κράτησε περίπου οκτώ μήνες. Το υπουργείο, μάλιστα, διεμήνυσε τότε ότι θα έκοβε την επιχορήγηση με την οποία θα κατασκευάζονταν τα σκηνικά, γιατί ο χρόνος προετοιμασίας της παράστασης υπερέβαινε την αρχική εκτίμηση.

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός φωτογραφημένος από τον Σπύρο Στάβερη στη σκηνή του «Εθνικού Ύμνου».

«Θυμάμαι, στείλαμε μια επιστολή ότι θα ανεβάσουμε την παράσταση όταν θα είναι έτοιμη, “αν μπορείτε να σεβαστείτε την περίοδο προετοιμασίας μιας δημιουργίας, αφού κάνετε επενδύσεις σε έργα, ανθρώπους και δυνατότητες” γράψαμε. Τελικά μας στήριξαν, αλλά πρέπει να πούμε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κανείς από εμάς δεν πληρωνόταν. Δεν είχαμε χρήματα, δεν υπήρχε τίποτα, από το υστέρημά μας γινόταν όλο αυτό – αυτά είναι πράγματα που δεν είναι εύκολο να συμβούν σήμερα, έχουν αλλάξει οι εποχές. Υπήρξε αυτή η άνευ όρων αφοσίωση των ηθοποιών. Όταν ξεκινήσαμε ήμασταν κάποιοι άλλοι. Δυο-τρεις έφυγαν αμέσως, μάλλον δεν είδαν προοπτική. Σεβαστό, η τέχνη δεν σου εξασφαλίζει τίποτα από την αρχή, κυρίως όταν πας στα βαθιά και σκοτεινά, χωρίς καν να έχεις ένα έργο γραμμένο. Μετά ήρθε η νέα φουρνιά, αυτοί με τους οποίους έγινε ο Εθνικός Ύμνος, ο Βασίλης, ο Γιώργος, η Αγγελική, η Ηλέκτρα, η Δήμητρα, η Ρένα, η Σάσα. Αυτά τα πρόσωπα μπήκαν σε αυτό το παιχνίδι με ένα υλικό έξι ωρών και θυμάμαι τον παιδεμό μου να μοντάρω στο τέλος μια παράσταση δυόμισι ωρών και κάτι, τόσο πολύ υλικό είχε προκύψει» εξηγεί ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.

Την περίοδο που ξεκινούσαν οι πρόβες, έπρεπε να πάει στη Γεωργία για να κάνει ένα εργαστήριο που «χρωστούσε» σε κάποιους Γεωργιανούς που είχαν δει τον Ρομαντισμό και τον είχαν καλέσει στην Τυφλίδα, στο GIFT. Ήθελαν να παρουσιάσει εκεί τον Ρομαντισμό, αλλά το αίτημά τους συνέπεσε με τη χρονιά που άφηναν το Ιλίσια-Studio για το Θησείον, ήταν να γίνει και η παράσταση με τον Γκέμπελς, «επικρατούσε μια τρέλα». Ο θίασος του Ρομαντισμού εν τω μεταξύ είχε διαλυθεί.

«Παίρνω ένα γράμμα από την Ιωάννα Ρεμεδιάκη, που ήταν στην Τιφλίδα με ένα πρόγραμμα του πανεπιστημίου – έχουν ένα εξαιρετικό τμήμα ελληνικών σπουδών: “Μιχαήλ, εδώ οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ φτωχοί, οπότε και να έρθεις δεν θα μπορούν να σε πληρώσουν, αλλά θα γνωρίσεις μια φιλοξενία που δεν φαντάζεσαι. Πρέπει να επισκεφθείς αυτήν τη χώρα γιατί θεωρώ ότι εδώ θα βρεις αυτό που αναζητάει η ψυχή σου”. Έτσι τελειώνει αυτό το γράμμα. Με αυτή την τελευταία φράση έπαθα σοκ. Και πήγα. Η Τιφλίδα είχε ό,τι φανταζόταν η εσωτερική μου ασυνείδητη ανάμνηση ότι είναι μια χώρα και οι άνθρωποί της».

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
«Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν έγραφε, μιλάμε για τεράστια χειρωνακτική εργασία και από αυτόν τον μόχθο προέκυψε το τελικό σώμα του κειμένου».

