ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 21ης Ιουλίου 1933, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις», η Αστυνομία έκανε έναν αιφνιδιασμό, κατά τον οποίον αποκαλύφθηκε ότι στην πόλη της Θεσσαλονίκης λειτουργούσε ολόκληρο εργοστάσιο ναρκωτικών, το οποίο αποτέλεσε «απαρχήν κοινωνικού σκανδάλου, η έκτασις του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβλεφθή. Σπείραι λαθρεμπόρων, κατασκευασταί, πλασιέ της μορφίνης, ηρωίνης και κοκαΐνης, αστυνομικά όργανα χρησιμοποιούμενα ως πράκτορες της σπείρας εις τας επαρχίας».
Τα καταδιωκτικά όργανα της υπηρεσίας αυτής διενήργησαν έρευνες παντού, ακόμη και σε πολλά σπίτια, σε ορισμένα από τα οποία βρέθηκαν «προ ανθρωπίνων πτωμάτων, τα οποία ζουν μόνον διά την κοκαΐνην και μορφίνην». Σε μια τέτοια έρευνα, ανακαλύφθηκε μια κυρία, η οποία χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο, γιατί είχε στερηθεί το ναρκωτικό της. Άλλη κυρία «λιποθυμήσασα, διότι ο πράκτωρ της μορφίνης συλληφθείς είχε δύο ημέρας να την επισκεφθή, εδέησε να επαναφερθή εις τας αισθήσεις της, υπό ιατρού δόσαντος εις αυτήν ποσότητα μορφίνης».
Oι πράκτορες της Δίωξης Λαθρεμπορίου Θεσσαλονίκης απέστειλαν προς την Κεντρική Υπηρεσία Πειραιώς δείγματα μορφίνης, τα οποία είχαν κατασχεθεί στην Κοζάνη, στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη. Η χημική εξέταση «απέδειξεν ότι επρόκειτο περί μορφίνης εξαιρετικής ποιότητος και απολύτως καθαράς».
Το ιστορικό της ανακάλυψης του εργοστασίου ναρκωτικών
«Αφ’ ης ημέρας η Τουρκία έκλεισε το εν Κωνσταντινουπόλει εργοστάσιον ναρκωτικών», λίγες μέρες αργότερα, οι πράκτορες της Δίωξης Λαθρεμπορίου Θεσσαλονίκης απέστειλαν προς την Κεντρική Υπηρεσία Πειραιώς δείγματα μορφίνης, τα οποία είχαν κατασχεθεί στην Κοζάνη, στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη. Αφού εξετάστηκαν τα δείγματα αυτά, βρέθηκε ότι δεν είχαν την κρυσταλλική μορφή την οποία είχαν τα εισαγόμενα από την Ευρώπη ή την Τουρκία αλλά έμοιαζαν με κομμάτια κιμωλίας. Η χημική εξέταση «απέδειξεν ότι επρόκειτο περί μορφίνης εξαιρετικής ποιότητος και απολύτως καθαράς».
Επειδή υπήρχαν υποθέσεις ότι τα ναρκωτικά αυτά κατασκευάζονταν στη Μακεδονία, όλη η προσοχή της Υπηρεσίας Δίωξης Λαθρεμπορίου στράφηκε προς τα εκεί. Η Υπηρεσία Πειραιώς είχε επίσης την πληροφορία ότι «εις τους κύκλους των λαθρεμπόρων της Θεσσαλονίκης παρουσιαζόταν ο νεαρός Ισραηλίτης Μωύς Γιακοέλ, δηλών ότι έχει προς πώλησιν ένα κιλό μορφίνης». Επειδή ο Γιακοέλ δεν έβρισκε αγοραστή στη Θεσσαλονίκη, αναχώρησε για την Αθήνα αεροπορικώς, συνοδευόμενος από τον εξάδελφό του Αελιών.
«Οι δύο Ισραηλίται λαθρέμποροι κατέλυσαν εις Αθήνας εις το ξενοδοχείον “Γαλλία”, παραδόσαντες την βαλίτσαν με την μορφίνην εις γνωστόν παραγγελιοδόχον της πλατείας Ομονοίας». Την επόμενη μέρα παρέλαβαν τη βαλίτσα και ο Γιακοέλ συνάντησε τον αγοραστή. Έπειτα μετέβησαν σε κατάστημα της Ομονοίας για να το ζυγίσουν και να γίνει η αγορά. Η μορφίνη ήταν συσκευασμένη σε δύο πακέτα του μισού κιλού το καθένα.
