ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα;

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
Σπίτι στο Μαρούσι | Creative Architects
0

Τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα φαίνεται να έχει αγκαλιάσει εκ νέου την αισθητική του μπετόν: οι όψεις γκριζάρουν, οι μορφές απλοποιούνται και η ψυχρή γοητεία των υλικών, ιδίως του εμφανούς σκυροδέματος, αποκτά κεντρικό ρόλο σε νέα κτίρια και ανακαινίσεις. Η τάση αυτή, που διατρέχει τόσο έργα υψηλής αρχιτεκτονικής όσο και τυποποιημένες πολυκατοικίες, μοιάζει να επιβάλλει ένα νέο οπτικό καθεστώς στην πόλη, σαν ένα είδος «μινιμαλισμού» που φλερτάρει άλλοτε με μια ασφαλή κομψότητα και ενίοτε με την ενσωμάτωση στην αστική φθορά.

«Το γκρίζο είναι το χρώμα που προκύπτει από το ανακάτεμα των διαφορετικών χρωμάτων. Είναι όμως και το χρώμα που προκύπτει ως ασφαλέστερα αποδεκτό από τον μέσο κάτοικο της πόλης. Πρόκειται για τον αισθητικά ελάχιστο κοινό παρονομαστή: κανείς δεν ενθουσιάζεται με το γκρι, αλλά και κανείς δεν έχει ένσταση για αυτό. Αν, για παράδειγμα, προτείνεις σε κάποιον να βάψει το σπίτι του κόκκινο ή πορτοκαλί, είναι πιθανό να υπάρξουν αντιδράσεις. Αντίθετα, με το γκρίζο κανείς δεν διαφωνεί. Με αυτή την έννοια, το γκρίζο είναι το χρώμα της σιωπηρής πλειοψηφίας – το χρώμα που δεν διχάζει. Γι’ αυτό και έχει καταλήξει να κυριαρχεί σε πολλές όψεις πολυκατοικιών, ειδικά στις δεκαετίες που η αισθητική απόφαση δεν υπαγορεύεται από αρχιτεκτονική πρόθεση αλλά από εργολαβική συνήθεια ή κοινωνική “ουδετερότητα”», σχολιάζει ο Πάνος Δραγώνας, Καθηγητής Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού & Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Όπως επισημαίνει ο Κώστας Τσιαμπάος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, γενικώς το γκρίζο χρώμα δεν συναντάται συχνά στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική γιατί είναι ένα χρώμα που δεν προκύπτει εύκολα από φυσικά υλικά και διαδικασίες. Το πιο κοντινό ίσως είναι ένα γκρι-μπλε. «Το γκρι, που είναι μια απλή μείξη άσπρου με μαύρο, παραπέμπει σε ένα προϊόν της χημικής βιομηχανίας, άρα της μοντέρνας εποχής. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική –η οποία παρά τα όσα νομίζουμε είχε πολλά χρώματα στην παλέτα της– χρησιμοποιούσε το γκρι ως ένα χρώμα που είναι “ουδέτερο” και συνδυάζεται πρακτικά με τα πάντα».

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
Σπίτι στο Μαρούσι | Creative Architects

Το γκρι, λοιπόν, δεν είναι χρώμα της φύσης αλλά προϊόν της εποχής του. Για να κατανοήσουμε πώς μετατράπηκε σε ιδεολογικό εργαλείο του μοντερνισμού, πρέπει να επιστρέψουμε στις απαρχές του 20ού αιώνα, όπως εξηγεί η αρχιτέκτονας Αλεξάνδρα Δαλιάνη, συνιδρύτρια του γραφείου Creative Architects, που φέτος κέρδισε το βραβείο καλύτερης κατοικίας στον θεσμό Grail Awards, για ένα σπίτι από μπετόν. «Ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, και κυρίως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πολύ συγκεκριμένες φιλοσοφικοκοινωνικές αναζητήσεις. Το περιττό και ο διάκοσμος άρχισαν να αποτελούν εμπόδιο στη γρήγορη, φθηνή κατασκευή που προοριζόταν να στεγάσει τους βιομηχανικούς εργάτες, οι οποίοι εγκατέλειπαν αγροτικές περιοχές για να κατοικήσουν κοντά σε μονάδες παραγωγής», συνεχίζει να ξεδιπλώνει τον μίτο της ιστορίας η Αλεξάνδρα Δαλιάνη. «Στις αναζητήσεις των αρχιτεκτόνων που προσπαθούσαν να βρουν απαντήσεις στα κοινωνικά αιτήματα της εποχής, το επίχρισμα στο οπλισμένο σκυρόδεμα –που ήταν μια σχετικά νέα τεχνολογία και παρείχε νέες δυνατότητες– ήταν περιττό και ανούσια δαπάνη. Αναδύεται, λοιπόν, η σκέψη για την “αλήθεια” αυτού του νέου υλικού: δεν υπάρχει λόγος να επιχρίσω όλες τις επιφάνειες του οπλισμένου σκυροδέματος», συμπληρώνει. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται και μια κρίσιμη ποιοτική διαφορά: άλλο είναι το γκρίζο του εμφανούς σκυροδέματος, ως υλική ειλικρίνεια, και άλλο το βαμμένο γκρι σε επιχρισμένες επιφάνειες, ως αισθητική επιλογή που συχνά υποδύεται κάτι που δεν είναι. 

