Το καλοκαίρι πέθανε ο δισεκατομμυριούχος συλλέκτης έργων τέχνης, φιλάνθρωπος και μεγιστάνας της βιομηχανίας των καλλυντικών Λέοναρντ Λόντερ σε ηλικία 92 ετών. Έκτοτε όλοι αναρωτιούνται τι θα συμβεί με τα έργα της προσωπικής του συλλογής. Oι οίκοι δημοπρασιών, δε, έδωσαν μάχη για να αποκτήσουν τα αριστουργήματα που υπήρχαν στο σπίτι και στο γραφείο του.
Τελικά, ο οίκος Sotheby’s ήταν αυτός που εξασφάλισε τη συλλογή με τα 55 έργα, της οποίας η αξία εκτιμάται στα 400 εκατομμύρια δολάρια και θα δημοπρατηθεί τον Νοέμβριο στη Νέα Υόρκη.
Ο οίκος Sotheby’s έχει χάσει αρκετές σημαντικές συλλογές από τους ανταγωνιστές του μέσα στο αβέβαιο οικονομικό κλίμα που δημιουργεί η κυβέρνηση Τραμπ, με πολλούς συλλέκτες να διστάζουν να αποχωριστούν τα πολύτιμα έργα τέχνης τους φοβούμενοι ότι δεν θα καταφέρουν να προσελκύσουν τις υψηλότερες δυνατές τιμές. Επίσης, διστάζουν πιο πολύ από ποτέ να πραγματοποιήσουν αγορές μεγάλων έργων τέχνης, εφόσον αδυνατούν να προβλέψουν τις οικονομικές προοπτικές.
Έκανε την πρώτη του αγορά σε ηλικία μόλις έξι ετών, αγοράζοντας μια καρτ ποστάλ του Empire State Building της Νέας Υόρκης που κόστιζε μόλις πέντε σεντς, ξοδεύοντας όλο το χαρτζιλίκι του. Η συλλογή του σήμερα περιλαμβάνει 130.000 ιστορικές καρτ ποστάλ και vintage φωτογραφίες, τις περισσότερες από τις οποίες είχε υποσχεθεί στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.
Οι αναλυτές αναφέρουν ότι χάρη στη Συλλογή Λόντερ θα μπορούσαν να επανέλθουν στις δημοπρασίες συλλέκτες που θα δώσουν μια ώθηση στην αποδυναμωμένη αγορά τέχνης, της οποίας οι τελευταίες καλές μέρες ήταν το 2022, όταν ο οίκος Christie’s πούλησε έργα τέχνης αξίας 1,6 δισεκατομμυρίου δολαρίων από τη συλλογή του συνιδρυτή της Microsoft, Πολ Τζ. Άλεν.
Την άνοιξη του 2025 ο οίκος Sotheby’s δεν κατάφερε να πουλήσει το έργο σταρ των εαρινών δημοπρασιών, ένα γλυπτό του Τζακομέτι που εκτιμώνταν στα 70 εκατομμύρια δολάρια, επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία της Art Basel και της UBS που κατέγραψαν μείωση 39% στις δημοπρασίες έργων τέχνης αξίας άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων το 2024 και μια συρρίκνωση της αγοράς λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας, των υψηλών επιτοκίων και της μειωμένης ζήτησης από Ασιάτες συλλέκτες. Ο συνδυασμός αυτών των γεγονότων επέφερε σειρά αλλαγών, απολύσεων και εξαγορών στον χώρο όπου δραστηριοποιούνται οι οίκοι δημοπρασιών.

Ο οίκος Sotheby’s απέκτησε τη Συλλογή Λόντερ με οικονομικές εγγυήσεις που εξασφαλίζουν στους κληρονόμους του Λόντερ μια ελάχιστη τιμή βάσης των έργων, σε περίπτωση που πουληθούν σε τιμή χαμηλότερη από την εγγυημένη ή δεν πουληθούν. Κάτι ακόμα που δελέασε το Ίδρυμα Λόντερ ώστε να προτιμήσει τον οίκο Sotheby’s είναι η διεξαγωγή της δημοπρασίας αυτών των έργων υψηλού προφίλ και μεγάλης γενεαλογίας στο κτίριο Breuer στη λεωφόρο Madison, την πρώην έδρα του Μουσείου Αμερικανικής Τέχνης Whitney, με το οποίο ο Λόντερ είχε μακρά ιστορία – υπήρξε ο μεγαλύτερος ευεργέτης του.
Ένας συλλέκτης με πάθος
Παράδειγμα συλλέκτη παλιάς σχολής, ο Λόντερ κατείχε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης στον κόσμο. Το 2013 έκανε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης μία από τις σημαντικότερες δωρεές στην ιστορία του μουσείου, δίνοντάς του τη συλλογής του με 78 πίνακες κυβιστών, σχέδια και γλυπτά, που αποτιμώνται σε παραπάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια – καλύφθηκε έτσι ένα κενό του μουσείου. Η συλλογή περιλαμβάνει 33 έργα του Πάμπλο Πικάσο, 17 του Ζορζ Μπρακ, 14 του Φερνάντ Λεζέ και 14 του Χουάν Γκρι. Ο Λόντερ απέκτησε πολλά από αυτά από κορυφαίους συλλέκτες κυβιστών όπως η Γερτρούδη Στάιν, ο τραπεζίτης Ραούλ Λα Ρος και ο Βρετανός ιστορικός τέχνης Ντάγκλας Κούπερ. Η συλλογή θα στεγαστεί σε μια νέα πτέρυγα σχεδιασμένη από την αρχιτέκτονα Φρίντα Εσκομπέδο – το έργο βρίσκεται σε εξέλιξη.

Γεννημένος στο Upper West Side το 1933, ο Λέοναρντ και ο αδελφός του ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι της εταιρείας καλλυντικών Estée Lauder που ίδρυσαν οι γονείς τους.
Ο πλούτος που κληρονόμησε και η ανάπτυξη των επιχειρήσεων της οικογένειας τού έδωσαν την ευκαιρία να αποκτήσει μερικά από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του κόσμου. Όπως δήλωσε στους «Times» το 2024, όταν δίσταζε να κάνει μια αγορά, θυμόταν τη μητέρα του που έλεγε: «Μετανιώνεις μόνο για ό,τι δεν αγοράζεις».
Έκανε την πρώτη του αγορά σε ηλικία μόλις έξι ετών, αγοράζοντας μια καρτ ποστάλ του Empire State Building της Νέας Υόρκης που κόστιζε μόλις πέντε σεντς, ξοδεύοντας όλο το χαρτζιλίκι του. Η συλλογή του σήμερα περιλαμβάνει 130.000 ιστορικές καρτ ποστάλ και vintage φωτογραφίες, τις περισσότερες από τις οποίες είχε υποσχεθεί στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Αυτά τα μικρά αριστουργήματα, όπως τα αποκαλούσε, τον μετέτρεψαν σε συλλέκτη και παρέμειναν ισοβίως το πάθος του· η πρώτη του σύζυγος αποκαλούσε τη συλλογή «ερωμένη του». Περισσότερο από Αμερικανούς καλλιτέχνες ο Λόντερ μάζευε κυβιστές, ενώ είχε μεγάλη αδυναμία στα έργα του Κλιμτ.

Υποστηρικτής του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη, ηγήθηκε της δημιουργίας ενός ερευνητικού κέντρου για τη μοντέρνα τέχνη στο μουσείο, ενώ υπήρξε σημαντικός ευεργέτης του Μουσείου Αμερικανικής Τέχνης Whitney. Η δωρεά του το 2008, ύψους 131 εκατομμυρίων δολαρίων, είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία του μουσείου και περιλάμβανε και πενήντα πίνακες ζωγραφικής του Τζάσπερ Τζόουνς. Ως ομότιμος πρόεδρος του Whitney, αρχικά αντιτάχθηκε στη μεταφορά του μουσείου στην περιοχή Meatpacking που θεωρούσε υποβαθμισμένη και επικίνδυνη, τελικά όμως οι αντιστάσεις του κάμφθηκαν και το νέο μουσείο που άνοιξε το 2015 σε σχέδια του Ρέντσο Πιάνο ονομάστηκε προς τιμήν του «Leonard A. Lauder».
Μια δημοπρασία με αριστουργηματικά έργα

Τα έργα που θα δημοπρατηθούν τον Νοέμβριο από τους Sotheby’s, μια μοναδική συλλογή αριστουργημάτων του 20ού αιώνα, είναι αυτά με τα οποία ο Λόντερ είχε επιλέξει να ζήσει. «Όταν ξεκίνησε το ταξίδι της συλλογής έργων τέχνης, το έκανε με πολλά από τα έργα αυτής της ομάδας», δήλωσε η Λίσα Ντένισον, πρόεδρος του Sotheby’s στην Αμερική.
Κορυφαίο στην ομάδα των έργων που θα δημοπρατηθούν είναι το «Πορτρέτο της Eλίζαμπεθ Λέντερερ» (1914) του Γκούσταφ Κλιμτ το οποίο εκτιμάται ότι θα πωληθεί για παραπάνω από 150 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τρίτο της συνολικής εκτίμησης της συλλογής. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα και πιο περίτεχνα σχεδιασμένα διάσημα ολόσωμα πορτρέτα του Κλιμτ. Αποτελεί παράδειγμα των έργων που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της Χρυσής Εποχής της Βιέννης στις αρχές του 20ού αιώνα και δεν έχει δημοπρατηθεί ποτέ ξανά.
Αυτό τον πίνακα ο Λόντερ τον είχε δανείσει στην Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά στην Οτάβα και παλιότερα στη Neue Galerie της Νέας Υόρκης, που ίδρυσε ο μικρότερος αδελφός του το 2016, για τις ανάγκες της έκθεσης «Ο Κλιμτ και οι γυναίκες της Χρυσής Εποχής της Βιέννης, 1900-1918». Είναι ένα από τα δύο μόνο ολόσωμα πορτρέτα του Κλιμτ που έχουν απομείνει σε ιδιώτη.

Μια χλωμή εντυπωσιακή νεαρή γυναίκα ποζάρει σε βιολετί φόντο, ντυμένη με ένα αραχνοΰφαντο λευκό φόρεμα. Στυλιζαρισμένες φιγούρες Κινέζων με παραδοσιακή ενδυμασία, άλογα, διακοσμητικά μοτίβα και ένα πολύχρωμο χαλί συμπληρώνουν τη σύνθεση του «Πορτρέτου της Eλίζαμπεθ Λέντερερ».
Το μοντέλο είναι η Eλίζαμπεθ Λέντερερ (1894-1944), η κόρη των χορηγών του, η οποία ήταν μόλις 20 ετών όταν πόζαρε. Προηγουμένως είχε ζωγραφίσει τη μητέρα της Σερίνα, κι αυτό το πορτρέτο βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Τα πορτρέτα μητέρας και κόρης επανενώθηκαν στην έκθεση της Neue Galerie του 2016.
Ο Κλιμτ είχε φιλοτεχνήσει και το πορτρέτο της μητέρας της Σερίνα, που τιτλοφορείται «Portrait of Charlotte Pulitzer», αλλά το γνωρίζουμε μόνο από φωτογραφίες, αφού χάθηκε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η τύχη του αγνοείται μέχρι σήμερα.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Κλιμτ είχε αναπτύξει στενή σχέση με αυτή την οικογένεια που ήταν η δεύτερη πλουσιότερη μεταξύ των εβραϊκών αυστριακών οικογενειών. Μετά τον θάνατό του σε ηλικία 55 ετών, η περιουσία περιήλθε στην κυριότητα της Σερίνα. Οι Λέντερερ συγκέντρωσαν τη μεγαλύτερη συλλογή έργων Κλιμτ, συμπεριλαμβανομένου του μνημειώδους αριστουργήματός του «Beethoven Frieze» (1902), που τώρα βρίσκεται στο Secession Building στη Βιέννη.

Οι ναζί κατέσχεσαν τη συλλογή των Λέντερερ το 1940 και μετέφεραν μεγάλο μέρος της στο κάστρο Schloss Immendorf στην κάτω Αυστρία. Εκεί καταστράφηκαν από πυρκαγιά το 1945 τουλάχιστον δέκα έργα του Κλιμτ, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα και έργα τέχνης. Όσο για το μοντέλο του, την Eλίζαμπεθ, κατάφερε να γλιτώσει από τις διώξεις των ναζί, ισχυριζόμενη –ψευδώς– ότι ο πραγματικός της πατέρας ήταν ο καλλιτέχνης, που δεν ήταν Εβραίος.
Η εκτίμηση του έργου φανερώνει την προσδοκία να καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ δημοπρασίας έργου του Κλιμτ, αφού η υψηλότερη μέχρι σήμερα τιμή έργου του είναι 109 εκατομμύρια δολάρια για την «Κυρία με βεντάλια» (1917-18) που δημοπρατήθηκε στους Sotheby’s το 2023. Ωστόσο, σε ιδιωτικές συναλλαγές τα έργα του Κλιμτ έχουν πωληθεί σε υψηλότερες τιμές. Το 2006 ο αδερφός του Λόντερ, Ρόναλντ, πλήρωσε το ποσό των 135 εκατομμυρίων δολαρίων για το κόσμημα της συλλογής του, «Πορτρέτο της Adele Bloch-Bauer I» (1907), το οποίο είναι γνωστό ως «Χρυσή Adele». Το 2017, η Όπρα Γουίνφρι πούλησε το «Πορτρέτο της Adele Bloch-Bauer II» (1912) για 150 εκατομμύρια δολάρια.

Άλλα δυο σπουδαία έργα της δημοπρασίας απεικονίζουν τοπία ζωγραφισμένα στο Attersee, το αγαπημένο καλοκαιρινό καταφύγιο του Κλιμτ στην Αυστρία. Σε αυτά τα έργα διακρίνονται τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του. Πρόκειται για το «Blumenwiese» («Ανθισμένο λιβάδι») του 1908, ένα μωσαϊκό αγριολούλουδων που μοιάζει με κόσμημα και η αξία του εκτιμάται στα 80 και πλέον εκατομμύρια δολάρια, και για το «Waldhag bei Unterach am Attersee» («Δασική πλαγιά στο Ούντεραχ») του 1916, που πιστεύεται ότι είναι το τελευταίο τοπίο που ζωγράφισε ο Κλιμτ σε αυτή την περιοχή και η αξία του ξεπερνά τα 70 εκατομμύρια δολάρια. Κανένας από τους δύο πίνακες δεν έχει ξαναβγεί σε δημόσια δημοπρασία.
Θα ακολουθήσουν έξι εμβληματικά γλυπτά του Ανρί Ματίς (με συνολική εκτίμηση περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια), μία από τις «Καλοκαιρινές νύχτες» του Μουνκ που εκτιμάται στα 20 και πλέον εκατομμύρια δολάρια, και έργα των Πικάσο, Άγκνες Μάρτιν, Κλάες Όλντενμπουργκ και Κούσιε φαν Μπρίγεν, που αποκαλύπτουν το εύρος της συλλογής του Λόντερ και τις γνώσεις του γύρω από την τέχνη.
