Η πολυκατοικία είναι μια τριώροφη των ’90s στη Βούλα και εξωτερικά δεν με προδιαθέτει για το διαμαντάκι που αντικρίζω. Το διαμέρισμα είναι «oh la la» και βγάζω και ένα αντίστοιχο επιφώνημα ενθουσιασμού. Πρόκειται για ένα καλόγουστο ρετιρέ 380 τετραγωνικών που το λες και επιτομή του φίνου. Κομψό, με έμφαση στη λεπτομέρεια και με έναν αέρα αστικής φινέτσας.
Ο Ευάγγελος έχει παίξει έξυπνα με το χρώμα και η lime επιλογή στον έναν τοίχο με το τζάκι προσδίδει μια ωραία αίσθηση φρεσκάδας. «Σαν να έστυψες κανονικό lime στη διακόσμηση», παρατηρώ.
Είναι ένα διαμέρισμα που παίζει με τις ισορροπίες, και εκεί που θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις τη διακόσμηση βαριά, το ίδιο το σπίτι γίνεται ατίθασο και βγάζει τη γλώσσα στη σοβαροφάνεια. Είναι λες και το έμπειρο χέρι του Ευάγγελου να ταρακουνάει τα ήσυχα νερά της καθωσπρέπει διακόσμησης. Το ανέλαβε εξ ολοκλήρου και του έδωσε χαρακτήρα και τσαγανό. Με ξεναγεί και μου δίνει πληροφορίες για όλα. Μιλάει με έναν τόνο περηφάνιας, σαν να πρόκειται για το πνευματικό του παιδί.
Στο σπίτι χρησιμοποίησε ψάθες, ταπετσαρίες, υφάσματα. Πρέπει να ξέρεις πού θα κάνεις την υπέρβαση και πού θα κρατήσεις χαμηλούς τόνους για να μπορέσει ένας χώρος να έχει αυτή την ωραία αρμονία. Ένας χώρος δεν αρκεί να σου αρέσει για ένα απόγευμα· πρέπει να μπορείς να φανταστείς τον εαυτό μέσα σ’ αυτόν.
«Γιατί οι άνθρωποι βάζουν έναν interiοr designer να τους φτιάξει το σπίτι; Στερούνται γούστου και φαντασίας;» τον ρωτάω κάπως αυστηρά. «Γιατί δεν κάνεις μόνη σου ένα σφράγισμα στο δόντι σου;» μου απαντά αφοπλιστικά.

«Σαφώς μπορεί κάποιος να φτιάξει μόνος το σπίτι του. Οι περισσότεροι αυτό κάνουν, και μάλιστα κάποιοι τα καταφέρνουν εξαιρετικά. Άλλοι πάλι ζητούν τη γνώμη ενός ανθρώπου που το έχει σπουδάσει και έχει κάνει και χιλιόμετρα στην εσωτερική διακόσμηση. Για να επιλέξεις έναν interior designer, σημαίνει ότι έχεις δει προηγούμενες δουλειές του και σου αρέσει η αισθητική του, και αναζητάς κάποιον να σε γλιτώσει από όλο αυτό το τρέξιμο που απαιτεί η ανακαίνιση ή η κατασκευή ενός σπιτιού. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τον χρόνο ούτε μεράκι να διαλέγουν πλακάκια, κουρτίνες και μαξιλάρια», λέει.
Τον ρωτάω με τι κριτήριο έφτιαξε αυτό το διαμέρισμα. «Το θέμα είναι να συνδεθείς με τον πελάτη και να τον βοηθήσεις να οραματιστεί το σπίτι του. Σε ένα σπίτι παίζουν πολλά πράγματα ρόλο: Πρόκειται για οικογένεια ή για εργένη; Τι στόχο έχεις από αυτό το σπίτι; Το χρειάζεσαι και για επαγγελματικά και κοινωνικά καλέσματα; Ή είναι η ερωτική σου φωλιά και θες να δημιουργήσεις έναν πιο φετιχιστικό χώρο έμπνευσης; Εδώ, μιλάμε για μια επιχειρηματική οικογένεια με τρία μεγάλα αγόρια και ένα σπίτι που έπρεπε να έχει στιβαρή ραχοκοκαλιά. Εκεί ήρθα ακριβώς εγώ να δώσω ανάσες δημιουργικότητας σε όλη αυτήν τη στιβαρή και συγκεκριμένη διακόσμηση».
Του λέω ότι μου αρέσει ο γκρι τοίχος στην τραπεζαρία αλλά και το lime, που προσδίδει κάτι πολύ δροσερό στον χώρο, και ότι εγώ θα το φοβόμουν αυτό το χρώμα, αλλά ο Ευάγγελος έχει καταφέρει να δείχνει πολύ εντυπωσιακό μαζί με τα ξύλινα έπιπλα και τις αντίκες.