«Στον προπολεμικό μοντερνισμό, το λευκό –το χρώμα του “πουρισμού”– κυριάρχησε διεθνώς ως έκφραση καθαρότητας και αφαίρεσης, ενώ στον μεταπολεμικό μοντερνισμό κυριάρχησαν αντίστοιχα οι αδρές γκρίζες επιφάνειες του μπρουταλισμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν και άλλα χρώματα. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, η περίφημη “μπλε” πολυκατοικία των Εξαρχείων ήταν βαμμένη σε ένα βαθύ γαλάζιο, ενώ το ισόγειο είχε καφέ απόχρωση, έπειτα από επιλογή του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά», λέει ο Πάνος Δραγώνας. «Αντίστοιχα, η ώχρα –σε αποχρώσεις που κυμαίνονται από το άτονο καφέ έως το έντονο πορτοκαλί– αποτέλεσε χαρακτηριστική επιλογή για τα σοβαντισμένα κτίρια του μεσοπολεμικού μοντερνισμού». Όπως συμπληρώνει, μετά τον πόλεμο οι χρωματικές επιλογές φάνηκαν να περιορίζονται στην εργολαβική πολυκατοικία, όπου η σχεδιαστική φαντασία ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένη. «Ωστόσο, δεν είναι μόνο το χρώμα που έχει σημασία, αλλά και η υφή των υλικών. Στα προπολεμικά και μεταπολεμικά κτίρια των πρώτων δεκαετιών, το χρώμα ενσωματωνόταν στον σοβά, και τα υλικά ανταποκρίνονταν με μεγαλύτερη ζωντάνια στο φως και στη φθορά του χρόνου. Με άλλα λόγια, “γερνούσαν” ομορφότερα. Από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, τα πλαστικά χρώματα βαφής επικράτησαν, και η παραπάνω αίσθηση χάθηκε. Σήμερα, όμως, τα χρώματα που χρησιμοποιούνται σε συστήματα θερμοπρόσοψης έχουν αρχίσει να ανακτούν ορισμένες από τις ποιοτικές αποχρώσεις και υφές των παλιών επιχρισμάτων».

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
Σπίτι στο Μαρούσι | Creative Architects
Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
Σπίτι στο Μαρούσι | Creative Architects

Αλλαγή χρώματος

Βρισκόμαστε λοιπόν στην Αθήνα των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Ώχρα, ροδακινί, σαμπανιζέ, αλλά και ήπια γκρι και εκρού, «βάφουν» το χτιστό των δρόμων της Αθήνας, όχι για να δηλώσουν κάποια αισθητική άποψη αλλά για να εξυπηρετήσουν την καθημερινότητα, σε πολυκατοικίες-προϊόντα μαζικής παραγωγής που στερούνταν ενιαίου αρχιτεκτονικού οράματος. Το ύφος τους διαμορφωνόταν κυρίως από την εργολαβική λογική, με μπαλκόνια-προβόλους, κάγκελα αλουμινίου ή σφυρήλατα, κουφώματα που σταδιακά εγκατέλειπαν το ξύλο υπέρ του λευκού αλουμινίου, και μια διαρκή προσπάθεια να εξαντληθεί η εκμετάλλευση του οικοπέδου. 

Σε αυτό το τοπίο, η αρχιτεκτονική πρόθεση υποχωρούσε χάριν της εργονομίας και της διαχειρισιμότητας, αφήνοντας πίσω ένα σώμα κτιρίων με περιορισμένη αισθητική αξία, αλλά βαθιά ενσωματωμένο στη συλλογική μνήμη της πόλης. Η σταδιακή εγκατάλειψη των θερμών, απαλών τόνων συμπίπτει με τη ριζική μετατόπιση των συλλογικών φαντασιώσεων στην Ελλάδα μετά το 2000. Η έλευση του βιομηχανικού ύφους –με την έκθεση του σκυροδέματος, τα «γυμνά» υλικά, τις μεταλλικές επιφάνειες, τις μονόχρωμες σκάλες και τις αυστηρές γεωμετρίες– ήταν ίσως έκφραση μιας νέας πολιτισμικής επιθυμίας: να δείξει η Ελλάδα ότι ανήκει σε έναν δυτικό, σύγχρονο, αστικό κόσμο. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η χώρα επιχειρεί μια επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού σε επίπεδο εικόνας και υποδομών. Η επίσημη ρητορική της περιόδου –«Ελλάδα 2004», «η Δανία του Νότου», «το success story της ΟΝΕ»– συνοδευόταν από μια τάση εκδυτικισμού, στην οποία η αρχιτεκτονική δεν έμεινε αμέτοχη. Οι νέοι ιδιοκτήτες και χρήστες αστικών διαμερισμάτων άρχισαν να απορρίπτουν τα «παλιά» χρώματα και τις «παλιομοδίτικες» λεπτομέρειες που θύμιζαν παλαιότερες, «ταπεινές» εποχές. Στη θέση τους ήρθαν ψυχρές παλέτες, γκρι και τσιμεντί αποχρώσεις, ανοιχτοί χώροι, γυμνοί τοίχοι και φωτιστικά που παρέπεμπαν σε εργοστάσια ή loft. 

