Τα καλά νέα έρχονται απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας του Γιάννη Αρβανίτη στην Κυψέλη, που είναι εντυπωσιακή. Έχει ένα ωραίο ξύλινο έπιπλο για τον θυρωρό, που δεν μυρίζει εγκατάλειψη αλλά φρεσκάδα. Οι τοίχοι, έξυπνα βαμμένοι μπλε, αναδεικνύουν τις ξύλινες λεπτομέρειες. Μια φροντισμένη πολυκατοικία, σκέφτομαι, είναι σαν τα hors d’oeuvres, σου ανοίγει την όρεξη να δεις το σπίτι.
Το ασανσέρ είναι κι αυτό παλιό αλλά καλοσυντηρημένο. Καθώς πάω να πατήσω το κουμπί θυμάμαι ότι ένα ολόιδιο, μάρκας L. Hopmann, είχε ο παππούς μου στην πολυκατοικία του. Μπορώ σχεδόν να τον αισθανθώ να με σηκώνει ψηλά, όπως έκανε όταν ήμουν μικρή γιατί δεν έφτανα να πατήσω το κουμπί.
Μπαίνω στο σπίτι του Γιάννη συγκινημένη. Την πρώτη συγκίνηση ακολουθεί μια δεύτερη. Το σπίτι του είναι σαν να σε καλεί σε ένα αέναο μαγικό χθες, σαν να σε επιστρέφει απαλά στα ’50s, αλλά χωρίς να υπάρχει τίποτα το πολυκαιρισμένο και το κουρασμένο. «Εδώ είναι τα σύγχρονα ’50s!», μονολογώ με ενθουσιασμό.
«Έχω μείνει στην οδό Κολοκοτρώνη και αργότερα κυριολεκτικά πάνω στην Ερμού. Στην αρχή ήταν καλά, όμως προς το τέλος, έβγαινα να πάρω την Κυριακή εφημερίδες και έπεφτα πάνω στη λαοθάλασσα των τουριστών∙ αυτό με κούρασε. Κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή να μετακινηθώ».
Το πρώτο που τον ρωτάω είναι πώς κατάφερε να κρατήσει το σπίτι σε τόσο καλή κατάσταση. Μου λέει ότι ήταν τυχερός γιατί όταν μπήκε το σπίτι ήταν μεν «χρέπι», αλλά δεν είχε αλλάξει ποτέ ιδιοκτήτες και έτσι δεν είχε γίνει ανακαίνιση. «Οι πρώτοι άνθρωποι που έμειναν εδώ όταν χτίστηκε είναι εκείνοι που μου το πούλησαν». Οπότε, είχε πολλά στοιχεία που ήθελε.

«Έκανα αρκετές επεμβάσεις με σκοπό να μη φαίνονται. Είμαι αυτής της λογικής». Μου εξηγεί ότι χρησιμοποίησε μέχρι και υλικά της τότε εποχής. Ανακύκλωσε τα παλιά μάρμαρα. Ακόμα και τα γκρεμίσματα που έγιναν είναι αδιόρατα. Αναβάθμισε τα κουφώματα και κράτησε τα δάπεδα με το δρύινο ψαροκόκαλο. Βγάζω επιφώνημα ενθουσιασμού.
«Μη μου πεις», του λέω, «ότι σου άφησαν και κάποια έπιπλα;». Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, ήμουν και σε αυτό τυχερός, ήταν διάφορα πράγματα που εκείνοι δεν τα χρειάζονταν, οπότε και μου τα παραχώρησαν. Αυτό το τραπεζάκι», λέει και δείχνει το τραπέζι μπροστά στον καναπέ που καθόμαστε, «ήταν στο ίδιο σημείο πάνω από εξήντα χρόνια, έτσι το άφησα κι εγώ στη μακαριότητά του».
