Γιάννης Μπουρνιάς Facebook Twitter
Η φωτογράφιση ενός ανθρώπου είναι σαν ένα ταξίδι, είναι ένας τρόπος ψυχανάλυσης. Φωτ.: Freddie F./LIFO

Γιάννης Μπουρνιάς: «Αγαπώ την Αθήνα ακόμα και στις πιο κακές μας στιγμές»

0

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στα Κάτω Πετράλωνα, όπου και μεγάλωσα. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος υλικών γραφικών τεχνών, κι η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά, με καταγωγή από το Νεοχώρι Αιτωλοακαρνανίας. Δεν είχαν σπουδάσει, γεννήθηκαν φτωχοί αλλά ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, με μεγάλωσαν σωστά. Με τις αντιλήψεις της εποχής… Για παράδειγμα, όταν είπα στους γονείς μου ότι θέλω να γίνω φωτογράφος, με κορόιδευαν και γελούσαν. Τους πήρε πολλά χρόνια να ξεπεράσουν το σύνδρομο του «φωτογράφος ίσον φωτογράφος γάμων και βαφτίσεων». Αποδέχτηκαν τη δουλειά μου μετά από πολύ καιρό και αφού είχα καταξιωθεί.

• Τα χρόνια της εφηβείας μου στην Πλάκα, όπου πήγα σχολείο, τα θυμάμαι με νοσταλγία, γιατί έκανα καλούς φίλους. Θυμάμαι τις κοπάνες που κάναμε, γιατί η πρώτη ώρα ήταν κοπάνα σχεδόν κάθε μέρα. Είχαμε ανακαλύψει κοντά στην Ηπίτου ένα καφενεδάκι. «Πάμε στον θείο», λέγαμε. Έτσι αποκαλούσαμε τον καφετζή που το είχε. Ήταν ένας ανθρωπάκος που μας σέρβιρε καφέ, ρυζόγαλο και μας άφηνε να καπνίζουμε με τον φραπέ που μας έφτιαχνε. Συχνά μας κοίταζε με μισό μάτι, αλλά δεν μίλαγε γιατί ακουμπάγαμε εκεί όλο το χαρτζιλίκι μας. Ήμουν 15 χρονών. Δεν υπήρχε εσπρέσο φρέντο τότε. Άλλες φορές πηγαίναμε για καφέ στον Πλάτανο και άλλες στου Λουμπαρδιάρη. Με τη Στέλλα, τη Μαρία, την Κατερίνα, τον Δημήτρη, την Πόπη. Τρώγαμε σουβλάκια μόνο στον Κώστα στην Αδριανού. Η μάνα μου δεν ήθελε να πάμε γυμνάσιο και λύκειο στα Πετράλωνα. Δεν είχε όμως και τη νοοτροπία να μας στείλει σε ιδιωτικό σχολείο, παρόλο που οι γονείς μου τότε είχαν αποκτήσει μια οικονομική άνεση. Κατάφερε όμως να μας βάλει, εμένα και τον αδελφό μου, στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών.

Περισσότερο από όλα μού αρέσει να φωτογραφίζω ανθρώπους, κυρίως αυτό, παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση. Πάντα ένιωθα ότι κλέβω μια στιγμή τους. Μεγαλώνοντας, αυτή η εγωιστική διάθεση να τους παρακολουθώ και να φωτογραφίζω όποτε θέλω κάτι απ’ αυτούς, έχει πάει λίγο στην άκρη.

• Ο πατέρας μου με έστειλε να σπουδάσω στο Λονδίνο με τη φιλοδοξία ότι θα σπουδάσω γραφικές τέχνες, τότε που οι γραφικές τέχνες δεν ήταν digital, όπως είναι τώρα, το μοντάζ γινόταν στο χέρι. Όταν τους ανακοίνωσα ότι δεν θα σπουδάσω γραφικές τέχνες και ότι έκανα αίτηση να με δεχτούν στο πτυχίο της φωτογραφίας, η αντίδρασή τους ήταν λίγο επεισοδιακή. Το δέχτηκαν όμως. Είχαν καταλάβει ότι ήμουν φύση καλλιτεχνική. Έτσι λοιπόν κατέληξα να σπουδάσω στο London College of Printing (πλέον Univeristy of the Arts) Fine Art Photography. Μου είχε περάσει από το μυαλό να γίνω ζωγράφος, αλλά με απογοήτευσαν οι καθηγητές, γιατί θεωρούσαν ότι έπρεπε να έχω ένα πιο «συμβατικό» χέρι. Πρόσφατα αποπειράθηκα να ζωγραφίσω πάλι, πιο ελεύθερος από τότε, χωρίς τους κανόνες που σου επιβάλλουν οι καθηγητές και ήταν όμορφο. Η ζωγραφική είναι σπουδαίο μέσο.

• Σπούδασα και έζησα στο Λονδίνο πέντε χρόνια. Επέστρεψα το καλοκαίρι του 1996 με το σκεπτικό ότι ίσως έφευγα τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς για Νέα Υόρκη, για να δουλέψω ως φωτογράφος. Τον Αύγουστο όμως του ’96 ο πατέρας μου μού έδωσε λεφτά να πάω δέκα μέρες διακοπές και συμβουλή: «Πήγαινε διακοπές μόνος σου. Θα σου κάνει καλό». Κατέβηκα λοιπόν στον Πειραιά νύχτα και μπήκα σε ένα πλοίο για την Ανάφη. Δεκατέσσερις ώρες ταξίδι. Εκεί γνώρισα τη Λίνα, τον έρωτα της ζωής μου. Είχε μπει στο πλοίο στη Σαντορίνη. Δεν έφυγα ποτέ για τη Νέα Υόρκη.