Στη Γεωργία ο Μιχαήλ φιλοξενείται στο σπίτι μιας οικογένειας. Ήταν η περίοδος που η χώρα είχε περάσει εμφύλιο: δεν υπήρχε νερό, είχαν ρεύμα για λίγες ώρες, ζούσαν με κεριά. Η γιαγιά της οικογένειας, η Αφροδίτη, που ο άντρας της πέρασε 27 χρόνια στα γκουλάγκ και πήγε η ίδια να τον φέρει πίσω –εκείνος δεν θυμόταν τίποτα–, καθόταν στην κουζίνα, πίνοντας τσάι και στο λιγοστό φως τού μιλούσε για τον Ταρκόφσκι και τον Παρατζάνοφ. Κάποια μέρα τον πάνε στα βόρεια προάστια, στο σπίτι του Γκουράμ Τσιμπαχασβίλι, μιας εξαιρετικής φιγούρας στον χώρο της σύγχρονης φωτογραφίας στη Γεωργία, συνεργάτη του πρακτορείου Magnum. Στέκεται σε μια σειρά πέντε φωτογραφιών, είναι άνθρωποι που πορεύονται σε έναν λόφο, όλοι μαζί προς μια κατεύθυνση – τους βλέπουμε πλάτη. Είναι μια φωτογραφία που έχει κάτι μυστικιστικό. «Καθώς κοίταζα την τέταρτη φωτογραφία, ήδη περπατούσα ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. O Γκουράμ είπε “μπορείτε να τις κρατήσετε, τα πράγματα αξίζουν γι’ αυτούς που τους αρέσουν” ή κάτι τέτοιο. Κοίταζα μια-μια τις φωτογραφίες. Ήξερα πως γυρίζοντας στην Ελλάδα θα είχα κάτι να δείξω στα παιδιά, την εικόνα αυτού που ήθελα να πω. Ίσως την εικόνα του Εθνικού Ύμνου».

Την τελευταία μέρα στην Τιφλίδα, στο αποχαιρετιστήριο γεύμα, ο Μιχαήλ παρευρίσκεται σε ένα ακόμα από τα τραπέζια όπου εξελίσσεται αυτό που λέμε «ο πολιτισμός των προπόσεων» και εκεί του έρχεται «κλάμα κατά ριπάς». Τις προπόσεις τις έκανε η μητέρα, μια κλασική φιλόλογος. «Θέλω να πιούμε στον ουρανό. Εσείς στην Ελλάδα μιλάτε για επτά ουρανούς, εμείς εδώ για εννιά, δεν έχει σημασία πόσοι είναι, γιατί ο ουρανός σάς έφερε εδώ και αύριο ο ουρανός θα σας πάρει. Όταν αισθάνεστε δύσκολα, θέλω να βγαίνετε έξω, να κοιτάζετε τον ουρανό –γιατί ένας ουρανός μάς συνδέει– και να θυμάστε ότι υπάρχουν άνθρωποι κάπου αλλού που σας σκέφτονται», είπε. Οι προπόσεις αυτές περνούν και στον Εθνικό Ύμνο. Αυτό το ταξίδι στη Γεωργία εκπληρώνει και με ένα άλλον τρόπο την «προφητεία» της Ρεμεδιάκη: «Θα βρεις αυτό που αναζητάει η ψυχή σου». Γνωρίζει τη Βέρικο, τη σύντροφο της ζωής του.

«Επιστρέφω με αυτές τις φωτογραφίες και λέω “παιδιά, ξέρω ακριβώς προς τα πού θα πάει αυτή η παράσταση”. Μέχρι τότε δεν ξέραμε».

Στη διαδρομή των προβών αμέσως συγκροτήθηκαν δυο ερωτηματολόγια: ένα με τις έντεκα ερωτήσεις για το τι είναι εθνικός ύμνος και ένα δεύτερο για το τι είναι πόλη – βασικό εργαλείο του Μιχαήλ Μαρμαρινού τα ερωτηματολόγια, τα οποία χρησιμοποίησε και στην παράσταση Μεταπολίτευση / Κομμώτριες. Έφυγαν όλοι οι ηθοποιοί για να βρουν μια λίστα ανθρώπων στους οποίους ήθελαν να υποβάλουν τις ερωτήσεις, πιστεύοντας διαισθητικά ότι μπορεί να απαντούσαν με έναν τρόπο ουσιώδη. Όντως, αυτό λειτούργησε εξαιρετικά. Μαζεύτηκε άπειρο υλικό, δουλειά μηνών. Έγραφαν στο χέρι ή στο μαγνητοφωνάκι, απομαγνητοφωνούσαν και διάβαζαν όλοι μαζί τα κείμενα.  

