«ΠΙΕΝΑ ΕΙΣ ΤΟ Α’ Αστυνομικόν Τμήμα! Όλοι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι της χειροτέρας νεοελληνικής μανίας εις γενικόν ραντεβού, εις δύο ευρύχωρα δωμάτια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος» γράφει ο αστυνομικός ρεπόρτερ Ε. Θωμόπουλος στην εφημερίδα «Ακρόπολις».
Λόγω μιας ιδέας του «αθεόφοβου» υπαστυνόμου Π. Τσιγκρή, τον Γενάρη του 1931 συγκεντρώθηκαν και φιλοξενήθηκαν επί 48 ώρες στις αίθουσες του Α’ Τμήματος «όλη ἡ πολυώνυμος και πολυάριθμος παρέα των σκοτεινών δρόμων της Αθήνας».
Ο Ε. Θωμόπουλος ρώτησε τον διοικητή του τμήματος Π. Τσιγκρή ποιος ήταν ο λόγος της συγκέντρωσης αυτής. Θεραπευτικός, βέβαια, δεν μπορούσε να είναι, αφού «όπως και άλλοτε είπαμε, δεν υπάρχει οργανωμένον συστηματικώς δημόσιον ίδρυμα θεραπείας ναρκομανών». Ο λόγος και η αφορμή της συγκέντρωσης ήταν να κινηματογραφηθεί η συγκέντρωση από τον κ. Δημήτρη Γαζιάδη και η ταινία να προβληθεί από το Κράτος για τη νεολαία, «όπως ανακοπεί η επέκτασις της μανίας των ναρκωτικών».
Εξήντα στο σύνολο η «παρέα των ”πρεζάκηδων”, τίτλος, τον οποίον μόνη της δίδει και η αστυνομία τον υιοθέτησε».
Αρκετοί άνθρωποι είχαν εμφάνιση της προκοπής. Φορούσαν λαιμοδέτες, κολλάρα και ρούχα καθαρά. Αλλά η ίδια ακαθαρσία στους κύκλους των ματιών, η ίδια κιτρινίλα στα δόντια από την ηρωίνη και τη μορφίνη και το ίδιο βλέμμα.
Πλειοψηφούσαν, βέβαια, μέσα στην απρόοπτη αυτή συγκέντρωση οι ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι άνθρωποι, οι αναμαλλιασμένοι με τις σκισμένες τραγιάσκες. «Πόδια φως μαίγκρ, νύχια κραγιόνια ολόμαυρα. Σακάκι ολόκληρο τρανσπαράν και χτενισιά… ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε».
Ήταν όμως αρκετοί και οι άνθρωποι με εμφάνιση της προκοπής. Φορούσαν λαιμοδέτες, κολλάρα και ρούχα καθαρά. Αλλά η ίδια ακαθαρσία στους κύκλους των ματιών, η ίδια κιτρινίλα στα δόντια από την ηρωίνη και τη μορφίνη και το ίδιο βλέμμα.
Αν και τραγουδούσαν «θα 'μαι, θα 'μαι πάντοτε χαρμάνης», φώναζαν στον διοικητή του παραρτήματος Ασφαλείας Π. Τσιγκρή: «Ή μας δίνεις πρέζα, κυρ-αστυνόμε, ή κοπανάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Θα κόψουμε το λαρύγγι μας!».
Η σύλληψή τους δεν απαίτησε και μεγάλο κόπο
Στα αστυνομικά όργανα ήταν γνωστό το πού σύχναζαν και η σύλληψή τους δεν απαίτησε μεγάλο κόπο: στη στοά Πάππου, στους αρχαίους τάφους του Κεραμεικού, πίσω από τη δημαρχία. Εκεί σύχναζαν «οι λαϊκοί χαρμάνηδες, οι πρεζάκηδες», κουβαριασμένοι επάνω σε ρολά χαρτιού, ξαπλωμένοι χάμω, πάνω στη λάσπη. «Το συναίσθημα του κρύου όπως και της ζέστης δεν υπάρχει για τους ναρκομανείς – ροφούν τα σκονάκια τους ή μάλλον απολαμβάνουν την συντριπτικήν του οργανισμού των ηδονήν».