Γιάννης Μπουρνιάς Facebook Twitter
Τα τελευταία δέκα χρόνια άρχισα να λέω περήφανα ότι είμαι φωτογράφος. Μου πήρε πολλά χρόνια για να το πω. Και μάλιστα τα τελευταία δέκα χρόνια αισθάνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη φωτογραφία στο πετσί μου. Είμαι voyeur, αυτή είναι η δουλειά μου, να παρατηρώ, να συγκρατώ εντυπώσεις και να τις αποτυπώνω. Φωτ.: Freddie F./LIFO

• Για αρκετά χρόνια αφότου γύρισα στην Ελλάδα, δεν αισθανόμουν άνετα να λέω ότι είμαι φωτογράφος. Ντρεπόμουν. Στην Ελλάδα η τέχνη της φωτογραφίας δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη τότε, ακόμα και τώρα, που είμαστε στο 2023, οι πιο πολλοί σκέφτονται τη φωτογραφία ως μια τέχνη μεταπρατική, μια τέχνη η οποία δεν μπορεί να δημιουργήσει. Μπορεί μόνο να αποτυπώσει αυτό που είναι εκεί έξω, να μεταπράξει. Πόσο λάθος είναι αυτή η αντίληψη. Πόσο θέλω (ακόμα) να τους ταρακουνήσω και να τους φωνάξω ότι η τέχνη που παράγεται από το μέσο που λέγεται φωτογραφία είναι σπουδαία και ισάξια της ζωγραφικής. Το καρέ του εικαστικού φωτογράφου έχει σκέψη, πρόθεση και αφήγηση. Δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα καρέ ταινίας. Όταν λοιπόν λες ότι η φωτογραφία δεν είναι τέχνη, είναι σαν να λες ότι ο κινηματογράφος δεν είναι τέχνη.

• Τώρα που έχω μεγαλώσει δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να φωτογραφίσω γάμο ή βάφτιση, θα το έκανα με πολλή περηφάνεια και με χαρά. Με τα χρόνια έφυγε από πάνω μου όλο το βάρος και το κόμπλεξ που είχα. Χόρτασα, έκανα πολλά πράγματα ως φωτογράφος, έκανα εκθέσεις, συμμετείχα στην Μπιενάλε της Αθήνας, φωτογράφισα και φωτογραφίζω τους πάντες, εξέδωσα ένα περιοδικό για το οποίο είμαι περήφανος, το «NOMAS». Δεν έχω λοιπόν πρόβλημα να φωτογραφίσω οτιδήποτε, γιατί το θέμα δεν είναι τι κάνεις αλλά πώς το κάνεις. Ίσα ίσα. Από τις πιο δύσκολες και βαρετές φωτογραφίσεις έχουν προκύψει διαμάντια. Σήμερα εξακολουθώ να κάνω πορτρέτα, διαφήμιση και μόδα, και ταυτόχρονα προσπαθώ να βρίσκω χρόνο για να εξελίσσω την καλλιτεχνική μου δουλειά.

• Στην Ελλάδα οι αμοιβές των φωτογράφων έχουν πέσει, εκτός Ελλάδας είναι πολύ καλύτερες, όχι όμως αυτές που ήταν κάποτε. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο πώς έχει αλλάξει ο φωτογραφικός χάρτης με την ευκολία του κινητού. Δεν μπορώ όμως να αφορίσω και να πω ότι δεν είναι τέχνη αυτό και δεν είναι τέχνη εκείνο. Όλοι ξέρουμε τι είναι τέχνη, το να φωτογραφίζει κανείς με το κινητό του είναι φοβερή ευκολία και ευχαρίστηση, και είναι μια χαρά να το κάνεις, το κάνω κι εγώ πολύ συχνά, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορώ να διαχωρίσω τη φωτογραφία με αναλογική μηχανή, τη φωτογραφία από την επαγγελματική μου μηχανή, από τη φωτογραφία με το κινητό μου. Πάντα κουβαλάω μαζί μου μια αναλογική μηχανή. Τελευταία αγόρασα και μια Contax G2, συλλεκτική, η οποία είναι μεγάλη καύλα. 

• Η αναλογική φωτογραφία έχει μνήμη. Η ψηφιακή φωτογραφία δεν έχει μνήμη, δεν κουβαλάει ιστορία, είναι κάτι εύκολο, για τους τεμπέληδες. Έχω υπάρξει κι εγώ τεμπέλης στην κατηγορία αυτή. Tα τελευταία 15 χρόνια αναγκαστήκαμε όλοι οι Έλληνες φωτογράφοι να μπούμε στο παιχνίδι που λέγεται ψηφιακή φωτογραφία, γιατί διαφορετικά θα μέναμε χωρίς δουλειά. Γιατί κανείς πελάτης δεν δεχόταν να πληρώσει φιλμ. Η ψηφιακή φωτογραφία, όσο και αν έχει εξελιχθεί, είναι αριθμοί, είναι ένα αρχείο, το οποίο χρειάζεται επεξεργασία για να γίνει εικόνα.