Τον ρωτάω πώς βρήκε αυτό το σπίτι και γιατί επέλεξε την Κυψέλη. Μου λέει ότι την Κυψέλη την αντιπαθούσε από παιδί, ότι του έβγαζε κάτι πολύ αρνητικό. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα μετά τις σπουδές του στη Γερμανία, ήθελε να μείνει κάπου βολικά και να μπορεί να τα κάνει όλα με τα πόδια. «Έχω μείνει στην οδό Κολοκοτρώνη και αργότερα κυριολεκτικά πάνω στην Ερμού. Στην αρχή ήταν καλά, όμως προς το τέλος, έβγαινα να πάρω την Κυριακή εφημερίδες και έπεφτα πάνω στη λαοθάλασσα των τουριστών∙ αυτό με κούρασε. Κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή να μετακινηθώ.
Μια φίλη τότε μου έδειξε ένα ρετιρέ στην Κυψέλη και εντυπωσιάστηκα. Για πρώτη φορά είδα την Κυψέλη με άλλο μάτι. Ήταν η στιγμή που έψαχνα να αγοράσω κάτι. Σε μια βόλτα, είδα εντελώς τυχαία στην πολυκατοικία το ενοικιαστήριο μέσα στις νεραντζιές του δρόμου που μοσχοβολούσαν και όταν είδα το διαμέρισμα, ενθουσιάστηκα. Μου έκαναν όλα». «Πιστεύεις λοιπόν στην τύχη;» «Ναι, πιστεύω. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις θέλει και τη δική μας συμμετοχή».

Παρατηρώ τα έπιπλά του, που είναι ένα κι ένα. «Αυτό το σκρίνιο είναι του 1930. Είναι ενός οικογενειακού φίλου που δεν το ήθελε και έχει έρθει από τη Γερμανία. Έχω μέσα διάφορα παλιά σερβίτσια που μαζεύω κατά καιρούς». Οι καναπέδες είναι, λέει, καινούργιοι, ελληνικοί, χειροποίητοι, από μικρούς κατασκευαστές που τους έψαξε με προσοχή.
«Αλλάζεις θέση στα έπιπλα;» «Στην αρχή έκανα πολλές αλλαγές, αλλά τώρα κράτησα τον αρχικό σχεδιασμό, έτσι όπως τα είχα σκεφτεί και τα είχα σχεδιάσει στην κάτοψη».
Παρατηρώ τα πολύχρωμα τασάκια του. Κάνει συλλογή από τασάκια και από χρωματιστά βάζα Murano. «Αγαπώ τα παλαιοπωλεία. Πηγαίνω και στον Ελαιώνα. Όμως τα τελευταία χρόνια είμαι διστακτικός γιατί έχω την τάση να μαζεύω ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Έρχεται η στιγμή που σε ενδιαφέρει το ποιοτικό και το ουσιώδες».
Η βεράντα του με το ωραίο άνοιγμα και τα φροντισμένα φυτά είναι σαν μια μικρή Εδέμ στην πόλη. Μ’ αρέσει και η ρετρό τραπεζαρία φερ φορζέ. «Κι αυτήν τη βρήκες στο σπίτι;» ρωτάω. «Ναι, δεν την ήθελαν. Φρεσκάρω μόνος μου τα φερ φορζέ κάθε χρόνο, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία της άνοιξης».
Η τραπεζαρία του είναι επιβλητική. «Είναι από το Mofu, αλλά την έχω αγοράσει δεύτερο χέρι απ’ τα γραφεία της Documenta 14, όπου δούλευα. Ήταν στο γραφείο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Την έβαλα στο μάτι και ενώ ζούσα σε ένα μικρότερο σπίτι και δεν χωρούσε, την κράτησα υπομονετικά σε μια αποθήκη για τη στιγμή που θα έβρισκα το σωστό σπίτι».