«Αλλά και ποιά ηδονή;» αναρωτιέται ο Ε. Θωμόπουλος. «Την αποχαύνωση, την συντριβή όλου του εγώ και των εξωτερικών εντυπώσεων και τον βυθισμό τους σε όνειρα αλλόκοτα. Μια ευεξία τρέλας ψυχικής τους κατέχει, κάτω από την οποία εξουθενωμένη, απονεκρωμένη και κάθε σωματική δύναμης. Και τα μάτια αναποδογυρισμένα, καίτοι ολάνοικτα, δεν βλέπουν τίποτε, κοιμούνται, τα χείλη σουφρωμένα παραμιλούν».

Ο Ε. Θωμόπουλος, άλλωστε, έχει και στο παρελθόν παραστεί επανειλημμένως σε ανάλογο θέαμα:
«Πάει, πάει, πάει! Μια βασιλικιά! Μια μαντζουράνα. Πούντος! Πούντος! Την τύλιξα. Την τύλιξα!».
«Βασιλικιά», εξηγεί ο αστυνομικός ρεπόρτερ της «Ακροπόλεως», αποκαλείται το κόκκινο ή κίτρινο χαρτάκι που περιείχε διπλή δόση ηρωίνης και «μαντζουράνα» εκείνη που περιέχει μονή.
Κατόπιν, σαν επωδός, επακολουθεί το μεράκι της στιγμής, το ρούφηγμα της δολοφόνου σκόνης. Και τα μούτρα του δυστυχούς, καταχωνιασμένα, γίνονται όλο μια σούφρα σαρκών.
Τα ίδια συνέβαιναν και στον καγκελόφραχτο χώρο του αρχαίου Κεραμεικού. Περισσότερο εκεί, γιατί είχαν την ευχέρεια να φύγουν όταν αντιλαμβάνονταν την έφοδο της αστυνομίας.
Εξηγεί παρακάτω ο Ε. Θωμόπουλος ότι η Αστυνομία γνωρίζει μεν τα κατατόπια, δεν κατορθώνει όμως να χτυπήσει τις κεφαλές του λαθρεμπορίου, γιατί η πώληση της μορφίνης ή της ηρωίνης στους φτωχούς αυτούς διαβόλους γίνεται από ομοιοπαθείς τους που προτιμούν να τους κοπεί το κεφάλι παρά να μαρτυρήσουν ποιος τους προμηθεύει τα σκονάκια προς πώληση.
«Διότι, όπως δεν τους μέλλει αν φάγουν έστω και ένα κουλούρι, αρκεί να έχουν το σκονάκι τους, άλλο τόσο δεν τους ενδιαφέρει αν φυλακισθούν».
Αλλά και στα κρατητήρια, συμπληρώνει, όταν συλλαμβάνονται, σηκώνουν τέτοια αντάρα και τέτοια φωνή, ζητώντας την πρέζα τους, ώστε οι ίδιοι οι αστυνομικοί αναγκάζονται να τους δώσουν για να ησυχάσουν. «Αλλιώτικα γίνονται αλλόφρονες. Πηδούν, χτυπούν τα στήθη τους με τις γροθιές τους, τα κεφάλια τους στον τοίχο, σκούζουν, κλαίνε».
Στα γυρίσματα της κοινωφελούς κινηματογραφικής ταινίας
Εκείνο το μεσημέρι, στα δυο δωμάτια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος, νόμιζε κανείς ότι είχαν κλειστεί κοπάδια λύκων. Ώρες ολόκληρες οι τοξίνες των ναρκωτικών δεν είχαν μπει στο αίμα τους λόγω της σύλληψής τους και τους είχαν δημιουργήσει απερίγραπτες παρακρούσεις.
Μπροστά στους δημοσιογράφους ρώτησε ο υπαστυνόμος Π. Τσιγκρής αν προτιμάνε φαγητό ή πρέζα και «απάντησαν όλοι ως από δαιμονική συγχορδία: “Πρέζα - πρέζα, ν' αγιάσουν τα χέρια σου”. Και όταν αυτή διενεμήθη, όταν την στράγγισαν τρίβοντας τις μύτες τους επάνω στα κρυσταλλικά σκουνάκια, έγειραν, ξαπλώθηκαν χάμω. Η αποχαύνωσις ήλθε γρήγορα. Έβλεπες ανθρώπινα κορμιά παρατημένα χάμω με την αποκρουστική μυρουδιά από την απλυσιά να σαλεύουν σαν σκουλήκια».