Γιάννης Μπουρνιάς Facebook Twitter
Την Αθήνα έμαθα να την αγαπάω ακόμα και στις πιο κακές στιγμές μου και στιγμές της. Μόνο τότε μαθαίνεις να αγαπάς κάποιον και κάτι, μέσα από τις δύσκολες στιγμές. Φωτ.: Freddie F./LIFO

• Οι πρώτες φορές που φωτογράφισα επαγγελματικά ήταν αποτυχημένες. Θυμάμαι, μου είχε δοθεί μια δουλειά από μία διαφημιστική, δεν ξέρω πώς με είχαν βρει, να φωτογραφίσω κάποια προϊόντα. Δεν ήθελα να κάνω τη δουλειά ιδιαίτερα, απ’ την άλλη, όμως, είχα φτάσει σε μια ηλικία που έπρεπε να δουλέψω, οπότε αναγκάστηκα να την κάνω. Δεν τα έκανα όπως εκείνοι ήθελαν, τα φώτισα όπως ήθελα εγώ, και φυσικά δεν τους άρεσε. Πήρα κι εγώ τα φιλμ μου κι έφυγα. Η δεύτερη δουλειά, επίσης αποτυχημένη, ήταν για το (symbol) του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου. Μετά από σύσταση της Λίνας Στεφάνου, η οποία ήταν αρχισυντάκτρια τότε στο έντυπο, ο Στάθης με έστειλε να φωτογραφίσω μια κυρία σε ένα ξενοδοχείο, δυστυχώς δεν θυμάμαι ποια ήταν. Ήταν όλα δύσκολα. Δεν μου άρεσε ούτε το δωμάτιο του ξενοδοχείου ούτε το φως ούτε η κυρία που έπρεπε να φωτογραφίσω. Έφαγα τα μούτρα μου. Ήταν το πρώτο πορτρέτο που έκανα για το (symbol), ήμουν και ψαρωμένος γιατί θαύμαζα πάρα πολύ τον Στάθη και τη δουλειά του, οπότε όλο αυτό λειτούργησε αρνητικά. Ευτυχώς σύντομα αυτό άλλαξε. Ο Στάθης μου εμπιστεύτηκε μια στήλη η οποία λεγόταν «Τροφές» και την έγραφε ο Δημήτρης Ποταμιάνος. Κάθε εβδομάδα φωτογράφιζα πρώτες ύλες φαγητού. Και κάπως έτσι ξεκίνησα να δουλεύω ως φωτογράφος. Ξεκίνησα ουσιαστικά ως φωτογράφος still life, δεν ξεκίνησα κάνοντας μόδα ούτε πορτρέτα. Στο still life είχα το προνόμιο να είμαι αρκετές ώρες κλεισμένος στο στούντιο μόνος μου δίχως κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Έκανα ό,τι ήθελα. Φώτιζα όπως ήθελα και μετά τα παρουσίαζα. 

• Τα τελευταία δέκα χρόνια άρχισα να λέω περήφανα ότι είμαι φωτογράφος. Μου πήρε πολλά χρόνια για να το πω. Και μάλιστα τα τελευταία δέκα χρόνια αισθάνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη φωτογραφία στο πετσί μου. Είμαι voyer, αυτή είναι η δουλειά μου, να παρατηρώ, να συγκρατώ εντυπώσεις και να τις αποτυπώνω. Δεν είμαι εδώ για να κάνω ρεπορτάζ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό, η αποτύπωση της πραγματικότητας είναι κάτι που με αφήνει παγερά αδιάφορο. Και στο «NOMAS» αυτό κάνουμε, το «NOMAS» είναι μια εντύπωση, είμαστε impressionists, αν μας επιτρέπεται ο όρος. Τα ταξίδια μας είναι όλα εντυπώσεις, είναι η εντύπωσή μας από κάθε προορισμό. Κι εγώ, ως φωτογράφος, έχω πλέον αποδεχτεί ότι αυτό είμαι.

• Ξεκινήσαμε το «NOMAS» το 2014, τη χειρότερη εποχή για την Ελλάδα. Θυμάμαι όταν πήγαινα στα shows στο Παρίσι, έλεγα σε διάφορα καλέσματα ή σε τραπέζια ότι είμαι Έλληνας και γυρνούσαν το κεφάλι τους από την άλλη. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Και μάλιστα από τους Γάλλους, οι οποίοι θεωρούνται φιλέλληνες. Ήταν πολύ δύσκολη εποχή το ’14, το ’15 και το ’16. Από το ’17 και μετά άρχισαν τα πράγματα λίγο να φτιάχνουν εξαιτίας της φήμης που είχε πια αποκτήσει το περιοδικό. Όμως στην αρχή ήταν πραγματικά δύσκολα, γιατί θεωρούσαν ότι ήμασταν υπεύθυνοι για όλο αυτό που συνέβαινε, κι ότι πλήρωναν τα δικά μας χρέη. 