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Το ομαδικό αυτό πείραμα, παίρνοντας μεγάλο ρίσκο, κατάφερε να φορμάρει ένα πρωτότυπο σκηνικό όραμα δραματουργικά, σκηνοθετικά και υποκριτικά, συγκρότησε μια θρυλική παράσταση που έχει διδαχθεί στο πανεπιστήμιο, έχει αναλυθεί και συζητηθεί.

«Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν έγραφε, μιλάμε για τεράστια χειρωνακτική εργασία και από αυτόν τον μόχθο προέκυψε το τελικό σώμα του κειμένου. Το συνταρακτικό είναι ότι εισαγόταν μια νέα δραματουργία. Άρχισαν όλοι να καταλαβαίνουν τι θα πει δραματουργία ως σκηνικό παράγωγο: δομή σχέσεων, κειμένου, ποίησης του κειμένου, λογοτεχνικής αξίας, το κείμενο μέσα από τη διαδικασία μιας πρόβας».

Το πρώτο κεφάλαιο, η «Συνέντευξη», ξεκινούσε με μια χρονολογία, το 1981. Οι ηθοποιοί απαντούσαν τι συνέβαινε σε επίπεδο Ιστορίας και μικροϊστορίας. Η ερώτηση είναι μια «συνταρακτική ευγενική βία» που υποχρεώνει τον άλλο σε ανασκαφή και προκαλεί έναν συνεχή διάλογο μεταξύ Ιστορίας και μικροϊστορίας, της βιωματικής μονάδας μέτρησης της Ιστορίας, και μάλιστα υπό γωνίες απρόοπτες που δεν μπορεί να καταγράψει η λεγόμενη «αντικειμενική», η επίσημη Ιστορία.

«Ακολούθησε αυτό το οποίο εγώ αποκαλώ “δραματουργία real time”: ένας εννοιολογικός και ταυτόχρονα κυριολεκτικός όρος, το “Ασανσέρ”. Από μόνος του είναι ένας άτυπος δημόσιος χώρος ανοιχτός σε αυτό που λέμε πιθανότητες. Δεν ξέρεις με ποιον θα συνυπάρξεις στο ασανσέρ και τι θα σου συμβεί. Μάλιστα, είναι τρομερό γιατί έχει και μια άλλη σημειολογία, καθώς το ασανσέρ κινείται πάνω σε κάθετο άξονα, τη δεύτερη σταθερά της έννοιας του χρόνου, ο οποίος όμως μέσα στο ασανσέρ χάνεται. Ο χρόνος είναι υποκειμενικός, είναι σαν μια φράση που λέει ο Σαββόπουλος, “ο χρόνος βαραίνει σαν σε ασανσέρ με άγνωστο”. Και αυτή η μεθοδολογία έδωσε μια άλλη ώθηση σε μια νέα πτυχή της δραματουργίας, που μπορούσε την ίδια στιγμή να διορθώνει την αφήγηση και τον χρόνο σε real time. Θεωρώ ότι είναι μια τεράστια κατάκτηση αυτό το θέμα με το ασανσέρ. Για ένα διάστημα το δίδασκα στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, αλλά θέλει χρόνο για να ωριμάσει. Σου επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να διορθώνεις την παρόρμηση και να τη ρυθμίζεις. Αυτό που γινόταν στο ασανσέρ ήταν και εξαιρετική ποίηση», λέει για το τρίτο και κρίσιμο κεφάλαιο του Εθνικού Ύμνου.

Στο διάλειμμα της παράστασης σερβίρεται η ρεβιθάδα. Είναι ουσιώδες μέρος της παράστασης, μια στιγμή αποφόρτισης, παραγωγικής αμηχανίας, κάτι αξιοπερίεργο για πολλούς θεατές που διστάζουν να φάνε μέχρι να δουν τους διπλανούς τους να δοκιμάζουν. Τη συνταγή την έφερε ο Δημήτρης Ποταμιάνος και την έμαθε στη Σάσα Κρίτση, που την έφτιαχνε κάθε βράδυ. Στο τραπέζι, δίπλα στο βαθύ πιάτο με τα ρεβίθια, υπήρχε ένα μπολάκι με ελιές, παξιμαδάκια και αγιωργίτικο κρασί.