«Κατά τη γνώμη μου, αυτό που συναντάμε στις σύγχρονες κατασκευές πάει τουλάχιστον μια εικοσαετία πίσω, όταν ένα από τα κυρίαρχα ρεύματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής ήταν μια “νεο-μοντέρνα” αρχιτεκτονική – με άλλα λόγια, μια μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική που αναφερόταν στο μοντέρνο, την οποία είχαν αναπτύξει δημιουργικά και είχαν καταστήσει πρότυπο προς μίμηση σημαντικά αρχιτεκτονικά γραφεία όπως οι ISV», σημειώνει ο Κώστας Τσιαμπάος. 

Η επιθυμία αυτή για «κοσμοπολιτισμό» και ορατότητα μέσω του σπιτιού συνομιλούσε με τα lifestyle περιοδικά της εποχής, τη διάχυση του real estate ως κοινωνικού status και την τάση ταύτισης της οικιακής αισθητικής με πρότυπα διεθνούς design. Όπως χαρακτηριστικά προσθέτει ο Κώστας Τσιαμπάος, «ο βασικός λόγος που αυτό το στυλ αρχιτεκτονικής ήταν επιδραστικό ήταν το κοινωνικό του κεφάλαιο: το βλέπαμε σε πολυτελείς κατοικίες των βορείων και νοτίων προαστίων, λευκές, γκρι, με μεγάλα ανοίγματα, μίνιμαλ κήπους, εντυπωσιακές πισίνες, γυάλινα διαφανή στηθαία και πολύτιμα ξύλα που προβάλλονταν σε αρχιτεκτονικά περιοδικά αλλά και σε πολλά δημοφιλή περιοδικά ποικίλης ύλης, σε κυριακάτικες εφημερίδες και αλλού». 

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
ΦΩΤΟ: getty images / ideal images

Η καλή ζωή των 00’s στα εργοστάσια

Εκείνη την περίοδο, η μετατροπή του παλιού εργοστασίου της Πάλκο σε πολυχώρο με το όνομα The Hub λειτούργησε ως εμβληματική στιγμή για την πολιτισμική στροφή της εποχής. Η επανάχρηση βιομηχανικών κελυφών –εργοστασίων, αποθηκών, πρώην βιοτεχνιών– εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο «εξευγενισμένου αστισμού», στο οποίο ο χώρος έπρεπε να δηλώνει μοντέρνα δημιουργικότητα και διεθνή αναφορά. Παρόμοιες παρεμβάσεις εμφανίζονται την ίδια περίοδο σε παλιούς μύλους, αποθήκες ή ισόγεια καταστήματα, που μετατρέπονται σε lofts, showrooms, concept χώρους ή studios καλλιτεχνών. Εγκαταλελειμμένες κτιριακές υποδομές επανεντάσσονται με όρους «εναλλακτικού prestige» και παρουσιάζονται ως παραδείγματα «έξυπνης πόλης» και αστικού εκσυγχρονισμού. Ο εσωτερικός χώρος μοιάζει να γίνεται εργαλείο πολιτισμικής επιτέλεσης. 

Η Μάρθα Γιαννακοπούλου, συνιδρύτρια των IF-Untitled Architects, ασχολείται με την αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό και την κοινωνική στέγαση σε διεθνές επίπεδο, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μέχρι την Ασία και την Αφρική. Λίγο μετά την αποφοίτησή της από το Architectural Association στο Λονδίνο, όπου φοίτησε έχοντας υποτροφία Fulbright Scholarship, ανέλαβε τη μετατροπή του κτιρίου της Πάλκο στο The Hub, στα Πετράλωνα. «Η περίπτωση της Πάλκο ήταν μια ευκαιρία να αναδείξουμε τον σκελετό του κτιρίου, το εμφανές σκυρόδεμα, και να του δώσουμε ρόλο πρωταγωνιστικό. Έτσι, “κόψαμε” την όψη προς τα μέσα, ώστε να αποκαλυφθεί ο κατασκευαστικός σκελετός. Δεν επιδιώξαμε να καλύψουμε ή να καλλωπίσουμε – αντίθετα, επιλέξαμε να διατηρήσουμε τη φυσικότητα του υλικού, με όλες τις ατέλειες, τις ενώσεις, το patchwork των ενισχύσεων. Ήταν μια αρχιτεκτονική απόφαση που σκόπιμα απέφυγε το “φτιάξιμο”», λέει. Σε ό,τι αφορά τα νέα στοιχεία, επέλεξαν έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό υλικών και χρωμάτων. Εκεί ήταν και ο χώρος του πειραματισμού. Τόλμησαν με έντονα χρώματα –πράσινο, κόκκινο– θέλοντας να τονίσουν τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, χωρίς να τα «σβήσουν» μέσα από μια ουδέτερη παλέτα. «Θυμάμαι πως οι αντιδράσεις τότε ήταν ανάμεικτες. Στην Ελλάδα δεν είχαμε ακόμη εξοικειωθεί με το έντονο χρώμα σε τέτοια κλίμακα, ούτε με την έννοια της επανάχρησης χωρίς “εκκαθάριση” της ιστορίας του κτιρίου», σχολιάζει η Μάρθα Γιαννακοπούλου. 