Τη στιγμή όμως που το ζύγιζαν εισήλθε στο κατάστημα ο υπάλληλος της Δίωξης Πειραιώς και συνέλαβε τον Γιακοέλ, καθώς ο αγοραστής ήταν ο διευθυντής της Υπηρεσίας Δίωξης Λαθρεμπορίου Πειραιώς, Κύπριος, ο οποίος τους είχε στήσει ενέδρα.
«Ο Γιακοέλ ετράπη εις φυγήν, όταν είδε τα όργανα της διώξεως λαθρεμπορίου, καταδιωκόμενος δε εισήλθεν εις την Ρωσικήν Εκκλησίαν, όπου και τελικώς συνελήφθη. Εις το ξενοδοχείον “Γαλλία” εγένετο αμέσως έρευνα, αλλά δεν ανευρέθη εκεί κανένα νέον στοιχείον. Μετ’ ολίγον συνελήφθη και ο Αελιών εις την πλατείαν του Συντάγματος».
Οι έρευνες συνεχίζονται στη Θεσσαλονίκη
Από το σημείο εκείνο η υπόθεση μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, καθώς ο Γιακοέλ προέβη σε ομολογίες, κατά τις οποίες «το επί της οδού Εγνατίας αριθ. 63 χρωματοπωλείον του Δαυίδ Άντζελ εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη των πρώτων υλών, δηλαδή του οπίου καθώς και των μηχανημάτων της επιχειρήσεως».
Επίσης ομολόγησε ότι αριθμό 90 της οδού Κωνσταντίνου Μελενίκου υπήρχαν κι άλλα μηχανήματα. Στην έρευνα που ακολούθησε «ανευρέθησαν πολλά μηχανήματα ανήκοντα εις τον Γιακοέλ και ολόκληρη αλληλογραφία, ως και το σχέδιον της διά πρακτόρων μεταπωλήσεως των ναρκωτικών. Κατάλογοι λεπτομερείς με ονόματα καταναλωτών, κατάλογοι πρακτόρων, ονόματα κυριών, ποσότητες κοκαΐνης διατεθείσης, φωτογραφίαι, χημικά είδη, μελέται περί της καλλιτέρας κατασκευής κοκαΐνης γραμμέναι εις την ελληνικήν από ειδικόν επιστήμονα, όλα αυτά έπεσαν εις χείρας των ερευνητών».
Μεταξύ άλλων αναφερόταν και το όνομα ενός ενωμοτάρχη, ο οποίος φερόταν «ως καταναλώσας μεγάλας ποσότητας του φοβερού ναρκωτικού». Μετά από αναζητήσεις αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για τον μετατεθέντα από την Κοζάνη ενωμοτάρχη του Γ' Αστυνομικού Τμήματος Ευάγγελο Καραρά.
«Το όργανον τούτο της τάξεως συνελήφθη αμέσως και απεμονώθη, χωρίς ούτε αυτό να γνωρίζη διά ποίαν αφορμήν συλλαμβάνεται». Από τη μετέπειτα ανάκριση αποδείχθηκε ότι «ούτος ήτο ο κυριώτερος “πλασιές” της σπείρας διά την πόλιν της Κοζάνης», λαμβάνοντας μεγάλες ποσότητες μορφίνης.
Η ανάκριση σε βάρος του ενωμοτάρχη Ευάγγελου Καραρά οδήγησε σε κάποια Σοφία ή Μαρία Θεοδωροπούλου, «προς ανακάλυψιν της οποίας ετέθησαν τα ενεργούντα όργανα», τα οποία την εντόπισαν στο ξενοδοχείο «Κασσάνδρα», όπου στα βιβλία του ήταν σημειωμένη ως «κυρία Καραρά», δηλαδή ως σύζυγος του ενωμοτάρχη.
Μετά από έρευνα στο δωμάτιό της βρέθηκαν μικρές ποσότητες μορφίνης και επιστολές, στις οποίες ο φίλος της ενωμοτάρχης τής «εγνώριζεν ότι, συνηγορήσας εις τους κατασκευαστάς της μορφίνης, επέτυχε να μειωθή δι' αυτήν η τιμή του ναρκωτικού από 120 δραχμάς το γραμμάριον εις 100 μόνον».