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Φωτ.: Γκουράμ Τσιμπαχασβίλι

Μετά το διάλειμμα αρχίζει η «Ξενάγηση». Αν την αποτιμήσουμε σήμερα, είναι ίσως το μεγαλύτερο ποιητικό κείμενο που έχει γραφτεί συλλογικά στο ελληνικό θέατρο.

«Την “Ξενάγηση” τη θεωρώ μια μεγάλη συμβολή στην έννοια της δραματουργίας, μια κατάκτηση συνταρακτική και αξεπέραστη. Το είχε και η Μεταπολίτευση αυτό. Με αφορμή ένα πρόσωπο ξεκινάς και φτάνεις μέχρι την αντικειμενική ιστορία, από μια λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεσαι ελευθερώνεται μια σειρά από συνειρμούς», λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.

«Αν περιμέναμε αυτή την ανταπόκριση; Όχι. Γιατί διανύαμε μια θάλασσα αχαρτογράφητη, σκούρα, άγνωστη, που βέβαια με κάποιον τρόπο ενθουσίαζε εμάς, αλλά δεν ξέραμε γιατί. Είχαμε κάποιες μικρές ενδείξεις βέβαια. Είχε έρθει να δει πρόβα η Ναταλί Χατζηαντωνίου και έγραψε στην “Ελευθεροτυπία”, όπως και ο Δημήτρης Πολιτάκης στο “Symbol”. Και κάπως άρχισε να συζητιέται η παράσταση. Είχαμε καλέσει και τον Φίλιππο Κουτσαφτή να μας κάνει φωτισμούς – τότε είχε βγει η Αγέλαστος Πέτρα. Είχαμε φτάσει στα μισά και μου λέει ο Φίλιππος “τι είναι αυτό;”. Είχε μείνει άφωνος. Δεν έκανε τελικά τους φωτισμούς, δεν συνέπιπταν οι ημερομηνίες, δεν είχαμε και λεφτά να του δώσουμε», θυμάται ο Μιχαήλ.

Ο Εθνικός Ύμνος έγινε σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας και η πρεμιέρα έγινε στην Αίθουσα Ιονίου Βουλής στις 30/11/2001. Ακολούθησαν οι παραστάσεις στην Αθήνα από τις 17/12, και στη Θεσσαλονίκη, και η επανάληψή του την επόμενη θεατρική περίοδο.

«Στην Κέρκυρα κάναμε πρεμιέρα – ευτυχώς μας έδωσαν και κάποια χρήματα γιατί ήμασταν οριακά σε όλα τα επίπεδα. Εκεί κατάλαβα ότι είμαστε σε σωστή τροχιά. Στην αρχή, όταν έπαιρναν στο Θησείον για να κλείσουν θέσεις, λέγαμε ότι υπάρχουν 35 θέσεις στο τραπέζι, όπου σερβίρεται φαγητό, και οι άλλες, οι κλασικές. Αυτές προτιμούσαν, αλλά στη συνέχεια έγινε το αντίθετο, όλοι ήθελαν να καθίσουν στο τραπέζι. Ήταν μια παράσταση που είχε αφομοιώσει το χάπενινγκ και την περφόρμανς πολύ πριν έρθουν στην Ελλάδα αυτοί οι όροι. Θα μπορούσε να παίζεται για χρόνια, αλλά καλύτερα που δεν έγινε έτσι. Άλλαξε το βλέμμα ακόμα και σε μας που την κάναμε. Ήταν σαν να δημιουργούσαμε ένα μηχάνημα που άλεθε, έτρωγε και χώνευε εμάς τους ίδιους και μας ξαναέβγαζε καινούργιους. Αυτά συμβαίνουν πολύ σπάνια στην ιστορία, είναι μυστικές εμπειρίες, σχεδόν συνωμοτικές», εξηγεί.