Τελικά η Πάλκο αγαπήθηκε πολύ. Εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο επισκέψιμα έργα – τόσο από κόσμο που ήθελε να το δει όσο και από ανθρώπους που τελικά αποφάσισαν να αγοράσουν και να ζήσουν εκεί. Ήταν μια ριζική πρόταση κατοίκησης: περισσότερα από 25 διαμερίσματα και ένας πολυχώρος στο ισόγειο, όλα διαμορφωμένα μέσα από μια ενιαία και πιο αστική φιλοσοφία. «Η αίσθηση της ζωής εκεί είναι συλλογική. Το κτίριο δημιούργησε κοινωνική συνοχή, μια κοινότητα από ανθρώπους που αγαπούν αυτόν τον χώρο και τον νιώθουν δικό τους. Είναι μια μορφή “άλλης γειτονιάς” στο κέντρο της πόλης. Βέβαια, αυτή η αισθητική δεν είναι για όλους. Δεν προσφέρει την οικειότητα μιας “παραδοσιακής” κατοικίας. Είναι πιο ωμή, πιο καθαρή, αλλά γι’ αυτούς που την επιλέγουν είναι βαθιά οικεία», προσθέτει η Μάρθα Γιαννακοπούλου.

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
The Hub | If Untitled Architects

Concrete Likes

Σήμερα, από τους πύργους γραφείων έως τα boutique ξενοδοχεία και τα μινιμαλιστικά σπίτια, το γκρι έχει αναδειχθεί ως η κυρίαρχη οπτική γλώσσα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Πολυτελή spa, κατοικίες υψηλής αισθητικής και καφέ με «zen» ταυτότητα χρησιμοποιούν θερμούς γκρι τόνους για να συνθέσουν μια ατμόσφαιρα προστατευτική και καθησυχαστική.

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες πίσω από αυτή την αισθητική κυριαρχία είναι η επιρροή των οπτικών καναλιών και των κοινωνικών δικτύων, με κύριο εκφραστή το Instagram. Στην ψηφιακή εποχή, οι αρχιτεκτονικές τάσεις διαδίδονται με εκρηκτική ταχύτητα μέσω φωτογενών αναρτήσεων. Και το γκρι, ιδίως με τη μορφή εμφανών σκυροδεμάτων ή ήσυχων χρωματικών παλετών, είναι εξαιρετικά “Instagrammable”. Οι σχεδιαστές και οι marketers γνωρίζουν πως ένα επιμελώς αφαιρετικό, γκρι φόντο μεταφράζεται σε εικόνες που ξεχωρίζουν μέσα στον θόρυβο της ψηφιακής πληροφορίας. Όπως σχολιάζουν αρκετοί αρχιτέκτονες, η φράση «Το είδα στο Instagram!» φανερώνει έναν από τους πιο συνηθισμένους πλέον τρόπους με τους οποίους το κοινό ανακαλύπτει ένα νέο εστιατόριο ή ξενοδοχείο, αλλά και τα ίδια τα αρχιτεκτονικά γραφεία.

Έτσι δημιουργείται ένας κύκλος ανατροφοδότησης: οι χρήστες αγαπούν τους γκρι, μινιμαλιστικούς χώρους· αυτές οι εικόνες γίνονται viral· και στη συνέχεια περισσότεροι πελάτες ζητούν το ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα για τα δικά τους έργα. Ολόκληρες κοινότητες πλέον γιορτάζουν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «αισθητική του σκυροδέματος». Το hashtag #NeutralHome έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο αναρτήσεις, αποτυπώνοντας πόσο κυρίαρχη είναι η γκρι-ουδέτερη παλέτα στον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων.

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
The Hub | If Untitled Architects
Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
The Hub | If Untitled Architects

Η μπρουταλιστική αρχιτεκτονική, παλιότερα απορριπτέα για τις γκρι, «ωμές» προσόψεις της, γνωρίζει εντυπωσιακή αναγέννηση στα social media. Ο επιμελητής ενός πρόσφατου άτλαντα της μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής απέδωσε αυτή την επαναξιολόγηση κυρίως στα hashtags και τις viral εικόνες, σημειώνοντας πως «ο κόσμος ενθουσιάστηκε με την αισθητική της και λάτρεψε την καλλιτεχνική της δύναμη». Όπως έχει γράψει ο «Guardian», «το Instagram είναι ερωτευμένο με τον γυμνό μπρουταλισμό». Ήδη από το 2018 υπήρχαν σχεδόν μισό εκατομμύριο αναρτήσεις με το hashtag #brutalism· σήμερα ξεπερνούν τα 1,2 εκατομμύρια, ταξιδεύοντας από το Barbican του Λονδίνου έως τα σοβιετικά μοντερνιστικά μνημεία. Τα ψηφιακά μέσα ουσιαστικά διέσωσαν τον μπρουταλισμό, επαναπροσδιορίζοντάς τον ως φωτογραφική τέχνη.

