Με τον Τζιμ Μπομπ στο Bartesera

Με τον Τζιμ Μπομπ στο Bartesera Facebook Twitter
«Δεν θέλουμε να γίνουμε σαν τους Rolling Stones ούτε τα φαντάσματα του εαυτού μας». Φωτ.: Photoharrie/ LIFO
0


ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΑΛΙΑ, πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, όταν έπαιζα τα Σάββατα μουσική στο κλαμπ Decadence, είχα πάντα έτοιμο έναν άσο στο μανίκι, ένα σίγουρο crowd pleaser κομμάτι, κατεβασμένο απ’ το Napster με μια PSTN γραμμή ίντερνετ και γραμμένο σ’ ένα CD που βρισκόταν πάντα σε μια βολική θέση στο ντοσιέ με τα CD.

Ξεκινούσε μ’ ένα βιολί στο background κι έναν τύπο ν' απαγγέλλει τους στίχους «Husband don’t know what he’s done, kids don’t know what’s wrong with mum, she can’t say, they can’t see, putting it down to another bad day». Και ύστερα το βιολί σταματούσε κι ένα δαιμονισμένο drum machine έπαιρνε τη θέση του, ο τύπος στρίγγλιζε, πατούσα το κουμπί για το φωτορρυθμικό, σταμάταγα στιγμιαία τον ήχο (κλασικό κόλπο των DJs τότε) και το μαγαζί θύμιζε για μερικά λεπτά (περίπου τρία) το Brixton Academy, τις μέρες που οι Carter The Unstoppable Sex Machine έστηναν εκείνα τα πελώρια λευκά φώτα πάνω στη σκηνή που έβγαζαν τόση θερμότητα ώστε έκαναν τους φανατικούς της πρώτης σειράς να μοιάζουν σαν να έχουν πέσει σε πισίνα με τα ρούχα.

«Η αλήθεια είναι ότι, παραδόξως, δεν ήμασταν ποτέ απ’ τα συγκροτήματα που έπαιρναν ναρκωτικά. Εντάξει, πίναμε αρκετό αλκοόλ, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως επειδή στις αρχές ήμασταν μόνο δυο άτομα. Όταν, προς το τέλος, γίναμε έξι, όλο και κάτι κάναμε. Μάλλον ήταν αριθμητικό το θέμα».

Το κομμάτι ήταν το «This is how it feels» των Inspiral Carpets, ένας indie ύμνος της δεκαετίας του '90, του οποίου η διασκευή από τους Carter USM είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που καταφέρνουν να ξεπεράσουν το πρωτότυπο. Υπάρχουν στο YouTube αρκετά βίντεο από εκείνη την εποχή. Ο Τζιμ Μπομπ (που τον βάφτισαν Τζέιμς Μόρισον, αλλά άλλαξε το όνομά του για να μην τον μπερδεύουν μ’ έναν «χοντρό, νεκρό και άθλιο ποιητή»), με ξυρισμένο κρανίο, δυο τεράστιες τούφες να πέφτουν μπροστά στα μάτια του, φορώντας φαρδιές κιτς μπλούζες που κάνουν το αποστεωμένο κορμί του να μοιάζει ακόμα πιο αφύσικο και με μια φυσική ροπή προς τον κυνισμό, έφτυνε τους στίχους με χειρουργική ακρίβεια, διαυγές βλέμμα κι ένα μετεφηβικό στήσιμο, κάπως σαν άγουρος Μόρισεϊ. Ένας ήρωας της εργατικής τάξης, ένας πρίγκιπας του Νότιου Λονδίνου που σε 70 λεπτά (τόσο διαρκούσαν τα σετ των Carter USM) έκανε ψυχανάλυση στα παιδιά που μεγάλωσαν με τη Θάτσερ και τον απόηχο του πανκ.

Σήμερα είναι εδώ, στη στοά Πραξιτέλους, στο κέντρο της Αθήνας, κάτω απ’ το αίθριο του Bartesera, σ’ ένα περιβάλλον αστικής διάταξης, δίπλα σε βιομηχανικούς εξαερισμούς, φωτογραφίες από μια περιοδική έκθεση, πάνω σε μια μικροσκοπική ξύλινη σκηνή, με μια ηλεκτροακουστική κιθάρα, και κάνει sound check μπροστά στα μάτια ανυποψίαστων θαμώνων που πίνουν καφέ και μιας παρέας έξι ατόμων με λάπτοπ, που κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και μάλλον σχεδιάζουν κάποιο ομαδικό πρότζεκτ. Ένας τεράστιος γέρικος σκύλος είναι ξαπλωμένος στην είσοδο της στοάς, δίπλα στο φαρμακείο με την κραυγαλέα νέον πινακίδα που αναβοσβήνει σαν φωτορρυθμικό, για να σου θυμίσει ότι εδώ βρίσκεται όντως ένα φαρμακείο.