Οι καρέκλες είναι κι αυτές από το Mofu. Τον ρωτάω αν σε αυτή την τραπεζαρία κάνει τραπέζια. Μου λέει ότι κάνει πολύ συχνά γιατί αγαπάει πολύ τη μαγειρική. Μαζεύονται με φίλους και μαγειρεύει. «Καθόμαστε με τις ώρες, πίνουμε και γελάμε. Υπάρχει πρωτόκολλο», λέει με στόμφο, «σούπα, πρώτο και δεύτερο πιάτο και φυσικά γλυκό».
«Άρα είναι ένα χαρούμενο σπίτι» του λέω. Γνέφει καταφατικά. «Ναι, είναι και τα ζώα που δίνουν χαρά». Μου μιλάει για τον γάτο τους, τον Κίτσο, και τη Μάρω, μια όμορφη πρώην αδέσποτη σκυλίτσα, που κυνηγιούνται και παίζουν όλη την ώρα. Βρέθηκαν μαζί στο δεύτερο lock down, όταν μετακόμισε εδώ ο φίλος του με τον γάτο του.
«Ομολογώ ότι περνάμε ωραία. Έρχονται πολύ συχνά φίλοι και το πιο καλό απ’ όλα είναι ότι οι κολλητοί μας μένουν ακριβώς στον αποκάτω όροφο, όποτε είναι μια κατάσταση σαν τη σειρά “Friends”. Είμαστε συνέχεια πάνω κάτω». «Ζηλεύω» του λέω και το εννοώ, γιατί πάντα ονειρευόμουν μια τέτοια συνθήκη.
Παρατηρώ τα λουλούδια στα βάζα και τα περιποιημένα φυτά. Ποια είναι η σχέση του με την κηπουρική; «Έχω συνέχεια λουλούδια στο σπίτι και ασχολούμαι με τις ώρες με τα φυτά. Είναι σαν ψυχοθεραπεία». Αγαπάει την επαφή με τα φυτά. Όπως χαρακτηριστικά λέει, είναι η μόνη επαφή που μπορούμε να έχουμε στην πόλη με τη φύση.
Ο Γιάννης, πέρα από αρχιτέκτονας και σκηνογράφος, εδώ και πολλά χρόνια κάνει τον σχεδιασμό και την παραγωγή εκθέσεων και είναι σε στενή συνεργασία με το ΕΜΣΤ. Γνωρίζοντας τη διαδρομή του και από την Documenta, μου κάνει μεγάλη εντύπωση που το σπίτι του έχει σχετικά λίγα έργα τέχνης και οι τοίχοι στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι λευκοί. «Δεν βλέπω πολλά έργα τέχνης. Πώς κι έτσι;» τον ρωτάω.



«Νομίζω ότι επειδή από μικρός δούλευα μέσα στην τέχνη, δεν ήθελα έργα στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στα χρόνια έχω συγκεντρώσει ένα σωρό αγαπημένα έργα καλλιτεχνών και σιγά-σιγά, διστακτικά, βγάζω κάποια», μου απαντάει. «Σαν έχεις μπουχτίσει από τέχνη;», του λέω αυθόρμητα. «Όχι, περισσότερο είναι η επιμελητική μου “διαστροφή” ότι στο σπίτι πρέπει να μπει ένα έργο όταν βρει μια πολύ σωστή θέση. Στο σπίτι δεν είσαι σε μια συνθήκη έκθεσης, ούτε είναι εδώ γκαλερί ή μουσείο. Για να μπει ένα έργο τέχνης στο σπίτι, πρέπει να το αγαπάς πολύ, κι εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να βρίσκω έναν λόγο να μπει». «Έχεις ωστόσο κάποια έργα», παρατηρώ. «Ναι, έχω αριθμημένες μεταξοτυπίες των Τσαρούχη, Τσουμπλέκα, Penny Siopis, Ειρήνη Καραγιαννόπουλου, Sebastien Marteau και έργα των Αλέξανδρου Ψυχούλη, Ηope, Joan Sandoval».