Πέρα όμως από την ψηφιακή αποθέωση, πώς μεταφράζεται αυτή η αισθητική στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική;
Η Αλεξάνδρα Δαλιάνη των Creative Architects επιλέγει να αναφέρεται στο «τσιμέντο» με τον όρο «εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα», γιατί έτσι νοηματοδοτείται ορθότερα στα ελληνικά. «Προέρχεται από τις λέξεις “οπλίζω”, δηλαδή ενισχύω, και “σκυρόδεμα”, δηλαδή το δέσιμο σκύρων (χαλικιών), άμμου, νερού και τσιμέντου. Από τη φύση του, δηλαδή, είναι ένα ανθεκτικό δομικό υλικό και όχι διακοσμητικό. Και άρα, ως τέτοιο πρέπει να χρησιμοποιείται. Όταν παίρνουμε αποφάσεις για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε με εμφανή τρόπο αυτό το υλικό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του».

Στην κατοικία στο Μαρούσι, άφησαν το υλικό να φανεί μόνο εκεί που θεωρήθηκε φυσικό και αναγκαίο, δηλαδή στα σημεία όπου ούτως ή άλλως θα το χρησιμοποιούσαν: στα πλάγια τοιχία, στις μεσοτοιχίες με τους γείτονες, στις οροφές, στη σκάλα, στον πρόβολο της πρόσοψης, στη ζαρντινιέρα στην πίσω όψη, στις ποδιές των παραθύρων, στα επιχείλια της πισίνας, στη στέψη του κτιρίου, στη μάντρα και στην είσοδο της κατοικίας.
«Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει το καλό “γέρασμα” του κτιρίου και τη διαχρονικότητά του, διότι δεν χρησιμοποιήθηκε για διακοσμητικούς λόγους, αλλά για πρακτικούς και λειτουργικούς. Αυτό προσέδωσε την αισθητική στο κτίριο· όχι το αντίστροφο», σημειώνει. «Το εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα, όταν χρησιμοποιείται με ειλικρίνεια και λειτουργική αναγκαιότητα, επιβεβαιώνει τη θέση του Adolf Loos στο πόνημά του Έγκλημα και Διάκοσμος: ότι η ομορφιά αναδύεται όταν η διακόσμηση παραλείπεται. Όχι λόγω εκφραστικής φτώχειας, αλλά από σεβασμό στη μορφή και την ουσία. Το περιττό δεν είναι απλώς αισθητικά παρωχημένο· συνιστά, κατά τον Loos, πολιτισμική και ηθική οπισθοδρόμηση. Η ομορφιά προκύπτει όταν δεν προσπαθούμε να την προσποιηθούμε και να την εκβιάσουμε».

Για το γραφείο τους, η αρχιτεκτονική δεν περιορίζεται σε οπτικές αναφορές· είναι μια πνευματική πράξη που φέρει μέσα της διαβάσματα, βιώματα και διαρκή στοχασμό. Από τον Κωνσταντινίδη και τον Loos μέχρι τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι και τον Καστοριάδη, τα έργα τους συνομιλούν με τη θεωρία, τη φιλοσοφία, τη μουσική και την τέχνη. «Γιατί, όταν σχεδιάζεις, το χέρι σου κινείται και κατά τας γραφάς».

Η ψηφιακή ορατότητα, ωστόσο, έχει άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο στους αρχιτέκτονες αλλά και στους developers που προωθούν γκρι διαμερίσματα ως «μοντέρνα και Instagram-ready». Ενώ τα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν και επιταχύνουν ένα στυλ, μετατρέποντας τις υλικές επιλογές σε παγκόσμια αισθητικά φαινόμενα με ένα απλό swipe, στο δομημένο περιβάλλον της Αθήνας της αντιπαροχής βιώνουμε, κατά την Αλεξάνδρα Δαλιάνη, την παρερμηνεία του «γκρι» ως ευκολίας, τεμπελιάς και εύκολου χρήματος.

«Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα», υπογραμμίζει, «απαιτεί φροντίδα και αξιοπρέπεια στην κατασκευή. Ο κατασκευαστής πρέπει να περιποιηθεί την κατασκευή, να δονήσει σωστά το σκυρόδεμα, να προσέξει το καλούπωμα· γιατί δεν θα έρθει κάποιο άλλο υλικό να κρύψει την όποια πιθανή τσαπατσουλιά».

Όπως συμπληρώνει η Μάρθα Γιαννακοπούλου των IF-Untitled Architects, «το ζήτημα είναι το πώς εμφανίζεται το γκρι. Είναι το γκρι ενός φυσικού υλικού όπως το εμφανές σκυρόδεμα; Είναι το γκρι που προκύπτει από τη φθορά, την πατίνα, την ιστορία ενός τόπου; Ή μήπως είναι ένα επιφανειακό χρώμα, βαμμένο απλώς για να καλύψει ατέλειες ή να προσφέρει μια “εύκολη” λύση;»

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
The Hub | If Untitled Architects

Μετά το γκρι, τι;