• Το «NOMAS» το ξεκίνησα από αγάπη για το χαρτί και την τυπογραφία. Ο πατέρας μου, ως έμπορος, έδινε υλικά στους τυπογράφους για να τυπώσουν κι εγώ ως παιδί έκανα θελήματα. Πήγαινα στα Εξάρχεια, τα αλώνιζα, κι ήμουν σε όλα τα ατελιέ πηγαίνοντας χρωμοφάν. Είχα μάθει να μυρίζω το μελάνι, ήταν μια μυρωδιά πολύ οικεία σε μένα, το αγαπούσα ιδιαίτερα. Η αγάπη μου για τη φωτογραφία και η λατρεία μου για τα περιοδικά με έκαναν να δημιουργήσω το «NOMAS». Και μαζί με τη Λίνα Στεφάνου και τον Γιάννη Καρλόπουλο είμαστε οι τρεις μας από την αρχή του ταξιδιού αυτού, παρέα. Φυσικά η παρέα έχει μεγαλώσει πολύ, αφού το περιοδικό έχει μεγαλώσει.

• Σε κάθε τεύχος, τα δουλεύουμε όλα από την αρχή. Το περιοδικό λέγεται «NOMAS», ταξιδεύει, δεν έχει σπίτι, αλλάζει κάθε έξι μήνες προορισμό, οπότε εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη τυπογραφική κατεύθυνση. Σαφέστατα υπάρχουν κάποια πράγματα που μας αρέσουν και έχουμε υιοθετήσει, και κάποια άλλα που έχουμε απορρίψει, αλλά αυτή είναι η φιλοσοφία μας. Κανένα τεύχος δεν μοιάζει με το προηγούμενο, από το τεύχος 1, της Αθήνας, το οποίο ξεπούλησε, μέχρι το νούμερο 17, το νέο, που είναι αφιερωμένο στο Μιλάνο, κανένα τεύχος δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Μοιάζουν μόνο στο μέγεθος, που είναι το ίδιο. Σε κάθε προορισμό εμπνεόμαστε από τον τόπο, την ιστορία του αλλά και από αυτό που συμβαίνει τώρα εκεί. Η τυπογραφία και το lay out του περιοδικού λοιπόν αλλάζει, αναλόγως με το πού βρισκόμαστε… Τα πράγματα στις παραγωγές δεν είναι ποτέ εύκολα. Απλώς τώρα, μετά από 17 τεύχη, το «NOMAS» έχει αναγνωριστεί, έχει κερδίσει ένα κοινό, ο κόσμος το αγαπάει, το συλλέγει, αναζητούν τα παλιότερα τεύχη, δεν αγοράζουν μόνο το καινούργιο, κι αυτό είναι πολύ ωραίο.

Nomas Athens Facebook Twitter
Το τεύχος 1, της Αθήνας, το οποίο ξεπούλησε.
Nomas Milan Facebook Twitter
Το πιο πρόσφατο τεύχος του NOMAS είναι αφιερωμένο στο Μιλάνο.

• Συχνά επιλέγουμε προορισμό με κριτήριο την πολιτική κατάσταση, κάτι που πιστεύουμε ότι θα έρθει ή κάτι που γίνεται. Για παράδειγμα, τώρα επιλέξαμε το Μιλάνο, σε μια εποχή ακριβώς μετά την πανδημία, όπου η πόλη αυτή ζορίστηκε όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη. Έχουν μετακομίσει εκεί πολλοί καλλιτέχνες και η πόλη αλλάζει. Επίσης, οι νέες φορολογικές ελαφρύνσεις στην Ιταλία έχουν ωφελήσει τους πλούσιους και τους αστούς της πόλης. Δεν έφυγε κανείς τους. Με τις ελαφρύνσεις οι πλούσιοι είχαν πιο πολλά λεφτά να διαθέσουν για έργα τέχνης. Η τέχνη έμπαινε πάντα και εξακολουθεί να μπαίνει στα πιο ακριβά σαλόνια. Συχνά ως μέσο διασκέδασης των πλουσίων, ευτυχώς όμως όχι σε όλες τις περιπτώσεις.

• Ο κοινός άξονας κάθε τεύχους είναι η τέχνη, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, η ιστορία επίσης, το βάρος κάθε λαού. Πήγαμε στη Μόσχα το 2017, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, και βγάλαμε ένα τεύχος το οποίο θεωρώ από τα πιο αξιόλογα, γιατί σκαλίσαμε και βρήκαμε να παρουσιάσουμε ανθρώπους που έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, τους φωτογραφίσαμε στους δρόμους με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, με χιόνι. Μία εβδομάδα φωτογραφίζαμε στην παγωμένη Μόσχα, ήταν φοβερή εμπειρία. Δεν την ξεχνάω με τίποτα. Γνωρίσαμε φοβερά ενδιαφέροντα κόσμο, μας άνοιξαν τα σπίτια τους, μας καλωσόρισαν, ήταν πολύ ζεστοί. Οι Ρώσοι είναι ένας λαός ο οποίος κουβαλάει ιστορία, και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί Ρώσοι έφυγαν πλέον από τη Ρωσία γιατί έχουν αντίρρηση σε όλο αυτό που συμβαίνει. Δεν συμπαθούν τον πόλεμο. Αρκετοί καλλιτέχνες έχουν μετακομίσει στην Ελλάδα.

