Η Ελένη Μπαγάκη, η Σοφία Μιτσώλα και η Janice Nowinski χρησιμοποιούν τη ζωγραφική ως εργαλείο για να εξετάσουν πώς οι γυναίκες κοιτάζουν, πώς τις κοιτάζουν και πώς διεκδικούν τη δύναμη της αντίληψης. Μέσα από διαφορετικά μέσα, στυλ και εννοιολογικές προσεγγίσεις, το βλέμμα παρουσιάζεται όχι ως σταθερό σημείο, αλλά ως μια εξελισσόμενη σχέση ανάμεσα στον θεατή, το υποκείμενο και τον εαυτό στην έκθεση «As She Sees It: Three Women, Three Gazes» στην γκαλερί Ελένη Κορωναίου που θα διαρκέσει ως τις 19 Ιουλίου.
Οι οικείες, αποσπασματικές συνθέσεις της Μπαγάκη αντλούν από την προσωπική και τη συλλογική μνήμη για να εξερευνήσουν την επιθυμία και τη θολή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Οι επιβλητικές γυναικείες φιγούρες της Μιτσώλα, εμποτισμένες με μύθο και σκηνικότητα, αμφισβητούν τις παραδοσιακές απεικονίσεις του ερωτισμού και της εξουσίας. Οι δυναμικές, χειρονομιακές μορφές της Nowinski ανατρέπουν το κλασικό γυμνό, αγκαλιάζοντας το αμήχανο, το ευάλωτο και το συναισθηματικά φορτισμένο. Μαζί, οι πρακτικές τους συνθέτουν ένα πολύπλευρο πεδίο που κινείται μεταξύ παρατήρησης και ενδοσκόπησης, προσφέροντας τρεις διαφορετικές αλλά βαθιά αλληλένδετες οπτικές για το τι σημαίνει να βλέπεις –και να σε βλέπουν– με τους δικούς σου όρους.
Η καλλιτεχνική πρακτική της Ελένης Μπαγάκη, που περιλαμβάνει κείμενο, ζωγραφική, βίντεο, ήχο και γλυπτική, εξερευνά τα ρευστά όρια μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας. Ενημερωμένη από τη φεμινιστική θεωρία, η δουλειά της διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η προσωπική αφήγηση αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες. Αντλώντας από τις δικές της εμπειρίες, τα ταξίδια και τις συναντήσεις της, εξετάζει θέματα επιθυμίας, θηλυκότητας, ανήκειν και εαυτού. Η ερευνητική της διαδικασία ενσωματώνει υλικό από την ιστορία της τέχνης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τη φεμινιστική λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, συνυφαίνοντας προσωπικές και συλλογικές αναφορές, για να δημιουργήσει πολυεπίπεδες και οικείες αφηγήσεις.
«Για μια γυναίκα, το να κοιτάζει είναι από μόνο του μια πολιτική πράξη· μια πράξη επαναδιεκδίκησης του βλέμματος και της υποκειμενικότητας, πέρα από την παθητική θέση της αντικειμενοποίησης».
«Μέσα από την πρακτική μου, το βλέμμα μου ξεκινά από το προσωπικό βίωμα και διαμορφώνεται μέσα από την αυτομυθοπλασία, τον φεμινιστικό στοχασμό και την προσεκτική παρατήρηση της καθημερινότητας. Το οπτικό αυτό σήμα εκκινεί από το σώμα, την επιθυμία και τη σχέση με τον τόπο, αμφισβητώντας κυρίαρχες αφηγήσεις και αναζητώντας μια νέα γλώσσα οικειότητας και ταυτότητας. Για μια γυναίκα, το να κοιτάζει είναι από μόνο του μια πολιτική πράξη· μια πράξη επαναδιεκδίκησης του βλέμματος και της υποκειμενικότητας, πέρα από την παθητική θέση της αντικειμενοποίησης. Οι εικόνες και η πράξη του βλέμματος βρίσκονται στον πυρήνα της εικαστικής μου γλώσσας. Μέσα από το χιούμορ, την ανατροπή και την ποιητική σύνδεση, διερευνώ πώς η ταυτότητα κατασκευάζεται και βιώνεται σε σχέση με τον τόπο, τη λαχτάρα και την επιθυμία», λέει στη LiFO η Ελένη Μπαγάκη.

Για την έκθεση, η Ελένη Μπαγάκη παρουσιάζει μια σειρά ζωγραφικών έργων με τίτλο «Still Life» μαζί με νέα έργα σε αλουμίνιο. Τα ζωγραφικά έργα ακολουθούν μια ήσυχη, εννοιολογική προσέγγιση, με παστέλ μοβ και μπλε να δημιουργούν ένα ονειρικό, διαλογιστικό φόντο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται λεπτά στρώματα. Επαναλαμβανόμενα στοιχεία της πρακτικής της –όπως φωτογραφίες, κολάζ και σχέδια φυτών και φύλλων– συνυφαίνονται για να διερευνήσουν την οικειότητα και τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζουμε και κατοικούμε τις προσωπικές μας αφηγήσεις. Αντλώντας από κλασικά μοτίβα, όπως υφάσματα, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες, δημιουργεί συνθέσεις, αμφισβητώντας τα όρια μεταξύ αναπαράστασης και αφαίρεσης, επιφάνειας και βάθους, ορατού και υπονοούμενου. Παράλληλα, τα έργα σε αλουμίνιο απεικονίζουν μέρη ανδρικών σωμάτων και λουλουδιών, με την ψυχρή, βιομηχανική υφή του υλικού να έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη ζεστασιά και την ευαλωτότητα των οργανικών μορφών. Μέσα από απτικές παρεμβάσεις –ξύσιμο, τρίψιμο, λύγισμα– διαταράσσει τη λεία επιφάνεια, εισάγοντας μια ανθρώπινη παρουσία που μαλακώνει τη σκληρότητα του υλικού και εντείνει την ένταση μεταξύ αισθησιασμού και απόστασης. Συνολικά, τα έργα της στοχάζονται πάνω στον τρόπο με τον οποίο τα σώματα, η επιθυμία και η ομορφιά διαμεσολαβούνται, γίνονται αντιληπτά και καταναλώνονται σήμερα.

Τα ζωηρά, αινιγματικά ζωγραφικά έργα της Σοφίας Μιτσώλα παρουσιάζουν μυθολογικούς και φανταστικούς χαρακτήρες εμπνευσμένους από την αρχαία ελληνική τέχνη και τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα. Οι γυμνές φιγούρες της, συχνά μεγαλύτερες σε κλίμακα από την πραγματικότητα, τοποθετούνται σε έντονα χρωματιστά και απλά διαμορφωμένα φόντα. Μέσα από τα έργα της η Μιτσώλα καταπιάνεται με τη δυναμική της εξουσίας, τη θηλυκότητα και την παιχνιδιάρικη ένταση μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης. Με ένα αμείλικτο βλέμμα, οι φιγούρες της έρχονται αντιμέτωπες με τον θεατή, δημιουργώντας μια φορτισμένη οπτική συνάντηση που εξερευνά θέματα ηδονοβλεψίας, ελέγχου και κυριαρχίας. Μέσω αυτής της δυναμικής, αμφισβητεί τις παραδοσιακές απεικονίσεις της θηλυκότητας, κατασκευάζοντας νέες ιεραρχίες του βλέμματος και διεκδικώντας την εξουσία μέσω της κλίμακας και της παρουσίας.
«Προσπαθώ να είμαι γενναία και ελεύθερη. Kαι να ακολουθώ το ένστικτό μου. Αν θέλω να ζωγραφίσω ένα κορμί, θέλω να το ζωγραφίσω όπως το φαντάζομαι – μέσα από την εμπειρία του να ζω μέσα στο δικό μου σώμα» λέει στη LiFO η Σοφία Μιτσώλα. «Μου αρέσει η αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Η ιστορία γίνεται πιο πιστευτή και οι θεατές ή αναγνώστες μπορούν να ταυτιστούν. Υπάρχουν και αναξιόπιστοι αφηγητές, πανούργοι, που ξεγελάνε, όπως ο Humbert Humbert στη “Lolita” του Ναμπόκοφ.
Θέλω να υπάρχει χώρος για τους θεατές να ταυτιστούν με τους χαρακτήρες μου. Κάποιες φορές, οι θεατές νιώθουν αποστροφή. Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού.


Ποιοι είναι αυτοί οι χαρακτήρες; Αυτήν τη στιγμή, είναι φανταστικά σώματα-αστρικά όντα σε απίθανα σενάρια, μυθολογίες που έχω επινοήσει. Είναι ανθρωπόμορφα ή τερατόμορφα πλάσματα που απεικονίζονται ξαπλωμένα, όρθια, να κοιτάνε τους θεατές, ή να αιωρούνται στο σύμπαν. Οι ηρωίδες μου είναι ικανές για τρυφερότητα αλλά και για εκδίκηση. Τις σκέφτομαι σαν διαστημικές κοκέτες ή σφιγγόμορφα κανίς που θέτουν αινίγματα στους θεατές. Μερικές φορές παρουσιάζονται γοητευτικές, θεϊκές, χαριτωμένες. Άλλες φορές παραμορφωμένες, χυδαίες, αδέξιες και λίγο αστείες. Πότε φλερτάρουν και πότε ξεγελούν».