Τι ήταν για εμάς τους θεατές, τελικά, ο Εθνικός Ύμνος; Μια πρόσκληση είναι γραμμένη στο έργο: «Επιστρέψτε στο θέατρο, όπως θα πηγαίνατε σε μια επίσκεψη. Περιτριγυρίστε το. Επισκεφθείτε ένα κείμενο με τα ατυχήματά του στον χώρο. Και ανθρώπινα σώματα. Είναι αληθινά. Με τα σφάλματά τους. Είναι ένα γρήγορο μουσείο εκεί. Στα μάτια μας έγκειται το τι υπάρχει».

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Το πρώτο κεφάλαιο, η «Συνέντευξη», ξεκινούσε με μια χρονολογία, το 1981. Οι ηθοποιοί απαντούσαν τι συνέβαινε σε επίπεδο Ιστορίας και μικροϊστορίας.

Η συνταγή της «ρεβιθάδας του λόχου»

(για 40 άτομα)

3 κιλά ρεβίθια ξεφλουδισμένα
6 χοντροκρέμμυδα
4 φλιτζάνια λάδι ελιάς
2 λεμόνια
Φύλλα δάφνης, δεντρολίβανο, αλάτι, πιπέρι

Βάζουμε τα ρεβίθια στο καζάνι με κρύο νερό να τα σκεπάζει ως επάνω, και λίγο παραπάνω (πέντε δάχτυλα περίπου). Μαζί και μερικά φυλλαράκια δάφνης καθώς και κλαράκια δεντρολίβανου, που θα πάρουν την «ασπρίλα» όσο θα βράζει το φαγητό. Έχουμε κόψει τα κρεμμύδια σε ροδέλες και τα προσθέτουμε κι αυτά. Δυνατή η φωτιά στην αρχή, ώσπου να ξεκινήσουν οι βράσεις. Ξαφρίζουμε σχολαστικά. Προσθέτουμε δύο φλιτζάνια λάδι μόλις ξεμπερδέψουμε με το ξάφρισμα. Το υπόλοιπο λάδι καθ’ οδόν, ανακατεύοντας ελαφριά τη ρεβιθάδα, σε μέτρια πλέον φωτιά. Νεράκι επίσης θα χρειαστεί να προσθέσουμε δυο-τρεις φορές, ώστε να είναι πάντα σκεπασμένα τα ρεβίθια. Στη μιάμιση ώρα επάνω το φαγητό είναι έτοιμο, χυλωμένο και με ζουμί, κάτι ανάμεσα σε σούπα και σε σάλτσα. Το αλατοπιπερώνουμε προς το τέλος, όταν τα ρεβίθια μας έχουν μαλακώσει πια με το βράσιμο. Προσθέτουμε τον χυμό από τα δυο λεμόνια και ανακατεύουμε καλά πριν σερβίρουμε.

Εθνικός Ύμνος: Μια συνάντηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό 22 χρόνια μετά την πρεμιέρα της αξέχαστης παράστασης Facebook Twitter
Στην αρχή, όταν έπαιρναν στο Θησείον για να κλείσουν θέσεις, λέγαμε ότι υπάρχουν 35 θέσεις στο τραπέζι, όπου σερβίρεται φαγητό, και οι άλλες, οι κλασικές. Αυτές προτιμούσαν, αλλά στη συνέχεια έγινε το αντίθετο, όλοι ήθελαν να καθίσουν στο τραπέζι.

Τρεις αναμνήσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού

«Στην Κέρκυρα άκουσα τη συνταρακτικότερη κριτική που έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια. Έρχεται κάποιος και μου λέει: “Κύριε Μαρμαρινέ, τι είναι η παράστασή σας;”. Για να το καταλάβετε, θα σας πω ένα μικρό περιστατικό: ήταν τα εγκαίνια της έκθεσης ενός τοπικού ζωγράφου. Είχε ένα έργο με μια ελιά που έπεφτε και μια άλλη που τη συγκρατούσε. Τον ρωτάω “πώς το σκέφτηκες αυτό;”. Μου απαντά, δεν το σκέφτηκα, το είδα. Δεν τον πίστεψα και με πήγε να το δω την επόμενη μέρα. Πήγαμε στα χωράφια, μου λέει “κοίτα” και βλέπω αυτό που είχα δει να υπάρχει στον πίνακα, τις δυο ελιές, που βρίσκονταν στο κτήμα μου».