Ο Τζιμ Μπομπ είναι πια 51 ετών, έχει το ίδιο αποστεωμένο σώμα που είχε και τότε, τα μαλλιά του είναι μακριά πια κι έχει έναν καθησυχαστικό τόνο στη φωνή κι ένα παιδικό γέλιο που σε τίποτα δεν μπορεί να σε παραπέμψει σε κάποιον που είχε 14 (!) κομμάτια του στα βρετανικά charts τη «θρυλική» δεκαετία του ‘90. Αν και βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα την «αμαρτωλή» περίοδο των ecstasy και της ρέιβ κραιπάλης, κατάφερε να επιβιώσει χωρίς καμένα εγκεφαλικά κύτταρα και μια ντεκαντάντ καριέρα («Η αλήθεια είναι ότι, παραδόξως, δεν ήμασταν ποτέ απ’ τα συγκροτήματα που έπαιρναν ναρκωτικά. Εντάξει, πίναμε αρκετό αλκοόλ, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως επειδή στις αρχές ήμασταν μόνο δυο άτομα. Όταν, προς το τέλος, γίναμε έξι, όλο και κάτι κάναμε. Μάλλον ήταν αριθμητικό το θέμα»).

Πέρυσι εξέδωσε και το πρώτο του μυθιστόρημα, το Storage Stories, στο οποίο διηγείται τις σουρεαλιστικές ιστορίες ενός ξεπεσμένου ποπ σταρ που πιάνει δουλειά σε μια αποθήκη. «Πάντα μου άρεσαν τα βιβλία του Κουρτ Βόνεγκατ, του Ντάγκλας Κόπλαντ και γενικότερα η αμερικανική λογοτεχνία. Δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τους Βρετανούς συγγραφείς. Το βιβλίο μου είναι επηρεασμένο απ’ αυτούς κι εντάσσεται στην κατηγορία του μαγικού ρεαλισμού. Είναι αρκετά παράξενο», μου λέει και σκέφτομαι ότι μοιάζει σαν να βγήκε από κόμικ του Ντάνιελ Κλόους.

Καθόμαστε κάτω από ένα κάδρο που απεικονίζει μια θαλάσσια χελώνα, ενώ ήδη έχει αρχίσει να έρχεται ο κόσμος για να παρακολουθήσει την αποψινή του (σόλο) συναυλία. Ένας από τους φαν του έχει ‘80s κοτσίδα, φοράει ένα αμάνικο t-shirt με το εξώφυλλο του «Unknown Pleasures» των Joy Division και για κάποιον λόγο με κάνει να νομίζω ότι βρίσκομαι στην εξαρχειώτικη Οκτάνα κι ότι όταν ο DJ βάλει ένα κομμάτι των Ministry δεν θα τη γλιτώσω την αγκωνιά στο σαγόνι. Εδώ, πριν γίνει το Bartesera (που άνοιξε πριν από έξι χρόνια, όταν στην περιοχή υπήρχαν ελάχιστα μπαρ), υπήρχαν ένα φωτοτυπείο, ένα μαγαζί πουπουλούσε μελάνια κι ένα μικρό κυλικείο που έφτιαχνε φραπέδες και «τίμια» εργατικά σάντουιτς για τους εργαζόμενους στα γύρω αργυροχρυσοχοεία της οδού Λέκκα και της οδού Θησέως.

Ο Τζιμ τώρα μιλάει για ταινίες, για τον Ελαφοκυνηγό, που όταν τον είδε έγραψε αμέσως το «GI Blues», για το Juno, που του άρεσε πολύ, και για το Submarine, τη βρετανική indie επιτυχία της φετινής χρονιάς που σκηνοθέτησε ο Ρίτσαρντ Αγιοαντέι, ο ηθοποιός που μάθαμε από την αριστουργηματική βρετανική σειρά «The IT crowd». Με τους Carter παίζει ξανά τα τελευταία τέσσερα χρόνια (ύστερα από εννιά χρόνια απραξίας), αλλά δεν το θεωρεί κανονικό reunion. «Έχουμε κάνει μόνο οχτώ συναυλίες όλον αυτό τον καιρό. Δεν σκεφτόμαστε να ηχογραφήσουμε νέο υλικό ούτε να κάνουμε μεγάλες περιοδείες. Δεν θέλουμε να γίνουμε σαν τους Rolling Stones ούτε τα φαντάσματα του εαυτού μας».