Εντυπωσιάζομαι με ένα παλιό ράδιο-πικάπ. Του το χάρισαν φίλοι. «Και αυτό αντίκα;» δείχνω μια καρέκλα. «Αυτή η καρέκλα είναι του προπάππου μου», λέει με περηφάνια, σαν να καυχιέται για το καλό γούστο του προγόνου του.
Η κουζίνα του είναι χάρμα οφθαλμών. Λευκή, βγάζει μια καθαριότητα και μια ησυχία. Εδώ έχει βάλει άλλο ένα παλιό, αριστουργηματικό έπιπλο βιτρίνας, και μέσα έχει τοποθετήσει τα σερβίτσια του. Μαθαίνω ότι είναι και αυτό δώρο κάποιου φίλου από κάποιο συγγενικό του σπίτι. «Μα πόσο κάλους φίλους έχεις;» αναφωνώ και συμφωνεί. «Είμαι πράγματι τυχερός», λέει σεμνά.
Το μπάνιο βγάζει κάτι νοσταλγικό αλλά και κάτι φρέσκο την ίδια στιγμή. Μόνο το φρεσκάρισε, όπως μου εξηγεί, κράτησε το μάρμαρο στο δάπεδο και βρήκε σφουγγάτο μάρμαρο της Αγίας Μαρίνας και το έβαλε στον τοίχο. Μαθαίνω ότι δεν τα βρίσκεις εύκολα πια αυτά τα μάρμαρα, του πήρε χρόνο και ήθελε πείσμα η αναζήτηση. Την μπανιέρα την κράτησε όπως ήταν και αντέγραψε πιστά τον καθρέφτη που υπήρχε γιατί είχε ραγίσει.
Το υπνοδωμάτιό του είναι κι αυτό σαν να ανοίγεις μια βεντάλια του χθες και να κάνεις μ’ αυτήν αέρα. Τα κομοδίνα και το έπιπλο της τουαλέτας τα βρήκε μέσα στο σπίτι, μόνο τα συντήρησε. Σχολιάζω τη μεταξοτυπία του Τσαρούχη στον τοίχο. Είναι από μια συλλογή που είχε κάνει με παραδοσιακές νύφες στην Ελλάδα. Κράτησε τις παλιές ντουλάπες, συντήρησε όλα τα κουφώματα και τα στολίδια τα έβαψε λευκά.




Τα παράθυρα τα κράτησε ξύλινα και τα αναβάθμισε. «Μα γίνεται να αναβαθμιστούν;» απορώ. «Γίνεται», μου απαντάει, «αλλά δεν φτάνουν τα επίπεδα ενός ενεργειακού κουφώματος γερμανικού τύπου σε σχέση με τη μόνωση. Όμως είναι μια χαρά».
«Μ’ αρέσουν και οι ελιές που τις βλέπεις φουντωμένες και καμαρωτές όταν κοιτάς απ’ το παράθυρο» του λέω. «Όλα τα πιθάρια έχουν έρθει απ’ την Κρήτη», δηλώνει. «Τίποτα στην τύχη», παρατηρώ. «Έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο με εμμονές», λέει χαριτολογώντας.
«Γιατί δεν έχεις βάλει χρώμα στο σπίτι;» τον ρωτάω με πραγματική περιέργεια. «Είναι η περίοδος του λευκού και όλων των αποχρώσεων του λευκού», απαντάει. «Πώς κι έτσι;». «Έχει να κάνει με τελείως προσωπικούς λόγους, με διάφορες αναμνήσεις από τα σπίτια του ’60 τα οικογενειακά, που ήταν λευκά. Έχω συνδέσει την ανάμνηση με το υπόλευκο χρώμα που είχαν αυτοί οι τοίχοι. Μια γλυκιά αναφορά στο χθες. Είναι θέμα βιωμάτων», λέει.
Φεύγω απ’ το σπίτι του με τη σκέψη ότι τελικά μπορείς να σεβαστείς την ιστορία ενός σπιτιού και να δώσεις στο χθες την πνοή του σήμερα. Ο Γιάννης τα κατάφερε.