«Θα σου θυμίσω ένα πολύ μικρό κομμάτι από την “Ξενάγηση”: η Δήμητρα Παπαχρήστου είναι το μοντέλο και μιλά ο Βασίλης Καραμπούλας: “Τώρα, ας της δώσουμε να πιει κάτι. Στοπ! Το κρασί έχει συντελέσει περισσότερο από τη θεολογία στο να πλησιάσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Εδώ και πολύ καιρό, οι θλιμμένοι μεθυσμένοι –υπάρχουν άραγε και διαφορετικοί;– έχουν υπερβεί τους ερημίτες”. Είναι ακραία ποίηση αυτό».

«Είχα πει στον Βασίλη Καραμπούλα: “Θα βγαίνεις έξω, θα παίρνεις όποιον βρίσκεις και θα τον περνάς μέσα από την αίθουσα”. “Ποιον;” ρωτούσε ο Βασίλης, που ήταν στα όριά του κυριολεκτικά. “Το χάος θα σε ευνοεί”, του έλεγα κάτι τέτοια και ήταν να πεθάνει ο άνθρωπος. Ήταν έτοιμος να παραιτηθεί μια εβδομάδα πριν από την πρεμιέρα. Και όμως το έκανε, και δεν ήταν απλώς συγκλονιστικά αλλά υπήρχε μια απίστευτη προσδοκία μέσα μας ως προς το ποιον θα βρει να φέρει. Είχε περάσει και ένα γκρουπ Γιαπωνέζων – ένας δεν κατάλαβε ποτέ από πού πέρασε και τι συνέβαινε. Και, φυσικά, σε μια κορυφαία βραδιά είδαμε τον Βασίλη να διασχίζει την αίθουσα μαζί με έναν πόνι και έναν Άγιο-Βασίλη χωρίς το σκουφί του. Ήταν η εισβολή μιας ποσότητας χάους, μια αρνητική εντροπία μέσα σε αυτό που πάει να σταθεί ως γεγονός».

Οι συντελεστές της παράστασης
Σύλληψη - σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Σύνθεση: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Γιώργος Σαπουντζής
Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα, Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια κίνησης: Μαριέλα Νέστορα
Φωτισμοί: Ανδρέας Τρύφωνας
Δραματουργική επιμέλεια: Νίκος Φλέσσας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννα Βιδάλη, Γιώργος Βουδικλάρης
Ηθοποιοί: Ρένα Ανδρεαδάκη, Γιώργος Βαλαής, Βασίλης Καραμπούλας, Σάσα Κρίτση Ηλέκτρα Νικολούζου, Δήμητρα Παπαχρήστου, Αγγελική Παπούλια, Ελένη Πετάση, Γιάννα Βιδάλη

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Μια Πολιτιστική Πρωτεύουσα είναι ένας ανθώνας, ένας κήπος από πράξεις και ιδέες

Πολιτισμός / Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σε έναν πρώτο απολογισμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας

Λίγο καιρό πριν από τη λήξη της διοργάνωσης, ο γενικός καλλιτεχνικός διευθυντής της 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης μιλά για όσα πέτυχαν, για όσα έπονται και για την παρακαταθήκη που θα μείνει στην πόλη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Επίδαυρος: Τι θυμόμαστε από το πιο ωραίο θέατρο του κόσμου

Θέατρο / Επίδαυρος: Τι θυμάμαι από το πιο ωραίο θέατρο του κόσμου

Σπουδαίες παραστάσεις, μεγάλες απογοητεύσεις, εντάσεις και μαγικές στιγμές. Ερμηνείες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη. Ποίηση στη σκηνή. Όλα μπορούν να συμβούν κάθε καλοκαίρι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Συστήνουμε την πόλη που για πολλούς αιώνες έμεινε στην αφάνεια»

2023 Ελευσίς / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Συστήνουμε την πόλη που για πολλούς αιώνες έμεινε στην αφάνεια»

Μια διεξοδική συζήτηση με τον γενικό καλλιτεχνικό διευθυντή της διοργάνωσης «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» για την ιδέα, τους θεματικούς άξονες, το καλλιτεχνικό πρόγραμμα και όλα εκείνα τα στοιχεία που υπόσχονται να μεταμορφώσουν την πόλη της Αττικής την τρέχουσα χρονιά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