Λίγο πριν απ’ το sound check, ο Τζιμ πήγε για μπάνιο κάπου κοντά στο Σούνιο. «Μου αρέσει η Αθήνα, αλλά και το Λονδίνο. Μένω στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο, στο Κρίσταλ Πάλλας. Εντάξει, ωραία είναι. Όχι τέλεια, αλλά ωραία. Επίσης, έχουμε και την καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα της Αγγλίας». Ο σκύλος σηκώθηκε βαριεστημένα απ’ την είσοδο της στοάς και ήρθε προς το μέρος του Τζιμ. Αυτός τον χάιδεψε και του τραγούδησε στο αυτί έναν στίχο από το «After the watershed».

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι

Μουσική / Tάμτα - Ανίτα Ρατσβελισβίλι: «Μάθαμε να ζούμε με το τραύμα»

Δυο διάσημες και πετυχημένες Γεωργιανές συναντιούνται στην ΕΛΣ και μιλούν για τις δυσκολίες που τις διαμόρφωσαν και την κουλτούρα της χώρας τους, που την κουβαλάνε μαζί τους παντού, ακόμα και όταν τις πληγώνει.
M. HULOT
Η επιστροφή της Lily Allen

Μουσική / Η Lily Allen επιστρέφει με το πιο θεαματικό ξεκατίνιασμα στην ιστορία της ποπ

Το «West End Girl» της Lilly Allen και ένα αριστουργηματικό ραπ άλμπουμ από την CupcakKe αποτελούν τα πιο δυνατά και τολμηρά, από πλευράς στιχουργικής, άλμπουμ της χρονιάς. Μια καλή εβδομάδα για τη μουσική.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
BOYS’ SHORTS INTERVIEW

Μουσική / Boys’ Shorts: «Δεν φταίνε τα τρανς άτομα που έχει γίνει μίζερη η ζωή σου»

To eyeliner και το electroclash έφερε κοντά το ντουέτο των DJs, που εμπνεύστηκαν το όνομά τους από τον Boy George. Έπαιξαν στο Berghain, και η φήμη τους εκτοξεύτηκε. Πλέον το mantra τους είναι το «enjoy the moment».
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Παιδί Τραύμα: Τραγουδάκια λέω που αύριο θα ξεχαστούν, δεν κάνω καμία επανάσταση, δεν αλλάζω τον κόσμο

Μουσική / Παιδί Τραύμα: «Τραγουδάκια λέω, που αύριο θα ξεχαστούν, δεν αλλάζω τον κόσμο»

Στο νέο του άλμπουμ, το Παιδί Τραύμα χρησιμοποιεί τις έννοιες της φυγής και της συγχώρεσης για να μιλήσει για το αδιέξοδο του ψηφιακού κόσμου και την αναζήτηση της αλήθειας με τραγούδια που ξεφεύγουν από το mainstream.   
M. HULOT
Οι Tame Impala φτιάχνουν έναν δίσκο εμπνευσμένο από τα bush doofs της Αυστραλίας

Μουσική / «Deadbeat» των Tame Impala: Μια lo-fi ωδή στα rave πάρτι από ένα σπουδαίο συγκρότημα

Είναι η πρώτη του δουλειά που δεν περιέχει ούτε μια ροκ στιγμή. Σύμφωνα με τον Chris Deville: «Οι Tame Impala έχουν μεταμορφωθεί σταδιακά από ένα από τα σπουδαιότερα ροκ συγκροτήματα της γενιάς τους σε… κάτι άλλο».
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Το Μονόγραμμα του Έρωτα και της Μουσικής

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Το Μονόγραμμα του Έρωτα και της Μουσικής

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμά τη μνήμη του Οδυσσέα Ελύτη με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του, παρουσιάζοντας το «Μονόγραμμα» του Γιώργου Κουρουπού, που βασίζεται στο ομότιτλο έργο του μεγάλου Έλληνα ποιητή, στις 24 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

Οπτική Γωνία / Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

«Ό,τι όμως και αν υπήρξε ο Διονύσης Σαββόπουλος, είχε τη δόνηση, τον λοξό τόνο, μια διάθεση μεταμόρφωσης και γιορτής. Επέστρεφε σε μια πάμφωτη αυλή, περιμένοντας τους φίλους, το νόημα της συνάθροισης».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Lou: Πόσες ανοιχτά λεσβίες ξέρεις αυτήν τη στιγμή στην ελληνική μουσική σκηνή;

Μουσική / Lou: Πόσες ανοιχτά λεσβίες ξέρεις αυτήν τη στιγμή στην ελληνική μουσική σκηνή;

Αυτό που κάνει η Lou στην ελληνική μουσική σκηνή είναι μοναδικό και θαρραλέο: queer μουσική για κάγκουρες με εφόδιο τις μουσικές της γνώσεις και επίγνωση αυτού που εκπροσωπεί, κάνοντας το τραπ όχημα για να περάσει τα μηνύματά της.
M. HULOT