Η σημερινή αισθητική κυριαρχία του γκρι δεν είναι απλώς ζήτημα χρώματος. Είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης πολιτισμικής, τεχνικής και κοινωνικής συνθήκης. Όπως παρατηρεί ο Πάνος Δραγώνας, το γκρίζο δεν επιβλήθηκε ούτε εμφανίστηκε τυχαία· προέκυψε ως η «αισθητικά ανώδυνη» λύση απέναντι σε πρακτικούς περιορισμούς, οικονομικές πιέσεις και μεταβαλλόμενες κοινωνικές ισορροπίες. Το γεγονός ότι το γκρι –ειδικά με τη μορφή του ανεπίχριστου σκυροδέματος– είναι σήμερα δύσκολο να εφαρμοστεί, λόγω των απαιτήσεων θερμομόνωσης και των τεχνικών προδιαγραφών, εντείνει το ερώτημα: Μήπως η μονοτονία που βλέπουμε δεν είναι αισθητική επιλογή αλλά τεχνικό αδιέξοδο; Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την τυποποίηση, παραμένει η πρόκληση: να επαναπροσδιορίσουμε τις αποχρώσεις του γκρι όχι ως σύμβαση αλλά ως πεδίο έκφρασης, όπου το υλικό και το φως να μπορούν ξανά να μιλήσουν.

Ο Κώστας Τσιαμπάος, από την πλευρά του, θέτει έναν κρίσιμο αντίλογο. Ναι, μπορεί η σημερινή αρχιτεκτονική να φαντάζει επαναλαμβανόμενη και φτωχή σε λεπτομέρεια. Ωστόσο, ίσως ακριβώς αυτή η απλότητα του συντακτικού και η ευκολία κατασκευής να λειτουργεί –όπως λέει– ως ένα λιγότερο επικίνδυνο πρότυπο: πιο ασφαλές στην αντιγραφή, λιγότερο επώδυνο για το κτισμένο περιβάλλον. Αν είχε επικρατήσει ένα πιο θεαματικό, μεταμοντέρνο ρεύμα, ίσως σήμερα να ζούσαμε σε έναν οπτικό κυκεώνα. Με άλλα λόγια, το γκρι ήταν και μια συλλογική αυτοσυγκράτηση.

Το ζήτημα είναι πλέον βαθύτερο. Δεν αφορά μόνο το τι σχεδιάζουμε, αλλά γιατί. Πίσω από κάθε μπετονένια απόχρωση, κάθε ουδέτερη πρόσοψη, αναδύεται ένα διαχρονικό ερώτημα – διατυπωμένο εύστοχα από τον Πάνο Δραγώνα: μπορεί η πόλη να επαναδιεκδικήσει την ταυτότητά της μέσα από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική; Όχι ως νοσταλγία ή σκηνογραφία, αλλά ως ένα νέο πολιτισμικό αφήγημα. Η απάντηση δεν θα δοθεί από τα hashtags, αλλά από τους αρχιτέκτονες.

Concrete Aesthetic: Γιατί βλέπουμε τόσο γκρι στην Αθήνα; Facebook Twitter
ΦΩΤΟ: getty images / ideal images

Υστερόγραφο 

Για όσους «αγαπούν να μισούν» την «τσιμεντούπολη»

Το γκρι έχει ταυτιστεί με την εικόνα της ελληνικής πόλης. Η πολυκατοικία, ως βασική μονάδα του αστικού ιστού, επαναλαμβάνεται σχεδόν μηχανικά, δημιουργώντας ένα τοπίο «απέραντου τσιμέντου». Ο αστικός μας ιστός, ωσάν ομοιόμορφος γκρι καμβάς, διακόπτεται μόνο από λίγες νησίδες μνήμης του ιστορικού παρελθόντος. Και παράλληλα, οι ελληνικές πόλεις φιλοξενούν και μια άλλη μορφή νησίδας: την αστική θερμική νησίδα. Το φαινόμενο επιτείνεται σε πυκνοδομημένες περιοχές, όπου το σκυρόδεμα και η άσφαλτος απορροφούν και εκπέμπουν θερμότητα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι φυσικές επιφάνειες. Έτσι, κατά τη διάρκεια καύσωνα, οι επιφάνειες από μπετόν κάνουν το περιβάλλον ακόμη πιο θερμό και αφιλόξενο.

Ταυτόχρονα, το τσιμέντο σφραγίζει το έδαφος. Αποτρέπει την απορρόφηση του νερού, επιδεινώνοντας τον κίνδυνο να σημειωθούν πλημμύρες. Όταν το νερό της βροχής δεν βρίσκει δίοδο προς το υπέδαφος, συσσωρεύεται και καταλήγει να υπερχειλίζει στους δρόμους.

«Συχνά λέγεται ότι το μπετόν είναι ένα μη οικολογικό υλικό. Ως πιο φιλικές στη φύση εναλλακτικές προτείνονται το ξύλο, το πεπιεσμένο χώμα, η πέτρα κ.λπ., ενώ το μέταλλο δεν έχει δεχτεί κάποια αντίστοιχη κριτική. Η συζήτηση ωστόσο θέλει προσοχή», τονίζει η Μυρτώ Κιούρτη, αρχιτέκτονας και κάτοχος διδακτορικού από το ΕΜΠ. 