• Επιλέγουμε τα μέρη –θα τολμούσα να πω– με ένα ένστικτο το οποίο είναι απροσδιόριστο. Για παράδειγμα, επιλέξαμε το Παρίσι τον χειμώνα του ’15 και πήγαμε τυπογραφείο τέσσερις μέρες μετά την επίθεση στο Μπατακλάν. Ήταν ένα δύσκολο τεύχος και αποτυπώνει μια εποχή στο Παρίσι στην οποία ήμασταν μάρτυρες. Ήταν κάτι αδιανόητο. Έχει αλλάξει η σκηνή από τότε. Μετά το Μπατακλάν άλλαξε πολύ το Παρίσι. Και η Ευρώπη.

• Επιλέξαμε το Πόρτο πριν το Παρίσι γιατί δεν θέλαμε να κάνουμε το προφανές, που ήταν η Λισαβώνα, και πήγαμε στα βόρεια μέρη της Πορτογαλίας. Είναι μια εξαιρετική πόλη το Πόρτο, χτισμένη στο δέλτα του ποταμού Ντούρο στον Ατλαντικό Ωκεανό, πανέμορφη, με φοβερή ιστορία, με αρχιτέκτονες όπως ο Άλβαρο Σίζα Βιέιρα, με φοβερούς καλλιτέχνες. Ήταν εξαιρετική εμπειρία. Κάναμε τη Βηρυτό το 2018, την Ανδαλουσία το 2019. Η Ανδαλουσία ήταν απόφαση προορισμού μετά από μια περίεργη προσωπική στιγμή. Θέλαμε να δούμε λίγη χαρά. Και την είδαμε, και είναι από τα πιο χαρούμενα τεύχη που έχουμε κάνει. Μες στην πανδημία, επειδή δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε, η Λίνα είχε την πολύ ωραία ιδέα να αφιερωθεί ένα τεύχος στον χρόνο, γιατί είχαμε άπειρο χρόνο στη διάθεσή μας. Είχαμε μόνο χρόνο και κανείς δεν ήξερε πότε θα τελειώσει αυτός ο χρόνος. Αφιερώσαμε λοιπόν ένα τεύχος στην τέχνη, ζητήσαμε από καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο να κάνουν για μας ένα πρωτότυπο έργο τέχνης σχετικά με τον χρόνο. Το τεύχος το σχεδίασε το Bureau Borsche στη Γερμανία και είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό τεύχος, το οποίο έγινε επίσης συλλεκτικό. Συνεργαστήκαμε με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και βγάλαμε το τεύχος της Ανάφης με τα σκίτσα του. Είναι περιπετειώδες ταξίδι το «NOMAS» και πολύ ωραίο.

• Τα πιο δύσκολα τεύχη ήταν η Μόσχα και η Σκωτία. Στη Σκωτία γιατί οδηγούν ανάποδα, και ήταν επτά μέρες δύσκολες και με τσουχτερό κρύο. Κανένα ταξίδι δεν είναι εύκολο, συναντάς πολλές δυσκολίες σε σχέση με την παραγωγή. Είμαστε ένα ανεξάρτητο περιοδικό και η παραγωγή μας είναι συγκεκριμένη. Δεν είναι μόνο θέμα μπάτζετ, όταν λέω δυσκολίες παραγωγής εννοώ να κάνεις τους ντόπιους φίλους σου, για να μπορέσεις μαζί τους να εξερευνήσεις τον τόπο. Αν δεν έχεις ντόπιους μαζί σου, δεν μπορείς να εξερευνήσεις κανέναν τόπο. Ακόμα και στα ελληνικά νησιά. Κάναμε την Πάτμο το καλοκαίρι του ’21, κι ακόμα κι εκεί οι ντόπιοι είναι αυτοί που μας καθοδήγησαν, και μετά οι ντόπιοι ήταν εκείνοι που αγάπησαν και αγόρασαν το περιοδικό. Η Πάτμος είναι από τα πιο πετυχημένα μας τεύχη.

Nomas Moscow Facebook Twitter
Πήγαμε στη Μόσχα το 2017, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, και βγάλαμε ένα τεύχος το οποίο θεωρώ από τα πιο αξιόλογα, γιατί σκαλίσαμε και βρήκαμε να παρουσιάσουμε ανθρώπους που έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, τους φωτογραφίσαμε στους δρόμους με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, με χιόνι.
Nomas Scotland Facebook Twitter
Το τεύχος στη Σκωτία ήταν πολύ δύσκολο γιατί οδηγούν ανάποδα, και ήταν επτά μέρες δύσκολες και με τσουχτερό κρύο.

• Το πρώτο ταξίδι που έκανα στο εξωτερικό ήταν στη Γερμανία. Ήταν το 1985 και πήγα με τον πατέρα μου σε μια εμπορική έκθεση στο Ντίσελντορφ. Επειδή μάθαινα γερμανικά ήθελα να πάω να εξασκήσω τη γλώσσα. Δεν μου άρεσε καθόλου, ήταν το λιγότερο ενδιαφέρον μέρος που είχα πάει ποτέ στη ζωή μου, και η Γερμανία, γενικά, είναι από τις χώρες που έχουν τα λιγότερα οπτικά ερεθίσματα για μένα. Δεν λέω ότι ως χώρα δεν έχει ενδιαφέρον, αλλά είμαι φωτογράφος και όταν πηγαίνω κάπου αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δω. Στο Ντίσελντορφ τότε τα οπτικά ερεθίσματα ήταν τα πιο φτωχά.