Έπειτα, ο Ε. Θωμόπουλος τους έπιασε την κουβέντα προκειμένου να τους περιγράψει στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας. Ως χαρακτηριστικότερο τύπο παρουσίασε τον Ψυχίτσα, του οποίου τα μάτια ήταν θαμπά, ενώ ένα πάχος «αρρωστιάρικο, κίτρινο, του έχει καλύψει τον λαιμό». Αφού κατασπάραξε την περιουσία του πατέρα του, αφού έγινε διαρρήκτης για να εξοικονομεί τα λεφτά για την αγορά της ηρωίνης, έγινε τελικά μικροπωλητής της και πήρε ένα σωρό άλλους ανθρώπους στον λαιμό του.

«Γιατί δεν διορθώνεσαι, μωρέ Ψυχίτσα;»
Τον πιάνει το παράπονο. «Μα βλάφτω κανένα, σε παρακαλώ, τον Θεό μου. Εμένα έτσι με αρέσει. Πώς να κάμω αλλιώς».
«Μωρέ ξύλο που θέλεις», του λέει ένας αστυφύλακας.
Παθαίνει μετάπτωση σε κέφι, σκάει στα γέλια για να πει: «Βάρα εσύ ξυλιές όσες θέλεις. Δίνε μου όμως και πρέζα και τι με μέλει».
Άλλος ενδιαφέρων τύπος ο Τουροκτούμης. Είναι νέος, μόλις 30 ετών, εντούτοις φαίνεται σαν εξηντάρης. Γκρίζα άτακτα γένια τού καλύπτουν τα μάγουλα και η λάμψη των ματιών του είναι τελείως σβησμένη. Φοράει σχισμένα πασούμια και μια σκισμένη κουβέρτα ριγμένη στους ώμους του για κάπα.
«Πώς το έπαθες εσύ;» τον ρωτάει ο Θωμόπουλος.
«Σε νοιάζει;»
«Αν θέλεις».
Απαντάει αφού κλείσει τα μάτια του, θέλοντας να συγκεντρώσει μια ξεχασμένη ανάμνηση:
«Μου την έσκασε η γκιόσα μου... Αυτή πάει τώρα στο διάολο».
Γέλασαν τότε και αυτό έγινε αιτία να βάλει κάποιος άλλος φωνές διαμαρτυρίας.
«Τι γελάτε, ρε! Τι γελάτε! Είμαστε χαρμάνηδες. Πρεζάκηδες. Ε, κι ύστερα. Δεν είμαστε θέατρο. Καταλαβαίνετε;»
Τα μάτια του απέκτησαν ζωηρές λάμψεις, τα δόντια του έτριζαν, τα πιγούνια αναταράχτηκαν. Αλλά δεν ήταν τίποτε. Μια περαστική, στιγμιαία άμυνα της χαμένης αξιοπρέπειας. Έτσι κι έγινε. Μετά δύο λεπτά ξανάρχισε ύστερα η φωνή της ικεσίας, τα παρακάλια.

«Δώσ’ μας, ψυχούλα μας, κυρ-Αστυνόμε, την πρέζα. Λυπήσου μας. Θα μας βγει το αίμα από το κεφάλι».
Έμεινε, ωστόσο, αμυνόμενος, κρατώντας τα δυο μάγουλά του για να συγκρατήσει το τριζοβόλημα των δοντιών του από το πάθος, και είπε:
«Δεν είναι για γέλια, κύριε. Οι περισσότεροι εγίναμε έτσι από τραύματα που πήραμε στον πόλεμο. Αυτά τα παλιόπαιδα κόλλησαν από κέφι. Μου κάμανε ενέσεις μορφίνης για να παύσουν οι πόνοι από το τραύμα και μου ήρθε το πάθος».
«Γιατί δεν πας να γιατρευθείς;»
«Πώς να το κάμω, κύριε; Πού να βρω λεφτά; Θέλω πέντε χιλιάδες. Μαζωμένες, πού να τις βρω;»
Και μονομιάς τού κόλλησε το τούρτουρο της ηρωίνης πάλι. Έστριψαν τα σαγόνια του προς τα πάνω, τα μάγουλα σκέβρωσαν και τα μάτια του έσβησαν.
«Δώστε μου! Δώστε μου, κύριε αστυνόμε. Πεθαίνω».
Εκεί σταμάτησε η συνομιλία του με τον Ε. Θωμόπουλο. Έπειτα ο Π. Τσιγκρής «έκαμε την διανομήν της πρέζας. Και επήλθε η ησυχία και η αποχαύνωσης. Έτσι τους επήρε ο φακός του κ. Γαζιάδη την κοινωφελήν κινηματογραφικὴν ταινίαν του».