«Συνήθως τέτοιες προσεγγίσεις χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για να αποφύγουμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα: έχουμε χτίσει υπερβολικά πολύ και πρέπει να σταματήσουμε να χτίζουμε νέες οικοδομές. Πρέπει μόνο να συντηρούμε τα υφιστάμενα κτίρια. Το να θεωρούμε ότι “φταίει το μπετόν” μάς κάνει να νιώθουμε ότι μπορούμε χωρίς τύψεις να συνεχίσουμε να χτίζουμε νέα κτίρια με πιο “φυσικά” υλικά. Το μεγάλο όμως πρόβλημα δεν σχετίζεται με το υλικό του σκελετού ενός κτιρίου αλλά με το ότι ένα ακόμα κομμάτι γης θα καταληφθεί και θα κατοικηθεί – δηλαδή θα ηλεκτροδοτείται, θα κλιματίζεται, θα έχει νερό και αποχέτευση, ενώ θα απαιτηθεί να πολεοδομηθεί μια ολόκληρη περιοχή γύρω του με δρόμους και δίκτυα για να το εξυπηρετεί. Ταυτόχρονα θα σπαταληθούν πόροι για να ολοκληρωθεί μια τέτοια κατασκευή, θα μπουν κουφώματα, πατώματα, πλακάκια και μάρμαρα, έπιπλα και συσκευές. Το να θεωρούμε ότι ένα νέο κτίριο είναι φιλικό προς το περιβάλλον επειδή κατασκευάστηκε με πέτρα και όχι με μπετόν είναι σαν να κρύβουμε το πραγματικό πρόβλημα “κάτω από το χαλί”», επισημαίνει.

Βέβαια, η κριτική απέναντι στο μπετόν δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, σήμερα συνοδεύεται και από προτάσεις για το μέλλον. Πολλές από τις πολυκατοικίες των δεκαετιών του ’60 και του ’70 έχουν φτάσει στα όριά τους. Η ανάγκη για αναβάθμισή τους με σύγχρονες προδιαγραφές –θερμομόνωση, βιοκλιματικός σχεδιασμός, αντισεισμική ενίσχυση– είναι επιτακτική. Παράλληλα, σε κάποιες πόλεις ξεκινούν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης: «ξήλωμα» περιττού τσιμέντου από πλατείες και πεζοδρόμια και αντικατάστασή του από δέντρα, χώμα και υδατοπερατά υλικά, ώστε να διευκολυνθεί η απορροή των υδάτων και να μειωθούν οι θερμικές εντάσεις.

Ωστόσο, η συζήτηση για τα υλικά παραμένει σύνθετη. «Η εξόρυξη της πέτρας, ειδικά αν έρχεται από μακριά, μπορεί να είναι πιο επιβαρυντική για το περιβάλλον από ό,τι το να φτιάχναμε το ίδιο μέγεθος κτιρίου από σκελετό μπετόν που παράγεται τοπικά και να κλείναμε τους τοίχους με το συμβατικό τούβλο», σημειώνει η Μυρτώ Κιούρτη. «Άλλες φορές, η πέτρα ή το πεπιεσμένο χώμα χρησιμοποιούνται ως επενδύσεις ενώ στο εσωτερικό των τοίχων υπάρχει κρυμμένος ένας κανονικός σκελετός από μπετόν. Έτσι χτίζονται σήμερα τα περισσότερα κτίρια στα ελληνικά νησιά που διαφημίζονται ως πέτρινα. Εδώ έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερη σπατάλη: υπάρχει και κρυμμένος σκελετός από μπετόν και επένδυση πέτρας που έχει εξορυχθεί από το τοπίο. Να θυμίσω ακόμα ότι το μπετόν είναι επί της ουσίας ένας τεχνητός λίθος, δηλαδή κομματάκια πέτρας που συνδέονται με τσιμέντο, το οποίο επίσης προέρχεται από τριμμένες πέτρες».

Επιπλέον, η τεχνική και κοινωνική διάσταση του μπετόν, ως υλικού και ως συστήματος παραγωγής, δεν είναι αμελητέα. «Μην ξεχνάμε, τέλος, ότι το μπετόν είναι ένα υλικό που μπορεί να δουλευτεί χειρωνακτικά, και από μικρά συνεργεία, ενώ άλλα υλικά όπως το μέταλλο προϋποθέτουν πιο σύνθετη βιομηχανική επεξεργασία. Ιστορικά, το μπετόν θεωρείται υλικό που βοήθησε τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα να αποκτήσει οικονομική δύναμη, ενώ το μέταλλο ή αντίστοιχα τώρα το ξύλο προϋποθέτουν μεγαλύτερη βιομηχανία. Με άλλα λόγια, η εκτεταμένη χρήση αυτών των υλικών συνεπάγεται, σε βάθος χρόνου, συγκέντρωση πλούτου σε λίγους και ισχυρούς», καταλήγει.

Η συζήτηση γύρω από το σκυρόδεμα στις ελληνικές πόλεις είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Όχι επειδή το υλικό αυτό είναι «τοξικό», αλλά επειδή φέρνει στο φως μια συστημική κρίση: αυτή της αστικής υπερκατανάλωσης, της αυθαίρετης ανάπτυξης, της οικοδομικής κουλτούρας που συνεχίζει να προτάσσει τη δόμηση ως αυτοσκοπό.