• Είναι πολλά τα μέρη που θα ήθελα να ταξιδέψω, το Μπουένος Άιρες, το Εκουαδόρ, η Ιαπωνία, το Άγιον Όρος.

757
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Περισσότερο από όλα μού αρέσει να φωτογραφίζω ανθρώπους, κυρίως αυτό, παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση. Πάντα ένιωθα ότι κλέβω μια στιγμή τους. Μεγαλώνοντας, αυτή η εγωιστική διάθεση να τους παρακολουθώ και να φωτογραφίζω όποτε θέλω κάτι απ’ αυτούς, έχει πάει λίγο στην άκρη. Πλέον κάθομαι παρέα τους, τους περιμένω και στη σωστή στιγμή θα κάνω το κλικ. Δεν τα πάω τόσο καλά με το λόγια, συχνά σε παρέες είμαι σιωπηλός, όταν όμως με στέλνουν να φωτογραφίσω κάποιον είναι πραγματικά μεγάλη απόλαυση. Η φωτογράφιση ενός ανθρώπου είναι σαν ένα ταξίδι, είναι ένας τρόπος ψυχανάλυσης. Ο φωτογράφος, με έναν δικό του τρόπο, γίνεται ψυχαναλυτής.

• Κάποια στιγμή, όταν πέθανε η μάνα μου, ένιωσα την ανάγκη να πάω να φωτογραφίσω τα μέρη που γεννήθηκε, όχι για να βρω εκείνη, αλλά για να βρω τα δικά μου πατήματα σε αυτούς τους τόπους όπου πέρασα όλα τα καλοκαίρια μου. Οπότε, κατέβηκα στο Νεοχώρι με μηχανή αναλογική, είχα τον γιο μου μαζί, ήταν καλοκαίρι και φωτογράφισα τους στάβλους των ξαδερφών μου, το τάισμα των ζώων, την αγροτική ζωή, τα περιβόλια του παππού μου. Ήταν πολύ ωραία.

• Οι παλιές φωτογραφίες της μητέρας μου που ανακάλυψα μετά τον θάνατό της ήταν πραγματικά εξαιρετικές. Όταν πέθαναν οι γονείς μου, είχα την έντονη επιθυμία να αδειάσω όλο το διαμέρισμα στα Κάτω Πετράλωνα και να κάνω μια έκθεση φωτογραφίας, όπου απλά θα κόλλαγα με σελοτέιπ στους τοίχους ό,τι φωτογραφία δική τους είχα, χωρίς άλλη πρόθεση. Δεν το έκανα ποτέ, έσκασε η πανδημία και δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν ραγδαία. Θα το ήθελα όμως πολύ. Ίσως κάνω κάποτε μια έκδοση για αυτό. Θα έχει μεγαλύτερη αξία άλλωστε η έκδοση, γιατί θα είναι κάτι που θα μείνει. Συχνά οι φωτογράφοι σκεφτόμαστε τις εκθέσεις, γιατί η έκθεση είναι κάτι που σε σηκώνει ψηλά, σε δοξάζει και δεν σκεφτόμαστε την έκδοση, που είναι κάτι το οποίο έχει διαχρονικότητα, μια μεγαλύτερη αξία.

• Ήθελα πολύ να φωτογραφίσω τη μάνα μου, αλλά δεν καθόταν. Είχε και μια ατυχία, ένα θέμα υγείας, και θεωρούσε ότι δεν είναι πια ωραία. Κρίμα, γιατί ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Αυτός που χαιρόταν πάρα πολύ ήταν ο πατέρας μου, μεγάλη υπερηφάνεια. Όπου έβλεπε κάμερα στηνόταν, έτοιμος, με το χαμόγελο, κοκέτης, και μάλιστα το 2016 του ζήτησα να φωτογραφηθεί σε ένα προσωπικό μου πρότζεκτ για μια ατομική έκθεση που ετοίμαζα στο Μιλάνο και δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά. Ήταν 81 ετών και πόζαρε σαν 15άρης, με την ενέργεια ενός εφήβου.

• Είμαι πολύ περήφανος για το παιδί μου, είναι 19 χρονών και σπουδάζει για να γίνει σεφ. Είμαστε τυχεροί στο σπίτι γιατί δοκιμάζουμε κάθε εβδομάδα τουλάχιστον ένα με δύο δικά του μαγειρέματα. Είναι πειραματισμοί ακόμα, αλλά νόστιμοι!

• Η σχέση μου με το φαγητό είναι εξαιρετική. Μπορώ να ταξιδέψω μόνο για να πάω να φάω. Στο «NOMAS» έχουμε πάντα φαγητό. Μαγειρεύω, δεν ξέρω να μαγειρεύω τα πάντα, αλλά μαγειρεύω. Κάνω πολύ ωραία μύδια, κάνω φακές, φτιάχνω γαρίδες, κάνω ωραίο μοσχαράκι κοκκινιστό με κολοκυθάκια το καλοκαίρι. Δεν κάνω πολλά πράγματα, αλλά νομίζω ότι αυτά που κάνω, τα κάνω ωραία. Μου αρέσει πολύ το καλό φαγητό.

Γιάννης Μπουρνιάς Facebook Twitter
Η αναλογική φωτογραφία έχει μνήμη. Η ψηφιακή φωτογραφία δεν έχει μνήμη, δεν κουβαλάει ιστορία, είναι κάτι εύκολο, για τους τεμπέληδες. Έχω υπάρξει κι εγώ τεμπέλης στην κατηγορία αυτή. Φωτ.: Freddie F./LIFO

• O πατέρας μου έπασχε από άνοια και έφυγε. Όσο και αν η έλλειψη μνήμης είναι ένας τρόπος να προετοιμαστούμε για τον θάνατο, ήταν κάτι πολύ δύσκολο και σκληρό. Νομίζω ότι το ήξερε, ο άνθρωπος έχει ένα ένστικτο το οποίο είναι υπεράνω κάθε ασθένειας, ξέρουμε πολύ καλά όλοι πότε είναι η στιγμή που θα φύγουμε. Ο φόβος ότι θα πάθουν κάτι οι δικοί μου άνθρωποι, ο φόβος της ασθένειας και του θανάτου είναι οι μεγαλύτεροι φόβοι που έχω και είχα στη ζωή μου. Επειδή, όμως, πρόσφατα αναμετρήθηκα με ένα πολύ σοβαρό θέμα υγείας, κάπως αμβλύνθηκε αυτός ο φόβος, κάπως η φοβία μαλάκωσε μέσα μου και πλέον δεν με νοιάζει ιδιαίτερα. Αισθάνομαι τυχερός που βγήκα από αυτό, βέβαια, και είμαι καλά. Ξέρεις, έπαθα αυτό που φοβόμουν πάντα, φοβόμουν μην αρρωστήσω γιατί η μητέρα μου ήταν πολλά χρόνια άρρωστη. Και επειδή μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον, από την ενηλικίωσή μου και έπειτα, όπου υπήρχε πάντοτε η ασθένεια, πάντα φοβόμουν ότι και εγώ θα αρρωστήσω και το έπαθα. Γιατί ό,τι φοβάσαι σου συμβαίνει, δεν τίθεται θέμα, συμβαίνει με μαθηματική ακρίβεια.

• Μου αρέσει να περπατάω σε πόλεις και να χάνομαι. Να περπατάω μέχρι το σημείο που να μην αντέχω άλλο από την πείνα και να πρέπει να σταματήσω για να φάω. Αυτό μου αρέσει πολύ, να μυρίζω ένα μέρος και να αποφασίσω με τη μύτη μου πού θα πάω για εξερεύνηση και ανακάλυψη γεύσεων.

• Ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας, μου αρέσει πολύ να τραγουδάω, και προσπαθώ δειλά να γρατζουνίσω την κιθάρα του γιου μου. Μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση να τραγουδάω. Μου αρέσει επίσης να πηγαίνω τα απογεύματα σινεμά μόνος μου, πριν πλακώσει ο κόσμος, στους ξεχασμένους κινηματογράφους της Αθήνας, στο Έλλη, στο Όπερα, στο Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου. Θλίβομαι που φίλοι μου επιλέγουν να κατεβάσουν την ταινία και να τη δουν στο laptop γιατί βαριούνται να σηκωθούν από τον καναπέ. Πήγαινε, ρε φίλε, στο Άστυ, δεν πειράζει αν είναι decadent κι αν μυρίζει λίγο υγρασία.

• Μου αρέσει να κολυμπάω στη θάλασσα. Είναι βάλσαμο η θάλασσα. Σε κάνει καλά. Μέχρι αρχές Γενάρη κολυμπούσα, τώρα είναι πια δύσκολο γιατί κάνει πάρα πολύ κρύο.

• Ενοχλεί την αισθητική μου οτιδήποτε δεν είναι αυθεντικό. Με ενοχλούν τα καμώματα των ανθρώπων, δεν με ενοχλεί κάτι άλλο. Εμείς τα κάνουμε όλα χειρότερα, δεν γίνονται μόνα τους. Επίσης με ενοχλεί το λογότυπο της νέας Εθνικής Πινακοθήκης.

• Η Αθήνα μού αρέσει πολύ και την αγαπώ. Το κέντρο έχει βελτιωθεί αρκετά, αλλά έχει ωραιοποιηθεί προς μια κατεύθυνση η οποία ίσως δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα. Ελπίζω να μη χάσει τον χαρακτήρα του. Υπάρχει πολύ μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, πράγμα πολύ καλό, γιατί τη χρειάζεται η χώρα. Όπως και να έχει, το κέντρο παραμένει πανέμορφο. Η Αθήνα μετά την κρίση αναγεννήθηκε και αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς, είναι μια υπέροχη πόλη για να ζεις. Το βιοτικό επίπεδο είναι καλό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αν και η ζωή έχει ακριβύνει πολύ. Ακόμα είναι, όμως, πολύ πιο οικονομική από την Ιταλία ή τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Είναι καταπληκτική πόλη, σου επιτρέπει να περπατήσεις. Έχει όση αστική βρομιά χρειάζεσαι – γιατί στους φωτογράφους αρέσει αυτή η βρομιά. Την Αθήνα έμαθα να την αγαπάω ακόμα και στις πιο κακές στιγμές μου και στιγμές της. Μόνο τότε μαθαίνεις να αγαπάς κάποιον και κάτι, μέσα από τις δύσκολες στιγμές.