Τη στιγμή της σύλληψής της μπήκε στο ξενοδοχείο ένα άλλο πρόσωπο και με μυστηριώδες ύφος τη ζήτησε από τον ξενοδόχο. Εννοείται ότι αμέσως συνελήφθη και πάνω του βρέθηκαν δύο αμπούλες μορφίνης, μία σύριγγα και τεμάχια αδιάλυτης μορφίνης βάρους τριών γραμμαρίων. Ονομαζόταν Σαμουήλ Τοβί και ήταν «εκ των κυριοτέρων πρακτόρων της Εταιρίας και ο διερχόμενος καθημερινώς εκ των οικιών των κοκαϊνομανών κυριών, εις τας οποίας έκαμνε τας ενέσεις, διαδίδων ούτω την φοβεράν μανίαν εις ατυχείς ανθρωπίνας υπάρξεις».
Ο Σαμουήλ Τοβί ομολόγησε και παρέδωσε τον κατάλογο των «εχόντων ανάγκην των υπηρεσιών του». Δίπλα στα ονόματα αναγράφονταν λεπτομερώς οι ημερομηνίες παράδοσης της μορφίνης και οι ποσότητες.
Το εργοστάσιο
Έπειτα ήρθε η σειρά του επί της Εγνατίας 63 χρωματοπωλείου του Δαυίδ Άντζελ, όπου έγινε η τελευταία αιφνιδιαστική έρευνα και η πλέον αποκαλυπτική της υπόθεσης, καθώς εκεί βρέθηκε «μυστηριώδης κρύπτη, η οποία ήτο το εργοστάσιον».
Εντός της κρύπτης ανακαλύφθηκαν και κατασχέθηκαν τρεισήμισι κιλά οπίου, «δηλαδή της πρώτης ύλης προς κατασκευήν κοκαΐνης και ηρωίνης», ένας φούρνος αποστειρωτικός, μία τράπεζα αποξηραντική «διά θερμού αέρος και θερμού ύδατος», δώδεκα φορεσιές αποξηράνσεως και μικρά δοχεία αποξηραντικά διαφόρων μεγεθών με υπολείμματα μορφίνης. Επίσης ανευρέθησαν πύραυνα πετρελαίου και ανθράκων προς τελειωτικήν αποξήρανσιν των παραγομένων ναρκωτικών.
Τη νύχτα ακολούθησε έρευνα στην οικία του Μωύς Γιακοέλ, «όπου ανευρέθησαν εμαγιέ αποκρυσταλλωτήρια, φιάλαι πλήρεις καλίου προς αποχρωματισμόν της μορφίνης, ποσότητες ετοίμων φαρμάκων προς χρήσιν, χημικός ζυγός, ποσότητες οπίου και άλλα, καθώς και αλληλογραφία μεταξύ Μοντεβιδέο, Βουλγαρίας, Παρισίων και Κωνσταντινουπόλεως. Εξ όλων αυτών των στοιχείων καταφαίνεται ότι η σπείρα των λαθρεμπόρων έχει πλοκάμους εις τα ως άνω σημεία».
Συνέντευξη στα κρατητήρια με τη Μαρία Θεοδωροπούλου
Την επόμενη μέρα οι συλληφθέντες απεστάλησαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα, «οι μεν δύο άνδρες με χειροπέδας, η δε γυναίκα χωρίς βέβαια χειροπέδας, αλλά μόλις σύρουσα τα πόδια της. […] Η γυνή ήτο η μόνη πιστή εικόνα της ανθρωπίνης εξαθλιώσεως, η τοξικομανής ερωμένη του ενωμοτάρχου Καραρά, ο οποίος δεν παρεδόθη εις την υπηρεσίαν διώξεως λαθρεμπορίου κρατούμενος εις την αστυνομικήν διεύθυνσιν».
Λίγες ώρες πριν από τη μεταγωγή τους, ο ανταποκριτής της «Ακροπόλεως» στη Θεσσαλονίκη, Αριστείδης Αγγελόπουλος, επικοινώνησε «με το κοινωνικόν αυτό ράκος, την Μαρίαν Θεοδωροπούλου».
«Ουδέποτε οικτρότερο θέαμα παρουσιάσθη μπροστά στα μάτια ανθρώπων, σαν το κατάντημα της γυναικός ταύτης. Πρόκειται περί ενός σκελετού με λίγον δέρμα. Έτρεμε κυριολεκτικώς, ουχί από φόβον, αλλά διότι λόγω της κρατήσεώς της δεν ημπορούσε να βάλη μέσα στον οργανισμό της μορφίνην».
Τα γαλανά μάτια της καρφώθηκαν πάνω στον ανταποκριτή της εφημερίδας και ύστερα έπεσαν πάνω σ' ένα γραφείο, όπου βρισκόταν ένα μπουκαλάκι που περιείχε ποσότητα της κατασχεθείσης μορφίνης.
«Δώστε μου, δώστε μου, γιατί θα πεθάνω», είπε και αμέσως κατελήφθη από κρίση.
«Κατόπιν γνωματεύσεως επιστημονικής, εδόθη η υπόσχεσις για ένα “πρεζάρισμα”, ήτοι για μίαν δόσιν μορφίνης και η δυστυχής γυνή προσπάθησε να συγκρατηθή στον εαυτόν της. Ήρξατο να προετοιμάζεται και η προετοιμασία της αυτή ήτο πραγματική ιεροτελεστία. Εις την τσέπην της είχε μίαν σύριγγα. Με χέρια τρέμοντα την παρουσιάζει προς μεγάλην κατάπληξιν των παρευρισκομένων, διότι την προηγουμένην ημέραν της είχε κατασχεθή μία άλλη. Πού την εύρεν; Λίγον ζεστόν νεράκι, διάλυσις δέκα εκατοστών του γραμμαρίου μορφίνης μέσα σ' αυτό. Η Θεοδωροπούλου σηκώνει το φουστάνι της και με επιδεξιότητα επιστήμονος πιάνει τον μηρόν της, έναν μηρόν κατίσχνον. Και το θαύμα συνετελέσθη. Το ζωντανόν εκείνο πτώμα έλαβε ζωήν. Τα μάτια της εφωτίσθησαν και λίγον χρώμα ανέβηκε εις το πρασινοκίτρινον πρόσωπόν της».
«Τώρα μπορώ να μιλήσω, να σας τα πω όλα».
Ήταν μικρή, είπε εξιστορώντας τη ζωή της στον Αριστείδη Αγγελόπουλο, και από καλή οικογένεια των Καλαμών, αλλά έφυγε για να ζήσει όπως ήθελε εκείνη. Πήγε στην Κρήτη, όπου γνωρίστηκε με τον ανθυπασπιστή της χωροφυλακής Δ. Πασχαλίδη. Αυτός ο ανθυπασπιστής τής έκανε την πρώτη ένεση και ύστερα πήρε τον κατήφορο. Γύρισε στην Πάτρα, όπου συνέχισε τη ζωή της και τώρα δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς μορφίνη.
«Αν κόψω τη μορφίνη, ίσως χάσω το φως μου, ίσως τρελαθώ, ίσως πεθάνω».
Πώς δρούσε η σπείρα
Σύμφωνα με τα όσα είπε η Θεοδωροπούλου στον Αγγελόπουλο, ο Γιακοέλ, τον οποίον αποκάλεσε διεφθαρμένο, απομύζησε οικονομικώς όλους τους μορφινομανείς της Θεσσαλονίκης, ενώ έγινε η αφορμή να διαδοθεί η μορφίνη. Ο Τοβί ήταν ο πλασιέ που τρεις φορές τη μέρα επισκεπτόταν τα σπίτια των μορφινομανών κυριών και τους έκανε ενέσεις.
Η σπείρα είχε και επίσημο κέντρο, σε γκαράζ οικίας μιας Ελένης Βεγγέρη επί της οδού Ντ' Εσπραί, όπου η «κατωτέρα τάξις μορφινομανών έπαιρνε το φοβερόν ναρκωτικόν».
Η Θεοδωροπούλου βεβαίωσε ότι θύματα όμοια με αυτήν υπάρχουν χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη και είναι από τριετίας πελάτες του Τοβί. Ανέφερε επίσης και ονόματα διαφόρων γιατρών, οι οποίοι χορηγούσαν με συνταγές φάρμακα περιέχοντα μορφίνη σε «λαθρεμπορικήν τιμή».
Η συνέχεια των ερευνών στον Πειραιά
Οι διενεργηθείσες ανακρίσεις οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε και στον Πειραιά διακλάδωση της σπείρας και ότι στο λιμάνι διενεργούνταν λαθρεμπορική εξαγωγή ναρκωτικών. Η προμήθεια των προϊόντων του ανακαλυφθέντος λαθρεμπορικού εργοστασίου γινόταν από την Ευρώπη, με διαφόρους πράκτορες της σπείρας.