Σε μια χώρα που καταγράφει τη χαμηλότερη αναλογία αστικού πρασίνου ανά κάτοικο σε όλη την Ευρώπη, ίσως δεν είναι το υλικό το πρόβλημα· είναι η επιμονή να συνεχίζουμε να χτίζουμε.

0

ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ADM 7: The Urban Issue

ADM 2025: The Urban Issue

Στο 7ο τεύχος της ειδικής έκδοσης της LiFO, σε συνεργασία με το Archisearch και την Design Ambassador, εστιάζουμε στην πόλη και στο πώς αυτή εξελίσσεται ανάμεσα στην εικόνα και την εμπειρία, στον δημόσιο χώρο ως ένδειξη πολιτισμού και συμπερίληψης καθώς και στην αισθητική της καθημερινότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα social media, την κατοίκηση και τον τουρισμό.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια «πράσινη» Αθήνα ως ερώτηση. Ας δούμε το κενό αλλιώς.

ADM 2025: The Urban Issue / Μια «πράσινη» Αθήνα ως ερώτηση. Ας δούμε το κενό αλλιώς.

Μπορούμε να δούμε την Αθήνα ως ένα δίκτυο με «πάρκα», συνεπή όμως απέναντι στη φύση και στην ουσία της πόλης; Πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο, το «Για το “αττικό τοπίο” σήμερα» του Δημήτρη Φιλιππίδη είναι μια πηγή έμπνευσης που μας δίνει μια άλλη οπτική για την πόλη και το πράσινό της.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΑΝΑΗ ΜΑΚΡΗ
Συνθετική ακρίβεια και χωρική ενσωμάτωση στο αστικό τοπίο

ADM 2025: The Urban Issue / Συνθετική ακρίβεια και χωρική ενσωμάτωση στο αστικό τοπίο

Με σεβασμό στον χαρακτήρα του κάθε τόπου και μακριά από την τυποποίηση, το γραφείο gnb architects προτείνει συνθέσεις που ισορροπούν ανάμεσα στη μορφολογική καθαρότητα, τη λειτουργική πληρότητα και την κατασκευαστική ακρίβεια. Η διαρκής αναζήτηση για μια νέα, αυθεντική αφήγηση καθιστά το έργο τους σύγχρονο και βαθιά συνδεδεμένο με τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ARCHISEARCH.GR
«Η Σταδίου χρειάζεται την αναγέννηση»

ADM 2025: The Urban Issue / «Η Σταδίου χρειάζεται την αναγέννηση»

Καθώς η Στοά Αρσακείου αναδύεται ξανά μετά από χρόνια εγκατάλειψης, ο Θωμάς Αμαργιανός, principal architect του γραφείου BETAPLAN, εξηγεί πώς εντάσσεται αυτό το έργο αποκατάστασης σε μια ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον του ιστορικού κέντρου της πόλης.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΑΝΑΗ ΜΑΚΡΗ
Η αρχιτεκτονική συναντά τη λειτουργία και το μέτρο

ADM 2025: The Urban Issue / Η αρχιτεκτονική συναντά τη λειτουργία και το μέτρο

Με σύγχρονα εργαλεία, καθαρές συνθετικές αρχές και βαθιά γνώση του εργοταξίου, το γραφείο LKMK architects αποτυπώνει έναν αρχιτεκτονικό λόγο που ισορροπεί μεταξύ δημιουργικότητας και τεχνικής ακρίβειας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ARCHISEARCH.GR
Η συλλογική ευφυΐα στην υπηρεσία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού

ADM 2025: The Urban Issue / Η συλλογική ευφυΐα στην υπηρεσία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού

Με έδρα την Αθήνα και έργα σε όλη την Ελλάδα, το αρχιτεκτονικό γραφείο The Hive Architects χτίζει ένα δημιουργικό μοντέλο συνεργασίας που αντλεί έμπνευση από τη συλλογικότητα, την τοπική ταυτότητα και τη σύγχρονη καθημερινή ζωή.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ARCHISEARCH.GR
Η αρχιτεκτονική ως τοπίο και η αναδιαμόρφωση της ελληνικής κατοικίας

ADM 2025: The Urban Issue / Η αρχιτεκτονική ως τοπίο και η αναδιαμόρφωση της ελληνικής κατοικίας

Καθώς η νέα ελληνική αρχιτεκτονική αναζητά τρόπους να συνδυάσει τη νοηματική πυκνότητα με τον χωρικό στοχασμό, το γραφείο Façade ξεχωρίζει για την ακρίβεια, τη θεωρητική συνέπεια και τη βαθιά σύνδεση με το τοπίο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ARCHISEARCH.GR
 Οι «δυό Μουριές» και ο Χατζηδάκις

ADM 2025: The Urban Issue / Οι «δυό Μουριές» και ο Χατζηδάκις

Πώς η λαϊκή αρχιτεκτονική της Τήνου, δύο άγριες μουριές και οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» του Χατζιδάκι συναντιούνται σε μια σύγχρονη κατοικία.
ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΑΛΙΑΝΗ ΤΩΝ CREATIVE ARCHITECTS / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΕΡΟΛΥΜΠΟΣ