ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΜΕΡΕΣ παππούδων και θείων βγαίνουν από σκονισμένα συρτάρια και ξαναζωντανεύουν σε νέα χέρια. Το Instagram, πλέον, μια ρετροτοπία. Σκαναρισμένα φιλμ παντού. Χρόνια ερειπωμένοι σκοτεινοί θάλαμοι γεμίζουν ξανά, και η βραδύτητα κερδίζει τη μάχη στην εποχή της απόλυτης ταχύτητας. Πρόκειται για νοσταλγική παρόρμηση; Αισθητική επιλογή; Προνόμιο μουσάτων και τατουαρισμένων φασέων; Ή μήπως, τελικά, για μια βαθύτερη αναζήτηση;
Φωτογραφίζοντας με κινητό ή με ψηφιακή κάμερα, έχεις σήμερα τη δυνατότητα να κάνεις άπειρα κλικ, ανέξοδα και χωρίς κανέναν περιορισμό. Γιατί, λοιπόν, εμείς οι φιλμάτοι επιλέγουμε οικειοθελώς να περιοριστούμε σε 36 ή ακόμα και 16 καρέ, τη στιγμή μάλιστα που το κόστος του φιλμ έχει εκτοξευτεί; Πόσες φορές δεν έχουμε ανησυχήσει για το αν θα μας φτάσουν τα ρολάκια; Πόσα «γαμώτο, μου τέλειωσε το φιλμ» έχουμε πει; Πόσα δυνητικά πλάνα έχουμε χάσει γιατί πολύ απλά ξεμείναμε; Πρόκειται για μαζοχισμό; Ας το πάρουμε αλλιώς…
Ίσως, τελικά, και η ίδια η σύγκριση μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής φωτογραφίας να είναι κάπως άτοπη. Είναι σαν να συγκρίνουμε το κερί με τη λάμπα. Και τα δύο εκπέμπουν φως, αλλά το καθένα με τον δικό του μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο…
Το παράδοξο με την ψηφιακή φωτογραφία είναι ότι οι απεριόριστες επιλογές που προσφέρει, μαζί με την αδιάκοπη ροή φωτογραφιών, οδηγεί συχνά σε έναν κορεσμό και σε μια διαρκή αίσθηση του ανικανοποίητου. Η αναλογική φωτογραφία μπορεί να είναι μεν δεσμευτική και περιοριστική, αλλά ακριβώς λόγω αυτού κάθε καρέ αποκτά τη δική του μοναδική αξία.
Ο Κούντερα στο βιβλίο του με τίτλο Η βραδύτητα αναρωτιέται «γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας». Πράγματι, σε μια εποχή αυτοματοποίησης και ραγδαίων ταχυτήτων, η ηδονή της βραδύτητας όχι μόνο έχει εκλείψει αλλά έχει ενοχοποιηθεί ως το κατακάθι των αργόσχολων. Μέσα σε αυτό το ατέρμονο κυνήγι χρόνου το να επιδοθεί κανείς στη βραδεία διαδικασία της αναλογικής εμφάνισης και εκτύπωσης είναι ίσως μια προσπάθεια ανάκτησης αυτής ακριβώς της ηδονής. Στον αναλογικό κόσμο η μετάβαση από τη λήψη στην υλικότητα δεν είναι στιγμιαία. Παρατηρώντας σταδιακά την εικόνα να γεννιέται στον σκοτεινό θάλαμο, από το αρνητικό στο θετικό, από το μικρό στο μεγάλο, περνώντας διαδοχικά από τα τρία μπάνια της εμφάνισης, του στοπ και της στερέωσης, έχεις την αίσθηση ότι χρόνος επιμηκύνεται και επιβραδύνεται.
Αναρωτιέμαι εάν τελικά η αναβίωση του φιλμ έχει να κάνει με μια ενδόμυχη ανάγκη να αφεθούμε. Η εξέλιξη της ψηφιακής φωτογραφίας έχει οδηγήσει αφενός σε υψηλή αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα, αφετέρου έχει συρρικνώσει και περιορίσει τον ανθρώπινο παράγοντα. Και ως ανθρώπινος παράγοντας νοείται, φυσικά, η έννοια του ευτυχούς λάθους, του τυχαίου, της έκπληξης. Ίσως η επιστροφή στον αναλογικό κόσμο έχει τελικά να κάνει με την αναζήτηση ακριβώς αυτού του στοιχείου. Όσοι έχουν καταπιαστεί με το φιλμ, μπορούν να κατανοήσουν τη βαθιά ικανοποίηση που έρχεται τη στιγμή της αποκάλυψης των εμφανιζόμενων εικόνων, την ικανοποίηση της αναμονής όπως και την έκπληξη που γεννούν τα ευτυχή «ατυχήματα». Μέσα από τις θολές λήψεις, τα double exposures και τα light leaks έχουν τραβηχτεί, άλλωστε, οι πιο ποιητικές και λυρικές φωτογραφίες. Ίσως, τελικά, και η ίδια η σύγκριση μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής φωτογραφίας να είναι κάπως άτοπη. Είναι σαν να συγκρίνουμε το κερί με τη λάμπα. Και τα δύο εκπέμπουν φως, αλλά το καθένα με τον δικό του μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο…
Πίσω στον θάλαμο: Με το συνηθισμένο τελετουργικό τοποθετώ το αρνητικό φιλμ στον μεγεθυντήρα και στη βάση του, το χαρτί. Ανοίγω τον χρονοδιακόπτη. Η λάμπα ανάβει. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. 3, 2, 1… Καλωσήρθατε σε έναν ανάποδο κόσμο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.