Για την έκθεση αυτή, παρουσιάζει μια νέα σειρά από πίνακες μεσαίας κλίμακας. Τα έργα της απεικονίζουν στυλιζαρισμένα γυναικεία γυμνά, γεμάτα αυτοπεποίθηση, σε βαθύ, σχεδόν μονοχρωματικό φόντο. Κάποιες φιγούρες επιβεβαιώνουν την κυριαρχία τους μέσω φανταχτερών αξεσουάρ –όπως λευκές φτερωτές γούνες ζώων–, ενώ άλλες συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωικά χαρακτηριστικά, που τους προσδίδουν σουρεαλιστικές και μυθολογικές αποχρώσεις. Στον πίνακα με τίτλο «Priestess», μια μορφή που μοιάζει με θεά εμφανίζεται είτε ένθρονη είτε αιωρούμενη. Το καρό ένδυμα και το ημισέληνο φωτοστέφανο πίσω από το κεφάλι της αποπνέουν μια αίσθηση ιεροτελεστίας, μυστικισμού και τελετουργικής δύναμης. Σε όλη τη σειρά, η απεικόνιση κάθε προσώπου και στάσης σώματος επικοινωνεί δύναμη, έλεγχο και ένα είδος επιτελεστικής κομψότητας – αλλά τελικά, το αταλάντευτο βλέμμα των μορφών της είναι εκείνο που μαγνητίζει τον θεατή.
Η ζωγραφική πρακτική της Janice Nowinski ξεκινά με φωτογραφίες που έχει βρει – συχνά κοινότοπες, αμφίσημες εικόνες τις οποίες επανεξετάζει με την πάροδο του χρόνου ως χαλαρές υποδείξεις και όχι ως σταθερές αναφορές. Αυτές οι εικόνες πυροδοτούν μια οπτική παρόρμηση που θέτει κάθε έργο σε κίνηση, επιτρέποντας στη ζωγραφική της να εξελιχθεί με μια αίσθηση απρόβλεπτου. Η διαδικασία της αγκαλιάζει τη διαίσθηση, την έκπληξη και μια σκόπιμη απόσταση από το βάρος της ιστορίας της τέχνης, παρέχοντας σε κάθε έργο τη δική του αυτονομία.

«Χρησιμοποιώ φωτογραφίες του 19ου αιώνα με ερωτικά θέματα ως υλικό για πολλούς από τους πίνακές μου. Οι εικόνες απεικονίζουν γυμνές γυναίκες σε διάφορες στάσεις και περιβάλλοντα. Ορισμένες από αυτές κατασκευάστηκαν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες της εποχής ως βολικό υποκατάστατο ενός ζωντανού μοντέλου, ενώ άλλες πωλούνταν για τον ίδιο σκοπό που πωλούνται σήμερα τα ερωτικά περιοδικά. Η χρήση εικόνων που προορίζονταν για άνδρες για μένα ως καλλιτέχνιδα ανοίγει γόνιμο έδαφος για να εξερευνήσω πώς βλέπονταν οι γυναίκες τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Μου παρέχει τη δυνατότητα να ασχοληθώ εικαστικά με αυτό το θέμα που είναι σημαντικό για εμένα και πολύ στο επίκεντρο του μυαλού των ανθρώπων σήμερα. Ως φεμινίστρια, οι γυναίκες που απεικονίζονται στους πίνακές μου έχουν φυσικά εξουσία», λέει στη LiFO.
Οι πίνακες της έκθεσης, αν και μικρής κλίμακας, διαθέτουν μια εντυπωσιακή υλική και συναισθηματική παρουσία. Οι πλατιές, χειρονομιακές πινελιές σχηματίζουν δυναμικές συνθέσεις που μοιάζουν αυθόρμητες αλλά και λεπτοδουλεμένες. Πίσω από τη φαινομενική τους απλότητα κρύβεται μια ιδιωτική, αυστηρή διαδικασία σχεδίασης με βάθος και σαφήνεια. Τα χαλαρά αποδοσμένα, συχνά κωμικά γυμνά της Nowinski ανατρέπουν τα παραδοσιακά ιδεώδη της ομορφιάς και του ερωτισμού. Οι μορφές της, δημιουργημένες από εκφραστικές, μερικές φορές ανατομικά αναληθείς πινελιές, διεκδικούν την εξουσία μέσα από την ατίθαση φυσικότητά τους και την ασεβή γοητεία τους. Συνολικά, η Nowinski αναζωογονεί τη ζωγραφική μέσα από ένα μείγμα ωμής αμεσότητας, εννοιολογικής σαφήνειας και βαθιάς αφοσίωσης στη διαδικασία, παράγοντας έργα που είναι τόσο συνειδητοποιημένα όσο και τολμηρά ελεύθερα.