Ομολογεί πως τόσο οι σπουδές στην Καλών Τεχνών όσο και το μεταπτυχιακό αργότερα στη συναισθηματική διακόσμηση του έδωσαν την ικανότητα να παίζει με τα χρώματα και να τα μπερδεύει έξυπνα. «Δεν θέλω να ακουστεί ότι ευλογώ τα γένια μου αλλά νομίζω πως ο συνδυασμός χρωμάτων είναι το δυνατό μου χαρτί», λέει. «Δηλαδή να μην το φοβόμαστε το χρώμα;» τον ρωτάω. Διστάζει να μου απαντήσει. «Το χρώμα θέλει γνώση, αλλιώς μπορεί εύκολα να σε πάει κάπου λάθος», λέει διπλωματικά.
Με ξετρελαίνει η εντυπωσιακή τραπεζαρία. Μαθαίνω ότι είναι από έναν Κύπριο εξαιρετικό επιπλοποιό που λεγόταν Σαββίδης. Οι καναπέδες είναι και αυτοί χάρμα οφθαλμών και ο Ευάγγελος μου λέει ότι άλλαξε μόνο το ύφασμα. Είναι της Nobilis, που έχει προϊόντα άριστης ποιότητας, και οι κουρτίνες της ισπανικής εταιρείας Gancedo. «Στο ύφασμα, η κακή ποιότητα δεν συγχωρείται με τίποτα», λέει εμφατικά. Το μικρό μπάνιο είναι του ονείρου. Μου λέει ότι το σπίτι είναι ενοικιαζόμενο και δεν μπορούσαν να γίνουν ριζικές επεμβάσεις, οπότε σκέφτηκε να καλύψει το πλακάκι με ένα ύφασμα αμυγδαλιάς.
Τον ρωτάω αν το ενδιαφέρουν οι τάσεις της εποχής. Μου απαντά πως τον ενδιαφέρουν, αλλά περισσότερο για να αντλήσει κάποια στοιχεία. «Η τάση είναι κάτι που περνάει γρήγορα. Η αισθητική είναι σαν το στυλ. Αν έχεις στυλ, ό,τι και να φορέσεις έχει ενδιαφέρον. Ένα σπίτι πρέπει να ’ναι διαχρονικό. Αυτό είναι η μεγαλύτερη αρετή του. Να αντέχει στον χρόνο», επισημαίνει.
Αυτό το διαμέρισμα είχε μεγάλο πλούτο από διακοσμητικά αντικείμενα, κι έτσι ο Ευάγγελος είχε στη διάθεσή του καλό υλικό για να αξιοποιήσει. Κάποια τραπέζια ήταν του Σαρίδη, αθάνατα, κάποιο άλλο απ’ την Καραγεωργίου και άλλα από εξαιρετικούς επιπλοποιούς. «Είναι μεγάλη ανοησία να βλέπω να πετάνε στα σκουπίδια πραγματικά καλά έπιπλα για να πάρουν έναν μοντέρνο καναπέ ΙΚΕΑ», λέει με αγανάκτηση στη φωνή. «Είναι τόσο ανανεωτικό να δίνεις νέα πνοή σε κάτι παλιό και να αφήνεις την ιστορία να μπει στη χορογραφία της ζωής σου».



Ο Ευάγγελος μου λέει ότι υπήρχε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο της εταιρείας Cironi με το οποίο ξετρελάθηκε. «Είναι σαν να τρως πάνω σε έργα τέχνης». Έχει βάλει σαν διακοσμητικό βάζο πάνω στο τραπέζι μια σουπιέρα. «Γιατί μια σουπιέρα να την κάνεις βάζο;» τον ρωτάω. Μου απαντά πως δεν υπάρχουν κανόνες· υπάρχει μόνο φαντασία.
Σημειώνει ότι η ανακαίνιση ήταν ριζική. «Αλλάχτηκαν όλα τα υφάσματα, και τα έπιπλα βάφτηκαν από την αρχή στο χρώμα moca mouche, το οποίο αποτελεί τη νέα τάση. Έτσι, αυτό το χρώμα μπήκε σε όλα τα βερνίκια των επίπλων και μετά έγινε ένα ανακάτεμα της αισθητικής για να φτάσει στην ποθητή ισορροπία. Τα υπέροχα μεταξωτά μαξιλάρια είναι της εταιρείας Jim Tomson. Kαι η βεράντα του σπιτιού με κάνει και βγάζω ένα δυνατό επιφώνημα ενθουσιασμού». Πράγματι, με τις πράσινες-μοβ αποχρώσεις στα υπέροχα έπιπλά της, η βεράντα είναι σαν ένα δεύτερο σαλόνι· σαν να συνομιλούν το ένα με το άλλο.
Στην κουζίνα, πάνω από το τζάκι, είναι κρεμασμένος ένας παιχνιδιάρικος πίνακας. Λέω στον Ευάγγελο ότι μου αρέσει το τζάκι και στην κουζίνα και στο υπνοδωμάτιο και παντού, δίνει μια αίσθηση θαλπωρής στον χώρο.
Στο σπίτι χρησιμοποίησε ψάθες, ταπετσαρίες, υφάσματα. Πρέπει να ξέρεις πού θα κάνεις την υπέρβαση και πού θα κρατήσεις χαμηλούς τόνους για να μπορέσει ένας χώρος να έχει αυτή την ωραία αρμονία. Ένας χώρος δεν αρκεί να σου αρέσει για ένα απόγευμα· πρέπει να μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτόν. Ένα πολύ έντονο χρώμα όχι σωστά συνδυασμένο ίσως να σου προκαλεί ένταση.