• Το λάθος είναι εξαιρετικό, στο «NOMAS» δεν φοβόμαστε να τυπώνουμε λάθη. Ο Καρλόπουλος το έχει τυπώσει και σε κάρτα: «Το λάθος είναι ανώτερο της τέχνης». Φτάνει με την τελειομανία των κινητών, του ψηφιακού μέσου, του ρετούς, φτάνει πραγματικά. Πρόσφατα είχα την τύχη να φωτογραφίσω με μια Hasselblad 6x6 ένα πολύ μεγάλο πρότζεκτ για ένα ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη, όπου αποφάσισα να φωτογραφίσω ανθρώπους στην πόλη. Είχα προειδοποιήσει τον πελάτη ότι το αποτέλεσμα θα έχει λάθη, θα έχει κόκκο, θα έχουν φως κάποια καρέ, ο πελάτης συμφώνησε γραπτώς και τυπώθηκαν φωτογραφίες τεράστιες. Κάποιες από αυτές έχουν κόκκο, κάποιες έχουν πάρει φως… Αυτό είναι που τις κάνει μοναδικές. Ξέρεις πόσο ωραίες είναι; Είμαι πολύ περήφανος για τη δουλειά αυτή, πραγματικά. Το λάθος είναι καταπληκτικό, γιατί έχει ευαισθησία, στην τελειότητα δεν υπάρχει ευαισθησία, δεν υπάρχει ευθραυστότητα. Η τελειότητα δεν έχει τίποτα εύθραυστο, είναι απλά τέλεια, είναι βαρετή. Όπου υπάρχει το λάθος, υπάρχει κάτι εύθραυστο, υπάρχει κάτι που σε συγκινεί, κι αν η τέχνη δεν έχει συγκίνηση, για μένα δεν είναι τέχνη.

• Η ζωή προσπαθεί να με μάθει να κάνω υπομονή. Γιατί μόνο αν μάθεις να κάνεις υπομονή γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος.

Τα τεύχη του «NOMAS» είναι διαθέσιμα στο www.nomasmagazine.com

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Φωτογραφία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο Ρίτσαρντ Άβεντον, ο Τρούμαν Καπότε και η σκληρότητα των πορτρέτων

Φωτογραφία / Ο Ρίτσαρντ Άβεντον, ο Τρούμαν Καπότε και η σκληρότητα των πορτρέτων

Η αδυσώπητη, εξονυχιστική ματιά του φωτογράφου: Δύο πορτρέτα του διάσημου συγγραφέα με διαφορά είκοσι χρόνων μεταξύ τους εκτίθενται το ένα πλάι στο άλλο στην έκθεση “Richard Avedon: Relationships”.
THE LIFO TEAM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Travelogue: Ένα φωτογραφικό λεύκωμα για τις ελληνικές επινοήσεις που λύνουν καθημερινά προβλήματα

Φωτογραφία / Travelogue: Ένα φωτογραφικό λεύκωμα αφιερωμένο στις λαϊκές ευρεσιτεχνίες

Μια πρωτότυπη συλλογή DIY κατασκευών από «ανώνυμους» designers, από διάφορα σημεία της Ελλάδας, που δίνουν λύσεις σε καθημερινά προβλήματα και ανάγκες, «πατέντες» με τις οποίες συνυπάρχουμε εδώ και χρόνια χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούμε.
M. HULOT
Ο κόσμος μας μέσα απο τα βραβεία του World Press Photo 2024

Φωτογραφία / Ο κόσμος μας μέσα από 28 βραβευμένες φωτογραφίες του World Press Photo 2024

Αντιπροσωπεύοντας τις πιο προβεβλημένες αλλά και παραγνωρισμένες ιστορίες, τα βραβευμένα έργα στρέφουν το βλέμμα σε μερικά από τα πιο σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα.
THE LIFO TEAM
Μπερτ Χάρντι: Μια έκθεση για έναν σπουδαίο λησμονημένο φωτορεπόρτερ

Φωτογραφία / Μπερτ Χάρντι: Μια έκθεση για έναν σπουδαίο, λησμονημένο φωτορεπόρτερ

Χάρη στην αυτοπεποίθηση και το θάρρος του, δημιούργησε κάποιες από τις πιο εμβληματικές εικόνες πολέμου του 20ού αιώνα αλλά και σουρεαλιστικές, πνευματώδεις φωτογραφίες δρόμου. Είναι περισσότερο γνωστός για τη ζεστή και ανθρώπινη αποτύπωση της καθημερινής Βρετανίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πηνελόπη Γερασίμου

Οι Αθηναίοι / Πηνελόπη Γερασίμου: «Βαρεθήκαμε στα υπόγεια, η διασκέδαση πρέπει να στραφεί προς το φως»

Η μουσική είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη δουλειά της, τα τελευταία χρόνια καταγράφει με τον φακό της μερικά από τα πιο σημαντικά events της Aθήνας. Η φωτογράφος που γνωρίζει καλά πώς κινείται η νύχτα της πόλης ξέρει πως πια παίζουν και πάρτι στα οποία δεν «χωράει», γιατί εκείνοι που τα διοργανώνουν δεν θέλουν να τα μάθει.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