Η κρεβατοκάμαρα είναι μαγική. Με ένα παλιό vintage ξύλινο καναπεδάκι. Ήταν αντίκα και το έδωσαν για ανακατασκευή, και το ύφασμα είναι της εταιρείας Manuel Canova με ασορτί χρώμα στη λάμπα και πίσω μια κουρτίνα πραγματικό έργο τέχνης, της εταιρείας Sarlas. Έχει χειριστεί πολύ έξυπνα το dressing room μ’ αυτή την κουρτίνα. «Κλέβω ιδέες», του λέω. «Ελεύθερα», απαντά.
Τον ρωτάω γιατί οι άνθρωποι είναι μερικές φορές διστακτικοί να δείχνουν την κρεβατοκάμαρά τους. Έχει έτοιμη την απάντηση. «Όταν μπαίνεις στην κρεβατοκάμαρα, είναι σαν να φτάνεις στα άδυτα της ψυχής του άλλου. Εκεί φαίνεται πραγματικά ποιος είναι. Καταλαβαίνω πολύ περισσότερα για έναν άνθρωπο απ’ την κρεβατοκάμαρά του παρά από το υπόλοιπο σπίτι του. Είναι άνθρωποι που έχουν περιποιημένο και φροντισμένο όλο το σπίτι και η κρεβατοκάμαρά τους αποτελείται από μόνο ένα κρεβάτι και ένα κομοδίνο. Δεν έχουν ασχοληθεί στο ελάχιστο με αυτό το μέρος του σπιτιού. Αμέσως αντιλαμβάνεσαι πόσο παραμελημένη έχουν αφήσει και την ψυχή τους».
Η αγαπημένη γωνιά του Ευάγγελου είναι η πλευρά του τζακιού με το χρώμα σαν φρέσκο γκαζόν σε συνδυασμό με όλα τα κλασικά αντικείμενα που «φοντάρουν» πάνω σε αυτό. «Έχει έρθει και του έχει δώσει κάτι πολύ δικό του. Σαν αυτή να ’ναι η ταυτότητα του σπιτιού».



Το σπίτι έχει επιρροές από όλο τον κόσμο. Κινέζικα βάζα, ξυλόγλυπτα, πορσελάνες, κορνίζες, όλα αγορασμένα από τα ταξίδια της οικογένειας. Ο Ευάγγελος όμως τα έχει τοποθετήσει πολύ σωστά. Του λέω ότι αυτό το mix ’n’ much απαιτεί μεγάλη προσοχή. Συμφωνεί και μου δίνει ένα αστείο παράδειγμα. Είναι, λέει, σαν να φτιάχνεις αυγά καγιανά και να βάζεις μέσα αναπάντεχα μπαχάρια, ακόμα και κάποια εξωτικά. Αν είσαι έμπειρος σεφ, θα το απογειώσεις και θα φέρεις μια πολύ ωραία καινούργια γεύση, αν δεν είσαι όμως, θα αηδιάσεις και θα πεις «μα καλά, στα αυγά καγιανά εξωτικά μπαχάρια;». Έτσι είναι και η διακόσμηση.
Φεύγουμε απ’ το σπίτι στη Βούλα και στον δρόμο ρωτάω τον Ευάγγελο: «Θα έρθεις μια μέρα στο δικό μου σπίτι; Νομίζω πως ο κίτρινος τοίχος με τρελαίνει». Γελάει και μου κλείνει το μάτι. Το εκλαμβάνω σαν κατάφαση.


